220. Τo εφαρμοστέο δίκαιο για τις ασφαλιστικές συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές καθορίζεται από τις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού.
221. (1) Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ασφάλισης Γενικής Φύσεως μπορούν να προτείνουν και να συνάπτουν συμβάσεις υποχρεωτικής ασφάλισης, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου αυτού.
(2) Ασφαλιστικές συμβάσεις σε σχέση με κινδύνους για τους οποίους οποιοσδήποτε νόμος της Δημοκρατίας προβλέπει υποχρεωτική ασφάλιση, θεωρούνται ότι πληρούν την εν λόγω υποχρέωση, μόνο εάν είναι σύμφωνες με τις ειδικές διατάξεις του Νόμου αυτού που διέπουν την εν λόγω υποχρεωτική ασφάλιση.
(3) Όταν νόμος της Δημοκρατίας προβλέπει υποχρεωτική ασφάλιση και η ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται να γνωστοποιήσει στον Έφορο την παύση της κάλυψης, τέτοια παύση μπορεί να αντιταχθεί έναντι των ζημιωθέντων τρίτων μερών μόνο υπό τις περιστάσεις που καθορίζονται από εκείνον το νόμο.
(4) Ο Έφορος γνωστοποιεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τους κινδύνους, για τους οποίους η νομοθεσία της Δημοκρατίας προβλέπει υποχρεωτική ασφάλιση, αναφέροντας-
(α) τις ειδικές διατάξεις που διέπουν την ασφάλιση αυτή∙
(β) τα στοιχεία τα οποία πρέπει να περιλαμβάνει το πιστοποιητικό που ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται να χορηγήσει στον ασφαλισμένο, όταν αυτή παρέχει κάλυψη σε κλάδους υποχρεωτικής ασφάλισης, ως αποδεικτικό στοιχείο της τήρησης της νομοθεσίας που προβλέπει για υποχρεωτική ασφάλιση. Ο Έφορος δύναται να απαιτήσει από κάθε ασφαλιστική επιχείρηση, δήλωση που να βεβαιώνει ότι ασφαλιστήριο το οποίο εκδίδει είναι σύμφωνο με τις ειδικές διατάξεις που διέπουν τη συγκεκριμένη ασφάλιση.
(5) Ο Έφορος δέχεται, ως απόδειξη ότι έχει τηρηθεί η υποχρεωτική ασφάλιση, έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου είναι σύμφωνο με την παράγραφο (β) του εδαφίου (4).
222. Η σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων μεταξύ αντισυμβαλλομένων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από τον Έφορο ή άλλη αρμόδια εποπτική αρχή κράτους μέλους, ανάλογα με την περίπτωση, είναι ελεύθερη, εφόσον αυτή δεν αντιβαίνει στις νομικές διατάξεις του παρόντος Νόμου περί γενικού συμφέροντος, στις περιπτώσεις όπου ο κίνδυνος βρίσκεται στη Δημοκρατία ή η Δημοκρατία αποτελεί το κράτος μέλος της υποχρέωσης.
223. (1) Δεν επιτρέπεται στον Έφορο να απαιτεί την προηγούμενη έγκριση ή τη συστηματική κοινοποίηση προς αυτόν των γενικών και ειδικών όρων των ασφαλιστηρίων ασφάλισης Γενικής Φύσεως, των τιμολογίων και άλλων εντύπων που μια ασφαλιστική επιχείρηση, προτίθεται να χρησιμοποιήσει στις σχέσεις της με τους ασφαλισμένους.
(2) Για σκοπούς ελέγχου της τήρησης των διατάξεων περί ασφαλιστικών συμβάσεων, ο Έφορος δύναται να απαιτεί τη μη συστηματική κοινοποίηση προς αυτόν των όρων και λοιπών εγγράφων του εδαφίου (1), χωρίς όμως η συμμόρφωση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων προς την απαίτηση αυτή του Εφόρου να μπορεί να τίθεται ως προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών.
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), ο Έφορος δύναται να απαιτεί-
(α) την κοινοποίηση προς αυτόν των γενικών και ειδικών όρων των ασφαλιστηρίων πριν από την υιοθέτησή τους, όταν πρόκειται για κλάδο ασφάλισης, που καθίσταται διά νόμου υποχρεωτικός στη Δημοκρατία· ή
(β) την προηγούμενη κοινοποίηση ή έγκριση της προτεινόμενης αύξησης των τιμολογίων, στα πλαίσια εφαρμογής ενός γενικού συστήματος ελέγχου των τιμών.
224. (1) Δεν επιτρέπεται στον Έφορο να εξαρτά από προηγούμενη έγκριση ή να απαιτεί τη συστηματική κοινοποίηση προς αυτόν των γενικών και ειδικών όρων των ασφαλιστηρίων ασφάλισης Ζωής, των τιμολογίων, των τεχνικών βάσεων που χρησιμοποιούνται ιδίως για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων και των τεχνικών αποθεμάτων, καθώς και των υποδειγμάτων και άλλων εντύπων που μια ασφαλιστική επιχείρηση, προτίθεται να χρησιμοποιήσει στις σχέσεις της με τους ασφαλισμένους.
(2) Για σκοπούς ελέγχου εν τούτοις της τήρησης των διατάξεων σε σχέση με αναλογιστικές αρχές, ο Έφορος δύναται να απαιτεί τη συστηματική κοινοποίηση προς αυτόν των τεχνικών βάσεων που χρησιμοποιούνται ιδίως για τον υπολογισμό των τιμολογίων και των τεχνικών προβλέψεων χωρίς όμως η συμμόρφωση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων προς την απαίτηση αυτή του Εφόρου, να μπορεί να τίθεται ως προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών.
225. (1) Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση που επιδιώκει τη σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως Γενικής Φύσεως και εφόσον ο κίνδυνος βρίσκεται στη Δημοκρατία, έχει υποχρέωση να γνωστοποιεί, η ίδια ή μέσω προσώπου που ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης, σε κάθε ενδιαφερόμενο φυσικό πρόσωπο, πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, τις πιο κάτω πληροφορίες:
(α) για το εφαρμοστέο επί της σύμβασης δίκαιο, εάν τα μέρη δεν έχουν ελευθερία επιλογής∙
(β) εάν έχουν την ελευθερία επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου, για το δίκαιο που προτείνει ο ασφαλιστής·
(γ) για τις διατάξεις περί εξέτασης των προσφυγών των αντισυμβαλλομένων για θέματα σχετικά με τη σύμβαση, περιλαμβανομένων σχετικών διατάξεων που αφορούν στον Ενιαίο Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσης που συστάθηκε δυνάμει του περί της Σύστασης και Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως Νόμου του 2010. όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, καθώς επίσης και για το δικαίωμά τους να προσφύγουν στη δικαιοσύνη.
(2) Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 431 του παρόντος Νόμου και κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, δύναται να καθορίζουν περαιτέρω λεπτομέρειες αναφορικά με την παροχή των προβλεπόμενων στο άρθρο αυτό πληροφοριών, εφόσον ο κίνδυνος βρίσκεται στη Δημοκρατία.
226. (1) Όταν ασφάλιση Γενικής Φύσεως διενεργείται δυνάμει του δικαιώματος εγκατάστασης ή της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, και αφορά στην κάλυψη υποχρεώσεων ή κινδύνων άλλων από τους μεγάλους κινδύνους, η ασφαλιστική επιχείρηση γνωστοποιεί στον αντισυμβαλλόμενο, πριν από την ανάληψη οποιασδήποτε υποχρέωσης, την ονομασία του κράτους μέλους καταγωγής και, ενδεχομένως, το υποκατάστημα, με το οποίο θα συναφθεί η σύμβαση και έχει υποχρέωση όπως σε κάθε έγγραφο που εκδίδεται για τον αντισυμβαλλόμενο, περιέχει τις εν λόγω πληροφορίες.
(2) Η σύμβαση ή κάθε άλλο έγγραφο που παρέχει την κάλυψη, καθώς και η πρόταση ασφάλισης, εφόσον είναι δεσμευτική για τον αντισυμβαλλόμενο, αναφέρουν τη διεύθυνση της εταιρικής έδρας και, κατά περίπτωση, του υποκαταστήματος της επιχείρησης ασφάλισης Γενικής Φύσεως που παρέχει την κάλυψη, καθώς και το όνομα και τη διεύθυνση του αντιπροσώπου της επιχείρησης ασφάλισης Γενικής Φύσεως που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (4) του άρθρου 161 του παρόντος Νόμου.
227. (1) Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση που επιδιώκει τη σύναψη σύμβασης ασφάλισης Ζωής έχει υποχρέωση να ανακοινώνει, η ίδια ή μέσω προσώπου που ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης, σε κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο, πριν από τη σύναψη της σύμβασης, τις πιο κάτω πληροφορίες:
(α) Σε σχέση με την επιχείρηση ασφάλισης Ζωής-
(i) την επωνυμία, σκοπό και νομική μορφή της επιχείρησης·
(ii) την ονομασία του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται η έδρα και, ενδεχομένως, το υποκατάστημα, με το οποίο συνάπτεται η σύμβαση·
(iii) τη διεύθυνση της έδρας και, ενδεχομένως, του υποκαταστήματος, με το οποίο συνάπτεται η σύμβαση·
(iv) συγκεκριμένη παραπομπή στην έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και την οικονομική κατάσταση, όπως ορίζεται στο άρθρο 52 του παρόντος Νόμου, η οποία επιτρέπει την εύκολη πρόσβαση του αντισυμβαλλομένου στις σχετικές πληροφορίες.
(β) σε σχέση με την ασφαλιστική υποχρέωση-
(i) τον ορισμό των παροχών και προαιρέσεων·
(ii) τη διάρκεια της σύμβασης·
(iii) τον τρόπο καταγγελίας της σύμβασης·
(iv) τις λεπτομέρειες και τη διάρκεια καταβολής των ασφαλίστρων·
(v) τον τρόπο υπολογισμού και διανομής των συμμετοχών στα κέρδη·
(vi) τον προσδιορισμό των αξιών εξαγοράς και της έκτασης, στην οποία αυτές είναι εγγυημένες·
(vii) πληροφορίες για τα ασφάλιστρα που αφορούν κάθε εγγύηση, είτε κύρια είτε συμπληρωματική, όποτε είναι απαραίτητες·
(viii) την απαρίθμηση των αξιών αναφοράς (λογιστικών μονάδων) που χρησιμοποιήθηκαν στις συμβάσεις μεταβλητού κεφαλαίου (unit-linked policies)·
(ix) πληροφορίες για τη φύση των αντιπροσωπευτικών στοιχείων του ενεργητικού επί συμβάσεων μεταβλητού κεφαλαίου·
(x) τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης·
(xi) τις γενικές ενδείξεις περί του φορολογικού καθεστώτος που ισχύει για τον συγκεκριμένο τύπο ασφαλιστηρίου·
(xii) τις διατάξεις σχετικές με την εξέταση των αιτιάσεων των αντισυμβαλλομένων, ασφαλισμένων ή των δικαιούχων συμβάσεως, όσον αφορά τη σύμβαση, συμπεριλαμβανομένης, ενδεχομένως, της ύπαρξης φορέα αρμόδιου για την εξέταση των αιτιάσεων, υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας άσκησης ενδίκου μέσου·
(xiii) το εφαρμοστέο δίκαιο της σύμβασης, εάν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν δικαίωμα επιλογής, ή, αν έχουν δικαίωμα επιλογής, το εφαρμοστέο δίκαιο και, στην περίπτωση αυτή, το δίκαιο την επιλογή του οποίου προτείνει η επιχείρηση ασφάλισης Ζωής.
(γ) παρέχονται επίσης ειδικές πληροφορίες προκειμένου να διαμορφωθεί ιδία αντίληψη των κινδύνων της σύμβασης τους οποίους αναλαμβάνει ο αντισυμβαλλόμενος.
(2) Η ασφαλιστική επιχείρηση έχει την υποχρέωση να ενημερώνει τον αντισυμβαλλόμενο, καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης, για τις τροποποιήσεις που αφορούν τις ακόλουθες πληροφορίες:
(α) τους γενικούς και ειδικούς όρους της σύμβασης·
(β) κάθε μεταβολή στην επωνυμία ή τον σκοπό της επιχείρησης ασφάλισης Ζωής, τη νομική μορφή της ή τη διεύθυνση της έδρας και, ενδεχομένως, του υποκαταστήματος, με το οποίο συνάπτεται η σύμβαση∙
(γ) κάθε πληροφορία που προβλέπεται στον εδάφιο (1), παράγραφο (β), υποπαραγράφους (iv) μέχρι (xi), σε περίπτωση τροποποίησης των όρων της σύμβασης ή της εφαρμοστέας νομοθεσίας∙
(δ) κάθε χρόνο, πληροφορίες για την κατάσταση της συμμετοχής στα κέρδη.
(3) Εάν, στο πλαίσιο προσφοράς ή σύναψης συμβολαίου ασφάλισης Ζωής, ο ασφαλιστής παρέχει στοιχεία σχετικά με το ύψος των δυνητικών πληρωμών πάνω και πέρα από τις συμβατικά συμφωνηθείσες πληρωμές, ο ασφαλιστής παρέχει στον αντισυμβαλλόμενο παράδειγμα υπολογισμού στον οποίο να φαίνεται η δυνητική τελική πληρωμή με βάση τρία διαφορετικά επιτόκια για τον υπολογισμό του ασφαλίστρου:
Νοείται ότι, τα πιο πάνω δεν έχουν εφαρμογή σε προθεσμιακές ασφάλειες και συμβάσεις.
(4) Ο ασφαλιστής ενημερώνει τον αντισυμβαλλόμενο, με τρόπο σαφή και κατανοητό, ότι το παράδειγμα υπολογισμού του εδαφίου (3) αποτελεί απλώς υπολογιστικό μοντέλο βασισμένο σε θεωρητικές παραδοχές και ότι ο αντισυμβαλλόμενος δεν δύναται να εγείρει συμβατικές απαιτήσεις με βάση το παράδειγμα υπολογισμού.
(5) Στην περίπτωση ασφαλειών με συμμετοχή σε κέρδη, ο ασφαλιστής ενημερώνει εγγράφως τον αντισυμβαλλόμενο για την κατάσταση των απαιτήσεών του, περιλαμβάνοντας τη συμμετοχή στα κέρδη, και σε περίπτωση που ο ασφαλιστής έχει παρουσιάσει αριθμητικά στοιχεία σχετικά με την ενδεχόμενη μελλοντική εξέλιξη της συμμετοχής στα κέρδη, ενημερώνει τον αντισυμβαλλόμενο σχετικά με τις διαφορές μεταξύ της πραγματικής εξέλιξης και των αρχικών στοιχείων.
(6) Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 431 του παρόντος Νόμου και κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, δύναται να καθορίζουν την ανακοίνωση περαιτέρω πληροφοριών από τις ελάχιστες πληροφορίες του εδαφίου (1), μόνο σε περίπτωση που οι πληροφορίες αυτές είναι απαραίτητες για τη σωστή κατανόηση από πλευράς του αντισυμβαλλομένου των βασικών στοιχείων της υποχρέωσης.
(7) Όλες οι αναγκαίες πληροφορίες, που κατά τα προηγούμενα εδάφια γνωστοποιούνται πριν τη σύναψη της ασφαλιστικής συμβάσεως είναι έγγραφες και διατυπωμένες με σαφήνεια και ακρίβεια και ευχερώς κατανοητές και παρέχονται σε επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας, εφόσον ο κάτοχος του ασφαλιστηρίου είναι πολίτης της Δημοκρατίας ή έχει την έδρα ή την εγκατάστασή του στη Δημοκρατία, και, το εφαρμοστέο στην ασφαλιστική σύμβαση δίκαιο, είναι το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία.
(8) Οι πληροφορίες του παρόντος άρθρου δύνανται να συντάσσονται σε άλλη γλώσσα, εάν το ζητήσει ο ενδιαφερόμενος για τη σύναψη της ασφαλιστικής συμβάσεως, ή εάν αυτός δικαιούται να επιλέξει ως εφαρμοστέο στη σύμβαση ασφάλισης Ζωής δίκαιο, άλλο από αυτό που ισχύει στη Δημοκρατία και γίνεται αποδεκτό από την ασφαλιστική επιχείρηση.
(9) Η ασφαλιστική επιχείρηση οφείλει να ενημερώνει τον αντισυμβαλλόμενο καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης, αναφορικά με οποιεσδήποτε τροποποιήσεις πληροφοριών που καθορίζονται με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 431 του παρόντος Νόμου και κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση.
(10) Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 431 του παρόντος Νόμου και κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, δύναται να καθορίζουν περαιτέρω λεπτομέρειες αναφορικά με την παροχή των προβλεπόμενων στο παρόν άρθρο πληροφοριών, εφόσον η Δημοκρατία είναι το κράτος μέλος υποχρέωσης.
228. (1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (3), κάθε ασφαλιστική επιχείρηση οφείλει όπως, σε κάθε ασφαλιστική σύμβαση που συνάπτεται προς όφελος ασφαλισμένου με ατομική ασφαλιστική σύμβαση ασφάλισης Ζωής, επισυνάπτει σημείωμα, κατά τον καθορισμένο τύπο, αναφορικά με το δικαίωμα του κατόχου ασφαλιστηρίου προς υπαναχώρηση, κατά τα οριζόμενα στις επόμενες διατάξεις του άρθρου αυτού και σε περίπτωση που παραλείψει να το πράξει, η προθεσμία προς άσκηση του δικαιώματος του κατόχου ασφαλιστηρίου, προς υπαναχώρηση, παρατείνεται στα δύο έτη από την ημέρα συνάψεως της συμβάσεως, η δε υπαίτια της παράλειψης επιχείρηση στερείται του δικαιώματος να αφαιρέσει από το επιστρεφόμενο κατά τις διατάξεις του εδαφίου (7) ποσό, τη ζημιά που τυχόν υπέστη υπό τις καθοριζόμενες στο εδάφιο αυτό περιστάσεις.
(2) Κάθε κάτοχος ατομικού ασφαλιστηρίου ασφάλισης έχει το δικαίωμα, μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερολογιακών ημερών, από τη στιγμή που πληροφορήθηκε τη σύναψη της σύμβασης, να γνωστοποιεί εγγράφως στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση την απόφαση προς υπαναχώρηση και τερματισμό της σύμβασης.
(3) Οι διατάξεις του πιο πάνω εδαφίου δεν εφαρμόζονται
(α) όταν πρόκειται για ασφαλιστικές συμβάσεις διαρκείας ίσης ή μικρότερης των έξι μηνών· ή
(β) όταν ο κάτοχος ασφαλιστηρίου δεν είναι φυσικό πρόσωπο· ή
(γ) όταν η ασφαλιστική σύμβαση έχει συναφθεί για σκοπούς εξασφάλισης πιστωτή που χορήγησε δάνειο σε ασφαλισμένο, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία ο τελευταίος γνώριζε εκ των προτέρων ότι το δάνειο δεν του έχει χορηγηθεί· ή
(δ) όταν πρόκειται για αντασφαλιστικές συμβάσεις.
(4) Η ειδοποίηση υπαναχώρησης υποβάλλεται κατά τον καθορισμένο τύπο και επάγεται, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (7), απόσβεση των υποχρεώσεων του αντισυμβαλλομένου που απορρέουν από τη σχετική ασφαλιστική σύμβαση.
(5) Ημερομηνία ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχώρησης λογίζεται η ημερομηνία κατά την οποία παραδίδεται ή αποστέλλεται η σχετική ειδοποίηση προς την ασφαλιστική επιχείρηση, στη διεύθυνση που αυτή έχει υποδείξει.
(6) Εφόσον ασκηθεί το δικαίωμα υπαναχώρησης, κάθε ποσό που καταβλήθηκε σε σχέση με την ασφαλιστική σύμβαση επιστρέφεται, το βραδύτερο εντός ενός μηνός από τη λήψη της σχετικής ειδοποίησης, αφού αφαιρεθούν τα ιατρικά έξοδα που η επιχείρηση διενήργησε τα οποία σχετίζονται άμεσα με τη σύμβαση:
(7) Σε περίπτωση κατά την οποία η ασκηθείσα υπαναχώρηση αφορά ασφαλιστική σύμβαση της οποίας το ασφάλιστρο συνίσταται από μια και μόνο δόση που καταβάλλεται εφάπαξ ή την τροποποίηση ασφαλιστικής συμβάσεως που επάγεται την καταβολή ενός εφ’ άπαξ ασφαλίστρου, επιστρέφεται το ποσό που καταβλήθηκε, αφού προηγουμένως αφαιρεθεί κάθε ζημιά που η ασφαλιστική επιχείρηση τυχόν υπέστη ως αποτέλεσμα πτωτικής διακύμανσης σε χρηματιστηριακές αγορές, ενόσω η ασφαλιστική σύμβαση τελούσε σε ισχύ, τον τρόπο υπολογισμού της οποίας καθορίζει εκάστοτε ο Έφορος.
(8) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν μόνο σε περίπτωση κατά την οποία η ασφαλιστική σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία.
229. Οι γενικοί και οι ειδικοί όροι των ασφαλιστηρίων συμβολαίων δεν περιλαμβάνουν τους όποιους όρους προβλέπονται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση για την κάλυψη των ιδιαιτεροτήτων του ασφαλιστέου κινδύνου.
230. Ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους ή τρίτης χώρας η οποία λειτουργεί βάσει άδειας υποκατάστημα στη Δημοκρατία, και προτίθεται να ασκεί ασφαλιστικές εργασίες, έχει υποχρέωση όπως αμέσως μετά τη χορήγηση της άδειας και πριν την έναρξη των εργασιών της, ενταχθεί σε ταμείο ασφαλιστών ή άλλο παρόμοιο σώμα ή οργανισμό, αναγνωριζόμενο ή προβλεπόμενο από την κειμένη νομοθεσία.
231. (1) Για τους σκοπούς του παρόντος Τμήματος, κοινοτική συνασφάλιση συντρέχει στην περίπτωση που καλύπτεται ένας ή περισσότεροι κίνδυνοι που καθορίζονται στους κλάδους 3 μέχρι 16 του Μέρους Α του Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου και που πληρούν τις πιο κάτω προϋποθέσεις:
(α) Ο κίνδυνος που καλύπτεται πρέπει να υπάγεται στην έννοια του μεγάλου κινδύνου·
(β) ο κίνδυνος καλύπτεται, διά κοινής συμβάσεως, με συνολικό ασφάλιστρο και για την ίδια διάρκεια από πολλές ασφαλιστικές επιχειρήσεις ως "συνασφαλιστές", χωρίς να υπάρχει αλληλέγγυα υποχρέωση μεταξύ τους, από τις οποίες μία είναι η κύρια ασφαλιστική επιχείρηση·
(γ) ο κίνδυνος αυτός ευρίσκεται στο εσωτερικό της Ένωσης·
(δ) για την εγγύηση του κινδύνου, η κύρια ασφαλιστική επιχείρηση θεωρείται ως η ασφαλιστική επιχείρηση που θα κάλυπτε ολόκληρο τον κίνδυνο·
(ε) ένας τουλάχιστον από τους συνασφαλιστές συμμετέχει στη σύμβαση από εταιρική έδρα ή υποκατάστημα που ευρίσκονται σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο της κύριας ασφαλιστικής επιχείρησης·
(στ) η κύρια ασφαλιστική επιχείρηση αναλαμβάνει πλήρως τον ρόλο που της ανατίθεται στην πρακτική της συνασφάλισης, και ιδίως προσδιορίζει τους όρους ασφάλισης και το ύψος των ασφαλίστρων.
(2) Οι διατάξεις των άρθρων 161 μέχρι 165 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται μόνο στην κύρια ασφαλιστική επιχείρηση εφόσον αυτή έχει την έδρα της στη Δημοκρατία.
(3) Πράξεις συνασφάλισης που δεν πληρούν τους όρους που αναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (ε) συνεχίζουν να υπόκεινται στις ισχύουσες εθνικές νομοθεσίες των κρατών μελών, στις οποίες αφορούν, με εξαίρεση τις αντίστοιχες διατάξεις των εν λόγω νομοθεσιών με αυτές του παρόντος Τμήματος.
232. Ασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους στη Δημοκρατία και συμμετέχουν σε κοινοτική συνασφάλιση δεν υπόκεινται σε άλλες διατάξεις του παρόντος Νόμου, πέραν από αυτές του παρόντος Τμήματος.
233. Το ύψος των τεχνικών προβλέψεων κάθε συνασφαλιστή καθορίζεται σύμφωνα με τη νομοθεσία ή, ελλείψει νομοθεσίας, σύμφωνα με την πρακτική του κράτους μέλους καταγωγής του:
234. Οι συνασφαλιστές που είναι εγκατεστημένοι στη Δημοκρατία τηρούν στατιστικά στοιχεία, τα οποία παρουσιάζουν τον όγκο των εργασιών τους σε κοινοτική συνασφάλιση, καθώς και τα κράτη μέλη που αφορούν οι εργασίες αυτές.
235. Κατά την εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης, οι υποχρεώσεις της επιχείρησης αυτής από τη συμμετοχή της σε ασφαλιστήρια που αφορούν κοινοτική συνασφάλιση, εκπληρώνονται όπως και οι υποχρεώσεις της που απορρέουν από τα άλλα ασφαλιστήρια χωρίς να γίνεται καμιά διάκριση εις βάρος των ασφαλισμένων της και των δικαιούχων εξαιτίας της ιθαγένειάς τους.
236. Για σκοπούς της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Τμήματος, ο Έφορος ανταλλάζει πληροφορίες με τις εποπτικές αρχές άλλων κρατών μελών στο πλαίσιο της συνεργασίας με τις εποπτικές αρχές των κρατών μελών που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο.
237. Ο Έφορος συνεργάζεται με την Επιτροπή και τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών με σκοπό την εξέταση των δυσκολιών που θα ήταν δυνατόν να προκύψουν κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Τμήματος και ιδίως με σκοπό την εξέταση κάθε πρακτικής που θα αποτελούσε ένδειξη είτε ότι η κύρια ασφαλιστική επιχείρηση δεν παίζει τον ρόλο που της ανατίθεται στην πρακτική της συνασφάλισης, είτε ότι οι κίνδυνοι δεν απαιτούν εμφανώς για την κάλυψή τους τη συμμετοχή πολλών ασφαλιστών.
238. (1) Το παρόν Τμήμα εφαρμόζεται στην ασφάλιση νομικής προστασίας, που αναφέρεται στον κλάδο 17 στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου και που συνίσταται στην έναντι καταβολής ασφαλίστρου συμβατική δέσμευση ασφαλιστικής επιχείρησης για την ανάληψη των δικαστικών εξόδων και παροχής άλλων υπηρεσιών που απορρέουν άμεσα από την εν λόγω ασφαλιστική κάλυψη, και ιδίως με σκοπό:
(α) την κάλυψη της ζημιάς ή της βλάβης που υπέστη ο ασφαλισμένος είτε μέσω εξώδικου συμβιβασμού είτε μέσω αστικής ή ποινικής δίκης·
(β) την υπεράσπιση ή την εκπροσώπηση του ασφαλισμένου σε οποιασδήποτε φύσεως δικαστική διαδικασία η οποία εγείρεται εναντίον του.
(2) Δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος Τμήματος τα πιο κάτω:
(α) η ασφάλιση νομικής προστασίας, όταν αυτή αφορά διαφορές ή κινδύνους που απορρέουν από τη χρήση θαλάσσιων πλοίων ή σχετίζονται με τη χρήση αυτή·
(β) η δραστηριότητα ασφαλιστικής επιχείρησης αστικής ευθύνης προς υπεράσπιση ή εκπροσώπηση του ασφαλισμένου πελάτη σε κάθε δικαστική ή διοικητική διαδικασία, εφόσον αυτή η δραστηριότητα ασκείται συγχρόνως και προς το συμφέρον αυτής της ιδίας ασφαλιστικής επιχείρησης δυνάμει της κάλυψης αυτής·
(γ) η δραστηριότητα νομικής προστασίας, την οποία αναπτύσσει ο ασφαλιστής της βοήθειας και η οποία θα μπορεί να επεκταθεί στις ακόλουθες περιπτώσεις και εφόσον πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(i) η δραστηριότητα ασκείται σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο στο οποίο ευρίσκεται η συνήθης διαμονή του ασφαλισμένου·
(ii) η δραστηριότητα αποτελεί τμήμα σύμβασης που αφορά μόνον τη βοήθεια που παρέχεται σε πρόσωπα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες κατά τη διάρκεια μετακινήσεων ή απουσιών από την κατοικία τους ή τη συνήθη τους διαμονή.
(3) Για τους σκοπούς της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2), η ασφαλιστική σύμβαση πρέπει να αναγράφει ευκρινώς τη δήλωση ότι η σχετική κάλυψη περιορίζεται στις περιστάσεις που αναφέρονται στις εν λόγω διατάξεις και έχει επικουρικό χαρακτήρα σε σχέση με τη βοήθεια.
239. Η ασφάλιση νομικής προστασίας αποτελεί αντικείμενο είτε αυτοτελούς ασφαλιστηρίου διαφορετικού από εκείνο που συνάπτεται για άλλους κλάδους, είτε αντικείμενο αυτοτελούς ειδικού κεφαλαίου εντός ενιαίου ασφαλιστηρίου, στο οποίο πρέπει να αναφέρεται ρητά η φύση της κάλυψης της νομικής προστασίας που παρέχεται καθώς και το σχετικό ασφάλιστρο.
240. (1) Η ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί εργασίες του κλάδου νομικής προστασίας επιλέγει μία από τις ακόλουθες εναλλακτικές μεθόδους διαχείρισης των απαιτήσεων που προβλέπονται στις παραγράφους (α) μέχρι (γ) ως ακολούθως:
(α) Διασφαλίζει ότι κανένα μέλος του προσωπικού της που ασχολείται με το χειρισμό απαιτήσεων του κλάδου νομικής προστασίας ή την παροχή νομικών συμβουλών σε σχέση με τις απαιτήσεις αυτές δεν ασκεί συγχρόνως παρόμοια δραστηριότητα-
(i) σε οποιοδήποτε άλλο κλάδο που καλύπτει η ίδια η ασφαλιστική επιχείρηση, επιπρόσθετα με τον κλάδο νομικής προστασίας˙ ή/και
(ii) σε άλλη επιχείρηση που συνδέεται με αυτήν, με οικονομικούς, εμπορικούς ή διοικητικούς δεσμούς και η οποία ασκεί ένα ή περισσότερους ασφαλιστικούς κλάδους που καθορίζονται στο Πρώτο Παράρτημα του παρόντος Νόμου, επιπρόσθετα με τον κλάδο νομικής προστασίας˙
(β) αναθέτει τη διαχείριση των απαιτήσεων που εγείρονται σε σχέση με τον κλάδο νομικής προστασίας σε μια νομικά αυτοτελή εταιρεία με τη μορφή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ή συνεταιρισμού και, εάν η εταιρεία αυτή συνδέεται με οικονομικούς, εμπορικούς ή διοικητικούς δεσμούς με άλλη ασφαλιστική επιχείρηση, που ασκεί ένα ή περισσότερους κλάδους ασφάλισης, τα μέλη του προσωπικού της εν λόγω εταιρείας, τα οποία ασχολούνται με τη διαχείριση απαιτήσεων του κλάδου νομικής προστασίας ή την παροχή νομικών συμβουλών, σχετικά με τη διαχείριση αυτή, δεν επιτρέπεται να ασκούν συγχρόνως την ίδια ή παρόμοια δραστηριότητα για την άλλη επιχείρηση:
(γ) προβλέπει στη σύμβαση το δικαίωμα του ασφαλισμένου να αναθέτει σε δικηγόρο της επιλογής του την υπεράσπιση των συμφερόντων του, από τη στιγμή κατά την οποία δικαιούται να ζητήσει παρέμβαση της ασφαλιστικής επιχείρησης δυνάμει του ασφαλιστηρίου.
241. (1) Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις διασφαλίζουν ότι κάθε ασφαλιστική σύμβαση νομικής προστασίας προβλέπει ρητά τα εξής:
(α) Σε κάθε δικαστική ή διοικητική διαδικασία, όταν καλείται από την ασφαλιστική επιχείρηση δικηγόρος, ή άλλο πρόσωπο που διαθέτει τα προσόντα τα οποία απαιτεί η κείμενη νομοθεσία, για να υπερασπίσει ή να εκπροσωπήσει τον ασφαλισμένο ή να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του, ο ασφαλισμένος έχει την ελευθερία της σχετικής επιλογής·
(β) ο δικαιούχος είναι ελεύθερος να επιλέγει δικηγόρο, ή, αν επιθυμεί και εφόσον το επιτρέπει η κείμενη νομοθεσία, οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα για την υπεράσπιση των συμφερόντων του, σε περίπτωση που ανακύψει σύγκρουση συμφερόντων.
(2) Για τους σκοπούς του Τμήματος αυτού, "δικηγόρος" σημαίνει πρόσωπο το οποίο πληροί τις προϋποθέσεις για να ασκεί τη δικηγορία σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Δικηγόρων Νόμου (Κεφ. 2) ή να ασκεί τη δικηγορία υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών δυνάμει του εν λόγω Νόμου.
242. (1) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 241 του παρόντος Νόμου, σε σχέση με το δικαίωμα του ασφαλισμένου να επιλέγει ελεύθερα τον δικηγόρο του, δεν εφαρμόζονται εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις-
(α) η ασφαλιστική κάλυψη περιορίζεται σε υποθέσεις που προκύπτουν από τη χρησιμοποίηση μηχανοκίνητου οχήματος στο έδαφος της Δημοκρατίας·
(β) η ασφαλιστική κάλυψη συνδέεται με σύμβαση βοήθειας σε περίπτωση ατυχήματος ή βλάβης σε σχέση με μηχανοκίνητο όχημα˙
(γ) ούτε η ασφαλιστική επιχείρηση του κλάδου νομικής προστασίας ούτε η ασφαλιστική επιχείρηση του κλάδου βοήθειας ασκεί οποιοδήποτε ασφαλιστικό κλάδο ευθύνης˙
(δ) λαμβάνονται μέτρα ώστε η παροχή νομικών συμβουλών και η εκπροσώπηση καθενός των διαδίκων σε περίπτωση διαφοράς να εξασφαλίζονται από δικηγόρους τελείως ανεξάρτητους, εφόσον οι εν λόγω διάδικοι είναι ασφαλισμένοι σε σχέση με νομική προστασία στην ίδια ασφαλιστική επιχείρηση.
(2) Η εξαίρεση του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζει την εφαρμογή του άρθρου 240 του παρόντος Νόμου.
243. Κάθε ασφαλιστική σύμβαση νομικής προστασίας προβλέπει το δικαίωμα του ασφαλισμένου να προσφεύγει σε διαδικασία διαιτησίας που προβλέπεται από τον περί Διαιτησίας Νόμο ή/και το δικαίωμα του να αποταθεί στον Χρηματοοικονομικό Επίτροπο σύμφωνα με τις διατάξεις των περί της Σύστασης και Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως Νόμων του 2010, έως (Αρ. 2) του 2014, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, σε περίπτωση που ανακύπτει οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ της ασφαλιστικής επιχείρησης και του ασφαλισμένου:
244. Κάθε φορά που ανακύπτει σύγκρουση συμφερόντων ή διαφωνία όσον αφορά τη διευθέτηση της διαφοράς, η ασφαλιστική επιχείρηση που προσφέρει κάλυψη νομικής προστασίας ή οποιοσδήποτε λειτουργός του τμήματος απαιτήσεών της, ανάλογα με την περίπτωση, οφείλει να ενημερώνει τον ασφαλισμένο για τα δικαιώματά του που απορρέουν από το εδάφιο (1) του άρθρου 241 του παρόντος Νόμου και για τη δυνατότητα να προσφύγει στη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 243.
245.-(1) Κανονισμοί δύνανται να καθορίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να επιτραπεί όπως οι συμβάσεις ασφάλισης ασθενείας (Κλάδος 2, Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος) μπορούν να αντικαθιστούν, εν μέρει ή πλήρως, την κάλυψη ασθενείας που παρέχεται δυνάμει των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του 2010 έως (Αρ. 2) του 2014, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, εφόσον οι εν λόγω Νόμοι επιτρέπουν τέτοια αντικατάσταση.
(2) Ο Έφορος απαιτεί όπως οι κυπριακές ασφαλιστικές επιχειρήσεις ανακοινώνουν την τεχνική βάση υπολογισμού των ασφαλίστρων, πριν τη διάθεση του προϊόντος στην αγορά κρατών μελών, στο έδαφος των οποίων οι συμβάσεις οι σχετικές με τον Κλάδο 2 Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος αντικαθιστούν, εν μέρει ή πλήρως, την κάλυψη ασθενείας που παρέχεται από το νόμιμο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης.
(3) Η υποχρέωση των κυπριακών ασφαλιστικών εταιρειών που προβλέπεται στο εδάφιο (2) εφαρμόζεται και στην περίπτωση τροποποίησης υφιστάμενων συμβάσεων.
246. Απαγορεύεται η επιβολή υποχρέωσης σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις ασφάλισης Ζωής όπως εκχωρούν μέρος των ασφαλίσεών τους από δραστηριότητες που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου, σε έναν ή περισσότερους οργανισμούς στη Δημοκρατία δυνάμει οποιασδήποτε νομοθεσίας.
247.-(1) Τα ασφάλιστρα για τις νέες ασφαλιστικές δραστηριότητες πρέπει να είναι επαρκή, βάσει λογικών αναλογιστικών υποθέσεων, ώστε η επιχείρηση ασφάλισης Ζωής να είναι σε θέση να εκπληρώνει όλες τις υποχρεώσεις της, και ιδίως την υποχρέωση σύστασης επαρκών τεχνικών προβλέψεων.
(2) Για σκοπούς εφαρμογής του εδαφίου (1), μπορούν να λαμβάνονται υπόψη όλες οι πτυχές της χρηματοοικονομικής κατάστασης της επιχείρησης ασφάλισης Ζωής, χωρίς όμως να γίνεται συστηματικά και μόνιμα προσθήκη πόρων ξένων προς τα εν λόγω ασφάλιστρα και στο αποκτούμενο εισόδημα, κατά τρόπο που θα μπορούσε να κλονίσει τελικά τη φερεγγυότητα της συγκεκριμένης επιχείρησης.
247Α.-(1) Ασφαλιστική επιχείρηση, κατά την αξιολόγηση αίτησης για σύναψη ασφάλισης ζωής προσώπου με εμπειρία καρκίνου δεν λαμβάνει υπόψη το ιατρικό ιστορικό προηγούμενης καρκινικής νόσου του προσώπου αυτού εφόσον-
(α) έχει παρέλθει περίοδος δέκα (10) ετών από την ολοκλήρωση της θεραπείας. ή
(β) έχει παρέλθει περίοδος πέντε (5) ετών από την ολοκλήρωση της θεραπείας, σε περίπτωση κατά την οποία το πρόσωπο αυτό έχει διαγνωστεί με καρκίνο πριν από την ηλικία των είκοσι ενός (21) ετών.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου «ολοκλήρωση θεραπείας» σημαίνει το τέλος της ενεργού φάσης θεραπείας κατά του καρκίνου, περιλαμβανομένων χειρουργικής επέμβασης, ακτινοθεραπείας ή/και φαρμακευτικής θεραπείας, σύμφωνα με τα θεραπευτικά πρωτόκολλα, ανεξαρτήτως εάν εξακολουθεί να απαιτείται θεραπεία όπως ορμονοθεραπεία και ανοσοθεραπεία.
(3) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται για ασφάλιση ζωής με ασφαλιστική κάλυψη που δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες ευρώ (€300.000).
248.-(1) Ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες συνάπτουν συμβάσεις αντασφάλισης πεπερασμένου κινδύνου ή ασκούν δραστηριότητες αντασφάλισης πεπερασμένου κινδύνου οφείλουν να είναι σε θέση να εντοπίζουν, υπολογίζουν, παρακολουθούν, διαχειρίζονται, ελέγχουν και να αναφέρουν δεόντως στον Έφορο τους κινδύνους που απορρέουν από τις εν λόγω συμβάσεις ή δραστηριότητες.
(2) Κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις δύναται να καθορίζουν τις λεπτομέρειες αναφορικά με τον τρόπο που γίνεται η παρακολούθηση, διαχείριση και ο έλεγχος των κινδύνων που απορρέουν από δραστηριότητες αντασφάλισης πεπερασμένου κινδύνου σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1).
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, "αντασφάλιση πεπερασμένου κινδύνου" σημαίνει αντασφάλιση, βάσει της οποίας η ρητή μεγίστη πιθανότητα ζημίας, εκπεφρασμένη ως ο μεταβιβαζόμενος μέγιστος οικονομικός κίνδυνος, ο οποίος προέρχεται τόσο από σημαντικό ασφαλιστικό κίνδυνο όσο και από μεταβίβαση κινδύνου ως εκ της χρονικής στιγμής, υπερβαίνει το ασφάλιστρο καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος του ασφαλιστηρίου κατά περιορισμένο αλλά σημαντικό ποσό, από κοινού με ένα τουλάχιστον εκ των εξής χαρακτηριστικών:
(α) τη λήψη υπόψη, ρητώς και υλικώς, της αξίας του χρήματος διαχρονικώς·
(β) την πρόβλεψη συμβατικών διατάξεων προς συγκράτηση της ισορροπίας της οικονομικής εμπειρίας μεταξύ των συμβαλλομένων διαχρονικώς για να επιτευχθεί η μεταβίβαση υψηλού κινδύνου.
249.-(1) Η εγκατάσταση Φορέων Ειδικού Σκοπού στη Δημοκρατία, επιτρέπεται μόνο μετά την εξασφάλιση της έγκρισης του Εφόρου η οποία παραχωρείται μετά την υποβολή σχετικής αίτησης σε καθορισμένο τύπο.
(2) Ο Έφορος εγκρίνει την αίτηση για εγκατάσταση Φορέων Ειδικού Σκοπού στη Δημοκρατία εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται σε κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, αναφορικά με τα πιο κάτω θέματα:
(α) Το πεδίο εφαρμογής της έγκρισης·
(β) υποχρεωτικούς όρους που πρέπει να περιλαμβάνονται σε όλες τις συναπτόμενες συμβάσεις·
(γ) απαιτήσεις καταλληλότητας και αξιοπιστίας, όπως αναφέρονται στο άρθρο 44 του παρόντος Νόμου, για τα πρόσωπα που διοικούν τον φορέα ειδικού σκοπού·
(δ) απαιτήσεις καταλληλότητας και αξιοπιστίας για τους μετόχους ή τα μέλη με ειδική συμμετοχή στον φορέα ειδικού σκοπού·
(ε) ορθές διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, κατάλληλους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου και απαιτήσεις διαχείρισης κινδύνου·
(στ) απαιτήσεις σχετικά με τη λογιστική και με την προληπτική και τη στατιστική πληροφόρηση·
(ζ) απαιτήσεις φερεγγυότητας.
(3) Εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα καθορίζουν-
(α) τις διαδικασίες για τη χορήγηση έγκρισης του Εφόρου για σύσταση φορέων ειδικού σκοπού και τους μορφότυπους και τα υποδείγματα που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της παραγράφου (στ) του εδαφίου (2)· και
(β) τις διαδικασίες αναφορικά με τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του Εφόρου και εποπτικών αρχών άλλων κρατών μελών, όταν ο φορέας ειδικού σκοπού που αναλαμβάνει κίνδυνο από μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει έδρα σε κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία, στην οποία έχει λάβει άδεια η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.
(4) Φορείς Ειδικού Σκοπού που έχουν λάβει άδεια από τον Έφορο πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2015 υπόκεινται στις διατάξεις του περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2002 έως 2013, με εξαίρεση οποιαδήποτε νέα δραστηριότητα τέτοιου Φορέα Ειδικού Σκοπού μετά από αυτήν την ημερομηνία, η οποία υπόκειται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου.