177. (1) Ο Έφορος δύναται να παραχωρεί άδεια άσκησης ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία, σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι πιο κάτω προϋποθέσεις:
(α) Έχει υποβληθεί έγκυρη κατά νόμο αίτηση, συνυποβλήθηκαν τα αναγκαία έγγραφα και καταβλήθηκε το καθορισμένο τέλος·
(β) της έχει επιτραπεί να ασκεί ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές εργασίες, ανάλογα με την περίπτωση, δυνάμει της νομοθεσίας της τρίτης χώρας στην εποπτεία της οποίας υπάγεται∙
(γ) ιδρύει υποκατάστημα στο έδαφος της Δημοκρατίας∙
(δ) αναλαμβάνει την υποχρέωση να εγκαταστήσει στη Δημοκρατία ένα λογιστήριο κατάλληλο για τη δραστηριότητα που ασκεί καθώς επίσης και να τηρεί εκεί όλα τα έγγραφα τα σχετικά με τις εργασίες με τις οποίες ασχολείται∙
(ε) διορίζει αντιπρόσωπο, ο οποίος κατέχει τα προσόντα που καθορίζονται με Κανονισμούς που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση και εγκρίνεται από τον Έφορο∙
(στ) διαθέτει στη Δημοκρατία στοιχεία ενεργητικού ενός ποσού τουλάχιστον ίσου προς το ήμισυ του απόλυτου κατώτατου ορίου που προβλέπεται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 136 του παρόντος Νόμου για τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, και καταθέτει το τέταρτο αυτού του απόλυτου κατώτατου ορίου ως εγγύηση∙
(ζ) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καλύπτει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις σύμφωνα με τα άρθρα 106 και 135 του παρόντος Νόμου∙
(η) ανακοινώνει το όνομα και τη διεύθυνση του αντιπροσώπου για τον διακανονισμό των απαιτήσεων τον οποίο διορίζει σε άλλα κράτη μέλη, όπου αυτό εφαρμόζεται, σε περίπτωση που οι καλυπτόμενοι κίνδυνοι κατατάσσονται στον κλάδο ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα (Κλάδος 10, Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος Ι), πλην της ευθύνης του μεταφορέα∙
(θ) υποβάλλει πρόγραμμα δραστηριοτήτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 178 του παρόντος Νόμου∙
(ι) πληροί τις απαιτήσεις διακυβέρνησης που καθορίζονται στο Τμήμα 2 του Τέταρτου Κεφαλαίου του Μέρους ΙΙ του παρόντος Νόμου.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Κεφαλαίου, ως "υποκατάστημα" νοείται κάθε μόνιμη παρουσία στη Δημοκρατία της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, η οποία λαμβάνει άδεια από τον Έφορο και ασκεί ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές δραστηριότητες.
178. (1) Το πρόγραμμα δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος που προβλέπεται στην παράγραφο (θ), εδάφιο (1) του άρθρου 177 του παρόντος Νόμου περιλαμβάνει τα εξής:
(α) τη φύση των κινδύνων ή των υποχρεώσεων που προτίθεται να καλύψει η ασφαλιστική επιχείρηση∙
(β) τις κατευθυντήριες αρχές όσον αφορά την αντασφάλιση∙
(γ) τις προβλέψεις για τις μελλοντικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, όπως προβλέπονται στο Τμήμα 4, του Έκτου Κεφαλαίου του παρόντος Νόμου βάσει του προβλεπόμενου ισολογισμού, καθώς και τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται για να συναχθούν αυτές οι προβλέψεις∙
(δ) τις προβλέψεις για τις μελλοντικές ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, όπως προβλέπονται στο Τμήμα 5 του Έκτου Κεφαλαίου, βάσει του προβλεπόμενου ισολογισμού, καθώς και τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται για να συναχθούν αυτές οι προβλέψεις∙
(ε) την κατάσταση των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων και των επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων της επιχείρησης όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, που προβλέπονται στα Τμήματα 4 και 5 του Έκτου Κεφαλαίου∙
(στ) τις προβλέψεις για τις δαπάνες δημιουργίας των διοικητικών υπηρεσιών και του δικτύου παραγωγής, τους χρηματοοικονομικούς πόρους που προορίζονται για την αντιμετώπισή τους και, εάν οι κίνδυνοι που πρέπει να καλυφθούν κατατάσσονται στον κλάδο βοήθειας (Κλάδος 18, Μέρος Α, Πρώτο Παράρτημα), τα διαθέσιμα μέσα για την παροχή της συνδρομής∙
(ζ) πληροφορίες σχετικά με τη δομή του συστήματος διακυβέρνησης.
(2) Επιπρόσθετα των απαιτήσεων του εδαφίου (1), το πρόγραμμα δραστηριοτήτων περιλαμβάνει τα πιο κάτω, για τις τρεις πρώτες εταιρικές χρήσεις:
(α) Τον προβλεπόμενο ισολογισμό∙
(β) τις προβλέψεις σχετικά με τους χρηματοοικονομικούς πόρους που προορίζονται να καλύψουν τις τεχνικές προβλέψεις, τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις και τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας∙
(γ) όσον αφορά την ασφάλιση Γενικής Φύσεως, το πρόγραμμα δραστηριοτήτων περιλαμβάνει επίσης τα εξής:
(i) τις προβλέψεις σχετικά με τα έξοδα διαχείρισης, εκτός των εξόδων εγκατάστασης, ιδίως τα τρέχοντα γενικά έξοδα και τις προμήθειες∙
(ii) τις προβλέψεις σχετικά με τα ασφάλιστρα ή τις εισφορές και τις αξιώσεις αποζημίωσης∙
(δ) όσον αφορά την ασφάλιση Ζωής, επίσης σχέδιο στο οποίο να εμφανίζονται λεπτομερώς οι προβλέψεις εσόδων και εξόδων τόσο για τις δραστηριότητες πρωτασφάλισης και τις αποδοχές αντασφάλισης, όσο και για τις εκχωρήσεις αντασφάλισης.
(3) Όσον αφορά την ασφάλιση Ζωής, ο Έφορος δύναται να απαιτεί από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να υποβάλλουν συστηματικά κοινοποίηση των τεχνικών στοιχείων βάσει των οποίων υπολογίζονται τα τιμολόγια των συμβάσεων και τις τεχνικές προβλέψεις, χωρίς η απαίτηση αυτή να συνιστά προϋπόθεση για την άσκηση των δραστηριοτήτων μιας ασφαλιστικής επιχείρησης.
179. Ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας έχει υποχρέωση όπως συστήνει επαρκείς τεχνικές προβλέψεις, προκειμένου να καλύπτει τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει στη Δημοκρατία και οι οποίες υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Έκτου Κεφαλαίου Τμήμα 2, και όπως αποτιμά τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού σύμφωνα με τις διατάξεις του Έκτου Κεφαλαίου, Τμήμα 1 και να προσδιορίζουν τα ίδια κεφάλαια σύμφωνα με τις διατάξεις του Έκτου Κεφαλαίου, Τμήμα 3.
180. (1) Υποκατάστημα ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας στη Δημοκρατία έχει υποχρέωση-
(α) Να διαθέτει ένα ποσό επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων, το οποίο συνίσταται τα στοιχεία που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 113 του παρόντος Νόμου∙ και
(β) να υπολογίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις σύμφωνα με τις διατάξεις των Τμημάτων 4 και 5 του Έκτου Κεφαλαίου του παρόντος Νόμου:
(2) Το επιλέξιμο ποσό των βασικών ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται για την κάλυψη των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων και το απόλυτο κατώτατο όριο αυτών των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων συνιστώνται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 104 του παρόντος Νόμου.
(3) Το επιλέξιμο ποσό των βασικών ιδίων κεφαλαίων δεν μπορεί να είναι κατώτερο του ενός δευτέρου του απολύτου κατωτάτου ορίου που προβλέπεται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 136 του παρόντος Νόμου. Η εγγύηση της παραγράφου (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 177 συνυπολογίζεται στα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων.
(4) Τα στοιχεία του ενεργητικού που αποτελούν το αντίκρισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας πρέπει να βρίσκονται μέχρι του ποσού των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων, στη Δημοκρατία, ενώ το πλεόνασμα οπουδήποτε στο εσωτερικό της Ένωσης.
181. (1) Αναφορικά με ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος άρθρου ισχύουν και οι ακόλουθες διατάξεις:
(α) Εάν μια επιχείρηση που ασκεί ή προτίθεται να ασκήσει ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία, ασκεί ή προτίθεται να ασκήσει παράλληλα τέτοιες εργασίες και σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη ο Έφορος δύναται, κατ’ αίτησή της να της χορηγήσει τα ευεργετήματα που προβλέπονται στην παράγραφο (δ) του παρόντος εδαφίου και τα οποία δύνανται να παραχωρηθούν μόνον όλα μαζί·
(β) η αίτηση για χορήγηση των ευεργετημάτων υποβάλλεται προς τον Έφορο και προς όλες τις αρμόδιες εποπτικές αρχές των κρατών μελών στα οποία η επιχείρηση αυτή ασκεί ή προτίθεται να ασκήσει ασφαλιστικές εργασίες·
(γ) ο Έφορος εκδίδει την απόφαση του προς χορήγηση των ευεργετημάτων εκ συμφώνου με τις λοιπές αρμόδιες εποπτικές αρχές, προς τις οποίες υποβλήθηκε η αίτηση·
(δ) τα ευεργετήματα συνίστανται στα ακόλουθα-
(i) Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας που αναφέρονται στο άρθρο 180 του παρόντος Νόμου μπορούν να υπολογίζονται σε συνάρτηση με τη συνολική δραστηριότητα που ασκεί η επιχείρηση στο εσωτερικό της Ένωσης∙
(ii) η εγγύηση που προβλέπεται στην παράγραφο (στ) του εδαφίου (2) του άρθρου 177 μπορεί να κατατίθεται μόνον στο ένα από τα κράτη μέλη στα οποία ασκεί η επιχείρηση δραστηριότητες∙
(iii) τα στοιχεία του ενεργητικού που αποτελούν το αντίκρισμα των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων μπορούν να βρίσκονται, σύμφωνα με το άρθρο 141, σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη, που η επιχείρηση ασκεί τη δραστηριότητά της.
(2) Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (i) του εδαφίου (1), λαμβάνονται υπόψη, για τον υπολογισμό, μόνον οι εργασίες που πραγματοποιούνται από το σύνολο των υποκαταστημάτων που είναι εγκατεστημένα στο εσωτερικό της Ένωσης.
(3) Στην αίτηση που υποβάλλεται από την ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας κατά τις διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, καθορίζεται και η εποπτική αρχή, η οποία θα είναι αρμόδια για την εξακρίβωση της κατάστασης φερεγγυότητάς της για το σύνολο των εργασιών της στα κράτη μέλη στα οποία ασκεί ασφαλιστικές εργασίες και μετέχουν στη συμφωνία. Η επιλογή της εποπτικής αρχής ανήκει στην αιτήτρια ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, που αιτιολογεί στην αίτησή της την επιλογή της αυτή.
(4) Σε περίπτωση κατά την οποία η ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας επιλέγει, κατά τα ανωτέρω, ως αρμόδια εποπτική αρχή τον Έφορο, θα ισχύουν τα ακόλουθα-
(α) η εγγύηση που προβλέπεται στο εδάφιο (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 177, κατατίθεται στην αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας∙
(β) ο Έφορος χορηγεί το ειδικό καθεστώς που προβλέπονται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) και ανακοινώνει στις λοιπές εποπτικές αρχές ότι θα εποπτεύει την κατάσταση φερεγγυότητας της επιχείρησης για το σύνολο των εργασιών της στα κράτη μέλη ·
(γ) ο Έφορος αναζητεί και λαμβάνει από τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών τις αναγκαίες πληροφορίες για την εξακρίβωση της συνολικής φερεγγυότητας των υποκαταστημάτων της επιχείρησης που είναι εγκατεστημένα στο έδαφός τους.
(5) Τα ευεργετήματα του παρόντος άρθρου παράγουν αποτελέσματα από την ημερομηνία κατά την οποία ο Έφορος πληροφορεί τις άλλες εποπτικές αρχές ότι ανέλαβε την υποχρέωση να ελέγχει τη φερεγγυότητα των υποκαταστημάτων της επιχείρησης που είναι εγκατεστημένα εντός της Ένωσης για το σύνολο των εργασιών τους ή από την ημερομηνία κατά την οποία ο Έφορος ενημερώνεται από την επιλεγείσα από την ασφαλιστική επιχείρηση εποπτική αρχή, ανάλογα με την περίπτωση.
(6) Τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο ευεργετήματα καταργούνται συγχρόνως από όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, κατόπιν σχετικού αιτήματος ενός ή περισσοτέρων από αυτά.
182. (1) Για τους σκοπούς του παρόντος Τμήματος, εφαρμόζονται το άρθρο 31, το εδάφιο (3) του άρθρου 146 και τα άρθρα 147 και 148 του παρόντος Νόμου.
(2) Για την εφαρμογή των άρθρων 144 μέχρι 146 του παρόντος Νόμου, στην περίπτωση ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας που απολαύει των ευεργετημάτων που προβλέπονται στα εδάφια (1) μέχρι (5) του άρθρου 181, η εποπτική αρχή η οποία επιλέγεται από την επιχείρηση σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου, εξομοιώνεται με την εποπτική αρχή του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται η έδρα ασφαλιστικής επιχείρησης.
183. (1) Τα υποκαταστήματα που αναφέρονται στο παρόν Τμήμα δεν δύνανται να ασκούν ταυτοχρόνως δραστηριότητες ασφάλισης Ζωής και Γενικής Φύσεως στη Δημοκρατία.
(2) Κατά παρέκκλιση από το εδάφιο (1), τα υποκαταστήματα που αναφέρονται στο παρόν Τμήμα, τα οποία κατά τη σχετική ημερομηνία που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 75, ασκούσαν ταυτοχρόνως και τις δύο αυτές δραστηριότητες στη Δημοκρατία, δύνανται να συνεχίζουν την ταυτόχρονη αυτή άσκηση, υπό τον όρο ότι καθεμιά από αυτές τις δραστηριότητες τελεί υπό χωριστή διαχείριση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 76 του παρόντος Νόμου.
(3) Όταν ο Έφορος επιβάλει στις Κυπριακές ασφαλιστικές επιχειρήσεις την υποχρέωση να παύσουν την ταυτόχρονη άσκηση των δραστηριοτήτων που ασκούσαν κατά τη σχετική ημερομηνία που αναφέρεται στο εδάφιο (5) του άρθρου 75 του παρόντος Νόμου, επιβάλλει την υποχρέωση αυτή και στα υποκαταστήματα του παρόντος Τμήματος, που είναι εγκατεστημένα στη Δημοκρατία και ασκούν ταυτοχρόνως και τις δύο αυτές δραστηριότητες.
(4) Τα υποκαταστήματα του παρόντος Τμήματος, των οποίων η επιχείρηση της έδρας ασκεί ταυτοχρόνως και τις δύο δραστηριότητες και τα οποία στη σχετική ημερομηνία που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 75 ασκούσαν στη Δημοκρατία μόνον δραστηριότητες ασφάλισης Ζωής, δύνανται να συνεχίζουν τις δραστηριότητές τους, και, εφόσον η επιχείρηση επιθυμεί να ασκήσει δραστηριότητες ασφάλισης Γενικής Φύσεως, δύναται στο εξής να ασκεί τις δραστηριότητες ασφάλισης Ζωής μόνο μέσω θυγατρικής εταιρείας.
184. Οι διατάξεις των άρθρων 27 και 28 του παρόντος Νόμου, αναφορικά με την απόρριψη αίτησης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών ή άδειας για επέκταση των εργασιών τους σε άλλο κλάδο, καθώς και οι διατάξεις των άρθρων 151 μέχρι και 157 του παρόντος Νόμου, αναφορικά με την ανάκληση, περιορισμό ή τροποποίηση της άδειας άσκησης ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, εφαρμόζονται κατ΄αναλογία σε σχέση με την ανάκληση, λήξη ή τροποποίηση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας.
185. (1) Σε περίπτωση ανάκλησης τις άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών από την εποπτική αρχή που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 181 του παρόντος Νόμου, αυτή πληροφορεί σχετικά τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών, όπου η επιχείρηση ασκεί τη δραστηριότητά της και οι αρχές αυτές λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα.
(2) Σε περίπτωση που η απόφαση ανάκλησης της άδειας έχει ως αιτιολογία την ανεπάρκεια της συνολικής φερεγγυότητας της επιχείρησης, όπως αυτή καθορίζεται στη συμφωνία για παραχώρηση ευεργετημάτων του άρθρου 181, τα κράτη μέλη που μετέχουν σε αυτή προβαίνουν επίσης στην ανάκληση της άδειας που έχουν παραχωρήσει.
186. Οι διατάξεις του παρόντος Τμήματος εφαρμόζονται με την επιφύλαξη τυχόν διαφορετικών ρυθμίσεων που δυνατό να περιλαμβάνονται σε συμφωνίες που συνομολογεί η Ένωση με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες, προκειμένου να διασφαλίζει, υπό τον όρο της αμοιβαιότητας, επαρκή προστασία των αντισυμβαλλομένων και των δικαιούχων των κρατών μελών.
187. (1) Σε περίπτωση που το καθεστώς φερεγγυότητας τρίτης χώρας έχει κριθεί ισοδύναμο με το καθεστώς της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 172 της εν λόγω Οδηγίας, οι αντασφαλιστικές συμβάσεις που συνάπτονται με επιχειρήσεις, των οποίων η εταιρική έδρα βρίσκεται στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα, εξομοιώνονται με τις αντασφαλιστικές συμβάσεις που συνάπτονται με επιχειρήσεις οι οποίες έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο.
(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) ισχύουν και στην περίπτωση τρίτων χωρών, το καθεστώς φερεγγυότητας των οποίων έχει κριθεί προσωρινά ισοδύναμο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 172 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.
188. Σε περίπτωση που ο αντασφαλιστής είναι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας με εταιρική έδρα σε τρίτη χώρα, το καθεστώς φερεγγυότητας της οποίας κρίνεται ισοδύναμο με το καθεστώς της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ και του παρόντος Νόμου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 172 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, για τη σύσταση των τεχνικών προβλέψεων, δεν απαιτείται η ενεχυρίαση περιουσιακών στοιχείων για την κάλυψη των προβλέψεων για μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα και εκκρεμείς αξιώσεις αποζημίωσης.
189. Η άσκηση αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων από αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας, που αναλαμβάνουν ή ασκούν δραστηριότητες αντασφάλισης στη Δημοκρατία, διέπεται από τις ίδιες διατάξεις με αυτές που ισχύουν για τις κυπριακές αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν αντασφαλιστική δραστηριότητα στη Δημοκρατία.
190. Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου αναφορικά με αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών, εφαρμόζονται υπό την επιφύλαξη τυχόν συμφωνιών που διαπραγματεύεται η Επιτροπή μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 175 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.
191. Οι διατάξεις των άρθρων 151 μέχρι 157 του παρόντος Νόμου αναφορικά με την ανάκληση, περιορισμό ή τροποποίηση της άδειας άσκησης αντασφαλιστικών εργασιών αντασφαλιστικής επιχείρησης εφαρμόζονται κατ΄αναλογία σε σχέση με την ανάκληση, λήξη ή τροποποίηση της άδειας ασκήσεως αντασφαλιστικών εργασιών αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας.