166. Ο Έφορος δύναται να απαιτεί από ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους όπως του παρέχει, σε επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας, τις πληροφορίες αναφορικά με τη δραστηριότητα της ασφαλιστικής επιχείρησης που λειτουργεί στη Δημοκρατία.
167. (1) Δεν επιτρέπεται στον Έφορο να απαιτεί την προηγούμενη έγκριση ή τη συστηματική ανακοίνωση των γενικών και ειδικών όρων των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, των τιμολογίων ή, στην περίπτωση της ασφάλισης Ζωής, των τεχνικής φύσεως στοιχείων που χρησιμοποιούνται ως βάση για τον υπολογισμό των τιμολογίων και των τεχνικών προβλέψεων ή των υποδειγμάτων και άλλων εντύπων που ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους προτίθεται να χρησιμοποιήσει στις σχέσεις της με τους αντισυμβαλλομένους.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), ο Έφορος, για σκοπούς ελέγχου της τήρησης των διατάξεων του παρόντος Νόμου αναφορικά με τις ασφαλιστικές συμβάσεις, απαιτεί, όποτε κρίνει αυτό σκόπιμο, από κάθε ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους που επιθυμεί να πραγματοποιήσει ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία την κοινοποίηση των όρων των ασφαλιστηρίων συμβολαίων ή των άλλων εγγράφων που προτίθεται να χρησιμοποιήσει, χωρίς η συμμόρφωση με την απαίτηση αυτή να συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση της δραστηριότητας από την σχετική ασφαλιστική επιχείρηση.
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), ο Έφορος δύναται να απαιτεί την προηγούμενη κοινοποίηση ή έγκριση της προτεινόμενης αύξησης των ασφαλίστρων, στα πλαίσια εφαρμογής ενός γενικού συστήματος ελέγχου των τιμών.
168. (1) Σε περίπτωση που ο Έφορος διαπιστώνει ότι ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους η οποία έχει υποκατάστημα ή λειτουργεί υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στη Δημοκρατία δεν τηρεί τις διατάξεις του παρόντος Νόμου που ισχύουν για την περίπτωσή της, καλεί την εν λόγω ασφαλιστική επιχείρηση να θέσει τέρμα στην παράβαση του Νόμου.
(2) Σε περίπτωση που η ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους δεν τερματίσει την παράβαση εντός προθεσμίας που καθορίζεται από τον Έφορο, ο Έφορος ενημερώνει σχετικά τις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και ζητά ενημέρωση από τις εν λόγω αρχές αναφορικά με τα μέτρα που θα ληφθούν εκ μέρους τους.
(3) Σε περίπτωση που, παρά τα ληφθέντα μέτρα από τις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ή σε περίπτωση που τα εν λόγω μέτρα έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή ή σε περίπτωση που δεν έχουν ληφθεί οποιαδήποτε μέτρα και η ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους εξακολουθεί να παραβιάζει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου που τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωσή της, ο Έφορος δύναται, αφού ενημερώσει σχετικά την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής να επιβάλλει στην ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους οποιεσδήποτε διοικητικές κυρώσεις προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, για την πρόληψη ή την καταστολή νέων παρατυπιών και, εφόσον κρίνει ότι είναι απόλυτα αναγκαίο, να απαγορεύει τη σύναψη νέων ασφαλιστικών συμβάσεων από την επιχείρηση αυτή στη Δημοκρατία.
(4) Ο Έφορος, εφόσον συντρέχουν οι συνθήκες του εδαφίου (3), δύναται επίσης να παραπέμψει το θέμα στην EIOPA και να ζητήσει τη βοήθειά της σύμφωνα με τις διατάξεις του ο άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και σε τέτοια περίπτωση η EIOPA μπορεί να ενεργήσει σύμφωνα με τις εξουσίες που της ανατίθενται με το εν λόγω άρθρο.
(5) Οποιεσδήποτε διοικητικές κυρώσεις ή άλλα μέτρα ληφθούν από τον Έφορο δυνάμει του εδαφίου (3) κοινοποιούνται στην ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(6) Τα εδάφια (1) μέχρι (3) δεν επηρεάζουν το δικαίωμα του Εφόρου, σε επείγουσες περιπτώσεις, να λαμβάνει τα κατάλληλα προσωρινά μέτρα για την πρόληψη ή την καταστολή παρατυπιών από ασφαλιστικές επιχειρήσεις κράτους μέλους στη Δημοκρατία, περιλαμβανομένης της δυνατότητας να απαγορεύει χωρίς προηγούμενη προειδοποίηση της εποπτικής αρχής τους κράτους μέλους καταγωγής, τη σύναψη νέων ασφαλιστικών συμβάσεων από ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους στη Δημοκρατία:
(7) Σε περίπτωση που η ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους που έχει διαπράξει την παράβαση του παρόντος Νόμου διαθέτει εγκατάσταση ή περιουσιακά στοιχεία στη Δημοκρατία, ο Έφορος δύναται να επιβάλει, τις σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, διοικητικές κυρώσεις επί της εγκατάστασης, περιλαμβανομένου και του περιορισμού της ελεύθερης διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης που βρίσκεται στη Δημοκρατία.
(8) Κάθε μέτρο που λαμβάνεται δυνάμει του παρόντος άρθρου και το οποίο συνεπάγεται κυρώσεις ή περιορισμούς στην άσκηση ασφαλιστικών εργασιών, θα πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένο και να κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση και στην αρμόδια εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.
(9) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των ποινικής φύσεως διατάξεων που ισχύουν στη Δημοκρατία, περιλαμβανομένων και των ποινικών διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(10) Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις κράτους μέλους υποβάλλουν στον Έφορο, εφόσον αυτός το ζητήσει, οποιοδήποτε έγγραφο τους ζητηθεί για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
(11) ο Έφορος διατηρεί το δικαίωμα σε περίπτωση έσχατης ανάγκης να προσφύγει στις εποπτικές ή και στις διπλωματικές αρχές του κράτους ή των κρατών στα οποία είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση.
(12) Ο Έφορος ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την EIOPA για τον αριθμό και το είδος των περιπτώσεων στις οποίες υπήρξε άρνηση βάσει των άρθρων 158 και 161 του παρόντος Νόμου ή στις οποίες ελήφθησαν μέτρα βάσει των εδαφίων (3), (5) και (6).
169. Σε περίπτωση που ο Έφορος ενημερωθεί από εποπτική αρχή του κράτους μέλους ή των κρατών μελών υποδοχής, αναφορικά με την παραβίαση των νομοθετικών διατάξεων των εν λόγω κρατών από Κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί δικαίωμα εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε άλλο κράτος μέλος ή άλλα κράτη μέλη, λαμβάνει το συντομότερο δυνατό όλα τα κατάλληλα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, περιλαμβανομένης της επιβολής διοικητικών κυρώσεων, για να τερματιστεί η παράβαση και ενημερώνει για τα μέτρα αυτά την εποπτική αρχή του κράτους μέλους ή των κρατών μελών υποδοχής, ανάλογα με την περίπτωση.
170. Ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους, η οποία ασκεί δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στη Δημοκρατία, μπορεί να διαφημίζει τις υπηρεσίες της υπό τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που καθορίζονται με Κανονισμούς που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση και που ισχύουν για κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας.
171. (1) Κάθε ασφαλιστήριο που παρέχει κάλυψη-
(α) σε κινδύνους που βρίσκονται στη Δημοκρατία, κατά την έννοια του ορισμού “Κράτος Μέλος όπου ευρίσκεται ο κίνδυνος”· ή
(β) σε ασφαλιστικές υποχρεώσεις, που βρίσκονται στη Δημοκρατία, κατά την έννοια του ορισμού “Κράτος Μέλος ασφαλιστικής υποχρέωσης”,
και ανεξάρτητα από το δίκαιο που διέπει την ασφαλιστική σύμβαση δυνάμει του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), υπόκειται στους έμμεσους φόρους, τέλη χαρτοσήμου ή δικαιώματα αποκλειστικά προς όφελος της Δημοκρατίας ή τρίτων, καθώς και εισφορές προς όφελος οποιουδήποτε οργανισμού ή ταμείου ή οργάνωσης, που προβλέπονται από τον περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμο του 2002, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ίδιου Νόμου.
(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), τα κινητά αγαθά που περιλαμβάνονται σε ακίνητο το οποίο βρίσκεται στο έδαφος της Δημοκρατίας, εκτός από τα κινητά αγαθά υπό εμπορική διαμετακόμιση, θεωρούνται ότι αποτελούν κίνδυνο που ευρίσκεται στη Δημοκρατία, ακόμη και αν το ακίνητο και το περιεχόμενό του δεν καλύπτονται από το ίδιο ασφαλιστήριο.
172. (1) Σε περίπτωση που ο Έφορος διαπιστώνει ότι αντασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους η οποία έχει υποκατάστημα ή λειτουργεί υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στη Δημοκρατία, δεν τηρεί τις διατάξεις του παρόντος Νόμου που ισχύουν για την περίπτωσή της, καλεί την εν λόγω αντασφαλιστική επιχείρηση να θέσει τέρμα στην παράβαση του Νόμου εντός συγκεκριμένης προθεσμίας και αναφέρει τις διαπιστώσεις του στην εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης, ώστε αυτή να λάβει τα κατάλληλα μέτρα.
(2) Σε περίπτωση που, παρά τα ληφθέντα από την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής μέτρα, η αντασφαλιστική επιχείρηση εξακολουθεί να παραβιάζει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου που ισχύουν στην περίπτωσή της ή σε περίπτωση που τα μέτρα τα οποία έχουν επιβληθεί από την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης είναι ανεπαρκή, ο Έφορος, αφού ενημερώσει σχετικά την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, επιβάλλει οποιεσδήποτε διοικητικές κυρώσεις προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, για την πρόληψη ή την καταστολή νέων παρατυπιών, και, εφόσον τούτο είναι απόλυτα αναγκαίο, την απαγόρευση της σύναψης νέων συμβάσεων αντασφάλισης από την επιχείρηση αυτή στο έδαφος της Δημοκρατίας.
(3) Κάθε μέτρο που λαμβάνεται δυνάμει του παρόντος άρθρου και το οποίο συνεπάγεται κυρώσεις ή περιορισμούς στην άσκηση αντασφαλιστικών εργασιών, θα πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένο και να κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση κράτους μέλους σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, και στην αρμόδια εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.
(4) Ο Έφορος δύναται, σε σχέση με την εφαρμογή του εδαφίου (2), να παραπέμψει το θέμα στην EIOPA και να ζητήσει τη βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.
173.-(1) Σε περίπτωση που ο Έφορος ενημερωθεί από εποπτική αρχή του κράτους μέλους ή των κρατών μελών υποδοχής, αναφορικά με την παραβίαση των νομοθετικών διατάξεων των εν λόγω κρατών από Κυπριακή αντασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί δικαίωμα εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε άλλο ή άλλα κράτη μέλη, λαμβάνει το συντομότερο δυνατό όλα τα αναγκαία μέτρα, περιλαμβανομένης της επιβολής διοικητικών κυρώσεων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, για να τερματιστεί η παράβαση και ενημερώνει για τα μέτρα αυτά την εποπτική αρχή του κράτους μέλους ή των κρατών μελών υποδοχής, ανάλογα με την περίπτωση.
(2) Ο Έφορος δύναται να παραπέμψει το θέμα στην EIOPA και να ζητήσει τη βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.
(3) Κάθε μέτρο που λαμβάνεται από τον Έφορο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, το οποίο συνεπάγεται κυρώσεις ή περιορισμούς στην άσκηση αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων αιτιολογείται και ανακοινώνεται στην ενδιαφερόμενη αντασφαλιστική επιχείρηση.