ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΟΜΙΛΟΥ: ΕΡΜΗΝΕΙΑ, ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΕΔΑ
ΤΜΗΜΑ 1 - ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Ερμηνεία

250. (1) Στο παρόν Μέρος, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«αρχή εποπτείας του ομίλου» σημαίνει την εποπτική αρχή που είναι υπεύθυνη για την άσκηση εποπτείας του ομίλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 247 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

«ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου» σημαίνει τη μητρική επιχείρηση, η οποία δεν είναι εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και της οποίας η κύρια δραστηριότητα είναι η απόκτηση και κατοχή συμμετοχών σε θυγατρικές επιχειρήσεις, εφόσον οι εν λόγω θυγατρικές είναι αποκλειστικά ή κυρίως ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ή ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας ενώ μία τουλάχιστον από αυτές τις θυγατρικές είναι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση·

«ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας» σημαίνει τη μητρική επιχείρηση, η οποία δεν είναι ασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, αντασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση μεταξύ των θυγατρικών της·

«εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών» σημαίνει τη μητρική επιχείρηση, εκτός από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική εταιρεία, η οποία, μαζί με τις θυγατρικές της, από τις οποίες μία τουλάχιστον είναι ασφαλιστική επιχείρηση, Ε.Π.Ε.Υ. ή πιστωτικό ίδρυμα, κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και άλλες οντότητες, συνιστά χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτωνֹ

«όμιλος» σημαίνει ένα όμιλο επιχειρήσεων-

(α) που αποτελείται από μία συμμετέχουσα επιχείρηση, τις θυγατρικές της και τις οντότητες στις οποίες η συμμετέχουσα επιχείρηση ή οι θυγατρικές της διαθέτουν συμμετοχή, καθώς και συνδεδεμένες επιχειρήσεις∙ ή

(β) που βασίζεται στη σύναψη συμβατικών ή άλλων μακροχρόνιων, ισχυρών και διαρκών χρηματοοικονομικών δεσμών μεταξύ όλων αυτών των επιχειρήσεων, και μπορεί να περιλαμβάνει ενώσεις αλληλασφάλισης ή αλληλασφαλιστικού τύπου, υπό την προϋπόθεση ότι-

(i) μία από τις επιχειρήσεις αυτές ασκεί ουσιαστικά, με κεντρικό συντονισμό, δεσπόζουσα επιρροή στις αποφάσεις, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών αποφάσεων, όλων των επιχειρήσεων οι οποίες αποτελούν μέρος του ομίλου∙ και

(ii) η σύναψη ή διάλυση τέτοιου είδους οικονομικών σχέσεων για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου υπόκειται σε εκ των προτέρων έγκριση της αρχής εποπτείας ομίλου, και

η επιχείρηση που ασκεί τον κεντρικό συντονισμό θεωρείται μητρική επιχείρηση, ενώ οι άλλες επιχειρήσεις θεωρούνται θυγατρικές∙

«συγκέντρωση κινδύνων» σημαίνει κάθε έκθεση σε κίνδυνο με πιθανότητα ζημιάς, η οποία είναι αρκετά μεγάλη ώστε να απειλεί τη φερεγγυότητα ή τη γενική χρηματοοικονομική κατάσταση των ρυθμιζόμενων οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων· η έκθεση μπορεί να είναι αποτέλεσμα κινδύνων αντισυμβαλλομένου ή πιστωτικών κινδύνων, επενδυτικών κινδύνων, ασφαλιστικών κινδύνων, κινδύνων της αγοράς ή άλλων κινδύνων, ή συνδυασμού ή αλληλεπίδρασης αυτών των κινδύνων·

«συμμετέχουσα επιχείρηση» σημαίνει την επιχείρηση, η οποία είναι, είτε μητρική επιχείρηση ή άλλη επιχείρηση που διαθέτει συμμετοχή, είτε επιχείρηση που, χωρίς να συνδέεται με άλλη επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου, έχει τεθεί με την επιχείρηση αυτή υπό ενιαία διεύθυνση κατόπιν συμβάσεως ή σύμφωνα με όρους των καταστατικών τους ή τα διοικητικά τους όργανα να αποτελούνται κατά πλειοψηφία κατά τη διάρκεια της χρήσης και μέχρι την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών από τα ίδια πρόσωπα·

«συμμετοχή» σημαίνει την κατοχή δικαιωμάτων στο κεφάλαιο άλλων επιχειρήσεων, ενσωματωμένα σε τίτλους ή όχι, τα οποία, δημιουργώντας διαρκή δεσμό ανάμεσα σε δύο επιχειρήσεις, προορίζονται να συμβάλουν στις δραστηριότητες της επιχείρησης αυτής ή την άμεση ή έμμεση κατοχή ποσοστού μεγαλύτερου ή ίσου του είκοσι τοις εκατόν (20%) των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μίας επιχείρησης·

«συνδεδεμένη επιχείρηση» σημαίνει τη θυγατρική ή άλλη επιχείρηση, στην οποία υπάρχει συμμετοχή ή επιχείρηση που, χωρίς να συνδέεται με άλλη επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου, έχει τεθεί με την επιχείρηση αυτή υπό ενιαία διεύθυνση κατόπιν συμβάσεως ή σύμφωνα με όρους των καταστατικών τους ή τα διοικητικά τους όργανα να αποτελούνται κατά πλειοψηφία κατά τη διάρκεια της χρήσης και μέχρι την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών από τα ίδια πρόσωπα·

«Σώμα εποπτών» σημαίνει μια μόνιμη αλλά ευέλικτη δομή για τη συνεργασία, τον συντονισμό και τη διευκόλυνση της λήψης αποφάσεων σχετικά με την εποπτεία ομίλου·

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους, ο Έφορος θεωρεί επίσης-

(α) ως μητρική επιχείρηση οποιαδήποτε επιχείρηση η οποία, κατά τη γνώμη του, ασκεί πραγματικά δεσπόζουσα επιρροή σε άλλη επιχείρηση·

(β) ως θυγατρική επιχείρηση οποιαδήποτε επιχείρηση επί της οποίας, κατά τη γνώμη του, μια μητρική επιχείρηση ασκεί πραγματικά δεσπόζουσα επιρροή·

(γ) ως συμμετοχή την κατοχή, άμεση ή έμμεση, δικαιωμάτων ψήφου ή κεφαλαίου σε επιχείρηση επί της οποίας, κατά τη γνώμη του, ασκείται πραγματικά σημαντική επιρροή.

ΤΜΗΜΑ 2 - ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Περιπτώσεις εφαρμογής εποπτείας ομίλου

251.-(1) Η εποπτεία ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σε επίπεδο ομίλου ασκείται από τον Έφορο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους, όταν ο Έφορος αποτελεί την αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 286 του παρόντος Νόμου.

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), οι διατάξεις του παρόντος Νόμου, οι οποίες ορίζουν τους κανόνες για την εποπτεία ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σε ατομική βάση, εξακολουθούν να ισχύουν σε επιχειρήσεις που ανήκουν σε όμιλο, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στο παρόν Μέρος.

(3) Η εποπτεία σε επίπεδο ομίλου ασκείται ως ακολούθως:

(α) σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι συμμετέχουσες επιχειρήσεις σε μία τουλάχιστον ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, σύμφωνα με τα άρθρα 256 έως 298 του παρόντος Νόμου.

(β) σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, των οποίων η μητρική επιχείρηση είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών με έδρα στην Ένωση, σύμφωνα με τα άρθρα 256 έως 298·

(γ) σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, η μητρική επιχείρηση των οποίων είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών με έδρα σε τρίτη χώρα ή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, σύμφωνα με τα άρθρα 299 έως 302 του παρόντος Νόμου·

(δ) σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, η μητρική επιχείρηση των οποίων είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας, σύμφωνα με το άρθρο 304 του παρόντος Νόμου.

(4) Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (2), όταν η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η οποία έχει την έδρα της στην Ένωση, είναι, είτε συνδεδεμένη επιχείρηση, είτε είναι η ίδια ρυθμιζόμενη οντότητα ή μεικτή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η οποία υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία εποπτικής αρχής άλλου κράτους μέλους, ο Έφορος, ως η αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου, δύναται, μετά από διαβουλεύσεις με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, να αποφασίσει να μη διενεργήσει την εποπτεία της συγκέντρωσης κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 282 του παρόντος Νόμου ή την εποπτεία των συναλλαγών εντός του ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 284 του παρόντος Νόμου ή και τα δύο, στο επίπεδο της εν λόγω συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή της εν λόγω ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

(5) Σε περίπτωση που εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμο εποπτικό έλεγχο στο πλαίσιο των εκάστοτε Οδηγιών του Εφόρου αναφορικά με τη συμπληρωματική εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων, με τον εποπτικό έλεγχο που καθορίζεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τον κίνδυνο, ο Εφόρος, ως η αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου, δύναται να αποφασίσει, μετά από διαβούλευση με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, να εφαρμόσει στην εν λόγω εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών μόνο τις διατάξεις αναφορικά με την συμπληρωματική εποπτεία.

(6) Σε περίπτωση που εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει του παρόντος Νόμου και δυνάμει των περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμων του 1997 έως 2015, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τον κίνδυνο, ο Έφορος, ως αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου, δύναται να αποφασίσει, μετά από συμφωνία με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές του χρηματοπιστωτικού τομέα όπως εφαρμοστούν μόνο εκείνες οι νομοθετικές διατάξεις σχετικά με τον πλέον σημαντικό τομέα, όπως καθορίζεται στις εκάστοτε Οδηγίες του Εφόρου ή/και της Κεντρικής Τράπεζας ή/και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αναφορικά με τη συμπληρωματική εποπτεία ασφαλιστικών ‘η αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων.

(7) Ο Έφορος, ως η αρχή εποπτείας του ομίλου, ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και την ΕΙΟPA για τις αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει των εδαφίων (4) και (5).

Πεδίο εφαρμογής της εποπτείας ομίλου

252.-(1) Η άσκηση της εποπτείας ομίλου από τον Έφορο σύμφωνα με το άρθρο 251 του παρόντος Νόμου, δεν απαιτεί την άσκηση του εποπτικού του ρόλου σε ατομική βάση, σε σχέση με την ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, την αντασφαλιστική επιχείρησης τρίτης χώρας, την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 297 όσον αφορά τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου ή τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

(2) Ο Έφορος, ως αρχή εποπτείας του ομίλου, δύναται να αποφασίσει, κατά περίπτωση, να μην συμπεριλάβει μια επιχείρηση στην εποπτεία του ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 251 του παρόντος Νόμου -

(α) εάν η επιχείρηση ευρίσκεται σε τρίτη χώρα, όπου υπάρχουν νομικά εμπόδια στη διαβίβαση των απαραίτητων πληροφοριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 267·

(β) εάν η επιχείρηση που πρέπει να συμπεριληφθεί έχει αμελητέα σημασία όσον αφορά τους στόχους της εποπτείας σε επίπεδο ομίλου· ή

(γ) εάν ο συνυπολογισμός της επιχείρησης δεν είναι κατάλληλος ή είναι παραπλανητικός σε σχέση με τους στόχους της εποπτείας σε επίπεδο ομίλου.

(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (2), όταν αρκετές επιχειρήσεις του ιδίου ομίλου, λαμβανόμενες υπόψη ατομικά, μπορούν να εξαιρεθούν σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο, ο Έφορος ως αρχή εποπτείας τους ομίλου, οφείλει να τις συμπεριλάβει στην εποπτεία εφόσον, συλλογικά, είναι μη αμελητέας σημασίας.

(4) Όταν ο Έφορος, ως αρχή εποπτείας του ομίλου, θεωρεί ότι μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δεν θα πρέπει να περιλαμβάνεται στην εποπτεία ομίλου δυνάμει μιας των περιπτώσεων που προβλέπονται στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (2), συμβουλεύεται, προτού λάβει απόφαση, τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών.

(5) Σε περίπτωση που αρμόδια εποπτική αρχή του ομίλου είναι εποπτική αρχή άλλου κράτους μέλους, και δεν περιλαμβάνει κυπριακή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στην εποπτεία του ομίλου δυνάμει των αντίστοιχων παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (2) της εθνικής της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους, ο Έφορος δύναται να ζητά από την επιχείρηση που είναι επικεφαλής του ομίλου οποιαδήποτε πληροφορία η οποία μπορεί να διευκολύνει την εποπτεία των κυπριακών ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων από τον ίδιο.

ΤΜΗΜΑ 3 - ΕΠΙΠΕΔΑ
Τελική μητρική επιχείρηση σε ενωσιακό επίπεδο

253.-(1) Όταν η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που αναφέρεται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (3) του άρθρου 251 του παρόντος Νόμου είναι η ίδια θυγατρική εταιρεία άλλης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών η οποία έχει την έδρα της στην Ένωση, τα άρθρα 256 μέχρι 298 εφαρμόζονται μόνο στο επίπεδο της τελικής μητρικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών η οποία έχει την έδρα της στην Ένωση.

(2) Όταν η τελική μητρική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που έχει την έδρα της στην Ένωση, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (1), είναι θυγατρική επιχείρηση άλλης επιχείρησης η οποία υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με την παράγραφο 5 (2) των Οδηγιών χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων που εκδίδονται από τον Έφορο, ο Έφορος δύναται, αφού συμβουλευθεί τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, να αποφασίσει να μην πραγματοποιήσει την εποπτεία της συγκέντρωσης κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 286 ή την εποπτεία των συναλλαγών εντός του ομίλου που αναφέρονται στο άρθρο 284 του παρόντος Νόμου ή και τα δύο, στο επίπεδο της τελικής αυτής μητρικής επιχείρησης.

Τελική μητρική επιχείρηση σε εθνικό επίπεδο

254. (1) Όταν η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η οποία έχει την έδρα της στη Δημοκρατία, και η τελική μητρική επιχείρηση σε ενωσιακό επίπεδο, όπως αναφέρεται στο άρθρο 253 του παρόντος Νόμου έχει την έδρα της σε άλλο κράτος μέλος, ο Έφορος ως εθνική εποπτική αρχή, δύναται, μετά από διαβούλευση με την αρχή εποπτείας του ομίλου και με την αρχή εποπτείας της τελικής μητρικής επιχείρησης σε ενωσιακό επίπεδο, να υπαγάγει την τελική μητρική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών στην εποπτεία του ομίλου και σε τέτοια περίπτωση εξηγεί την απόφασή του τόσο στον επόπτη του ομίλου όσο και στην μητρική επιχείρηση σε ενωσιακό επίπεδο. Τα άρθρα 256 έως 298 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, με την επιφύλαξη των εδαφίων (2) έως (6).

(2) Ο Έφορος, ως αρχή εποπτείας του ομίλου, δύναται να περιορίζει την εποπτεία του ομίλου της τελικής μητρικής επιχείρησης σε ένα ή περισσότερα από τα Τμήματα του Δεύτερου Κεφαλαίου του παρόντος Μέρους.

(3) Όταν ο Έφορος, ως εθνική εποπτική αρχή, αποφασίζει να εφαρμόσει στην τελική μητρική επιχείρηση σε εθνικό επίπεδο τις διατάξεις του Τμήματος 1 του Δεύτερου Κεφαλαίου του παρόντος Μέρους, η επιλογή της μεθόδου που γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 258 του παρόντος Νόμου, σε σχέση με την τελική μητρική επιχείρηση σε ενωσιακό επίπεδο, από την εποπτική αρχή εποπτείας του ομίλου, θεωρείται καθοριστική και εφαρμόζεται από τον Έφορο.

(4) Όταν ο Έφορος, ως εθνική εποπτική αρχή, αποφασίζει να εφαρμόσει στην τελική μητρική επιχείρηση τις διατάξεις του Τμήματος 1, του Δεύτερου Κεφαλαίου του παρόντος Μέρους, και όταν η τελική μητρική επιχείρηση σε ενωσιακό επίπεδο που αναφέρεται στο άρθρο 290 του παρόντος Νόμου έχει λάβει, σύμφωνα με το άρθρο 269 ή το εδάφιο (5) του άρθρου 272, την άδεια να υπολογίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, καθώς και τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στον όμιλο, στη βάση εσωτερικού υποδείγματος, η απόφαση αυτή θεωρείται καθοριστική και εφαρμόζεται από τον Έφορο.

(5) Στην περίπτωση του εδαφίου (4), όταν ο Έφορος αποφασίζει ότι το προφίλ κινδύνου της τελικής μητρικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από το εσωτερικό υπόδειγμα που έχει εγκριθεί σε ενωσιακό επίπεδο, και εφόσον η επιχείρηση αυτή δεν ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στις ανησυχίες του Εφόρου, ο Έφορος δύναται να αποφασίσει να επιβάλει πρόσθετη κεφαλαιακή επιβάρυνση στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου της εν λόγω επιχείρησης, όπως αυτές προκύπτουν από την εφαρμογή ενός τέτοιου υποδείγματος, ή, σε εξαιρετικές περιστάσεις όπου η πρόσθετη αυτή κεφαλαιακή επιβάρυνση κρίνεται ακατάλληλη, να απαιτήσει από την επιχείρηση να υπολογίσει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου της βάσει της τυποποιημένης μεθόδου. Κάθε απόφαση του Εφόρου που λαμβάνεται δυνάμει του παρόντος εδαφίου πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη και να κοινοποιείται στην επιχείρηση και στην αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου.

(5α) Ο Έφορος ως εθνική εποπτική αρχή, επεξηγεί τις αποφάσεις που λαμβάνει δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (4) και (5) τόσο στην επιχείρηση όσο και στον επόπτη ομίλου· σε περίπτωση που ο Έφορος είναι η αρχή εποπτείας του ομίλου ενημερώνει το Σώμα εποπτών, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 287.

(6) Όταν ο Έφορος αποφασίζει να εφαρμόσει το Τμήμα 1, του Δεύτερου Κεφαλαίου του παρόντος Μέρους, στην τελική μητρική επιχείρηση με έδρα στη Δημοκρατία, η εν λόγω επιχείρηση δεν επιτρέπεται να ζητήσει, σύμφωνα με τα άρθρα 275 ή 282 του παρόντος Νόμου την άδεια να υπαγάγει οποιαδήποτε από τις θυγατρικές της στα άρθρα 277 και 278.

(7) Ο Έφορος δεν δύναται να λάβει ή να διατηρήσει απόφαση δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, εφόσον η τελική μητρική επιχείρηση με έδρα στη Δημοκρατία είναι θυγατρική της τελικής μητρικής επιχείρησης σε ενωσιακό επίπεδο που αναφέρεται στο άρθρο 253 του παρόντος Νόμου και η τελευταία αυτή επιχείρηση έχει λάβει σύμφωνα με τα άρθρα 276 ή 281 την άδεια να υπαγάγει τη θυγατρική αυτή στα άρθρα 277 έως 278.

(8) Οι περιστάσεις υπό τις οποίες ο Έφορος δύναται να λαμβάνει αποφάσεις δυνάμει του εδαφίου (1) καθορίζονται με κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις.

Μητρική επιχείρηση που καλύπτει περισσότερα κράτη μέλη

255.-(1) Ο Έφορος, για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 254 του παρόντος Νόμου, δύναται να αποφασίζει τη σύναψη συμφωνίας με τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών, στα οποία λειτουργεί άλλη συνδεδεμένη τελική μητρική επιχείρηση σε εθνικό επίπεδο, με σκοπό την άσκηση εποπτείας του ομίλου στο επίπεδο υπο-ομίλου που καλύπτει περισσότερα κράτη μέλη και, σε τέτοια περίπτωση, ο Έφορος αιτιολογεί την απόφασή του τόσο στον επόπτη του ομίλου όσο και στην μητρική επιχείρηση σε ενωσιακό επίπεδο.

(2) Σε περίπτωση σύναψης συμφωνίας δυνάμει του εδαφίου (1), η εποπτεία του ομίλου δεν ασκείται στο επίπεδο οποιασδήποτε τελικής μητρικής επιχείρησης που αναφέρεται στο άρθρο 254 και η οποία είναι παρούσα σε κράτος μέλος, άλλο από αυτό στο οποίο βρίσκεται ο υπο-όμιλος που αναφέρεται στο εδάφιο (1).

(3) Οι διατάξεις των εδαφίων (2) μέχρι (6) του άρθρου 254 εφαρμόζονται κατ΄αναλογία.

(4) Οι περιστάσεις υπό τις οποίες ο Έφορος δύναται να λαμβάνει αποφάσεις δυνάμει του εδαφίου (1) καθορίζονται με κατ΄εξουσιοδότηση μέτρα.