39.—(1) Ο Έφορος απορρίπτει, την αίτηση κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας για χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία, εάν δεν ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για χορήγηση της άδειας, που τίθενται στα άρθρα 21 και 22 του παρόντος Νόμου.
(2) Ο Έφορος απορρίπτει την αίτηση αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης για χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία υπό μορφή υποκαταστήματος ή αντιπροσωπείας, εάν δεν ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για χορήγηση της άδειας, που τίθενται στα άρθρα 26 και 29 του παρόντος Νόμου.
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου αυτού, ο Έφορος δύναται να απορρίψει την αίτηση για χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών όταν—
(α) Υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ της αιτήτριας κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας ή αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων και ο Έφορος κρίνει ότι οι δεσμοί αυτοί παρεμποδίζουν ή δυσχεραίνουν την αποτελεσματική άσκηση εποπτείας· ή
(β) οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις, οι ισχύουσες σε κράτος που δεν είναι Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., στο οποίο υπάγονται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, με τα οποία η αιτήτρια κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση έχει στενούς δεσμούς, παρεμποδίζουν ή δυσχεραίνουν την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας από τον Έφορο.
(4) «Στενοί δεσμοί», κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου, λογίζεται η κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται μέσω—
(α) Συμμετοχής, δηλαδή της άμεσης ή δι' ενός δεσμού ελέγχου κατοχής του είκοσι επί τοις εκατόν (20%) ή άνω των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης· ή
(β) δεσμού ελέγχου, δηλαδή μέσω της σχέσης που υπάρχει μεταξύ μιας μητρικής εταιρείας και μιας θυγατρικής εταιρείας, κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου ή μιας παρεμφερούς σχέσης μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας εταιρείας· κάθε θυγατρική εταιρεία μιας άλλης θυγατρικής εταιρείας λογίζεται και αυτή ως θυγατρική της μητρικής εταιρείας.
Στενοί δεσμοί μεταξύ δύο ή περισσότερων φυσικών ή νομικών προσώπων δημιουργούνται επίσης και από μια κατάσταση κατά την οποία τα πρόσωπα αυτά συνδέονται μονίμως με το ίδιο πρόσωπο, διά δεσμού ελέγχου.
(5) Η απόφαση του Εφόρου προς απόρριψη της αιτήσεως και άρνηση χορηγήσεως της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη. Η απόφαση κοινοποιείται στους αιτητές μέσα σε προθεσμία έξι μηνών από την υποβολή έγκυρης κατά νόμο αιτήσεως, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 18 του παρόντος Νόμου, προκειμένου περί κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας, ή στο άρθρο 26, προκειμένου περί αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης.
(6) Ως απόρριψη της αιτήσεως και άρνηση χορηγήσεως άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών λογίζεται και η άπρακτη πάροδος έξι μηνών από την ημέρα της υποβολής αιτήσεως, έγκυρης κατά τα ανωτέρω.
40.—(1) Ο Έφορος απορρίπτει την αίτηση κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας ή αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης για χορήγηση άδειας επεκτάσεως των εργασιών της, εάν δεν ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 23 του παρόντος Νόμου προκειμένου περί κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας, ή στο άρθρο 27 ή 29 προκειμένου περί αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης.
(2) Οι διατάξεις των εδαφίων (3), (5) και (6) του άρθρου 39 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται κατά πάντα και στην περίπτωση αιτήσεως για χορήγηση άδειας επεκτάσεως των εργασιών.
41.—(1) Ο Έφορος δύναται να ανακαλέσει την άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που χορηγήθηκε σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Εάν οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα άρθρα 21 ή 26 για τη χορήγηση της άδειας δεν ικανοποιείται πλέον ή
(β) εάν η κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή η αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση—
(i) δεν προβεί σε έναρξη των εργασιών της εντός δώδεκα μηνών από την ημέρα που της χορηγήθηκε η άδεια· ή
(ii) πληροφορήσει εγγράφως τον Έφορο ότι δεν προτίθεται να αρχίσει την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών της, μέσα στην περίοδο των δώδεκα μηνών ή
(iii) πληροφορήσει οποτεδήποτε εγγράφως τον Έφορο ότι προτίθεται να τερματίσει την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών της· ή
(iv) αναστείλει την άσκηση εργασιών για συνεχή περίοδο πέραν των έξι μηνών ή
(ν) υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 14 του παρόντος Νόμου, ασκεί εργασίες άλλες από ασφαλιστικές· ή
(γ) σε περίπτωση παραβίασης, σε σημαντικό βαθμό, οποιασδήποτε από τις κατά νόμο υποχρεώσεις της ασφαλιστικής εταιρείας ή επιχείρησης, και ιδιαίτερα της υποχρέωσής της, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 92 του παρόντος Νόμου, προς κατάθεση των καθορισμένων λογιστικών και οικονομικών καταστάσεων ή της υποχρέωσής της προς τήρηση υγιών ασφαλιστικών αρχών, κατά την άσκηση των εργασιών της· ή
(δ) σε περίπτωση κατά την οποία η ασφαλιστική εταιρεία ή επιχείρηση δεν εκπληρώσει, εντός της τακτής από τον Έφορο προθεσμίας, την υποχρέωσή της προς υλοποίηση των μέτρων ανασυγκρότησης ή βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 71 του παρόντος Νόμου· ή
(ε) σε περίπτωση τελεσίδικης καταδίκης για το προβλεπόμενο στο άρθρο 213 του παρόντος Νόμου ποινικό αδίκημα για έκδοση ψευδών λογαριασμών ή
(στ) σε περίπτωση κατά την οποία η εταιρεία ή επιχείρηση αυτή δεν ικανοποιήσει μέσα σε προθεσμία σαράντα δυο ημερών τελεσίδικη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε εναντίον της· ή
(ζ) σε περίπτωση κατά την οποία η ασφαλιστική εταιρεία ή επιχείρηση δεν ικανοποιεί πλέον οποιεσδήποτε από τις διατάξεις του Μέρους IV του παρόντος Νόμου· ή
(η) προκειμένου περί αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης, και σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, προκειμένου περί ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει την έδρα της στην Ε.Ε. ή Ε.Ο.Χ, σε περίπτωση ανακλήσεως της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών της επιχείρησης αυτής, από την αρμόδια εποπτική αρχή του τόπου, όπου έχει την έδρα της.
(θ) σε περίπτωση κατά την οποία υφίστανται στενοί δεσμοί, εν τη εννοία του εδαφίου (4) του άρθρου 39, μεταξύ τηςκυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας ή της αλλοδαπήςασφαλιστικής επιχείρησης και άλλων φυσικών ή νομικώνπροσώπων και ο Έφορος κρίνει ότι οι δεσμοί αυτοίπαρεμποδίζουν ή δυσχεραίνουν την αποτελεσματική άσκησηεποπτείας ή οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικέςδιατάξεις, οι ισχύουσες σε κράτους που δεν είναι ΚράτοςΜέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., στο οποίο υπάγονται ένα ήπερισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, με τα οποία ηκυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή η αλλοδαπή ασφαλιστικήεπιχείρηση έχει στενούς δεσμούς, παρεμποδίζουν ήδυσχεραίνουν την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας απότον Έφορο·
(ι) σε περίπτωση έναρξης διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης.
(2) Κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση που δεν προβαίνει σε έναρξη των εργασιών της σε όλους ή ορισμένους κλάδους, στους οποίους αφορά η άδεια που της χορηγήθηκε, εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία που της χορηγήθηκε η άδεια ή που αναστέλλει την άσκηση εργασιών για συνεχή περίοδο έξι μηνών, έχει υποχρέωση να γνωστοποιήσει εγγράφως στον Έφορο το γεγονός. Παραβίαση της υποχρέωσης αυτής συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδων λιρών.
(3) Η απόφαση του Εφόρου προς ανάκληση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη και κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη εταιρεία ή επιχείρηση.
42.—(1) Πριν προβεί στην έκδοση της απόφασής του προς ανάκληση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, ο Έφορος οφείλει να κοινοποιήσει εγγράφως την πρόθεσή του προς τούτο στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική εταιρεία ή επιχείρηση, και να παραθέσει τους λόγους, που κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο άρθρο, δικαιολογούν την απόφασή του, και να επισημάνει τα δικαιώματα που της παρέχονται δυνάμει του επόμενου εδαφίου. Ο Έφορος εν τούτοις δύναται, σε δικαιολογημένες προς το δημόσιο συμφέρον περιπτώσεις και προς προστασία των ασφαλισμένων και του κοινού εν γένει, να διατάξει με την κοινοποίηση αυτή, την άμεση αναστολή εργασιών της ασφαλιστικής αυτής εταιρείας ή επιχείρησης, μέχρι πέρατος της προβλεπόμενης στο άρθρο αυτό και το άρθρο 43 διαδικασίας.
(2) Η ασφαλιστική εταιρεία ή επιχείρηση, προς την οποία κοινοποιήθηκε έγγραφο κατά τα ανωτέρω, έχει το δικαίωμα εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από την κοινοποίηση του εγγράφου, να προβεί σε γραπτές και, εφόσον το επιθυμεί, προφορικές παραστάσεις προς τον Έφορο, εφόσον όμως της κοινοποιήθηκε συγχρόνως και απόφαση του Εφόρου προς αναστολή των εργασιών της οφείλει να συμμορφωθεί αμέσως προς την απόφαση αυτή.
(3) Ο Έφορος οφείλει να λάβει υπόψη τις παραστάσεις αυτές, πριν προβεί στην έκδοση της απόφασής του προς ανάκληση ή μη της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών.
43.—(1) Οι αποφάσεις του Εφόρου προς απόρριψη της αιτήσεως για χορήγηση άδειας ασκήσεως ή επεκτάσεως ασφαλιστικών εργασιών, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 39 και 40 του παρόντος Νόμου, καθώς και οι αποφάσεις του Εφόρου προς ανάκληση άδειας που χορηγήθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 41 του Νόμου αυτού, δύνανται να προσβληθούν ενώπιον του Υπουργού.
(2) Το δικαίωμα προς προσβολή των αποφάσεων του Εφόρου ενώπιον του Υπουργοί), κατά τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό, επισημαίνεται από τον Έφορο στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική εταιρεία ή επιχείρηση, κατά την κοινοποίηση των πιο πάνω αποφάσεων.
(3) Η προσφυγή ενώπιον του Υπουργού δύναται να ασκηθεί εγγράφως, μέσω του Εφόρου, μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών, από την κοινοποίηση της αποφάσεως, κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή.
(4) Ο Υπουργός εκδίδει την απόφασή του μέσα σε προθεσμία σαράντα πέντε ημερών από την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής. Πριν προβεί στην έκδοση της απόφασής του ο Υπουργός καλεί την ενδιαφερόμενη ασφαλιστική εταιρεία ή επιχείρηση, να προβεί σε γραπτές και, εφόσον το επιθυμεί, προφορικές παραστάσεις.
(5) Ο Υπουργός οφείλει να λάβει υπόψη τις παραστάσεις αυτές, πριν προβεί στην έκδοση της απόφασής του προς επικύρωση ή ανάκληση της απόφασης του Εφόρου.
(6) Η απόφαση του Υπουργού οφείλει να είναι δεόντως αιτιολογημένη.
44. Η ανάκληση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, όταν αυτή καταστεί οριστική, είτε λόγω παρελεύσεως άπρακτης της προθεσμίας προς προσφυγή ενώπιον του Υπουργού είτε λόγω επικυρώσεως της αποφάσεως του Εφόρου από τον Υπουργό, δημοσιεύεται κατά τον καθορισμένο τύπο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
45.—(1) Σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, η απόφαση του Εφόρου προς ανάκληση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που χορηγήθηκε σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, εφόσον δεν προσβληθεί ενώπιον του Υπουργού κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο άρθρο ή εφόσον επικυρωθεί από τον Υπουργό, κοινοποιείται σε όλες τις λοιπές αρμόδιες εποπτικές αρχές των Κρατών Μελών της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., προς λήψη των αναγκαίων μέτρων, ώστε να μην επιτραπεί στην εταιρεία αυτή η άσκηση νέων εργασιών είτε υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης είτε και υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.
(2) Ο Έφορος, με τη συνδρομή και των λοιπών αρμόδιων εποπτικών αρχών, λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για διασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων στην ασφαλιστική εταιρεία της οποίας ανακλήθηκε η άδεια και ειδικότερα περιορίζει την ελεύθερη διάθεση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας αυτής, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 65 του παρόντος Νόμου.
46.—(1) Σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, η απόφαση του Εφόρου προς ανάκληση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που χορηγήθηκε σε αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του παρόντος Νόμου, η οποία επέλεξε την εποπτική αρχή της Δημοκρατίας ως την αρμόδια εποπτική αρχή σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (ε) του άρθρου 30 του παρόντος Νόμου, εφόσον η απόφαση αυτή προς ανάκληση δεν προσβληθεί ενώπιον του Υπουργού ή εφόσον επικυρωθεί από τον Υπουργό, κοινοποιείται σε όλες τις λοιπές αρμόδιες εποπτικές αρχές των Κρατών Μελών της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ., στα οποία η αλλοδαπή αυτή ασφαλιστική επιχείρηση διατηρεί υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία, προς λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προστασία των ασφαλισμένων στην επιχείρηση αυτή.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία η αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση επέλεξε άλλη αρμόδια εποπτική αρχή, εκτός της Δημοκρατίας και ο λόγος ανακλήσεως της άδειας είναι η ανεπάρκεια της συνολικής φερεγγυότητας της επιχείρησης, όπως αυτή καθορίζεται στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (δ) του άρθρου 30 του παρόντος Νόμου, τότε η άδεια ασκήσεως των ασφαλιστικών εργασιών ανακαλείται και από τον Έφορο.
47—(1) Απαγορεύεται η έκδοση νέων ασφαλιστηρίων ή η σύναψη νέων ασφαλιστικών συμβάσεων ή η άσκηση ασφαλιστικών εργασιών εν γένει, από κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση της οποίας ανακλήθηκε η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών ή στην οποία κοινοποιήθηκε απόφαση του Εφόρου προς αναστολή των εργασιών της, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1) του άρθρου 42 του παρόντος Νόμου. Παράβαση της διατάξεως αυτής συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλακίσεως μέχρι πέντε ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι εκατό χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(2) Επιτρέπεται εν τούτοις σε ασφαλιστική εταιρεία ή αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση, της οποίας ανακλήθηκε για οποιοδήποτε λόγο η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών ή στην οποία κοινοποιήθηκε απόφαση του Εφόρου προς αναστολή των εργασιών της κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1) του άρθρου 42 του παρόντος Νόμου, να συνεχίσει να εισπράττει τα οφειλόμενα προς αυτή ασφάλιστρα και να ικανοποιεί τις ανειλημμένες υποχρεώσεις της, κατά το συνήθη τρόπο διεξαγωγής των εργασιών της.
48. Κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, της οποίας ανακλήθηκε για οποιοδήποτε λόγο η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, σε περίπτωση κατά την οποία θα συνεχίσει να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο, οφείλει να τροποποιήσει την επωνυμία της και να διαγράψει από αυτή οτιδήποτε υποδηλώνει την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών.
49.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 41 του παρόντος Νόμου, όπου αυτές εφαρμόζονται, ο Έφορος δύναται, αντί να προβεί σε εξ ολοκλήρου ανάκληση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, να ανακαλέσει μερικώς την άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών σε έναν ή περισσότερους ασφαλιστικούς κλάδους που της έχει χορηγηθεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και να περιορίσει την ισχύ της άδειας για τους λοιπούς.
(2) Στην περίπτωση αυτή η κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή η αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση οφείλει, αναλόγως της περιπτώσεως—
(α) Να μη συνομολογεί νέες ασφαλιστικές συμβάσεις που καλύπτουν κινδύνους, που εμπίπτουν στον κλάδο για τον οποίο ανακλήθηκε η άδεια·
(β) να μην τροποποιεί οποιεσδήποτε ασφαλιστικές συμβάσεις, που αφορούν τον Κλάδο Γενικής Φύσεως και τελούν σε ισχύ κατά το χρόνο ανακλήσεως της άδειας για τον Κλάδο αυτό, έτσι ώστε να αυξάνονται οι υποχρεώσεις της·
(γ) να μην τροποποιεί, με οποιοδήποτε τρόπο, ασφαλιστικές συμβάσεις, που αφορούν τον Κλάδο Ζωής και τελούν σε ισχύ κατά το χρόνο ανακλήσεως της άδειας για τον Κλάδο αυτό, έτσι ώστε να αυξάνονται οι υποχρεώσεις της.
(3) Εφόσον ο Έφορος αποφασίσει τη μερική ανάκληση και περιορισμό της ισχύος της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, προβαίνει σε τροποποίηση της άδειας που αρχικά χορηγήθηκε και εκδίδει νέο έντυπο άδειας, κατά τον καθορισμένο τύπο.
(4) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου που αφορούν στην ανάκληση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, άρθρα 41 έως 47, εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση μερικής ανακλήσεως και περιορισμού της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών.