ΤΜΗΜΑ 4 - ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ
ΕΝΟΤΗΤΑ 1 ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ Ή ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΟΣ
Γενικές διατάξεις

106. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας.

(2) Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας υπολογίζονται είτε σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο της Ενότητας 2 είτε με τη χρησιμοποίηση εσωτερικού υποδείγματος, όπως καθορίζεται στην Ενότητα 3.

Υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας

107. (1) Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας υπολογίζονται ως ακολούθως:

(α) Υπολογίζονται βάσει του τεκμηρίου ότι η επιχείρηση ασκεί τις δραστηριότητές της ως δρώσα οικονομική μονάδα·

(β) διαμορφώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται ότι λαμβάνονται υπόψη όλοι οι ποσοτικοποιήσιμοι κίνδυνοι στους οποίους είναι εκτεθειμένη η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και καλύπτουν υφιστάμενες δραστηριότητες καθώς και νέες που αναμένεται να καταχωρηθούν μέσα στους επόμενους δώδεκα μήνες και σε ό,τι αφορά στις υφιστάμενες δραστηριότητες, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας καλύπτουν μόνο τις μη αναμενόμενες ζημίες.

(γ) αντιστοιχούν στην αξία σε κίνδυνο (“Value-at-Risk”) των βασικών ιδίων κεφαλαίων ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με επίπεδο εμπιστοσύνης 99,5 % για μια περίοδο ενός έτους∙

(δ) καλύπτουν, τουλάχιστον, τους ακόλουθους αναλαμβανόμενους κινδύνους:

(i) ασφάλισης Γενικής Φύσεως·

(ii) ασφάλισης Ζωής·

(iii) ασφάλισης ασθενείας·

(iv) τον κίνδυνο αγοράς·

(v) τον πιστωτικό κίνδυνο·

(vi) τον λειτουργικό κίνδυνο, ο οποίος περιλαμβάνει νομικούς κινδύνους και αποκλείει κινδύνους που απορρέουν από στρατηγικές αποφάσεις, καθώς και τους κινδύνους φήμης.

(2) Κατά τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη την επίπτωση των τεχνικών μείωσης του κινδύνου, υπό την προϋπόθεση ότι ο πιστωτικός κίνδυνος και οι άλλοι κίνδυνοι που απορρέουν από τη χρήση τέτοιου είδους τεχνικών αντικατοπτρίζονται κατάλληλα στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας.

Συχνότητα υπολογισμού.

108. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να-

(α) υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας τουλάχιστον μία φορά ετησίως και γνωστοποιούν το αποτέλεσμα του υπολογισμού αυτού στoν Έφορο.∙

(β) εξασφαλίζουν ότι διαθέτουν επιλέξιμα ίδια κεφάλαια που καλύπτουν τις τελευταίες αναφερθείσες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας∙

(γ) παρακολουθούν σε συνεχή βάση το ποσό των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων και των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας∙

(δ) σε περίπτωση που το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζονται οι τελευταίες αναφερθείσες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, υπολογίζουν εκ νέου και αμελλητί τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και τις γνωστοποιούν στον Έφορο.

(2) Εάν υπάρχουν στοιχεία από τα οποία να διαφαίνεται ότι το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης έχει αλλάξει σημαντικά από την ημερομηνία κατά την οποία αναφέρθηκαν τελευταία φορά οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, ο Έφορος δύναται να απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να υπολογίσουν εκ νέου τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2 ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΕΣ ΑΠAΙΤΗΣΕΙΣ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ – ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΜΕΘΟΔΟΣ
Δομή της τυποποιημένης μεθόδου

109. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας που υπολογίζονται σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο αποτελούν το άθροισμα των κατωτέρω στοιχείων:

(α) των βασικών κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, όπως καθορίζεται στο άρθρο 110 του παρόντος Νόμου·

(β) της κεφαλαιακής απαίτησης για λειτουργικό κίνδυνο, όπως καθορίζεται στο άρθρο 113 του παρόντος Νόμου·

(γ) της προσαρμογής για την ικανότητα απορρόφησης ζημιών των τεχνικών προβλέψεων και για τους αναβαλλόμενους φόρους, όπως καθορίζεται στο άρθρο 114 του παρόντος Νόμου.

Σχεδιασμός των βασικών κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας.

110. (1) Οι βασικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας περιλαμβάνουν μεμονωμένες ενότητες κινδύνου, οι οποίες αθροίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του Τέταρτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου και σε κάθε περίπτωση περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες ενότητες αναλαμβανόμενου κινδύνου:

(α) κίνδυνος ασφάλισης Γενικής Φύσεως·

(β) κίνδυνος ασφάλισης Ζωής·

(γ) κίνδυνος ασφάλισης ασθενείας·

(δ) κίνδυνος αγοράς·

(ε) κίνδυνος αθέτησης αντισυμβαλλόμενου.

(2) Για τους σκοπούς των παραγράφων (α), (β) και (γ) του εδαφίου (1), οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές εργασίες εντάσσονται στην ενότητα ασφαλιστικού κινδύνου που αντικατοπτρίζει καλύτερα την τεχνική φύση των υποκείμενων κινδύνων.

(3) Οι συντελεστές συσχέτισης για την άθροιση των ενοτήτων κινδύνου που αναφέρονται στο εδάφιο (1), καθώς και η διαβάθμιση των κεφαλαιακών απαιτήσεων για κάθε ενότητα κινδύνου, οδηγούν σε μια συνολική κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας η οποία συνάδει με τις αρχές που παρατίθενται στο άρθρο 107 του παρόντος Νόμου.

(4) Κάθε μία από τις ενότητες κινδύνου που αναφέρονται στο εδάφιο (1) διαμορφώνεται με τη χρήση ενός μέτρου δυνητικής ζημίας ή αξίας σε κίνδυνο (“Value-at-Risk”), με επίπεδο εμπιστοσύνης 99,5% για μια περίοδο ενός έτους και στον σχεδιασμό κάθε ενότητας κινδύνου λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα διαφοροποίησης, κατά περίπτωση.

(5) Ο ίδιος σχεδιασμός και οι ίδιες προδιαγραφές για τις ενότητες κινδύνου χρησιμοποιούνται για όλες τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, τόσο σε σχέση με τις βασικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας όσο και για τους απλοποιημένους υπολογισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 115 του παρόντος Νόμου.

(6) Όσον αφορά τους κινδύνους από καταστροφές, μπορούν να χρησιμοποιούνται γεωγραφικές προδιαγραφές, κατά περίπτωση, για τον υπολογισμό των ενοτήτων αναλαμβανόμενων ασφαλιστικών κινδύνων ασφάλισης Ζωής, Γενικής Φύσεως και ασφάλισης ασθενείας.

(7) Υπό την αίρεση της έγκρισης του Εφόρου, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν, στο πλαίσιο του σχεδιασμού της τυποποιημένης μεθόδου, να αντικαθιστούν μια υποομάδα από τις παραμέτρους της με ειδικές παραμέτρους για την εκάστοτε επιχείρηση κατά τον υπολογισμό των ενοτήτων κινδύνου ασφάλισης Ζωής, Γενικής Φύσεως και ασφάλισης ασθενείας, και οι πιο πάνω αναφερόμενοι παράμετροι διαμορφώνονται με βάση τα εσωτερικά δεδομένα της ενδιαφερόμενης επιχείρησης, ή τα δεδομένα τα οποία έχουν άμεση συνάφεια με τις εργασίες της επιχείρησης αυτής που χρησιμοποιεί τυποποιημένες μεθόδους. Κατά την χορήγηση της έγκρισης ο Έφορος εξακριβώνει την πληρότητα, ακρίβεια και καταλληλότητα των χρησιμοποιούμενων δεδομένων.

Υπολογισμός των βασικών κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας

111. (1) Οι βασικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας υπολογίζονται σύμφωνα με τα εδάφια (2) μέχρι (6).

(2) Η ενότητα του αναλαμβανόμενου κινδύνου ασφάλισης Γενικής Φύσεως αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο ο οποίος απορρέει από ασφαλιστικές υποχρεώσεις στην ασφάλιση Γενικής Φύσεως, σε σχέση με τους κινδύνους που καλύπτονται και τις διεργασίες που χρησιμοποιούνται κατά την άσκηση της δραστηριότητας, λαμβανομένης υπόψη της αβεβαιότητας στα αποτελέσματα των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σε σχέση με τις υφιστάμενες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις, καθώς και της αβεβαιότητας σχετικά με το κατά πόσο οι νέες εργασίες αναμένονται να καταχωρηθούν στους επόμενους δώδεκα μήνες και υπολογίζονται, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του Τέταρτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου, ως συνδυασμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις ακόλουθες τουλάχιστον υποενότητες:

(α) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που προκύπτει από διακυμάνσεις στον συγχρονισμό, τη συχνότητα και τη σοβαρότητα των ασφαλισμένων συμβάντων, και στον συγχρονισμό και στο ποσό διακανονισμού του ποσού των αποζημιώσεων (κίνδυνος ασφάλιστρου και τεχνικών προβλέψεων ασφάλισης Γενικής Φύσεως)·

(β) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από σημαντική αβεβαιότητα στις παραδοχές τιμολόγησης και δημιουργίας τεχνικών προβλέψεων, λόγω ακραίων ή έκτακτων συμβάντων (καταστροφικός κίνδυνος ασφάλισης γενικής φύσεως).

(3) Η ενότητα του αναλαμβανόμενου κινδύνου ασφάλισης Ζωής αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο, ο οποίος απορρέει από υποχρεώσεις στον κλάδο Ζωής, σε σχέση με τους κινδύνους που καλύπτονται και τις διεργασίες που χρησιμοποιούνται κατά την άσκηση της δραστηριότητας και υπολογίζεται, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του Τέταρτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου, ως συνδυασμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις ακόλουθες τουλάχιστον υποενότητες:

(α) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, την τάση, ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών θνησιμότητας, όπου μια αύξηση στο ποσοστό θνησιμότητας οδηγεί σε αύξηση στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων (κίνδυνος θνησιμότητας)·

(β) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, την τάση, ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών θνησιμότητας, όπου μια μείωση στο ποσοστό θνησιμότητας οδηγεί σε αύξηση στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων (κίνδυνος μακροβιότητας)·

(γ) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, στην τάση ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών ανικανότητας, ασθένειας και νοσηρότητας (κίνδυνος ανικανότητας - νοσηρότητας)·

(δ) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, την τάση, ή τη μεταβλητότητα των δαπανών εξυπηρέτησης των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων (κίνδυνος εξόδων ασφάλισης Ζωής)·

(ε) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από διακυμάνσεις στο επίπεδο, την τάση, ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών αναθεώρησης που εφαρμόζονται στις ετήσιες προσόδους, λόγω αλλαγών στο νομικό περιβάλλον ή στην κατάσταση της υγείας του ασφαλισμένου (κίνδυνος αναθεώρησης)·

(στ) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών ακύρωσης, ανανεώσεων, λήξης και εξαγοράς συμβολαίων (κίνδυνος ακύρωσης)·

(ζ) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από τη σημαντική αβεβαιότητα των παραδοχών τιμολόγησης και δημιουργίας προβλέψεων σχετικά με ακραία ή άτυπα γεγονότα (καταστροφικός κίνδυνος ασφάλισης Ζωής).

(4) Η ενότητα αναλαμβανόμενου κινδύνου ασφάλισης ασθενείας αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο που απορρέει από την ανάληψη υποχρεώσεων ασφάλισης ασθενείας, είτε γίνεται σε τεχνική βάση παρόμοια με εκείνη της ασφάλισης Ζωής είτε όχι, όπως προκύπτει τόσο από τους κινδύνους που καλύπτονται όσο και από τις διαδικασίες που χρησιμοποιούνται στην άσκηση της δραστηριότητας και καλύπτει τουλάχιστον τους ακόλουθους κινδύνους:

(α) τον κίνδυνο ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από αλλαγές στο επίπεδο, την τάση, ή τη μεταβλητότητα των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εξυπηρέτηση των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων·

(β) τον κίνδυνο ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από διακυμάνσεις στον συγχρονισμό, τη συχνότητα και τη σοβαρότητα των ασφαλισμένων συμβάντων και στον συγχρονισμό και το ποσό του διακανονισμού των αποζημιώσεων κατά τη στιγμή της πρόβλεψης·

(γ) τον κίνδυνο ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από τη σημαντική αβεβαιότητα στις παραδοχές τιμολόγησης και δημιουργίας προβλέψεων σε σχέση με αιφνίδιες εκδηλώσεις σοβαρών επιδημιών, καθώς και την ασυνήθη σώρευση κινδύνων κάτω από τέτοιου είδους ακραίες περιστάσεις.

(5) Η ενότητα για τον κίνδυνο αγοράς αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο που απορρέει από το επίπεδο ή τη μεταβλητότητα των τιμών της αγοράς χρηματοοικονομικών μέσων με επίπτωση στην αξία των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού της επιχείρησης. Αντικατοπτρίζει δεόντως τη δομική αντιστοιχία μεταξύ στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού, ιδίως σε σχέση με τη διάρκειά τους και υπολογίζεται, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του Τέταρτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου, ως συνδυασμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις ακόλουθες τουλάχιστον υποενότητες:

(α) της ευαισθησίας των αξιών των στοιχείων του ενεργητικού, του παθητικού και των χρηματοοικονομικών μέσων σε αλλαγές στην καμπύλη των επιτοκίων, ή στη μεταβλητότητα των επιτοκίων (κίνδυνος επιτοκίου)·

(β) της ευαισθησίας των αξιών των στοιχείων του ενεργητικού, του παθητικού και των χρηματοοικονομικών μέσων σε αλλαγές στο επίπεδο ή στη μεταβλητότητα των αγοραίων τιμών των μετοχών (κίνδυνος μετοχών)·

(γ) της ευαισθησίας των αξιών των στοιχείων του ενεργητικού, του παθητικού και των χρηματοοικονομικών μέσων σε αλλαγές στο επίπεδο ή στη μεταβλητότητα των αγοραίων τιμών ακινήτων (κίνδυνος τιμών ακινήτων)·

(δ) της ευαισθησίας των αξιών των στοιχείων του ενεργητικού, του παθητικού και των χρηματοοικονομικών μέσων σε μεταβολές στο επίπεδο ή τη μεταβλητότητα των πιστωτικών περιθωρίων (κίνδυνος πιστωτικών περιθωρίων)·

(ε) της ευαισθησίας των αξιών των στοιχείων του ενεργητικού, του παθητικού και των χρηματοπιστωτικών μέσων σε αλλαγές στο επίπεδο, ή τη μεταβλητότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών (συναλλαγματικός κίνδυνος)·

(στ) των πρόσθετων κινδύνων σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που προέρχονται είτε από απουσία διαφοροποίησης στο χαρτοφυλάκιο των περιουσιακών στοιχείων είτε από μεγάλη έκθεση σε κίνδυνο αθέτησης από ένα και μόνο εκδότη τίτλων ή ομάδα συνδεδεμένων εκδοτών (κίνδυνος αγοράς από συγκεντρώσεις).

(6) Η ενότητα κινδύνου αθέτησης του αντισυμβαλλομένου αντικατοπτρίζει πιθανές ζημίες λόγω μη αναμενόμενης αθέτησης, ή επιδείνωσης στην πιστωτική θέση των αντισυμβαλλομένων και οφειλετών των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια των προσεχών δώδεκα μηνών καλύπτει συμβάσεις μείωσης του κινδύνου, όπως συμφωνίες αντασφάλισης, τιτλοποιήσεις και παράγωγα, και απαιτήσεις από διαμεσολαβητές, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες πιστωτικές εκθέσεις οι οποίες δεν καλύπτονται στην υποενότητα για τον κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου και λαμβάνει κατάλληλα υπόψη εγγυήσεις ή άλλες διασφαλίσεις της επιχείρησης ασφάλισης ή αντασφάλισης ή για λογαριασμό της καθώς και τους σχετικούς κινδύνους. Για κάθε αντισυμβαλλόμενο, η ενότητα κινδύνου αθέτησης του αντισυμβαλλομένου λαμβάνει υπόψη τη συνολική έκθεση κινδύνου αντισυμβαλλομένου της σχετικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης προς τον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή των συμβατικών του υποχρεώσεων προς την επιχείρηση αυτή.

Υπολογισμός της υποενότητας "κίνδυνος μετοχών": μηχανισμός συμμετρικής προσαρμογής

112. (1) Η υποενότητα "κίνδυνος μετοχών" υπολογιζόμενη με την τυποποιημένη μέθοδο, περιλαμβάνει συμμετρική προσαρμογή στην επιβάρυνση του κεφαλαίου λόγω μετοχών για την κάλυψη του κινδύνου από μεταβολές στα επίπεδα των τιμών των μετοχών.

(2) Η συμμετρική προσαρμογή της τυποποιημένης επιβάρυνσης κεφαλαίου λόγω μετοχών, ρυθμιζόμενη σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 110 του παρόντος Νόμου, για την κάλυψη του κινδύνου από αλλαγές στα επίπεδα των τιμών των μετοχών, γίνεται σε συνάρτηση με το τρέχον επίπεδο κατάλληλου δείκτη μετοχών και βασίζεται σε ένα σταθμισμένο μέσο επίπεδο του συγκεκριμένου δείκτη, ο οποίος σταθμισμένος μέσος υπολογίζεται για κατάλληλη χρονική περίοδο που πρέπει να είναι η ίδια για όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

(3) Η συμμετρική προσαρμογή της τυποποιημένης επιβάρυνσης του κεφαλαίου λόγω μετοχών για την κάλυψη του κινδύνου από μεταβολές στα επίπεδα των τιμών των μετοχών δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την εφαρμογή επιβάρυνσης του κεφαλαίου χαμηλότερης κατά περισσότερες από 10 ποσοστιαίες μονάδες ή υψηλότερης κατά περισσότερο από 10 ποσοστιαίες μονάδες, ως προς την τυποποιημένη επιβάρυνση του κεφαλαίου λόγω μετοχών.

Κεφαλαιακές απαιτήσεις για λειτουργικούς κινδύνους

113. (1) Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για λειτουργικούς κινδύνους αντικατοπτρίζουν τους λειτουργικούς κινδύνους, στο βαθμό που αυτοί δεν αντικατοπτρίζονται ήδη στις ενότητες κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 110, και διαμορφώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 107 του παρόντος Νόμου.

(2) Όσον αφορά τις συμβάσεις ασφάλισης Ζωής, όπου ο επενδυτικός κίνδυνος αναλαμβάνεται από τους αντισυμβαλλόμενους, ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για λειτουργικούς κινδύνους λαμβάνει υπόψη το ποσό των ετήσιων εξόδων που καταλογίζονται σε σχέση με τις εν λόγω ασφαλιστικές υποχρεώσεις.

(3) Όσον αφορά πράξεις ασφάλισης και αντασφάλισης εκτός από εκείνες που αναφέρονται στο εδάφιο (2), ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για λειτουργικούς κινδύνους λαμβάνει υπόψη τον όγκο των πράξεων αυτών, σε όρους δεδουλευμένων ασφαλίστρων και τεχνικών προβλέψεων που σχηματίζονται σε σχέση με τις ασφαλιστικές αυτές υποχρεώσεις και σε αυτή την περίπτωση, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για λειτουργικούς κινδύνους δεν υπερβαίνουν το 30% των βασικών κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας που συνδέονται με τις εν λόγω ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εργασίες.

Προσαρμογή για την ικανότητα απορρόφησης ζημιών των τεχνικών προβλέψεων και των αναβαλλόμενων φόρων

114. (1) Η προσαρμογή που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του άρθρου 109 του παρόντος Νόμου για την ικανότητα απορρόφησης ζημιών των τεχνικών προβλέψεων και των αναβαλλόμενων φόρων αντικατοπτρίζει δυνητική αντιστάθμιση για μη αναμενόμενες ζημίες μέσω ταυτόχρονης μείωσης των τεχνικών προβλέψεων ή των αναβαλλόμενων φόρων ή συνδυασμού και των δύο.

(2) Η εν λόγω προσαρμογή λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα μείωσης του κινδύνου μέσω μελλοντικών έκτακτων παροχών των συμβάσεων ασφάλισης, στον βαθμό που οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να στοιχειοθετήσουν ότι μια μείωση των παροχών αυτών μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη μη αναμενόμενων ζημιών, όταν αυτές προκύψουν. Το αποτέλεσμα μείωσης του κινδύνου μέσω των μελλοντικών έκτακτων παροχών δεν υπερβαίνει το ποσό των τεχνικών προβλέψεων και αναβαλλόμενων φόρων σε σχέση με τα μελλοντικά έκτακτα αυτά οφέλη.

(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2), η αξία των μελλοντικών έκτακτων παροχών κάτω από δυσμενείς περιστάσεις συγκρίνεται με την αξία των παροχών αυτών βάσει των υποκείμενων παραδοχών του υπολογισμού της βέλτιστης εκτίμησης.

Απλοποιήσεις στην τυποποιημένη μέθοδο

115. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιούν απλοποιημένο υπολογισμό για κάποια ειδική υποενότητα ή ενότητα κινδύνου όταν η φύση, η κλίμακα και η πολυπλοκότητα των κινδύνων που αντιμετωπίζουν δικαιολογεί τη στάση αυτή και εφόσον θα ήταν δυσανάλογο να απαιτηθεί από όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν τον τυποποιημένο υπολογισμό, ο οποίος διαμορφώνεται σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 107 του παρόντος Νόμου.

Εναρμονισμένα τεχνικά στοιχεία εισαγόμενα στον κανονικό τύπο υπολογισμού και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα.

Εναρμονισμένα τεχνικά στοιχεία εισαγόμενα στον κανονικό τύπο υπολογισμού και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα

116. (1) Οι Εθνικές Εποπτικές Αρχές (ΕΕΑ) καταρτίζουν, μέσω της μεικτής επιτροπής, εναρμονσιμένα τεχνικά στοιχεία για την αντιστοίχιση των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των εξωτερικών οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (ECAI) σε μια αντικειμενική κλίμακα βαθμίδων πιστοληπτικής ποιότητας, εφαρμόζοντας τις βαθμίδες που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο (ιδ) του εδαφίου (1) του άρθρου 118 του παρόντος Νόμου.

(2) Για τη διευκόλυνση του υπολογισμού της ενότητας κινδύνου της αγοράς που αναφέρεται στο εδάφιο (5) του άρθρου 111, του υπολογισμού της ενότητας κινδύνου αθέτησης του αντισυμβαλλομένου που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του άρθρου 111, της αξιολόγησης των τεχνικών μετριασμού κινδύνου που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 107 του παρόντος Νόμου και του υπολογισμού των τεχνικών προβλέψεων, εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα καθορίζουν-

(α) καταλόγους των περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών, τα ανοίγματα έναντι των οποίων θα αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης στη δικαιοδοσία της οποίας υπάγονται, με την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει διαφορά κινδύνου μεταξύ αυτών των ανοιγμάτων λόγω των ειδικών εξουσιών άντλησης εσόδων αυτών των περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών, και υφίστανται ειδικές θεσμικές ρυθμίσεις που περιορίζουν τον κίνδυνο αθέτησης των υποχρεώσεών τους∙

(β) τον δείκτη μετοχών που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 112, σύμφωνα με τα λεπτομερή κριτήρια που καθορίζονται δυνάμει των παραγράφων (γ) και (ιε) του εδαφίου (1) του άρθρου 118 του παρόντος Νόμου.

(γ) τις προσαρμογές που πρέπει να γίνονται για νομίσματα προσδεμένα στο ευρώ στην υποενότητα “συναλλαγματικός κίνδυνος” η οποία αναφέρεται στο εδάφιο (5) του άρθρου 111, σύμφωνα με τα λεπτομερή κριτήρια για τις προσαρμογές όσον αφορά νομίσματα προσδεδεμένα στο ευρώ, με σκοπό τη διευκόλυνση του υπολογισμού της υποενότητας συναλλαγματικού κινδύνου, όπως ορίζεται δυνάμει της παραγράφου (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 118 του παρόντος Νόμου.

(3) Για τη διευκόλυνση του υπολογισμού της ενότητας αναλαμβανόμενου κινδύνου ασφάλισης ασθενείας που αναφέρεται στο εδάφιο (4) του άρθρου 111 του παρόντος Νόμου εκδίδονται εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα.

(4) Τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα του εδαφίου (3) έχουν εφαρμογή μόνο εκεί και όπου επιτρέπεται ο επιμερισμός των πληρωμών αποζημιώσεων σε σχέση με κίνδυνο υγείας μεταξύ των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια:

(α) ο μηχανισμός επιμερισμού των αποζημιώσεων είναι διαφανής και πλήρως προσδιορισμένος πριν από την ετήσια περίοδο στην οποία εφαρμόζεται·

(β) ο μηχανισμός επιμερισμού των αποζημιώσεων, ο αριθμός των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που συμμετέχουν στο σύστημα εξίσωσης των κινδύνων υγείας (HRES), καθώς και το προφίλ κινδύνου της επιχειρηματικής δραστηριότητας που υπόκειται στο HRES, εξασφαλίζουν ότι για κάθε επιχείρηση που συμμετέχει στο HRES η μεταβλητότητα των ετήσιων απωλειών της επιχειρηματικής δραστηριότητας που υπόκειται στο HRES μειώνεται σημαντικά μέσω του HRES, από την άποψη τόσο του κινδύνου ασφαλίστρων όσο και του κινδύνου αποθεματικών·

(γ) η ασφάλιση υγείας που υπόκειται στο HRES είναι υποχρεωτική και χρησιμεύει ως μερική ή πλήρης εναλλακτική λύση έναντι της κάλυψης υγείας που παρέχεται είτε από τους περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμους του 2010, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, είτε από το σύστημα υγείας της Δημοκρατίας.

(δ) σε περίπτωση αθέτησης υποχρεώσεων από ασφαλιστικές επιχειρήσεις που συμμετέχουν στο HRES, οι κυβερνήσεις ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών εγγυώνται την πλήρη κάλυψη των απαιτήσεων των ασφαλισμένων του ασφαλιστικού κλάδου που υπόκειται στο HRES.

(5) Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις καθορίζουν τα πρόσθετα κριτήρια που πρέπει να πληρούν οι ρυθμίσεις στη Δημοκρατία και τη μεθοδολογία και τις απαιτήσεις για τον υπολογισμό των τυπικών αποκλίσεων του εδαφίου

Σημαντικές αποκλίσεις από τις βασικές παραδοχές για την τυποποιημένη μέθοδο υπολογισμού.

117. Όταν δεν ενδείκνυται ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως προβλέπεται στην παρούσα Ενότητα, επειδή το προφίλ κινδύνου της σχετικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός με την τυποποιημένη μέθοδο, ο Έφορος δύναται, με αιτιολογημένη απόφασή του, να ζητεί από την εν λόγω επιχείρηση να αντικαταστήσει ένα υποσύνολο των παραμέτρων που χρησιμοποιούνται στην τυποποιημένη μέθοδο υπολογισμού από παραμέτρους ειδικές για τη συγκεκριμένη επιχείρηση, για τον υπολογισμό των ενοτήτων κινδύνου της ασφάλισης Ζωής, Γενικής Φύσεως και ασθενείας, όπως καθορίζεται στο εδάφιο (7) του άρθρου 110, νοουμένου ότι οι ειδικές αυτές παράμετροι υπολογίζονται έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ότι η επιχείρηση συμμορφώνεται προς τις διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 107 του παρόντος Νόμου.

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και ρυθμιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με τα άρθρα 109 έως 115

118. (1) Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις καθορίζουν-

(α) έναν κανονικό τύπο υπολογισμού σύμφωνα με τα άρθρα 107 και 109 έως 115 του παρόντος Νόμου·

(β) όλες τις υποενότητες που είναι αναγκαίες ή καλύπτουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τους κινδύνους οι οποίοι εμπίπτουν στις αντίστοιχες ενότητες κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 110 του παρόντος Νόμου, καθώς και τυχόν μεταγενέστερες επικαιροποιήσεις·

(γ) τις μεθόδους, τις παραδοχές και τις καθορισμένες παραμέτρους που πρέπει να βαθμονομούνται στο επίπεδο εμπιστοσύνης που αναφέρεται στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 107 του παρόντος Νόμου και να χρησιμοποιούνται κατά τον υπολογισμό κάθε ενότητας ή υποενότητας κινδύνου της βασικής κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας που ορίζεται στα άρθρα 110, 111 και 417 του παρόντος Νόμου, τον μηχανισμό συμμετρικής προσαρμογής και το ενδεδειγμένο χρονικό διάστημα, εκφρασμένο σε μήνες, όπως αναφέρεται στο άρθρο 112, καθώς επίσης την κατάλληλη προσέγγιση για την ενσωμάτωση της μεθόδου, που αναφέρεται στο άρθρο 417, στην κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, όπως υπολογίζεται με τον κανονικό τύπο·

(δ) τις παραμέτρους αντιστοιχίας, συμπεριλαμβανομένων, όπου είναι αναγκαίο, εκείνων που καθορίζονται στο Τέταρτο Παράρτημα του παρόντος Νόμου, και των διαδικασιών επικαιροποίησης αυτών των παραμέτρων·

(ε) όταν οι επιχειρήσεις ασφάλισης και αντασφάλισης χρησιμοποιούν τεχνικές μείωσης του κινδύνου, τις μεθόδους και τις παραδοχές που πρέπει να χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση των μεταβολών στην κατατομή κινδύνου της εκάστοτε επιχείρησης και την προσαρμογή του υπολογισμού της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας·

(στ) τα ποιοτικά κριτήρια που πρέπει να πληρούν οι τεχνικές μείωσης κινδύνου που αναφέρονται στην παράγραφο (ε), για να εξασφαλίζεται ότι ο κίνδυνος έχει όντως μεταβιβαστεί σε τρίτο μέρος·

(ζ) τη μέθοδο και τις παραμέτρους που πρέπει να χρησιμοποιούνται στην αξιολόγηση της κεφαλαιακής απαίτησης για τον κίνδυνο αθέτησης αντισυμβαλλομένου στην περίπτωση ανοιγμάτων έναντι επιλέξιμων κεντρικών αντισυμβαλλομένων· οι παράμετροι αυτές καθορίζονται κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται συνέπεια με τη μεταχείριση των ανοιγμάτων αυτών στην περίπτωση πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων υπό την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημεία 1 και 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων·

(η) τις μεθόδους και τις παραμέτρους που πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά την αξιολόγηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων για λειτουργικούς κινδύνους που καθορίζονται στο άρθρο 113, συμπεριλαμβανομένου του ποσοστού που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του εν λόγω άρθρου 113∙

(θ) τις μεθόδους και προσαρμογές που πρέπει να χρησιμοποιούνται ώστε να αντανακλάται το μειωμένο εύρος διαφοροποίησης κινδύνου για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που σχετίζονται με κεφάλαια κλειστής διάρθρωσης·

(ι) τη μέθοδο που πρέπει να χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της προσαρμογής της ικανότητας απορρόφησης ζημιών των τεχνικών προβλέψεων ή των αναβαλλόμενων φόρων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 114 του παρόντος Νόμου·

(ια) το υποσύνολο των τυπικών παραμέτρων στις ενότητες αναλαμβανόμενου κινδύνου ασφάλισης Ζωής, Γενικής Φύσεως και υγείας, οι οποίες μπορούν να αντικαθίστανται από ειδικές παραμέτρους για κάθε επιχείρηση, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (7) του άρθρου 110 του παρόντος Νόμου·

(ιβ) τις τυποποιημένες μεθόδους που πρέπει να χρησιμοποιεί η επιχείρηση ασφάλισης ή αντασφάλισης για τον υπολογισμό των ειδικών για την επιχείρηση παραμέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο (ι), καθώς και τυχόν κριτήρια όσον αφορά την πληρότητα, την ακρίβεια και την καταλληλότητα των χρησιμοποιούμενων δεδομένων, τα οποία πρέπει να ικανοποιούνται για να δοθεί η εποπτική έγκριση σε συνδυασμό με τη διαδικασία που πρέπει να εφαρμόζεται για την εν λόγω έγκριση·

(ιγ) τους προβλεπόμενους απλοποιημένους υπολογισμούς για συγκεκριμένες υποενότητες και ενότητες κινδύνου, καθώς και τα κριτήρια που οι επιχειρήσεις ασφάλισης και αντασφάλισης, συμπεριλαμβανομένων των εξαρτημένων επιχειρήσεων ασφάλισης και αντασφάλισης, πρέπει να ικανοποιούν για να μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις απλοποιήσεις αυτές, όπως ορίζεται στο άρθρο 115·

(ιδ) την προσέγγιση που πρέπει να χρησιμοποιείται για τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις, κατά την έννοια του άρθρου 250, στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας και ιδίως στον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου μετοχών που αναφέρεται στο εδάφιο (5) του άρθρου ΙΙΙ του παρόντος Νόμου, λαμβανόμενης υπόψη της πιθανής μείωσης στη διακύμανση της αξίας των εν λόγω συνδεδεμένων επιχειρήσεων λόγω της στρατηγικής φύσης των συγκεκριμένων επενδύσεων και της επιρροής που ασκεί η συμμετέχουσα επιχείρηση σε αυτές τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις·

(ιε) τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούνται εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας από ECAI στον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας σύμφωνα με τον κανονικό τύπο και την αντιστοίχιση των εξωτερικών πιστοληπτικών αξιολογήσεων στην κλίμακα βαθμίδων πιστωτικής ποιότητας που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 116 του παρόντος Νόμου, η οποία πρέπει να είναι συνεπής προς τη χρήση εξωτερικών πιστοληπτικών αξιολογήσεων από ECAI στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τα πιστωτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και τα χρηματοδοτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 26 του εν λόγω κανονισμού·

(ιστ) τα λεπτομερή κριτήρια για τον δείκτη μετοχών που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 116 του παρόντος Νόμου·

(ιζ) τα λεπτομερή κριτήρια σχετικά με τις προσαρμογές οι οποίες γίνονται όσον αφορά νομίσματα προσδεμένα στο ευρώ, για τη διευκόλυνση του υπολογισμού της υποενότητας “συναλλαγματικός κίνδυνος” που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 116 του παρόντος Νόμου˙

(ιη) τις προϋποθέσεις για μια κατηγοριοποίηση των περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου·

(2) Εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα καθορίζουν τα σχετικά με τις διαδικασίες για την έγκριση από τον Έφορο των ειδικών ανά επιχείρηση παραμέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο (ια) του εδαφίου (1).

(3) Ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα καθορίζουν ποσοτικά όρια και κριτήρια επιλεξιμότητας των στοιχείων ενεργητικού όπου οι κίνδυνοι αυτοί δεν καλύπτονται επαρκώς από μια υποενότητα, τα οποία εφαρμόζονται σε στοιχεία ενεργητικού που καλύπτουν τεχνικές προβλέψεις, εξαιρουμένων των στοιχείων ενεργητικού που τηρούνται για συμβάσεις ασφάλισης Ζωής, όπου ο επενδυτικός κίνδυνος αναλαμβάνεται από τους κατόχους των ασφαλιστήριων συμβολαίων.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3 ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ – ΠΛΗΡΗ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ
Γενικές διατάξεις έγκρισης για τα πλήρη και μερικά εσωτερικά υποδείγματα

119. (1) Οι ασφαλιστικές ή οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας με τη χρησιμοποίηση πλήρους ή μερικού εσωτερικού υποδείγματος που εγκρίνεται από τον Έφορο.

(2) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιούν μερικά εσωτερικά υποδείγματα για τον υπολογισμό ενός ή περισσοτέρων από τα πιο κάτω:

(α) ενός ή περισσοτέρων ενοτήτων κινδύνου ή υποενοτήτων, των βασικών κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, όπως προβλέπεται στα άρθρα 110 και 111 του παρόντος Νόμου·

(β) της κεφαλαιακής απαίτησης για τον λειτουργικό κίνδυνο, όπως ορίζεται στο άρθρο 113 του παρόντος Νόμου·

(γ) της προσαρμογής που αναφέρεται στο άρθρο 114 του παρόντος Νόμου.

(3) Παράλληλα, η μερική χρήση υποδείγματος σύμφωνα με το εδάφιο (2), μπορεί να εφαρμόζεται στο σύνολο της δραστηριότητας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, ή μόνο σε μία ή περισσότερες σημαντικές επιχειρηματικές μονάδες.

(4) Κατά την υποβολή αίτησης για έγκριση πλήρους ή μερικού εσωτερικού υποδείγματος στον Έφορο, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν, τουλάχιστον, τεκμηριωμένα στοιχεία ότι το εσωτερικό υπόδειγμα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 127 μέχρι 132:

(5) Εφόσον η αίτηση για την έγκριση από τον Έφορο συνδέεται με μερικό εσωτερικό υπόδειγμα, οι απαιτήσεις στα άρθρα 127 μέχρι 132 προσαρμόζονται προκειμένου να ληφθεί υπόψη το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής του υποδείγματος.

(5Α) Ο Έφορος ενημερώνει την ΕΙΟΡΑ σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 35, παράγραφος 1, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/210 σχετικά με αιτήσεις για χρήση ή αλλαγή του εσωτερικού υποδείγματος και δύναται να υποβάλει αίτημα στην ΕΙΟΡΑ ζητώντας τη συνδρομή της, σχετικά με την απόφαση επί της αίτησης.

(6) Ο Έφορος αποφασίζει επί της υποβαλλομένης δυνάμει του παρόντος άρθρου αίτησης εντός έξι μηνών από την παραλαβή της πλήρους αίτησης.

(7) Ο Έφορος εγκρίνει την αίτηση μόνον εφόσον βεβαιωθεί ότι τα συστήματα της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για τον εντοπισμό, τον υπολογισμό, την παρακολούθηση, τη διαχείριση και την αναφορά του κινδύνου για την παρακολούθηση και τη διαχείριση του κινδύνου είναι επαρκή, και ιδίως ότι το εσωτερικό υπόδειγμα συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (3).

(8) Οποιαδήποτε απόφαση του Εφόρου για την απόρριψη της αίτησης για τη χρησιμοποίηση εσωτερικού υποδείγματος είναι δεόντως αιτιολογημένη.

(9) Αφού παραχωρήσει την έγκριση για τη χρήση εσωτερικού υποδείγματος, ο Έφορος δύναται με αιτιολογημένη απόφασή του, να απαιτήσεις από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να του παράσχουν εκτίμηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας που καθορίζονται σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως προβλέπεται στην Ενότητα 2 του παρόντος Τμήματος.

Ειδικές διατάξεις για την έγκριση μερικών εσωτερικών υποδειγμάτων

120. (1) Στην περίπτωση μερικού εσωτερικού υποδείγματος, η έγκριση του Εφόρου σε αίτηση που υποβάλλεται, παραχωρείται μόνο εάν το υπόδειγμα συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 119 του παρόντος Νόμου και στις ακόλουθες συμπληρωματικές προϋποθέσεις:

(α) η επιχείρηση έχει δικαιολογήσει επαρκώς το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής του υποδείγματος·

(β) οι προκύπτουσες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας αντικατοπτρίζουν καταλληλότερα το προφίλ κινδύνου της επιχείρησης, και ιδίως ανταποκρίνονται στις αρχές που παρατίθενται στην Ενότητα 1 του παρόντος Τμήματος·

(γ) ο σχεδιασμός του είναι συνεπής προς τις αρχές που προβλέπονται στο υποτμήμα 1, προκειμένου να καθίσταται δυνατή η πλήρης ενσωμάτωση του μερικού εσωτερικού υποδείγματος στην τυποποιημένη μέθοδο της κεφαλαιακής επάρκειας φερεγγυότητας.

(2) Κατά την αξιολόγηση αίτησης για τη χρήση μερικού εσωτερικού υποδείγματος το οποίο καλύπτει μόνο ορισμένες υποενότητες μιας συγκεκριμένης ενότητας κινδύνου, ή ορισμένες από τις λειτουργικές μονάδες της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε σχέση με μια ειδική ενότητα κινδύνου, ή μέρη και των δύο, ο Έφορος δύναται να απαιτεί από τις ενδιαφερόμενες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να υποβάλλουν ένα ρεαλιστικό μεταβατικό σχέδιο για την επέκταση του πεδίου εφαρμογής του υποδείγματος, το οποίο καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις προγραμματίζουν να επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής του υποδείγματος σε άλλες υποενότητες ή επιχειρηματικές μονάδες, προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι το υπόδειγμα καλύπτει σημαντικό μέρος των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων σε σχέση με τη συγκεκριμένη αυτή ενότητα κινδύνου.

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα για τα εσωτερικά υποδείγματα της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας

121. (1) Κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις, καθορίζουν-

(α) τις προσαρμογές που πρέπει να γίνουν στα πρότυπα τα οποία ορίζονται στα άρθρα 127 έως 132, δεδομένου του περιορισμένου πεδίου εφαρμογής του μερικού εσωτερικού υποδείγματος·

(β) τον τρόπο για την πλήρη ενσωμάτωση ενός μερικού εσωτερικού υποδείγματος στον κανονικό τύπο της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 120 του παρόντος Νόμου, καθώς και τις απαιτήσεις για τη χρήση εναλλακτικών τεχνικών ενσωμάτωσης.

(2) Εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα καθορίζουν τις διαδικασίες αναφορικά με -

(α) την έγκριση ενός εσωτερικού υποδείγματος σύμφωνα με το άρθρο 119· και

(β) την έγκριση σημαντικών μεταβολών σε ένα εσωτερικό υπόδειγμα και μεταβολών στην πολιτική για τη μεταβολή εσωτερικού υποδείγματος, που αναφέρεται στο άρθρο 122.(1)

Πολιτική αλλαγής των πλήρων και μερικών εσωτερικών υποδειγμάτων.

122. (1) Στο πλαίσιο της διαδικασίας αρχικής έγκρισης εσωτερικού υποδείγματος, ο Έφορος εγκρίνει την πολιτική για την αλλαγή του υποδείγματος της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία περιλαμβάνει τις προδιαγραφές των σημαντικών και δευτερευουσών αλλαγών στο εσωτερικό υπόδειγμα.

(2) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να τροποποιούν το εσωτερικό τους υπόδειγμα σύμφωνα με την πολιτική του εδαφίου (1), οποιεσδήποτε όμως σημαντικές αλλαγές είτε στο εσωτερικό υπόδειγμα, είτε στην ίδια την πολιτική αλλαγής του, υπόκεινται πάντοτε στην προηγούμενη έγκριση του Εφόρου, όπως ορίζεται στο άρθρο 119 του παρόντος Νόμου.

(3) Οι δευτερεύουσες αλλαγές στο εσωτερικό υπόδειγμα δεν υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση του Εφόρου νοουμένου ότι σχεδιάζονται σύμφωνα με την πολιτική του εδαφίου (1).

Τομείς ευθύνης των διοικητικών, διαχειριστικών ή εποπτικών οργάνων

123. (1) Το διοικητικό συμβούλιο των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων εγκρίνει την αίτηση προς τον Έφορο όσον αφορά την αναγνώριση του εσωτερικού υποδείγματος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 119 του παρόντος Νόμου, καθώς και την αίτηση για την έγκριση μεταγενέστερων σημαντικών αλλαγών στο εν λόγω υπόδειγμα.

(2) Το διοικητικό συμβούλιο είναι υπεύθυνο για τη δημιουργία συστημάτων που εξασφαλίζουν τη σωστή λειτουργία του εσωτερικού υποδείγματος σε συνεχή βάση.

Επιστροφή στην τυποποιημένη μέθοδο

124. Αφού λάβουν την έγκριση του Εφόρου σύμφωνα με το άρθρο 119 του παρόντος Νόμου, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν επιστρέφουν στον υπολογισμό του συνόλου ή μέρους των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως αναφέρεται στην Ενότητα 2 του παρόντος Τμήματος, εκτός εάν συντρέχουν δεόντως αιτιολογημένες περιστάσεις και με την προϋπόθεση της έγκρισης από τον Έφορο.

Μη συμμόρφωση του εσωτερικού υποδείγματος

125. (1) Σε περίπτωση που, μετά την έγκριση από τον Έφορο για τη χρήση εσωτερικού υποδείγματος, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις παύσουν να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 127 μέχρι 132, οφείλουν αμελλητί, είτε να υποβάλλουν στον Έφορο σχέδιο για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα είτε να αποδεικνύουν στον Έφορο ότι το αποτέλεσμα της μη συμμόρφωσης είναι ασήμαντο.

(2) Στην περίπτωση που οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν εφαρμόσουν το σχέδιο που αναφέρεται στο εδάφιο (1), ο Έφορος δύναται να απαιτεί από τις επιχειρήσεις αυτές να επιστρέψουν στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως προβλέπεται στην Ενότητα 2 του παρόντος Τμήματος.

Σημαντικές αποκλίσεις από τις βασικές παραδοχές για την τυποποιημένη μέθοδο υπολογισμού

126. Όταν δεν ενδείκνυται ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως προβλέπεται στην Ενότητα 2 του παρόντος Τμήματος, επειδή το προφίλ κινδύνου της σχετικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η τυποποιημένη μέθοδος υπολογισμού, ο Έφορος δύναται, με αιτιολογημένη απόφασή του, να απαιτεί από την εν λόγω επιχείρηση όπως χρησιμοποιήσει ένα εσωτερικό υπόδειγμα για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας ή των συναφών ενοτήτων κινδύνου.

Δοκιμή χρήσης

127. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν στον Έφορο ότι το εσωτερικό υπόδειγμα χρησιμοποιείται ευρέως και παίζει σημαντικό ρόλο στο σύστημα διακυβέρνησης που αναφέρεται στα άρθρα 43 μέχρι 51, και ιδιαίτερα:

(α) στο σύστημα διαχείρισης του κινδύνου όπως προβλέπεται στο άρθρο 45 του παρόντος Νόμου και στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων·

(β) στη διαδικασία εκτίμησης και διάθεσης του οικονομικού κεφαλαίου και του κεφαλαίου φερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένης της εκτίμησης που αναφέρεται στο άρθρο 46 του παρόντος Νόμου.

(2) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν περαιτέρω στον Έφορο, ότι η συχνότητα υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας με τη χρήση του εσωτερικού υποδείγματος συμβαδίζει με τη συχνότητα με την οποία χρησιμοποιούν το εσωτερικό τους υπόδειγμα για τους άλλους σκοπούς που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο.

(3) Το διοικητικό συμβούλιο της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης είναι υπεύθυνο για την εξασφάλιση της συνεχούς καταλληλότητας του σχεδιασμού και της λειτουργίας του εσωτερικού υποδείγματος και για το ότι το εσωτερικό υπόδειγμα εξακολουθεί να αντικατοπτρίζει κατάλληλα το προφίλ κινδύνου της επιχείρησης.

Στατιστικά πρότυπα ποιότητας

128. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν όπως διασφαλίζουν ότι το εσωτερικό υπόδειγμα, και ιδιαίτερα ο υπολογισμός της υποκείμενης πρόβλεψης κατανομής πιθανότητας, πληρούν τα πιο κάτω οριζόμενα κριτήρια-

(α) Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της πρόβλεψης της κατανομής πιθανότητας βασίζονται σε-

(i) κατάλληλες, εφαρμόσιμες και συναφείς αναλογιστικές και στατιστικές τεχνικές και είναι συμβατές με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων∙ και

(ii) τρέχουσες και αξιόπιστες πληροφορίες, καθώς και σε ρεαλιστικές παραδοχές.

(β) οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να είναι σε θέση να αιτιολογούν στον Έφορο τις υποθέσεις στις οποίες στηρίζεται το εσωτερικό τους υπόδειγμα.

(γ) τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για το εσωτερικό υπόδειγμα πρέπει είναι ακριβή, πλήρη και κατάλληλα και τα σύνολα δεδομένων που χρησιμοποιούν για τον υπολογισμό της προβλεπόμενης κατανομής πιθανότητας επικαιροποιούνται από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τουλάχιστον μία φορά κάθε χρόνο.

(δ) ανεξάρτητα από την επιλεγείσα μέθοδο υπολογισμού, η ικανότητα του εσωτερικού υποδείγματος να ταξινομήσει τον κίνδυνο πρέπει να είναι επαρκής για να εξασφαλίσει την ευρεία χρήση του και το γεγονός ότι διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο σύστημα διαχείρισης του κινδύνου και στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, στη διάθεση των κεφαλαίων και στο σύστημα διακυβέρνησης των επιχειρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 127 και η μέθοδος διασφαλίζει ότι το εσωτερικό υπόδειγμα καλύπτει όλους τους σημαντικούς κινδύνους στους οποίους εκτίθενται οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και τουλάχιστον τους κινδύνους που αναφέρονται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 107 του παρόντος Νόμου.

(ε) Όσον αφορά τα αποτελέσματα της διαφοροποίησης, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να λαμβάνουν υπόψη στο εσωτερικό τους υπόδειγμα τις υφιστάμενες εξαρτήσεις εντός των κατηγοριών κινδύνου, καθώς και μεταξύ των κατηγοριών κινδύνου, νοουμένου ότι ο Έφορος κρίνει κατάλληλο το σύστημα που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των αποτελεσμάτων διαφοροποίησης.

(στ) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν πλήρως υπόψη το αποτέλεσμα των τεχνικών μείωσης του κινδύνου στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, στο βαθμό που ο πιστωτικός κίνδυνος και άλλοι κίνδυνοι που απορρέουν από τη χρήση των τεχνικών μείωσης του κινδύνου αντικατοπτρίζονται κατάλληλα στο εσωτερικό υπόδειγμα.

(ζ) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εκτιμούν με ακρίβεια τους ιδιαίτερους κινδύνους που συνδέονται με τις χρηματοοικονομικές εγγυήσεις και οποιαδήποτε άλλα συμβατικά δικαιώματα στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, εφόσον αυτό απαιτείται, καθώς επίσης και τους κινδύνους που συνδέονται με τα δικαιώματα επιλογής του αντισυμβαλλομένου όσο και με τα συμβατικά δικαιώματα για τις επιχειρήσεις και για το σκοπό αυτό, λαμβάνουν υπόψη τον αντίκτυπο που μπορούν να έχουν στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών μελλοντικές αλλαγές στις οικονομικές και μη οικονομικές συνθήκες.

(η) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, τις μελλοντικές ενέργειες της διοίκησης που εύλογα αναμένονται σε ειδικές περιστάσεις, περιλαμβανομένου του αναγκαίου χρόνου για την υλοποίηση των ενεργειών αυτών.

(θ) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη στο εσωτερικό τους υπόδειγμα όλες τις πληρωμές προς τους αντισυμβαλλομένους και τους δικαιούχους τις οποίες αναμένουν να πραγματοποιήσουν, ανεξάρτητα από το εάν οι πληρωμές αυτές είναι συμβατικά εγγυημένες.

Πρότυπα διαμόρφωσης

129. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να χρησιμοποιούν διαφορετική χρονική περίοδο ή μέτρηση κινδύνου σε σχέση με αυτήν που προβλέπεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 107 του παρόντος Νόμου για τους σκοπούς του εσωτερικού υποδείγματος, εφόσον τα αποτελέσματα του εσωτερικού υποδείγματος μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τις επιχειρήσεις αυτές για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας με τρόπο που να παρέχεται στους αντισυμβαλλομένους και στους δικαιούχους ένα επίπεδο ισοδύναμης προστασίας με εκείνη που προβλέπεται στο άρθρο 107.

(2) Όπου είναι δυνατό, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας κατευθείαν από την εκτίμηση της κατανομής πιθανότητας που παράγεται από το εσωτερικό υπόδειγμα των επιχειρήσεων αυτών, με τη χρήση του μέτρου της αξίας σε κίνδυνο που αναφέρεται στο στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 107.

(3) Εάν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να λάβουν την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας κατευθείαν από την εκτίμηση της κατανομής πιθανότητας που παράγεται από το εσωτερικό υπόδειγμα, ο Έφορος δύναται να επιτρέψει τη χρησιμοποίηση προσεγγίσεων στη διαδικασία υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν να του αποδείξουν ότι παρέχεται στους αντισυμβαλλόμενους επίπεδο προστασίας ισοδύναμο με εκείνο που αναφέρεται στο άρθρο 107.

(4) Ο Έφορος δύναται να απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να εφαρμόζουν το εσωτερικό τους υπόδειγμα σε κατάλληλα χαρτοφυλάκια αναφοράς και να χρησιμοποιούν παραδοχές βασιζόμενες σε εξωτερικά παρά σε εσωτερικά δεδομένα, προκειμένου να ελεγχθεί η αποτελεσματικότητα του εσωτερικού υποδείγματος και να εξακριβωθεί εάν οι προδιαγραφές του είναι σύμφωνες με τις γενικά αποδεκτές πρακτικές της αγοράς.

Καταλογισμός κερδών και ζημιών

130. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να εξετάζουν, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, τις αιτίες και την προέλευση των κερδών και ζημιών για καθέναν από τους κυριότερους κλάδους ασφαλίσεως και να καταδεικνύουν με ποιο τρόπο η επιλεγείσα κατηγοριοποίηση των κινδύνων στο εσωτερικό υπόδειγμα εξηγεί την προέλευση και τα αίτια των κερδών και των ζημιών.

(2) Η κατηγοριοποίηση των κινδύνων και ο καταλογισμός των κερδών και ζημιών πρέπει να αντικατοπτρίζουν το προφίλ κινδύνου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

Πρότυπα επικύρωσης

131. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να διαθέτουν τακτικό κύκλο επικύρωσης του υποδείγματος, ο οποίος περιλαμβάνει την παρακολούθηση των επιδόσεων του εσωτερικού υποδείγματος, την επανεξέταση της συνεχούς καταλληλότητας των προδιαγραφών του και τη σύγκριση των αποτελεσμάτων του με τα εμπειρικά αποτελέσματα.

(2) Η διαδικασία επικύρωσης του υποδείγματος πρέπει να περιλαμβάνει μια αποτελεσματική στατιστική διαδικασία για την επικύρωση του εσωτερικού υποδείγματος, η οποία να επιτρέπει στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να αποδεικνύουν στον Έφορο ότι οι κεφαλαιακές απαιτήσεις που υπολογίστηκαν με τον τρόπο αυτό είναι κατάλληλες.

(3) Οι στατιστικές μέθοδοι που εφαρμόζονται σύμφωνα με το εδάφιο (2) χρησιμεύουν όχι μόνο για να εξακριβωθεί η καταλληλότητα της εκτίμησης της κατανομής πιθανότητας σε σύγκριση με τις πραγματοποιηθείσες ζημίες, αλλά επίσης και όλα τα σημαντικά νέα δεδομένα και πληροφορίες.

(4) Η διαδικασία επικύρωσης του υποδείγματος πρέπει να περιλαμβάνει ανάλυση της σταθερότητας του εσωτερικού υποδείγματος, και ιδίως δοκιμή της ευαισθησίας των αποτελεσμάτων του εσωτερικού υποδείγματος σε μεταβολές ουσιαστικών βασικών υποθέσεις καθώς επίσης και αξιολόγηση της ακρίβειας, πληρότητας και καταλληλότητας των στοιχείων που χρησιμοποιούνται από το εσωτερικό υπόδειγμα.

Πρότυπα τεκμηρίωσης

132. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να τεκμηριώνουν το σχεδιασμό και τα λειτουργικά χαρακτηριστικά του εσωτερικού τους υποδείγματος έτσι ώστε να αποδεικνύεται η συμμόρφωση με τις διατάξεις των άρθρων 127 μέχρι 131 του παρόντος Νόμου.

(2) Η τεκμηρίωση του εδαφίου (1) πρέπει να παρέχει λεπτομερή περιγραφή της θεωρίας, των παραδοχών , και της μαθηματικής και εμπειρικής βάσης στις οποίες στηρίζεται το εσωτερικό υπόδειγμα και να αναφέρει κάθε περίσταση στην οποία το εσωτερικό υπόδειγμα δεν λειτουργεί αποτελεσματικά.

(3) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τεκμηριώνουν όλες τις σημαντικές αλλαγές στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 122 του παρόντος Νόμου.

Εξωτερικά υποδείγματα και δεδομένα

133. Η χρήση ενός υποδείγματος ή δεδομένων που έχουν ληφθεί από τρίτο μέρος δεν δικαιολογεί την απαλλαγή από οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις σχετικά με το εσωτερικό υπόδειγμα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 127 μέχρι 132 του παρόντος Νόμου.

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σχετικά με τα άρθρα 127 έως 133

134. Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις καθορίζουν τις λεπτομέρειες σε σχέση με τα άρθρα 127 έως 133 για τη βελτίωση και καλύτερη εκτίμηση των χαρακτηριστικών κινδύνου και τη διαχείριση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, όσον αφορά τη χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων.