ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΠΡΩΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ
ΤΜΗΜΑ 1 - ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
4. (1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου και των άρθρων 5 έως και 13, ο παρών Νόμος εφαρμόζεται αναφορικά με-

4.-(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου και των άρθρων 5 έως και 13, ο παρών Νόμος εφαρμόζεται αναφορικά με-

(α) την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών από επιχειρήσεις πρωτασφάλισης Ζωής και Γενικής Φύσεως, που είναι εγκατεστημένες στο έδαφος της Δημοκρατίας ή που επιθυμούν να εγκατασταθούν σε αυτό·

(β) την άσκηση αφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών από επιχειρήσεις που βρίσκονται εγκατεστημένες σε κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία και ασκούν ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών·

(γ) την άσκηση ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών από ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών οι οποίες εγγράφονται στη Δημοκρατία, δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, ως αλλοδαπές εταιρείες και λειτουργούν ως υποκαταστήματα ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτων χωρών και ασκούν ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές εργασίες εντός ή/και εκτός της Δημοκρατίας˙

(δ) την άσκηση αντασφαλιστικών εργασιών, είτε εντός είτε εκτός της Δημοκρατίας, από αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν μόνο αντασφαλιστικές δραστηριότητες και που είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία ή που επιθυμούν να εγκατασταθούν σε αυτή, με την εξαίρεση των διατάξεων του Μέρους V του παρόντος Νόμου.

(2) Όπου στον παρόντα Νόμο γίνεται αναφορά σε ασφαλιστική επιχείρηση ή αντασφαλιστική επιχείρηση νοείται ως αναφορά σε κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση ή κυπριακή αντασφαλιστική επιχείρηση ή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, ανάλογα με την περίπτωση, εκτός εάν ο Νόμος κάνει διαφορετική αναφορά.

(3) Όσον αφορά ειδικότερα την ασφάλιση Γενικής Φύσεως, ο παρών Νόμος εφαρμόζεται σε δραστηριότητες ασφάλισης Γενικής Φύσεως των κατηγοριών που καθορίζονται στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου.

(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η ασφάλιση Γενικής Φύσεως περιλαμβάνει τη δραστηριότητα που συνίσταται στην παροχή βοήθειας στα πρόσωπα τα οποία περιέρχονται σε δυσχερή θέση κατά τη διάρκεια μετακινήσεων ή απουσίας από την κατοικία ή από τη συνήθη διαμονή τους και στην ανάληψη, έναντι προηγούμενης καταβολής ασφαλίστρου, της υποχρέωσης άμεσης παροχής βοήθειας στο δικαιούχο σύμβασης βοήθειας, όταν αυτός περιέρχεται σε δυσχερή θέση λόγω τυχαίου γεγονότος, στις περιπτώσεις και με τους όρους που προβλέπει η σύμβαση· η βοήθεια δυνατόν να συνίσταται σε παροχές σε χρήμα ή σε είδος, η δεύτερη εκ των οποίων δυνατό να συνίσταται και στη χρησιμοποίηση του προσωπικού και του εξοπλισμού που ανήκουν σε αυτόν που παρέχει τη βοήθεια αλλά δεν καλύπτει τις υπηρεσίες συντήρησης ή διατήρησης, την εξυπηρέτηση μετά την πώληση, ούτε την απλή ένδειξη ή παροχή βοήθειας ως μεσολάβηση.

(5) Όσον αφορά ειδικότερα την ασφάλιση ζωής, ο παρών Νόμος εφαρμόζεται-

(α) Στις ακόλουθες δραστηριότητες ασφάλισης ζωής, εφόσον απορρέουν από μια σύμβαση:

(i) του κλάδου ζωής, που περιλαμβάνει την ασφάλιση επιβιώσεως, την ασφάλιση θανάτου, τη μεικτή ασφάλιση, την ασφάλιση Ζωής με επιστροφή ασφαλίστρων, την ασφάλιση γάμου, την ασφάλιση γεννήσεως·

(ii) της ασφάλισης προσόδου∙

(iii) των πρόσθετων ασφαλίσεων που συνάπτονται συμπληρωματικώς προς ασφαλίσεις ζωής, ιδίως των ασφαλίσεων σωματικών βλαβών, περιλαμβανομένης και της ανικανότητας για επαγγελματική εργασία, των ασφαλίσεων θανάτου συνεπεία ατυχήματος, των ασφαλίσεων αναπηρίας συνεπεία ατυχήματος ή ασθενείας.

(iv) των τύπων της διαρκούς ασφάλισης ασθενείας (“permanent health insurance”), μη ακυρώσιμης, που ασκούνται σήμερα στην Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο·

(β) στις ακόλουθες εργασίες, εφόσον απορρέουν από μια σύμβαση και υπόκεινται στον έλεγχο του Εφόρου:

(i) τις εργασίες οι οποίες συνεπάγονται τη δημιουργία ενώσεων, στις οποίες συμμετέχουν τα μέλη με σκοπό την από κοινού κεφαλαιοποίηση των εισφορών τους και τη διανομή του δημιουργούμενου κεφαλαίου, είτε μεταξύ των επιζώντων είτε μεταξύ των ελκόντων δικαίωμα από τους αποθανόντες (τοντίνες)∙

(ii) τις εργασίες κεφαλαιοποιήσεως που βασίζονται στην τεχνική των αναλογιστικών υπολογισμών και περικλείουν, έναντι εφάπαξ ή περιοδικών εισφορών καθορισμένων εκ των προτέρων, την ανάληψη υποχρεώσεων για ορισμένο χρονικό διάστημα και για ορισμένο ποσό∙

(iii) τις εργασίες διαχειρίσεως συλλογικών κεφαλαίων συνταξιοδοτήσεως, που περιλαμβάνουν τη διαχείριση των τοποθετημένων κεφαλαίων, και ιδίως των στοιχείων του ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν τα αποθεματικά οργανισμών, οι οποίοι καταβάλλουν παροχές σε περίπτωση θανάτου, σε περίπτωση επιβιώσεως ή σε περίπτωση διακοπής ή μειώσεως δραστηριοτήτων∙

(iv) τις εργασίες που προβλέπονται στην υποπαράγραφο (iii), όταν αυτές συνοδεύονται από εγγύηση ασφαλίσεως που καλύπτει είτε τη διατήρηση του κεφαλαίου είτε την εξυπηρέτησή του με έναν ελάχιστο τόκο∙

(v) τις εργασίες που διενεργούνται από επιχειρήσεις ασφάλισης Ζωής, όπως αυτές που προβλέπονται στο κεφάλαιο 1, τίτλος 4 του βιβλίου IV του γαλλικού ασφαλιστικού κώδικα∙

(γ) στις εργασίες που εξαρτώνται από τη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής και καθορίζονται ή προβλέπονται στον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο του 2010 όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εφόσον ο εν λόγω Νόμος προβλέπει ότι αυτές μπορούν να ασκούνται ή διευθύνονται από επιχειρήσεις ασφάλισης Ζωής με δικό τους κίνδυνο.

ΤΜΗΜΑ 2 - ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Ενότητα 1 Γενικές διατάξεις
Εξαιρέσεις για συστήματα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης

5. Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου (γ) του εδαφίου (5) του άρθρου 4, ο παρών Νόμος δεν εφαρμόζεται στις ασφαλίσεις που περιλαμβάνονται σε συστήματα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης.

Εξαιρέσεις και ειδικές διατάξεις λόγω μεγέθους των επιχειρήσεων

6. (1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 5 και των διατάξεων των άρθρων 7 μέχρι 11 του παρόντος Νόμου και τηρουμένων των διατάξεων του Μέρους VII, εξαιρούνται από την υποχρέωση κατοχής άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 14 του παρόντος Νόμου ασφαλιστικές επιχειρήσεις που πληρούν σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Τα ακαθάριστα ετήσια έσοδα από ασφάλιστρα της επιχείρησης δεν υπερβαίνουν τα πέντε εκατομμύρια ευρώ·

(β) οι συνολικές τεχνικές προβλέψεις της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού, όπως αναφέρεται στο άρθρο 78 του παρόντος Νόμου, δεν υπερβαίνουν τα είκοσι πέντε εκατομμύρια Ευρώ·

(γ) αν οι επιχειρήσεις ανήκουν σε όμιλο, οι συνολικές τεχνικές προβλέψεις του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού, όπως αυτές αναφέρονται στο άρθρο 78 του παρόντος Νόμου, δεν υπερβαίνουν τα είκοσι πέντε εκατομμύρια Ευρώ∙

(δ) οι δραστηριότητες της επιχείρησης δεν περιλαμβάνουν ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές δραστηριότητες που να καλύπτουν κινδύνους ασφάλισης ευθύνης, πιστώσεων και εγγυήσεων, εκτός εάν συνιστούν συμπληρωματικούς κινδύνους κατά την έννοια του εδαφίου (1) του άρθρου 16 του παρόντος Νόμου∙ και

(ε) στην επιχειρηματική δραστηριότητα της επιχείρησης δεν περιλαμβάνονται οι αντασφαλιστικές εργασίες για ποσά πάνω από πεντακόσιες χιλιάδες Ευρώ των ακαθάριστων ετήσιων εσόδων από ασφάλιστρα ή δυόμισυ εκατομμύρια Ευρώ των τεχνικών τους προβλέψεων, συμπεριλαμβανομένων των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού, ή πάνω από 10 % των ακαθάριστων εσόδων τους από ασφάλιστρα ή πάνω από το 10% των τεχνικών προβλέψεών τους, συμπεριλαμβανομένων των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού.

(2) Σε περίπτωση που οποιοδήποτε από τα ποσά που καθορίζονται στο εδάφιο (1) υπερκαλυφθεί επί τρία συνεχή έτη, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις του εδαφίου (1) υπόκεινται στην υποχρέωση εξασφάλισης άδειας δυνάμει του άρθρου 14 του παρόντος Νόμου από το τέταρτο έτος.

(3) Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του εδαφίου (1), η υποχρέωση εξασφάλισης άδειας δυνάμει του άρθρου 14 του παρόντος Νόμου ισχύει σε σχέση με όλες τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που αιτούνται τη χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών, των οποίων τα ετήσια ακαθάριστα έσοδα από ασφάλιστρα ή οι ακαθάριστες τεχνικές προβλέψεις, συμπεριλαμβανομένων των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού, αναμένεται να υπερβούν τα ποσά που ορίζονται στο εδάφιο (1) εντός των επόμενων πέντε ετών από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης.

(4) Η υποχρέωση εξασφάλισης άδειας δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 14 παύει να έχει εφαρμογή στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις για τις οποίες ο Έφορος έχει επαληθεύσει ότι πληρούνται όλες οι πιο κάτω προϋποθέσεις, και σε τέτοια περίπτωση οι εν λόγω επιχειρήσεις υποχρεούνται να εξασφαλίσουν άδεια δυνάμει των διατάξεων του Μέρους VII του παρόντος Νόμου:

(α) οποιοδήποτε από τα ποσά που ορίζονται στο εδάφιο (1) δεν υπερκαλύπτονται επί τα τρία τουλάχιστον τελευταία συνεχή έτη∙ και

(β) οποιοδήποτε από τα ποσά που ορίζονται στο εδάφιο (1) δεν αναμένεται να υπερκαλυφθεί εντός των επόμενων πέντε ετών:

Νοείται ότι, ενόσω η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση ασκεί δραστηριότητες σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 158 έως 162 του παρόντος Νόμου, το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται.

(5) Τα εδάφια (1) μέχρι (4) δεν εμποδίζουν μια επιχείρηση να υποβάλει αίτηση για την παραχώρηση άδειας δυνάμει του άρθρου 14 ή να συνεχίσει να έχει άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 425 του παρόντος Νόμου, νοουμένου ότι πληροί όλες τις προϋποθέσεις δυνάμει του παρόντος Νόμου, για παραχώρηση άδειας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14. Σε αντίθετη περίπτωση με την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση θα πρέπει να υποβάλει αίτηση για την παραχώρηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών. σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους VII του παρόντος Νόμου και υπόκειται κατά πάντα στις διατάξεις του εν λόγω Μέρους.

Ενότητα 2 Ασφάλιση Γενικής Φύσεως
Εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής αναφορικά με δραστηριότητες ασφάλισης Γενικής Φύσεως

7. Όσον αφορά την ασφάλιση Γενικής Φύσεως, ο παρών Νόμος δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες δραστηριότητες:

(α) τις εργασίες του κλάδου εξαγοράς κεφαλαίου κατά την έννοια του παρόντος Νόμου.

(β) τις εργασίες των ιδρυμάτων πρόνοιας και αλληλοβοήθειας, οι παροχές των οποίων ποικίλουν ανάλογα με τους διαθέσιμους πόρους και στους οποίους η εισφορά των μελών καθορίζεται με βάση σταθερό ποσοστό∙

(γ) τις εργασίες που πραγματοποιούνται από οργανισμό ο οποίος δεν έχει νομική προσωπικότητα και που έχουν ως αντικείμενο την αλληλασφάλιση των μελών του, άνευ πληρωμής ασφαλίστρων και άνευ δημιουργίας τεχνικών αποθεμάτων∙ ή

(δ) τις εργασίες ασφαλίσεως εξαγωγικών πιστώσεων για λογαριασμό ή με την εγγύηση της Δημοκρατίας ή όταν η Δημοκρατία είναι ο ασφαλιστής.

Εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής αναφορικά με τη δραστηριότητα της βοήθειας

8. (1) Ο παρών Νόμος δεν εφαρμόζεται για τη δραστηριότητα βοήθειας, η οποία πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) η βοήθεια παρέχεται σε περίπτωση ατυχήματος ή βλάβης οδικού οχήματος, όταν το ατύχημα ή η βλάβη συμβαίνει στο έδαφος της Δημοκρατίας∙

(β) η υποχρέωση για βοήθεια περιορίζεται στις εξής εργασίες:

(i) την επιτόπου επισκευή, για την οποία ο παρέχων την κάλυψη χρησιμοποιεί, στις περισσότερες περιπτώσεις, δικό του προσωπικό και υλικό∙

(ii) τη μεταφορά του οχήματος μέχρι τον πλησιέστερο ή καταλληλότερο τόπο διενέργειας της επισκευής, ενδεχομένως δε και τη μεταφορά, κατά κανόνα με το ίδιο μέσο βοήθειας, του οδηγού και των επιβατών, μέχρι τον πλησιέστερο τόπο απ’ όπου θα μπορέσουν να συνεχίσουν το ταξίδι τους με άλλα μέσα∙ και

(iii) εφόσον προβλέπεται από το κράτος μέλος καταγωγής του παρέχοντος την κάλυψη, μεταφορά του οχήματος, ενδεχομένως μαζί με τον οδηγό και τους επιβάτες, μέχρι την κατοικία τους, το σημείο εκκίνησης ή τον αρχικό τους προορισμό, στο εσωτερικό του ίδιου κράτους μέλους∙ και

(γ) η βοήθεια δεν παρέχεται από επιχείρηση που υπάγεται στον παρόντα Νόμο.

(2) Όσον αφορά τις περιπτώσεις των υποπαραγράφων (i) και (ii) της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), η προϋπόθεση ότι το ατύχημα ή η βλάβη συνέβη στο έδαφος της Δημοκρατίας δεν ισχύει, εφόσον ο δικαιούχος είναι μέλος του οργανισμού που παρέχει την κάλυψη και η επισκευή ή η μεταφορά του οχήματος πραγματοποιείται με απλή επίδειξη της ταυτότητας μέλους, χωρίς πρόσθετη επιβάρυνση, από ανάλογο οργανισμό στη Δημοκρατία βάσει συμφωνίας αμοιβαιότητας.

Εξαιρέσεις σε σχέση με επιχειρήσεις αλληλασφάλισης

9. Ο παρών Νόμος δεν εφαρμόζεται για τις επιχειρήσεις αλληλασφαλίσεως που ασκούν δραστηριότητες ασφάλισης Γενικής Φύσεως και που έχουν συνάψει με άλλες επιχειρήσεις αλληλασφαλίσεως συμφωνία για συνολική αντασφάλιση των ασφαλιστικών συμβάσεων που συνάπτουν, ή την υποκατάσταση της εκδοχέως επιχειρήσεως στην εκχωρούσα επιχείρηση για την εκτέλεση των υποχρεώσεων που προκύπτουν από τις εν λόγω συμβάσεις:

Νοείται ότι στην περίπτωση αυτή, αντασφαλιστής που υπόκειται στην εποπτεία του Εφόρου υπόκειται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου και αντασφαλιστής, ο οποίος δεν υπόκειται στην εποπτεία του Εφόρου, υπόκειται στις διατάξεις της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

Ενότητα 3 Ασφάλιση Ζωής
Εξαιρέσεις αναφορικά με δραστηριότητες ασφάλισης Ζωής

10. Όσον αφορά την Ασφάλισης Ζωής, ο παρών Νόμος δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες εργασίες και δραστηριότητες:

(α) στις εργασίες των ιδρυμάτων πρόνοιας και αλληλοβοήθειας, οι παροχές των οποίων ποικίλουν ανάλογα με τους διαθέσιμους πόρους, και στους οποίους η εισφορά των μελών καθορίζεται με σταθερό ποσοστό·

(β) στις εργασίες που διενεργούνται από άλλους οργανισμούς, εκτός των επιχειρήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4 του παρόντος Νόμου, σκοπός των οποίων είναι η καταβολή παροχών σε εργαζομένους, μισθωτούς ή μη, που ανήκουν σε μια επιχείρηση ή σε ένα όμιλο επιχειρήσεων ή σε ένα επάγγελμα ή σε ομάδα επαγγελμάτων, σε περίπτωση θανάτου, σε περίπτωση επιβιώσεως ή σε περίπτωση διακοπής ή μειώσεως των δραστηριοτήτων, είτε οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις εργασίες αυτές καλύπτονται εξ ολοκλήρου και ανά πάσα στιγμή από τις μαθηματικές προβλέψεις είτε όχι.

Εξαιρέσεις αναφορικά με οργανισμούς

11. Όσον αφορά την ασφάλιση Ζωής, ο παρών Νόμος δεν εφαρμόζεται στους οργανισμούς που εγγυώνται αποκλειστικά την καταβολή παροχών σε περίπτωση θανάτου, εφόσον το ύψος αυτών των παροχών δεν υπερβαίνει τη μέση αξία των εξόδων κηδείας για κάθε θάνατο ή εφόσον αυτές οι παροχές καταβάλλονται σε είδος.

Ενότητα 4 Αντασφάλιση
Εξαιρέσεις αναφορικά με την αντασφάλιση

12. Όσον αφορά την αντασφάλιση, ο παρών Νόμος δεν εφαρμόζεται στις δραστηριότητες αντασφάλισης που ασκούνται από, ή τις οποίες εγγυάται πλήρως, η Δημοκρατία όταν αυτή ενεργεί, για λόγους ουσιώδους δημοσίου συμφέροντος, με την ιδιότητα του αντασφαλιστή τελευταίου βαθμού, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων όπου ο ρόλος αυτός απαιτείται από τις συνθήκες της αγοράς, εξαιτίας των οποίων καθίσταται ανέφικτη η απόκτηση επαρκούς κάλυψης από επιχειρήσεις της αγοράς.

Αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που παύουν να λειτουργούν

13. (1) Ο παρών Νόμος δεν εφαρμόζεται αναφορικά με αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν παύσει να συνάπτουν νέες συμβάσεις αντασφάλισης και ασχολούνται αποκλειστικά με τη διαχείριση του υφιστάμενου χαρτοφυλακίου τους, με σκοπό την παύση των δραστηριοτήτων τους από τις 10 Δεκεμβρίου 2007.

(2) Ο Έφορος καταρτίζει κατάλογο των αναφερόμενων στο εδάφιο (1) επιχειρήσεων, τον οποίο γνωστοποιεί στις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΝΑΛΗΨΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΑΣΚΗΣΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ
Άδεια άσκησης ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών εργασιών

14. (1) Η ανάληψη δραστηριότητας πρωτασφάλισης ή αντασφάλισης καλυπτόμενης από τον παρόντα Νόμο, υπόκειται σε προηγούμενη χορήγηση άδειας.

(2) Η αναφερόμενη στο εδάφιο (1) άδεια ζητείται από τον Έφορο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου-

(α) από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που εγκαθιστά τόσο την καταστατική όσο και την εταιρική της έδρα στη Δημοκρατία και συνιστάται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος και του περί Εταιρειών Νόμου·

(β) από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας που εγγράφεται δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου στη Δημοκρατία και προτίθεται να ασκεί ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές εργασίες μέσω υποκαταστήματος ή αντιπροσωπείας δυνάμει του παρόντος Νόμου∙

(γ) από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, η οποία, αφού λάβει άδεια σύμφωνα με τις παραγράφους (α) και (β), ανάλογα με την περίπτωση, επιθυμεί να επεκτείνει τις δραστηριότητες της στο σύνολο ενός ασφαλιστικού Κλάδου ή σε ασφαλιστικούς Κλάδους άλλους από εκείνους για τους οποίους διαθέτει ήδη άδεια.

Πεδίο εφαρμογής της άδειας

15. (1) Η άδεια που παραχωρείται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ισχύει για το σύνολο της Ένωσης, καλύπτει δε το δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε άλλα κράτη μέλη.

(2) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 14 του παρόντος Νόμου, η άδεια χορηγείται ανά κλάδο πρωτασφάλισης, όπως ορίζεται στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος ή στο Δεύτερο Παράρτημα του παρόντος Νόμου και καλύπτει ολόκληρο τον κλάδο, εκτός αν η αιτούσα επιχείρηση επιθυμεί να καλύπτει μόνον ένα Μέρος των κινδύνων που περιλαμβάνει ο κλάδος αυτός.

(3) Οι περιλαμβανόμενοι σ’ έναν κλάδο κίνδυνοι δεν μπορούν να ταξινομούνται σε άλλο κλάδο, εκτός των περιπτώσεων που καθορίζονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 16 του παρόντος Νόμου.

(4) Η άδεια μπορεί να χορηγείται για πολλούς κλάδους και να επιτρέπει την ταυτόχρονη άσκηση δραστηριότητας στους εν λόγω κλάδους.

(5) Όσον αφορά την ασφάλιση Γενικής Φύσεως, ο Έφορος δύναται να χορηγεί άδεια για τις ομάδες κλάδων που αναφέρονται στο Μέρος Β του Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου και να περιορίζει το πεδίο ισχύος της άδειας, που έχει ζητηθεί για ένα κλάδο, στις δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα δραστηριοτήτων που αναφέρεται στο άρθρο 24 του παρόντος Νόμου.

(6) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 16, οι επιχειρήσεις που υπόκεινται στον παρόντα Νόμο μπορούν να ασκούν δραστηριότητα στον κλάδο βοήθειας, μόνον όταν έχουν πάρει άδεια για τον εν λόγω κλάδο, και σε τέτοια περίπτωση, ο παρών Νόμος εφαρμόζεται στις εν λόγω εργασίες.

(7) Όσον αφορά την αντασφάλιση, η άδεια χορηγείται για δραστηριότητες αντασφάλισης Γενικής Φύσεως, δραστηριότητες αντασφάλισης Ζωής και για όλα τα είδη αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων.

Συμπληρωματικοί κίνδυνοι

16. (1) Ασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια για έναν κύριο κίνδυνο, ο οποίος υπάγεται σε έναν κλάδο ή σε ομάδα κλάδων, όπως ορίζεται στο Πρώτο Παράρτημα του παρόντος Νόμου, δύναται να καλύπτει επίσης κινδύνους συμπεριλαμβανομένους σε άλλο κλάδο, χωρίς να απαιτείται άδεια για τους κινδύνους αυτούς, εφόσον οι εν λόγω κίνδυνοι πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Συνδέονται με τον κυρίως κίνδυνο·

(β) αφορούν το αντικείμενο που καλύπτεται κατά του κυρίως κινδύνου·

(γ) καλύπτονται με ασφαλιστική σύμβαση, η οποία καλύπτει τον κυρίως κίνδυνο.

(2) Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του εδαφίου (1), οι κίνδυνοι που περιλαμβάνονται στους κλάδους πιστώσεων, εγγυήσεων και νομικής προστασίας (κλάδοι 14, 15 και 17 στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος) δεν θεωρούνται ως συμπληρωματικοί κίνδυνοι άλλων κλάδων:

Νοείται ότι η ασφάλιση νομικής προστασίας, όπως ορίζεται στον κλάδο 17 στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος, μπορεί να θεωρηθεί ως συμπληρωματικός κίνδυνος του κλάδου βοήθειας (κλάδος 18 στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος), εφόσον πληρούνται οι όροι της παραγράφου 1 και οποιοσδήποτε από τους ακόλουθους όρους:

(α) ο κύριος κίνδυνος αφορά μόνον τη βοήθεια που παρέχεται στα πρόσωπα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες κατά τη διάρκεια μετακινήσεων ή απουσιών από την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή τους· ή

(β) η ασφάλιση αφορά διαφορές ή κινδύνους που προκύπτουν από τη χρήση θαλασσίων πλοίων ή σχετίζονται με τη χρήση αυτή.

Νομική μορφή ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης

17. (1) Η κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, με ή χωρίς μετοχές, που συνιστάται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του περί Εταιρειών Νόμου, με αποκλειστικό σκοπό την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών ή/και εργασιών αντασφάλισης.

(2) Η κυπριακή αντασφαλιστική επιχείρηση είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μετοχές, που συνιστάται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του περί Εταιρειών Νόμου, με αποκλειστικό σκοπό την άσκηση αντασφαλιστικών εργασιών.

(3) Η κυπριακή αλληλοασφαλιστική επιχείρηση είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με εγγύηση, χωρίς μετοχικό κεφάλαιο, που συνιστάται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος και του περί Εταιρειών Νόμου, με αποκλειστικό σκοπό την άσκηση αλληλασφαλιστικών εργασιών.

(4) Ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, η οποία ασκεί ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία με τη μορφή υποκαταστήματος ή αντιπροσωπείας, εγγράφεται ως αλλοδαπή εταιρεία δυνάμει των διατέξων του περί Εταιρειών Νόμου, με αποκλειστικό σκοπό την άσκηση εργασιών ασφάλισης ή/και αντασφάλισης.

(5) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που αναφέρονται στα εδάφια (1) μέχρι (3) διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και του περί Εταιρειών Νόμου. Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου, που αφορούν στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα διαβάζονται σε συνάρτηση με τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου, ως εάν να επρόκειτο περί ενιαίου νομοθετήματος, εφόσον όμως προσκρούουν σε αυτές και κατά την έκταση που προσκρούουν, οι διατάξεις του παρόντος Νόμου σε κάθε περίπτωση υπερισχύουν.

(6) Ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους, η οποία ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών περιβάλλεται μια νομική μορφή από αυτές που καθορίζονται στο Τρίτο Παράρτημα του παρόντος Νόμου.

(7) Η Δημοκρατία δύναται να επιτρέπει τη δημιουργία επιχειρήσεων δημοσίου δικαίου οποιασδήποτε μορφής για να ασκούν ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές εργασίες, υπό την προϋπόθεση ότι οι οντότητες αυτές διεξάγουν ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές εργασίες υπό όρους ισοδύναμους με εκείνους υπό τους οποίους λειτουργούν οι επιχειρήσεις ιδιωτικού δικαίου, και σε τέτοια περίπτωση κοινοποιεί το γεγονός αυτό στην Επιτροπή για επικαιροποίηση του Παραρτήματος III της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

Επωνυμία ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

18. (1) Στην επωνυμία των κυπριακών ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων περιλαμβάνονται υποχρεωτικά οι λέξεις “ασφαλιστική εταιρεία” ή “αντασφαλιστική εταιρεία”, ανάλογα με την περίπτωση, ή γραμματικές παραλλαγές των όρων αυτών που υποδηλώνουν το σκοπό συστάσεως της εταιρείας προς άσκηση ασφαλιστικών εργασιών ή αντασφαλιστικών ή αλληλοασφαλιστικών εργασιών, με εξαίρεση εκείνες τις επιχειρήσεις οι οποίες έλαβαν άδεια δυνάμει των διατάξεων των περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2002 μέχρι 2013, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, και δεν φέρουν τέτοια αναφορά στο όνομά τους. Οι λέξεις αυτές δύνανται να διατυπωθούν και σε ξένη γλώσσα, εκτός της ελληνικής, εφόσον η εταιρεία εγγράφεται με επωνυμία διατυπωμένη στη γλώσσα αυτή.

(2) Η επωνυμία των κυπριακών ασφααλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων εγκρίνεται από τον Έφορο, υπό την αίρεση της εγκρίσεώς της, επίσης, από τον Έφορο Εταιρειών, δυνάμει των οικείων διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου.

Όροι χορήγησης άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών και υποβολή αίτησης

19. (1) Δεν χορηγείται άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών σε επιχείρηση από τον Έφορο, εκτός εάν συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Όσον αφορά τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, θα πρέπει να περιορίζουν τον σκοπό τους στην ασφαλιστική δραστηριότητα και στις εργασίες που προκύπτουν άμεσα από αυτήν, εξαιρουμένης κάθε άλλης εμπορικής δραστηριότητας·

(β) όσον αφορά τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, θα πρέπει να περιορίζουν τον σκοπό τους στην αντασφαλιστική δραστηριότητα και στις συναφείς εργασίες, συμπεριλαμβανομένων δραστηριοτήτων και της λειτουργίας εταιρείας συμμετοχών στον χρηματοπιστωτικό τομέα, κατά την έννοια των οδηγιών χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων που εκδίδονται από τον Έφορο Ασφαλίσεων∙

(γ) έχει υποβληθεί πρόγραμμα δραστηριοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 24 του παρόντος Νόμου·

(δ) η επιχείρηση διαθέτει τα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια ώστε αυτά να καλύπτουν το απόλυτο κατώτατο όριο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων, που προβλέπεται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 136 του παρόντος Νόμου∙

(ε) η επιχείρηση αποδεικνύει ότι θα είναι σε θέση να διαθέτει επιλέξιμα ίδια κεφάλαια, ώστε αυτά να καλύπτουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, όπως προβλέπεται στο Τμήμα 4 του Έκτου Κεφαλαίου του παρόντος Μέρους∙

(στ) η επιχείρηση αποδεικνύει ότι θα είναι σε θέση να διαθέτει επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια, ώστε αυτά να καλύπτουν τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, όπως προβλέπεται στο Τμήμα 5 του Έκτου Κεφαλαίου του παρόντος Μέρους∙

(ζ) η επιχείρηση αποδεικνύει ότι θα είναι σε θέση να συμμορφωθεί προς το σύστημα διακυβέρνησης που αναφέρεται στοΤμήμα 2 του Τέταρτου Κεφαλαίου του παρόντος Μέρους∙

(η) πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 25 του παρόντος Νόμου περί ειδικής συμμετοχής·

(θ) η επιχείρηση διατηρεί τόσο την εταιρική όσο και την καταστατική της έδρα στη Δημοκρατία·

(ι) όσον αφορά την ασφάλιση Γενικής Φύσεως, η επιχείρηση θα πρέπει να ανακοινώνει το όνομα και τη διεύθυνση όλων των αντιπροσώπων για τον διακανονισμό των ζημιών, οι οποίοι διορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμου 2000, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εκτός της Δημοκρατίας, αν οι καλυπτόμενοι κίνδυνοι κατατάσσονται στον κλάδο αστικής ευθύνης από χερσαία οχήματα (κλάδος 10 στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου), πλην της ευθύνης του μεταφορέα∙

(ια) όσον αφορά επιχειρήσεις που αιτούνται άδεια για τον κλάδο βοήθειας (κλάδος 18 του Μέρους Α του Πρώτου Παραρτήματος), η επιχείρηση ικανοποιεί τον Έφορο, κατόπιν σχετικού ελέγχου, ότι το προσωπικό, το υλικό και οι μέθοδοι που έχει άμεσα ή έμμεσα στη διάθεσή της, καθώς και τα προσόντα του ιατρικού προσωπικού και η ποιότητα του εξοπλισμού που διαθέτει για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που επιβάλλει ο κλάδος αυτός, είναι κατάλληλα.

(2) Η αίτηση για τη χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών σε επιχείρηση υποβάλλεται στον Έφορο κατά τον καθορισμένο τύπο και περιέχει τα καθορισμένα στο έντυπο της αιτήσεως στοιχεία, τα οποία περιλαμβάνουν και στοιχεία που αφορούν στην ταυτότητα των προσώπων τα οποία περιγράφονται στο άρθρο 44 του παρόντος Νόμου και υπογράφεται από δύο διοικητικούς συμβούλους.

(3) Με την αίτηση που αναφέρεται στο εδάφιο (2), συνυποβάλλονται το ιδρυτικό έγγραφο και το καταστατικό της επιχείρησης, τα οποία εγκρίνονται από τον Έφορο, καθώς και τα λοιπά έγγραφα που καθορίζονται από Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου και κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση:

Νοείται ότι οποιαδήποτε αλλαγή ή τροποποίηση στο ιδρυτικό έγγραφο ή στο καταστατικό της επιχείρησης κοινοποιείται στον Έφορο.

(4) Ο Έφορος δύναται οποτεδήποτε μετά την υποβολή της αιτήσεως να απαιτήσει την προσκόμιση πρόσθετων στοιχείων, που κρίνει αναγκαία για την εξέταση της αιτήσεως.

(5) Με την υποβολή της αιτήσεως καταβάλλεται το καθορισμένο τέλος προς εξέτασή της.

(6) Η αίτηση εξετάζεται υπό το πρίσμα του προγράμματος δραστηριοτήτων, που υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 24 του παρόντος Νόμου, καθώς και της πλήρωσης όλων των όρων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο για την αδειοδότηση από τον Έφορο.

Όροι για τη χορήγηση άδειας για επέκταση των εργασιών ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε άλλο ή άλλους κλάδους και υποβολή αίτησης

20. (1) Δεν επιτρέπεται η επέκταση των εργασιών μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης εκτός δυνάμει σχετικής άδειας του Εφόρου, που χορηγείται κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο και εφόσον συντρέχουν οι πιο κάτω προϋποθέσεις:

(α) Ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η οποία ζητεί τη χορήγηση άδειας για την επέκταση των δραστηριοτήτων της σε άλλους κλάδους ή για την επέκταση άδειας που καλύπτει μέρος μόνο των κινδύνων ενός κλάδου, υποβάλλει αίτηση κατά τον καθορισμένο τύπο, μαζί με το νενομισμένο τέλος και το πρόγραμμα δραστηριοτήτων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24 του παρόντος Νόμου, και αποδεικνύει επίσης ότι διαθέτει τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας και των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων, που προβλέπονται στα άρθρα 107 και 135 του παρόντος Νόμου∙

(β) υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου (α), η ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητες ασφάλισης Ζωής και ζητεί τη χορήγηση άδειας για την επέκταση των δραστηριοτήτων της στους κινδύνους που ταξινομούνται στους κλάδους ατυχημάτων ή ασθενειών (κλάδοι 1 ή 2 στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος), όπως αναφέρεται στο άρθρο 75 του παρόντος Νόμου, αποδεικνύει ότι:

(i) διαθέτει τα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτει το απόλυτο κατώτατο όριο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων για επιχειρήσεις ασφάλισης Ζωής και το απόλυτο κατώτατο όριο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων για επιχειρήσεις ασφάλισης Γενικής Φύσεως, όπως αναφέρεται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 136 του παρόντος Νόμου·

(ii) αναλαμβάνει τη δέσμευση να ανταποκρίνεται στα ελάχιστα όρια οικονομικών υποχρεώσεων, που καθορίζονται στο άρθρο 76 του παρόντος Νόμου.

(2) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (1), η ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητες ασφάλισης Γενικής Φύσεως αποκλειστικά για τους κινδύνους που ταξινομούνται στους κλάδους ατυχημάτων ή ασθενειών (κλάδοι 1 ή 2 στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος) και ζητεί τη χορήγηση άδειας για την επέκταση των δραστηριοτήτων της σε κινδύνους ασφάλισης Ζωής, όπως αναφέρεται στο άρθρο 75 του παρόντος Νόμου, αποδεικνύει ότι:

(i) διαθέτει τα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτει το απόλυτο κατώτατο όριο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων για επιχειρήσεις ασφάλισης Ζωής και το απόλυτο κατώτατο όριο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων για επιχειρήσεις ασφάλισης Γενικής Φύσεως, όπως αναφέρεται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 136 του παρόντος Νόμου. και

(ii) αναλαμβάνει τη δέσμευση να ανταποκρίνεται στα ελάχιστα όρια οικονομικών υποχρεώσεων, που αναφέρονται στο άρθρο 76 του παρόντος Νόμου.

(3) Ο Έφορος χορηγεί την άδεια επεκτάσεως των εργασιών στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση μόνο εφόσον ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις που αναφέρονται στα εδάφια (2) και (3), ανάλογα με την περίπτωση.

(4) Με τη χορήγηση της άδειας επεκτάσεως εργασιών στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ο Έφορος προβαίνει σε τροποποίηση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που είχε χορηγηθεί στην αιτήτρια επιχείρηση και εκδίδει νέο έντυπο άδειας, κατά τον καθορισμένο τύπο.

Στενοί δεσμοί

21. (1) Όταν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, ο Έφορος χορηγεί την άδεια λειτουργίας μόνο εφόσον οι δεσμοί αυτοί δεν παρεμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών του καθηκόντων.

(2) Ο Έφορος αρνείται την παραχώρηση άδειας εφόσον οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας, στις οποίες υπάγονται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, με τα οποία η Κυπριακή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει στενούς δεσμούς, ή οι δυσχέρειες όσον αφορά την επιβολή της εφαρμογής των μέτρων αυτών παρεμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών του καθηκόντων.

(3) Ο Έφορος απαιτεί από τις ασφαλιστικές και τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να του παρέχουν οποιεσδήποτε πληροφορίες ζητά, ώστε να μπορεί να βεβαιώνεται ότι τηρούνται πάντοτε οι όροι που προβλέπονται στο εδάφιο (1).

Όροι ασφαλιστηρίων συμβολαίων και τιμολόγια ασφαλίστρων.

22. (1) Ο Έφορος δεν απαιτεί την προηγούμενη συγκατάθεση ή τη συστηματική κοινοποίηση των γενικών και ειδικών όρων των ασφαλιστηρίων, των τιμολογίων, των τεχνικής φύσεως στοιχείων που χρησιμοποιούνται ως βάση ιδίως για τον υπολογισμό των τιμολογίων, των τεχνικών προβλέψεων και των υποδειγμάτων και άλλων εντύπων που η επιχείρηση προτίθεται να χρησιμοποιήσει στις σχέσεις της με τους αντισυμβαλλομένους ή τις εκχωρούσες ή αντεκχωρούσες επιχειρήσεις.

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), ειδικά για την ασφάλιση Ζωής, και αποκλειστικά και μόνον για να ελέγχεται η τήρηση της εφαρμογής των αναλογιστικών αρχών, ο Έφορος δύναται να απαιτεί τη συστηματική κοινοποίηση των στοιχείων τεχνικής φύσεως που χρησιμοποιούνται ως βάση για τον υπολογισμό των τιμολογίων και των τεχνικών προβλέψεων:

Νοείται ότι η τήρηση της απαίτησης αυτής δεν συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας στην επιχείρηση ασφάλισης Ζωής.

(3) Ο Έφορος δεν διατηρεί ούτε καθιερώνει την υποχρέωση προηγούμενης κοινοποίησης ή την έγκριση των προτεινόμενων αυξήσεων τιμολογίων παρά μόνον στο πλαίσιο ενός γενικότερου συστήματος ελέγχου των τιμών.

Οικονομικές απαιτήσεις της αγοράς.

23. Ο Έφορος δεν εξετάζει την αίτηση για χορήγηση άδειας υπό το πρίσμα των οικονομικών απαιτήσεων της αγοράς.

Πρόγραμμα δραστηριοτήτων

24. (1) Το πρόγραμμα δραστηριοτήτων που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 19 του παρόντος Νόμου, περιλαμβάνει τα λεπτομερή ή ενδεικτικά στοιχεία που αφορούν τα εξής:

(α) τη φύση των κινδύνων ή των ασφαλιστικών υποχρεώσεων που προτίθεται να καλύψει η συγκεκριμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση·

(β) το είδος των αντασφαλιστικών ρυθμίσεων τις οποίες προτίθεται να πραγματοποιήσει η αντασφαλιστική επιχείρηση με τις εκχωρούσες επιχειρήσεις·

(γ) τις κατευθυντήριες αρχές όσον αφορά την αντασφάλιση και την αντεκχώρηση·

(δ) τα οικονομικά στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων που συγκροτούν το απόλυτο κατώτατο όριο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων·

(ε) τις προβλέψεις για τα έξοδα εγκατάστασης των διοικητικών υπηρεσιών και του δικτύου παραγωγής, τα οικονομικά μέσα που προορίζονται για την αντιμετώπισή τους και, εάν οι κίνδυνοι που πρέπει να καλυφθούν κατατάσσονται στον κλάδο βοήθειας (κλάδος 18 στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος), τα μέσα που διαθέτει η ασφαλιστική επιχείρηση για την παροχή της υποσχεθείσας βοήθειας.

(2) Επιπρόσθετα από τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (1), για τις τρεις πρώτες εταιρικές χρήσεις, το πρόγραμμα περιλαμβάνει τα εξής:

(α) τον προβλεπόμενο ισολογισμό·

(β) τις προβλέψεις για τις μελλοντικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, όπως προβλέπονται στο Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητα 1 του παρόντος Μέρους, βάσει του προβλεπόμενου ισολογισμού, που αναφέρεται στην παράγραφο (α), καθώς και τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται για να συναχθούν αυτές οι προβλέψεις·

(γ) τις προβλέψεις για τις μελλοντικές ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, όπως προβλέπονται στα άρθρα 135 και 136 του παρόντος Νόμου, βάσει του προβλεπόμενου ισολογισμού, που αναφέρεται στην παράγραφο (α), καθώς και τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται για να παραχθούν αυτές οι προβλέψεις·

(δ) τις προβλέψεις σχετικά με τα χρηματοοικονομικά μέσα που προορίζονται να καλύψουν τις τεχνικές προβλέψεις, τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις και τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας·

(ε) όσον αφορά την ασφάλιση και την αντασφάλιση Γενικής Φύσεως, επίσης τα εξής:

(i) τις προβλέψεις σχετικά με τα έξοδα διαχείρισης, εκτός των εξόδων εγκατάστασης, ιδίως τα τρέχοντα γενικά έξοδα και τις προμήθειες·

(ii) τις προβλέψεις σχετικά με τα ασφάλιστρα ή τις εισφορές και τις απαιτήσεις∙

(στ) όσον αφορά την ασφάλιση Ζωής, υποβάλλεται επίσης σχέδιο στο οποίο να εμφανίζονται λεπτομερώς οι προβλέψεις εσόδων και εξόδων, τόσο για τις δραστηριότητες πρωτασφάλισης και τις αποδοχές αντασφάλισης όσο και για τις εκχωρήσεις αντασφάλισης.

Μέτοχοι και μέλη με ειδικές συμμετοχές

25. (1) Ο Έφορος δεν χορηγεί σε επιχείρηση άδεια άσκησης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής δραστηριότητας, εάν-

(α) δεν του έχει προηγουμένως ανακοινωθεί η ταυτότητα των μετόχων ή μελών, αμέσων ή εμμέσων, είτε φυσικών είτε νομικών προσώπων, που κατέχουν ειδική συμμετοχή στην επιχείρηση αυτή, καθώς και το ύψος αυτής της συμμετοχής· και

(β) λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη εξασφάλισης χρηστής και συνετής διαχείρισης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, δεν έχει πεισθεί για την καταλληλότητα των εν λόγω μετόχων ή μελών.

(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), ο Έφορος λαμβάνει υπόψη τα δικαιώματα ψήφου που καθορίζονται στον περί των Προϋποθέσεων Διαφάνειας (Κινητές Αξίες προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά) Νόμο του 2007, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, καθώς και τους όρους για την άθροισή τους που προβλέπονται στον ίδιο πιο πάνω αναφερόμενο Νόμο.

(3) Ο Έφορος δεν λαμβάνει υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή τις μετοχές τις οποίες τυχόν κατέχουν επιχειρήσεις επενδύσεων ή πιστωτικά ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής και/ή τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με την παράγραφο 6, του Μέρους Ι, του Τρίτου Παραρτήματος του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου. υπό τον όρο ότι τα εν λόγω δικαιώματα, αφενός, δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και, αφετέρου, μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.

Διαδικασία χορήγησης άδειας από τον Έφορο

26. (1) Ο Έφορος εφόσον ικανοποιηθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος Νόμου για τη χορήγηση άδειας, χορηγεί την άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών, υπό την αίρεση της εγγραφής της εταιρείας δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου, εάν αυτή δεν είναι ήδη εγγεγραμμένη.

(2) Η απόφαση του Εφόρου προς χορήγηση της άδειας, καθίσταται οριστική μετά την εγγραφή της εταιρείας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου και εφόσον κατά τη στιγμή της οριστικής απόφασης, εξακολουθούν να ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος Νόμου για την παραχώρηση άδειας.

(3) Η απόφαση του Εφόρου για παραχώρηση άδειας λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Νόμου, δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και κοινοποιείται συγχρόνως στην επιχείρηση, στον Έφορο Εταιρειών και στην ΕΙΟΡΑ. Η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών ισχύει από την καθορισμένη στην άδεια ημερομηνία.

(4) Απαγορεύεται η διαφήμιση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή η άσκηση οποιασδήποτε επαγγελματικής δραστηριότητας από την επιχείρηση αυτή, πριν την παραχώρηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών και την έναρξη ισχύος της κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

Άρνηση χορήγησης άδειας

27. (1) Ο Έφορος απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία, ή άδειας για επέκταση των εργασιών σε άλλο ή άλλους κλάδους εάν δεν ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για χορήγηση ή επέκταση της άδειας, ανάλογα με την περίπτωση, που τίθενται στον παρόντα Νόμο.

(2) Κάθε απόφαση του Εφόρου προς απόρριψη της αιτήσεως και άρνηση χορηγήσεως άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών ή επέκτασης της άδειας σε άλλους κλάδους, πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη και κοινοποιείται στους αιτητές μέσα σε προθεσμία έξι μηνών από την υποβολή έγκυρης κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου αιτήσεως, μαζί με τα ένδικα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους για προσβολή της εν λόγω απόφασης.

(3) Ως απόρριψη της αιτήσεως και άρνηση χορηγήσεως άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών ή επέκτασης της άδειας σε άλλους κλάδους, ανάλογα με την περίπτωση, λογίζεται και η παράλειψη του Εφόρου να αποφανθεί επί της αιτήσεως εντός έξι μηνών από την παραλαβή πλήρους συμπληρωμένης αίτησης, και σε τέτοια περίπτωση, η επιχείρηση έχει στη διάθεσή της τα ένδικα μέσα του άρθρου 28 του παρόντος Νόμου για να την προσβάλει.

Δικαίωμα προσφυγής

28.-(1) Οποιαδήποτε απόφαση του Εφόρου για μη παραχώρηση άδειας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Γενικού Διευθυντή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 347 του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι η πιο πάνω απόφαση του Εφόρου δύναται να προσβληθεί και απευθείας με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.

Η απορριπτική απόφαση του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με το εδάφιο (1),

(2) δύναται να προσβληθεί με προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος:

Νοείται ότι εκκρεμούσης της απόφασης του Γενικού Διευθυντή, ουδεμία προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος μπορεί να ασκηθεί.

Εκ των προτέρων διαβουλεύσεις με τις αρχές άλλων κρατών μελών

29.-(1) Η χορήγηση άδειας σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση αποτελεί το αντικείμενο προηγούμενης διαβούλευσης του Εφόρου με τις εποπτικές αρχές κάθε άλλου αφορώμενου κράτους μέλους, προκειμένου για:

(α) θυγατρική ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία έχει λάβει άδεια σε αυτό το άλλο κράτος μέλος·

(β) θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία έχει λάβει άδεια σε αυτό το άλλο κράτος μέλος· ή

(γ) επιχείρηση που ελέγχεται από το ίδιο πρόσωπο, είτε φυσικό είτε νομικό, το οποίο ελέγχει ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία έχει λάβει άδεια σε αυτό το κράτος μέλος.

(2) Η χορήγηση άδειας σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση αποτελεί το αντικείμενο προηγούμενης διαβούλευσης του Εφόρου με τις αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, οι οποίες είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων ή των εταιρειών επενδύσεων, εφόσον η επιχείρηση αυτή είναι μια από τις πιο κάτω οντότητες:

(α) θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρείας επενδύσεων που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος μέλος·

(β) θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρείας επενδύσεων που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος μέλος· ή

(γ) επιχείρηση που ελέγχεται από το ίδιο πρόσωπο, είτε φυσικό είτε νομικό, το οποίο ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα ή εταιρεία επενδύσεων που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος μέλος.

(3) Ο Έφορος διαβουλεύεται με τις αρχές που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2), ιδίως όταν αξιολογεί την καταλληλότητα των μετόχων, καθώς και τις απαιτήσεις ικανότητας και ήθους όλων των προσώπων, τα οποία διοικούν ουσιαστικά την επιχείρηση ή ασκούν άλλα βασικά καθήκοντα και τα οποία συμμετέχουν στη διαχείριση άλλης οντότητας του ίδιου ομίλου και για το σκοπό αυτό δύναται να ζητά την παροχή πληροφοριών από τις αρχές των εδαφίων (1) και (2).

(4) Ο Έφορος ανταλλάσσει οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την καταλληλότητα των μετόχων, καθώς και με τις απαιτήσεις ικανότητας και ήθους όλων των προσώπων, τα οποία διοικούν ουσιαστικά την επιχείρηση ή ασκούν άλλα βασικά καθήκοντα, οι οποίες ενδιαφέρουν τις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, όταν πρόκειται για τη χορήγηση άδειας, καθώς και για το διαρκή έλεγχο της εφαρμογής των όρων λειτουργίας.

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
Αρμόδια εποπτική αρχή

30. (1) Ο Έφορος Ασφαλίσεων αποτελεί την αρμόδια εποπτική αρχή των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στη Δημοκρατία και ασκεί όλες τις αρμοδιότητες και εξουσίες που του παραχωρούνται από τον παρόντα Νόμο με στόχο την προστασία των αντισυμβαλλομένων και των δικαιούχων ασφαλίσματος.

(2) Ο Έφορος Ασφαλίσεων προΐσταται της Υπηρεσίας, η οποία διαθέτει επί συνεχούς βάσης όλα τα μέσα για την εφαρμογή του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένου του αναγκαίου έμπειρου και ικανού προσωπικού σε όλες τις αναγκαίες βαθμίδες και ειδικότητες. Κατά την άσκηση των καθηκόντων της για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος Νόμου, η Υπηρεσία ενεργεί σε κάθε περίπτωση εξ’ ονόματος και κατ’ εντολήν του Εφόρου.

(3) Ο Έφορος Ασφαλίσεων επικουρείται στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του από Βοηθούς Εφόρους, οι οποίοι υπάγονται διοικητικά στον Έφορο:

Νοείται ότι ο αριθμός των θέσεων Βοηθών Εφόρων καθορίζεται στον εκάστοτε περί Προϋπολογισμού Νόμο, υπό το κεφάλαιο που αφορά την Υπηρεσία.

(4) Μετά την αφυπηρέτηση των υπηρετούντων, κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, Εφόρου και Βοηθών Εφόρων ή την κένωση των συγκεκριμένων θέσεων με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, η πλήρωσή τους θα γίνεται από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως (Αρ.2) του 2014, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, με σύμβαση πενταετούς διάρκειας ή μικρότερης, ώστε οι υπηρετούντες να μην υπερβούν την ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης που ισχύει για τους δημόσιους υπαλλήλους:

Νοείται ότι η σύμβαση Εφόρου και Βοηθού Εφόρου δύναται να ανανεωθεί, από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, μετά από εισήγηση της αρμόδιας, για τον Έφορο και Βοηθό Έφορο, αρχής, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, για ακόμη μια μόνο πενταετή περίοδο ή μικρότερη, ώστε οι κάτοχοι των θέσεων αυτών να μην υπερβούν την ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης που ισχύει για τους δημόσιους υπαλλήλους.

(5) Σε περίπτωση διορισμού στη θέση Εφόρου ή στη θέση Βοηθού Εφόρου μόνιμου κρατικού υπαλλήλου, ο υπάλληλος θεωρείται ότι απουσιάζει από τα καθήκοντά του με άδεια χωρίς απολαβές για λόγους δημόσιου συμφέροντος για όλη τη διάρκεια της σύμβασης:

Νοείται ότι καθ΄ όλη τη διάρκεια της σύμβασης ο Έφορος και Βοηθός Έφορος δεν διεκπεραιώνουν τις αρμοδιότητες, τις εξουσίες και τα καθήκοντα της δημοσιοϋπαλληλικής τους θέσης.

(6) Ο διορισμός Εφόρου και Βοηθού Εφόρου δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(7) Σε περίπτωση απουσίας του Εφόρου ή κένωσης της θέσης και μέχρι την κανονική πλήρωσή της, είναι δυνατό να διοριστεί Βοηθός Έφορος ή Ανώτερος Λειτουργός Ελέγχου Ασφαλιστικών Εταιρειών για να ασκεί αναπληρωτικά τα καθήκοντα του Έφόρου, μετά από πρόταση της αρμόδιας για τον Έφορο αρχής, σύμφωνα με τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο. Ο αναπληρωτικός διορισμός Εφόρου δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(8) Ο Έφορος και Βοηθός Έφορος υπηρετούν υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης και υπόκεινται κατά τα λοιπά στους ίδιους όρους και υποχρεώσεις που ισχύουν για τους δημόσιους υπαλλήλους, σύμφωνα με τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο και τους σχετικούς Κανονισμούς.

(9) Ο Έφορος και Βοηθός Έφορος δεν επιτρέπεται να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα ή εργασία ή να ασχολούνται ή να κατέχουν αξίωμα σε επιχείρηση οποιασδήποτε φύσης ή να δέχονται με πληρωμή οποιαδήποτε άλλη απασχόληση πέραν των καθηκόντων τους. Η απαγόρευση αυτή συνεχίζει να ισχυεί σε σχέση με ασφαλιστικές/αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου και άλλες συνδεδεμένες με αυτές τις επιχειρήσεις οντότητες, μέχρι δυο χρόνια μετά την αφυπηρέτηση ή την αποχώρηση από τη θέση Εφόρου ή Βοηθού Εφόρου.

(10) Ο Έφορος, ο Βοηθός Έφορος και οι λειτουργοί της Υπηρεσίας εφαρμόζουν τον παρόντα Νόμο με πλήρη ανεξαρτησία.

Γενικές αρμοδιότητες Εφόρου και εποπτικές εξουσίες

31. (1) Ο Έφορος έχει τις ακόλουθες γενικές αρμοδιότητες και εξουσίες, τις οποίες ασκεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση ή Οδηγιών ή των κατ’ εξουσιοδότηση εκδιδόμενων πράξεων ή των ρυθμιστικών ή εκτελεστικών τεχνικών προτύπων:

(α) Χορηγεί, αναστέλλει ή ανακαλεί άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου˙

(β) εποπτεύει τη λειτουργία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, στις οποίες παραχωρεί άδεια άσκησης ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών, μεριμνά για την τήρηση των υποχρεώσεών τους και γενικά για την τήρηση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και οποιωνδήποτε κατ΄εξουσιοδότηση πράξεων ή ρυθμιστικών ή εκτελεστικών τεχνικών προτύπων εκδίδονται δυνάμει της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, ή αποφάσεων Δικαστηρίων σε ό,τι αφορά στις δραστηριότητές τους, προς το συμφέρον των ασφαλισμένων και των δικαιούχων˙

(γ) συνεργάζεται με τις εποπτικές αρχές άλλων κρατών μελών ή τις ανάλογες εποπτικές αρχές τρίτων χωρών για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος Νόμου, της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ και οποιωνδήποτε κατ΄εξουσιοδότηση πράξεων ή ρυθμιστικών ή εκτελεστικών τεχνικών προτύπων εκδίδονται δυνάμει της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

(δ) συμμετέχει στις εργασίες της «Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων» (EIOPA) καθώς και σε οποιαδήποτε άλλα σώματα ή οργανισμούς που συστήνονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση αναφορικά με τα θέματα της ασφάλισης ή της αντασφάλισης ή της διαμεσολάβησης καθώς και σε οποιουσδήποτε άλλους διεθνείς οργανισμούς που ασχολούνται με τα εν λόγω ή άλλα συναφή θέματα·

(ε) ασκεί οποιαδήποτε άλλη εξουσία ή αρμοδιότητα του παραχωρείται από τον παρόντα ή οποιοδήποτε άλλο νόμο ή Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτών και επιβάλλει τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο διοικητικές κυρώσεις·

(στ) προβαίνει στη λήψη κάθε άλλου μέτρου αναγκαίου προκειμένου -

(i) να διασφαλισθεί η συμμόρφωση προς τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που ισχύουν στη Δημοκρατία και στα άλλα κράτη μέλη, όπου αυτό εφαρμόζεται∙ και

(ii) να αποφευχθεί ή εξαλειφθεί κάθε ανωμαλία που τυχόν θα έθιγε τα συμφέροντα των ασφαλισμένων∙

(ζ) εκδίδει οδηγίες αναφορικά με γενικά, ειδικά ή συγκεκριμένα θέματα που αφορούν στην εφαρμογή του παρόντος Νόμου, άλλα από αυτά που ρυθμίζονται με κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις ή με ρυθμιστικά ή εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα καθώς επίσης και οδηγίες σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις κατά την έννοια του παρόντος Νόμου.

(2) Η δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) εποπτική αρμοδιότητα του Εφόρου περιλαμβάνει ειδικότερα, τις πιο κάτω εξουσίες:

(α) Την εξουσία λήψης οποιωνδήποτε προληπτικών και επανορθωτικών μέτρων προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, προκειμένου να διασφαλίζει τη συμμόρφωση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων προς τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που ισχύουν στη Δημοκρατία και στην Ένωση·

(β) την εξουσία να λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, συμπεριλαμβανομένων μέτρων διοικητικής ή οικονομικής φύσεως, έναντι των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και των μελών τους διοικητικού τους συμβουλίου˙

(γ) την εξουσία να απαιτεί όλες τις αναγκαίες πληροφορίες σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και ειδικότερα τις διατάξεις του άρθρου 38·

(δ) την εξουσία να διαμορφώνει, επιπλέον του υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας και όταν αυτό ενδείκνυται, και τα απαιτούμενα ποσοτικά εργαλεία, στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης, προκειμένου να αξιολογεί την ικανότητα των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να αντιμετωπίζουν πιθανά γεγονότα ή μελλοντικές μεταβολές στις οικονομικές συνθήκες που θα μπορούσαν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στη συνολική χρηματοοικονομική της κατάσταση καθώς και την εξουσία να απαιτεί να πραγματοποιούνται οι σχετικές δοκιμές από τις επιχειρήσεις·

(ε) την εξουσία να διενεργεί επιτόπιες έρευνες στους χώρους των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 37 και 395 του παρόντος Νόμου·

(στ) την εξουσία να εξετάζει τις πληροφορίες που υποβλήθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38 και, εφόσον κρίνει ότι οι πληροφορίες αυτές περιέχουν ανακριβή ή ελλειπή στοιχεία, να καλεί την ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να παράσχει τις απαιτούμενες εξηγήσεις και να προβεί σε διόρθωση ή συμπλήρωση των στοιχείων αυτών μέσα στην προθεσμία που τάσσεται προς τούτου από τον Έφορο·

την εξουσία επιβολής κυρώσεων κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 395 και 399 του παρόντος Νόμου, σε περίπτωση

(ζ) που η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση παραλείψει να συμμορφωθεί μέσα στην τακτή προθεσμία που καθορίζεται στην παράγραφο (στ) του εδαφίου (2).

(3) Οι εποπτικές εξουσίες του Εφόρου ασκούνται σε εύθετο χρόνο και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας.

(4) Οι εξουσίες έναντι των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, που αναφέρονται στο εδάφιο (2) ισχύουν επίσης και για τις δραστηριότητες ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων τις οποίες έχουν αναθέσει εξωτερικά.

Διατήρηση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και της προκυκλικότητας

32. (1) Με την επιφύλαξη των γενικών αρμοδιοτήτων του, όπως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 31 του παρόντος Νόμου, ο Έφορος κατά την άσκηση των εποπτικών του εξουσιών εξετάζει προσεκτικά τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών του στη σταθερότητα των αντίστοιχων χρηματοοικονομικών συστημάτων στη Δημοκρατία και στην Ένωση, ιδίως σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που διαθέτει τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

(2) Σε περιόδους ασυνήθιστων κινήσεων στις χρηματοοικονομικές αγορές, ο Έφορος λαμβάνει υπόψη τα ενδεχόμενα προκυκλικά αποτελέσματα των ενεργειών τους.

Γενικές αρχές της εποπτείας

33. (1) Η ασκούμενη από τον Έφορο εποπτεία βασίζεται σε προβλεπτική προσέγγιση, επικεντρωμένη στους κινδύνους και περιλαμβάνει την εξακρίβωση, επί συνεχούς βάσεως, της ορθής λειτουργίας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων και τη συμμόρφωση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων προς τις διατάξεις περί εποπτείας.

(2) Η εποπτεία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων περιλαμβάνει κατάλληλο συνδυασμό δραστηριοτήτων εκτός των χώρων της επιχείρησης και επιτόπιων ελέγχων.

(3) Ο Έφορος εξασφαλίζει την εφαρμογή των απαιτήσεων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο κατά τρόπο ανάλογο προς τη φύση, την πολυπλοκότητα και την κλίμακα των ενυπαρχόντων κινδύνων στις δραστηριότητες των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

(4) Ο Έφορος ασκεί την εποπτική του αρμοδιότητα σύμφωνα με τις κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις, τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα.

Πεδίο εφαρμογής της εποπτείας από τον Έφορο

34. (1) Η χρηματοοικονομική εποπτεία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένης της εποπτείας των δραστηριοτήτων που αυτές ασκούν μέσω υποκαταστημάτων ή υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, υπόκειται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εφόρου.

(2) Η χρηματοοικονομική εποπτεία δυνάμει του εδαφίου (1) περιλαμβάνει την εξακρίβωση, για το σύνολο των δραστηριοτήτων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, της κατάστασης της φερεγγυότητάς της, της σύστασης τεχνικών προβλέψεων, των στοιχείων του ενεργητικού της, των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων και της άσκησης των εργασιών της σύμφωνα με τις υγιείς ασφαλιστικές αρχές, ως αυτές καθορίζονται στο εδάφιο (3), και σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και σύμφωνα με τις διατάξεις που θεσπίζονται σε ενωσιακό επίπεδο δυνάμει της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2), «υγιείς ασφαλιστικές αρχές» σημαίνει τις αρχές εκείνες που έχουν κατ’ έθιμο ή άλλως πως καθιερωθεί σε σχέση με την ασφάλιση ή αντασφάλιση και αφορούν στη συνέπεια και τον επαγγελματισμό που πρέπει να επιδεικνύεται από μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στις συναλλαγές της με τους δικαιούχους, τους συνεργάτες της και εν γένει το κοινό, ιδιαίτερα δε κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της και την ικανοποίηση των απαιτήσεων των δικαιούχων.

(4) Σε περίπτωση που οι σχετικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν λάβει την άδεια να καλύπτουν τους κινδύνους που κατατάσσονται στον Κλάδο βοήθειας (κλάδος 18 στο Μέρος Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος), η εποπτεία επεκτείνεται επίσης στον έλεγχο των τεχνικών μέσων που διαθέτουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις αυτές για την καλή εκτέλεση των εργασιών βοήθειας που έχουν δεσμευθεί να πραγματοποιήσουν, στον βαθμό που το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής προβλέπει τον έλεγχο των εν λόγω μέσων.

(5) Σε περίπτωση κατά την οποία ο κίνδυνος ή η ασφαλιστική υποχρέωση βρίσκεται στη Δημοκρατία ή, στην περίπτωση αντασφαλιστικής επιχείρησης που η Δημοκρατία είναι το κράτος μέλος υποδοχής, εφόσον ο Έφορος έχει λόγους να θεωρεί ότι οι δραστηριότητες μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης θα μπορούσαν να αποβούν επιβλαβείς για την οικονομική ευρωστία της επιχείρησης, ενημερώνει τις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εν λόγω επιχείρησης.

(6) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος ενημερωθεί από τις εποπτικές αρχές άλλου κράτους μέλους ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του εδαφίου (3) αναφορικά με ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που υπάγονται στην εποπτεία του, ο Έφορος εξακριβώνει εάν η επιχείρηση τηρεί τις αρχές της συνετής διαχείρισης όπως καθορίζονται στον παρόντα Νόμο.

Διαφάνεια και υπευθυνότητα

35. (1) Ο Έφορος εκτελεί τα καθήκοντά του με διαφάνεια και υπευθυνότητα, με δέουσα μέριμνα για την προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών.

(2) Ο Έφορος διασφαλίζει τη δημοσιοποίηση των ακόλουθων πληροφοριών:

(α) των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων, καθώς και των γενικών οδηγιών, στον τομέα των ασφαλιστικών κανονιστικών ρυθμίσεων·

(β) των γενικών κριτηρίων και μεθόδων που χρησιμοποιούνται κατά τη διαδικασία εποπτικής εξέτασης, που προβλέπεται στο άρθρο 39 του παρόντος Νόμου, συμπεριλαμβανομένων των μέσων που αναπτύσσονται σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 31 του παρόντος Νόμου˙

(γ) συγκεντρωτικών στατιστικών δεδομένων που αφορούν βασικές πτυχές της εφαρμογής του προληπτικού πλαισίου·

(δ) του τρόπου εφαρμογής των εναλλακτικών λύσεων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο·

(ε) των στόχων της εποπτείας, καθώς και των βασικών λειτουργιών και δραστηριοτήτων της.

(3) Η δημοσιοποίηση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) πρέπει να επαρκεί για την πραγματοποίηση σύγκρισης μεταξύ των εποπτικών προσεγγίσεων που ακολουθούν οι εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών.

(4) Οι πληροφορίες του εδαφίου (1) πρέπει να επικαιροποιούνται τακτικά, να δημοσιοποιούνται και να διατίθενται συγκεντρωμένες στην ηλεκτρονική διεύθυνση του Εφόρου σύμφωνα με τις βασικές παραμέτρους για τη δημοσιοποίηση συγκεντρωτικών δεδομένων που καθορίζονται με κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις και σχετικά εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό των υποδειγμάτων και της δομής των δημοσιοποιήσεων.

Απαγόρευση απόρριψης συμβάσεων αντασφάλισης ή αντεκχώρησης

36. (1) Ο Έφορος δεν απορρίπτει μια αντασφαλιστική σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ αντασφαλιστικής επιχείρησης ή άλλης ασφαλιστικής επιχείρησης που υπάγεται στην εποπτεία του και άλλης αντασφαλιστικής ή ασφαλιστικής επιχείρησης η οποία έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος μέλος, για λόγους που συνδέονται άμεσα με την οικονομική ευρωστία της αντισυμβαλλόμενης αντασφαλιστικής ή ασφαλιστικής επιχείρησης.

(2) Ο Έφορος δεν απορρίπτει σύμβαση αντεκχώρησης η οποία συνάπτεται μεταξύ αντασφαλιστικής επιχείρησης που υπάγεται στην εποπτεία του και αντασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικής επιχείρησης η οποία έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος μέλος, για λόγους συνδεόμενους άμεσα με την οικονομική ευρωστία της αντισυμβαλλόμενης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

Εποπτεία των υποκαταστημάτων με έδρα σε άλλο κράτος μέλος

37. (1) Σε περίπτωση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος μέλος και η οποία ασκεί τις δραστηριότητές της μέσω υποκαταστήματος στη Δημοκρατία, οι εποπτικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής μπορούν, αφού ενημερώσουν τον Έφορο, να προβαίνουν οι ίδιες ή μέσω εντεταλμένων γι’ αυτό το σκοπό προσώπων, σε επιτόπιες εξακριβώσεις των πληροφοριών που είναι αναγκαίες για να εξασφαλίζεται η χρηματοπιστωτική εποπτεία της επιχείρησης και ο Έφορος μπορεί να συμμετέχει στις εξακριβώσεις αυτές:

Νοείται ότι σε τέτοιες από κοινού εξακριβώσεις δύναται να συμμετέχει και η ΕΙΟΡΑ.

(2) Ο Έφορος, αφού ενημερώσει τις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, δύναται να προβαίνει ο ίδιος ή μέσω εντεταλμένων γι’ αυτόν τον σκοπό προσώπων, σε επιτόπιες εξακριβώσεις των πληροφοριών που είναι αναγκαίες για να εξασφαλίζεται η χρηματοπιστωτική εποπτεία των επιχειρήσεων που υπάγονται στην εποπτεία του δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και οι οποίες ασκούν δραστηριότητες μέσω υποκαταστήματος σε άλλο κράτος μέλος, και σε τέτοια περίπτωση οι εποπτικές αρχές του κράτους μέλους υποδοχής δύνανται να συμμετέχουν στις εξακριβώσεις αυτές:

Νοείται ότι σε τέτοιες από κοινού εξακριβώσεις δύναται να συμμετέχει και η EIOPA.

(3) Σε περίπτωση που ο Έφορος έχει ενημερώσει τις εποπτικές αρχές τους κράτους μέλους υποδοχής, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2), ότι προτίθεται να διενεργήσει επιτόπιες επαληθεύσεις και του απαγορεύεται να ασκήσει το δικαίωμά του για διενέργεια τέτοιων επιτόπιων επαληθεύσεων, ή σε περίπτωση που οι εποπτικές αρχές του κράτους μέλους υποδοχής αδυνατούν να ασκήσουν στην πράξη το δικαίωμά τους για συμμετοχή σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2), ο Έφορος μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην EIOPA και να ζητήσει τη βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

Παρεχόμενες πληροφορίες για σκοπούς εποπτείας

38. (1) Ο Έφορος, λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους της εποπτείας, όπως αυτοί καθορίζονται στα άρθρα 30 και 32 του παρόντος Νόμου, απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις όπως του υποβάλλουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τους σκοπούς της εποπτείας, κατά την εφαρμογή της διαδικασίας που καθορίζεται στο άρθρο 39 του παρόντος Νόμου, οι οποίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τα πιο κάτω:

(α) Την αξιολόγηση του συστήματος διακυβέρνησης που εφαρμόζουν οι επιχειρήσεις, των δραστηριοτήτων που ασκούν, των αρχών αποτίμησης που εφαρμόζουν για σκοπούς φερεγγυότητας, των κινδύνων που αντιμετωπίζουν και των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων, καθώς και της κεφαλαιακής τους δομής, των αναγκών τους σε κεφάλαια και της διαχείρισης του κεφαλαίου τους·

(β) τη λήψη των όποιων ενδεδειγμένων αποφάσεων επιβάλλονται από την άσκηση των εποπτικών δικαιωμάτων και καθηκόντων τους.

(2) Ο Έφορος έχει εξουσία να -

(α) Καθορίζει με οδηγίες του τη φύση, την έκταση και τον μορφότυπο των πληροφοριών που αναφέρονται στο εδάφιο (1), τις οποίες απαιτεί όπως υποβάλλουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά τις ακόλουθες χρονικές στιγμές:

(i) κατά προκαθορισμένες περιόδους·

(ii) σε περίπτωση προκαθορισμένων γεγονότων·

(iii) κατά τη διάρκεια ερευνών σχετικά με την κατάσταση μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης·

(β) να λαμβάνει κάθε πληροφορία σχετικά με τις συμβάσεις που ευρίσκονται στην κατοχή διαμεσολαβητών ή σχετικά με τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί με τρίτους· και

(γ) να ζητεί πληροφορίες από εξωτερικούς εμπειρογνώμονες, όπως ελεγκτές και αναλογιστές.

(3) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) περιλαμβάνουν τα εξής:

(α) ποιοτικά ή ποσοτικά στοιχεία, ή κάθε κατάλληλο συνδυασμό τους·

(β) στοιχεία που αφορούν το ιστορικό, τη σημερινή κατάσταση ή την προβλεπόμενη κατάσταση, ή κάθε κατάλληλο συνδυασμό τους· και

(γ) δεδομένα από εσωτερικές ή εξωτερικές πηγές, ή κάθε κατάλληλο συνδυασμό τους.

(4) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) πληρούν τις ακόλουθες αρχές:

(α) αντικατοπτρίζουν τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της συγκεκριμένης επιχείρησης και ιδίως τους κινδύνους που ενυπάρχουν σε αυτές·

(β) είναι προσβάσιμες, πλήρεις από κάθε σημαντική άποψη, συγκρίσιμες και να έχουν χρονική συνέπεια· και

(γ) είναι σχετικές με το θέμα, αξιόπιστες και κατανοητές.

(5) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να διαθέτουν κατάλληλα συστήματα και δομές, προκειμένου να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των εδαφίων (1) μέχρι (4), καθώς και τεκμηριωμένη πολιτική, εγκεκριμένη από το διοικητικό συμβούλιό τους, ώστε να εξασφαλίζεται συνεχώς η καταλληλότητα των πληροφοριών που υποβάλλονται.

(6) O Έφορος απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις την υποβολή βεβαίωσης ότι έχουν συμμορφωθεί πλήρως με τις διατάξεις του περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου του 1996, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, αναφορικά με τον διορισμό λειτουργού συμμόρφωσης και κάθε άλλο μέτρο το οποίο οφείλουν να λαμβάνουν για την εφαρμογή του εν λόγω Νόμου.

(7) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (5) του άρθρου 136 του παρόντος Νόμου, όταν οι προκαθορισμένες περίοδοι της υποπαραγράφου (i) της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) είναι μικρότερες του ενός έτους, ο Έφορος δύναται να περιορίζει την εποπτική αναφορά, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) όταν η υποβολή των πληροφοριών αυτών θα ήταν επαχθής σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας της επιχείρησης∙

(β) όταν οι πληροφορίες υποβάλλονται τουλάχιστον σε ετήσια βάση.

(8) Ο Έφορος δεν περιορίζει τη συχνότητα της εποπτικής αναφοράς που γίνεται συχνότερα από μία φορά το έτος για ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ανήκουν σε ομίλους υπό την έννοια του εδαφίου (1) του άρθρου 250 του παρόντος Νόμου, εκτός αν η επιχείρηση μπορεί να πείσει τον Έφορο ότι η συχνότερη από μία φορά το έτος εποπτική αναφορά αντενδείκνυται δεδομένων της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας του ομίλου.

(9) Ο περιορισμός της συχνότητας της εποπτικής αναφοράς προβλέπεται μόνο για επιχειρήσεις που δεν αντιπροσωπεύουν πάνω από το 20% της αγοράς ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων Ζωής και Γενικής Φύσεως στη Δημοκρατία, αντίστοιχα, όπου το μερίδιο αγοράς του κλάδου Γενικής Φύσεως βασίζεται σε εγγεγραμμένα μεικτά ασφάλιστρα και το μερίδιο του κλάδου Ζωής βασίζεται σε ακαθάριστες τεχνικές προβλέψεις.

(10) Ο Έφορος δίνει προτεραιότητα στις μικρότερες επιχειρήσεις κατά τον καθορισμό της επιλεξιμότητας των επιχειρήσεων για τους πιο πάνω αναφερόμενους περιορισμούς.

(11) Ο Έφορος δύναται να περιορίζει τη συχνότητα της εποπτικής αναφοράς ή να εξαιρεί ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις από την υποβολή πληροφοριών ανά στοιχείο, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) η υποβολή των πληροφοριών αυτών θα ήταν επαχθής σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας της επιχείρησης∙

(β) η υποβολή των πληροφοριών αυτών δεν είναι αναγκαία για την αποτελεσματική εποπτεία της επιχείρησης∙

(γ) η εξαίρεση δεν υπονομεύει τη σταθερότητα των αντίστοιχων χρηματοπιστωτικών συστημάτων στην Ένωση∙ και

(δ) η επιχείρηση είναι σε θέση να παρέχει τις πληροφορίες όποτε της ζητείται.

(12) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (11), ο Έφορος δεν εξαιρεί από την υποβολή αναλυτικών πληροφοριών ανά στοιχείο ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ανήκουν σε όμιλο υπό την έννοια του εδαφίου (1) του άρθρου 250 του παρόντος Νόμου, εκτός αν η επιχείρηση μπορεί να πείσει την εποπτική αρχή ότι η υποβολή πληροφοριών ανά στοιχείο αντενδείκνυται δεδομένων της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας του ομίλου, και λαμβανομένου υπόψη του στόχου της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

(13) Η δυνάμει του εδαφίου (11) εξαίρεση από την υποβολή αναλυτικών πληροφοριών ανά στοιχείο προβλέπεται μόνο για επιχειρήσεις που δεν αντιπροσωπεύουν πάνω από το 20 % της αγοράς ασφαλίσεων ή αντασφαλίσεων Ζωής και Γενικής Φύσεως της Δημοκρατίας, αντίστοιχα, όπου το μερίδιο αγοράς της ασφάλισης Γενικής Φύσεως βασίζεται σε εγγεγραμμένα μεικτά ασφάλιστρα και το μερίδιο της ασφάλισης Ζωής βασίζεται σε ακαθάριστες τεχνικές προβλέψεις.

(14) Ο Έφορος δίνει προτεραιότητα στις μικρότερες επιχειρήσεις κατά τον καθορισμό της επιλεξιμότητας των επιχειρήσεων για τις εξαιρέσεις αυτές.

(15) Για τους σκοπούς των εδαφίων (7) μέχρι (14), στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης, ο Έφορος εξετάζει αν η υποβολή πληροφοριών θα ήταν επαχθής σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων της επιχείρησης, λαμβάνοντας υπόψη τουλάχιστον τα εξής:

(α) τον όγκο των ασφαλίστρων, των τεχνικών προβλέψεων και των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης∙

(β) τη διακύμανση των απαιτήσεων και των παροχών που καλύπτει η επιχείρηση∙

(γ) τους κινδύνους που συνεπάγονται οι επενδύσεις της επιχείρησης∙

(δ) το επίπεδο των συγκεντρώσεων κινδύνου∙

(ε) το συνολικό αριθμό των κατηγοριών ασφαλίσεων Ζωής και Γενικής Φύσεως για τις οποίες έχει δοθεί άδεια λειτουργίας∙

(στ) τις πιθανές επιπτώσεις της διαχείρισης των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα∙

(ζ) τα συστήματα και τις δομές της επιχείρησης για την παροχή πληροφοριών για σκοπούς εποπτείας και την τεκμηριωμένη πολιτική που αναφέρεται στο εδάφιο (5)∙

(η) την καταλληλότητα του συστήματος διακυβέρνησης της επιχείρησης∙

(θ) το επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας και την ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση∙

(ι) το αν η επιχείρηση είναι εξαρτημένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που καλύπτει μόνο κινδύνους οι οποίοι συνδέονται με τον βιομηχανικό ή εμπορικό όμιλο στον οποίο ανήκει.

(16) Ο Έφορος ασκεί την εποπτική του αρμοδιότητα δυνάμει του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με τις κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις, τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα εποπτικής αναφοράς σε σχέση με τα υποδείγματα για την υποβολή πληροφοριών στις εποπτικές αρχές και τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις για την περαιτέρω διευκρίνιση των μεθόδων που χρησιμοποιούνται στον καθορισμό των μεριδίων αγοράς που αναφέρονται στα εδάφια (9) και (13) του παρόντος άρθρου.

(17) Κάθε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση οφείλει να διατηρεί πλήρη λογιστικά βιβλία και δικαιολογητικά στοιχεία καθώς και μητρώα και άλλες πληροφορίες βάσει των οποίων ετοιμάζονται οι πληροφορίες που προβλέπονται στο παρόν άρθρο για περίοδο τουλάχιστον επτά ετών, τα οποία θα τίθενται στη διάθεση του Εφόρου προς επιθεώρηση και έλεγχο οποτεδήποτε αυτός το απαιτήσει.

(18) Κανονισμοί, οι οποίοι κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, καθορίζουν κατά περίπτωση τέλη που καταβάλλονται από τις επιχειρήσεις κατά την υποβολή των στοιχείων του παρόντος άρθρου, για σκοπούς εποπτείας του Εφόρου.

Διαδικασία εποπτικής εξέτασης

39. (1) Ο Έφορος ελέγχει και αξιολογεί τις στρατηγικές, διεργασίες και διαδικασίες πληροφόρησης, που έχουν καθιερωθεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, προκειμένου να συμμορφωθούν προς τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(2) Ο έλεγχος και η αξιολόγηση του εδαφίου (1) περιλαμβάνουν την αξιολόγηση των ποιοτικών απαιτήσεων σχετικά με το σύστημα διακυβέρνησης, την αξιολόγηση των κινδύνων που αντιμετωπίζουν ή ενδέχεται να αντιμετωπίσουν οι σχετικές επιχειρήσεις και την αξιολόγηση της ικανότητας των εν λόγω επιχειρήσεων να προβαίνουν σε εκτίμηση αυτών των κινδύνων, λαμβανομένου υπόψη του περιβάλλοντος στο οποίο λειτουργούν οι επιχειρήσεις.

(3) Ο Έφορος ελέγχει και αξιολογεί ιδίως τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις που αφορούν τα εξής:

(α) το σύστημα διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένης της αποτίμησης του ιδίου κινδύνου και της φερεγγυότητας, που προβλέπεται στο Τέταρτο Κεφάλαιο, Τμήμα 2 του παρόντος Μέρους·

(β) τις τεχνικές προβλέψεις, που προβλέπονται στο Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 2 του παρόντος Μέρους·

(γ) τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, που προβλέπονται στο Έκτο Κεφάλαιο, Τμήματα 4 και 5 του παρόντος Μέρους·

(δ) τους επενδυτικούς κανόνες που προβλέπονται στο Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 6 του παρόντος Μέρους·

(ε) την ποιότητα και την ποσότητα των ιδίων κεφαλαίων, που προβλέπονται στο Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 3 του παρόντος Μέρους·

(στ) σε περίπτωση που η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση χρησιμοποιεί πλήρες ή μερικό εσωτερικό υπόδειγμα, τη συνεχή συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις για πλήρη και μερικά εσωτερικά υποδείγματα, που προβλέπονται στο Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητα 3 του παρόντος Μέρους.

(4) Ο Έφορος διαθέτει κατάλληλα εργαλεία παρακολούθησης, τα οποία του παρέχουν τη δυνατότητα να επισημαίνει την όποια επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και να παρακολουθεί τον τρόπο επανόρθωσης αυτής της κατάστασης.

(5) Ο Έφορος ελέγχει και αξιολογεί την επάρκεια των μεθόδων και πρακτικών τις οποίες εφαρμόζουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, προκειμένου να επισημαίνουν τα πιθανά γεγονότα ή μελλοντικές μεταβολές στις οικονομικές συνθήκες που θα μπορούσαν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στη συνολική χρηματοοικονομική κατάσταση των σχετικών επιχειρήσεων καθώς και την ικανότητα των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να ανταπεξέρχονται στην περίπτωση τέτοιων πιθανών γεγονότων ή μελλοντικών μεταβολών στις οικονομικές συνθήκες.

(6) Ο Έφορος δύναται να απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να αποκαθιστούν τις αδυναμίες ή τις ελλείψεις που επισημάνθηκαν κατά τη διαδικασία εποπτικής εξέτασης.

(7) Οι έλεγχοι και αξιολογήσεις που διενεργούνται από τον Έφορο δυνάμει των εδαφίων (1), (3), και (4) διεξάγονται σε τακτική βάση και σε συχνότητα που καθορίζεται από τον Έφορο, ανάλογα με την περίπτωση, ο οποίος καθορίζει επίσης το αντικείμενο των εν λόγω εξετάσεων και αξιολογήσεων, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

Πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση

40. (1) Μετά από τη διαδικασία εποπτικού ελέγχου, ο Έφορος δύναται, σε εξαιρετικές περιστάσεις και με αιτιολογημένη απόφασή του, να επιβάλλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Όταν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης , αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, όπως υπολογίζεται με τον κανονικό τύπο, σύμφωνα με το ‘Εκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητα 2 του παρόντος Μέρους και:

(i) η απαίτηση για χρήση εσωτερικού υποδείγματος σύμφωνα με το άρθρο 126 του παρόντος Νόμου είναι ακατάλληλη ή έχει αποδειχτεί αναποτελεσματική· ή

(ii) ενώ καταρτίζεται μερικό ή πλήρες εσωτερικό υπόδειγμα, σύμφωνα με το άρθρο 126·

(β) όταν συμπεραίνει ότι το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, όπως υπολογίζεται με εσωτερικό υπόδειγμα ή μερικό εσωτερικό υπόδειγμα σύμφωνα με το Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητα 3 του παρόντος Μέρους, διότι ορισμένοι ποσοτικοποιήσιμοι κίνδυνοι δεν λαμβάνονται επαρκώς υπόψη και η προσαρμογή του υποδείγματος ώστε να αντικατοπτρίζει καλύτερα το δεδομένο προφίλ κινδύνου δεν πραγματοποιήθηκε μέσα σε κατάλληλο χρονικό διάστημα·

(γ) όταν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το σύστημα διακυβέρνησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τα πρότυπα που καθορίζονται στο Τέταρτο Κεφάλαιο, Τμήμα 2 του παρόντος Μέρους, ότι οι εν λόγω αποκλίσεις την εμποδίζουν να είναι σε θέση να εντοπίσει, να αποτιμήσει, να παρακολουθήσει, να διαχειρισθεί και να αναφέρει ορθά τους κινδύνους, στους οποίους εκτίθεται ή θα μπορούσε να εκτεθεί, και η εφαρμογή, καθ’ αυτήν, άλλων μέτρων δεν φαίνεται πιθανό ότι θα αποκαταστήσει επαρκώς τις ελλείψεις μέσα σε κατάλληλο χρονικό διάστημα˙

(δ) όταν η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 81, την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 83 ή τα μεταβατικά μέτρα που αναφέρονται στα άρθρα 422 και 423 του παρόντος Νόμου, και ο Έφορος συμπεραίνει ότι το προφίλ κινδύνου της συγκεκριμένης επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζονται οι ανωτέρω προσαρμογές και μεταβατικά μέτρα.

(2)(α) Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1), η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση υπολογίζεται κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση της επιχείρησης προς τις διατάξεις των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 107 του παρόντος Νόμου.

(β) Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1), η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση πρέπει να είναι ανάλογη προς τους σημαντικούς κινδύνους που απορρέουν από τις ελλείψεις οι οποίες προκαλούν τη λήψη απόφασης της αρχής εποπτείας για τον καθορισμό της προσαύξησης.

(γ) Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1), η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση είναι ανάλογη προς τους σημαντικούς κινδύνους που απορρέουν από την παρέκκλιση η οποία αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο.

(3) Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (1), ο Έφορος μεριμνά ώστε η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποκαταστήσει τις ελλείψεις που οδήγησαν στην επιβολή της πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης.

(4) O Έφορος επανεξετάζει τουλάχιστον μία φορά το χρόνο την πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση, που αναφέρεται στο εδάφιο (1), και αποφασίζει την άρση της όταν η επιχείρηση έχει αποκαταστήσει τις ελλείψεις που οδήγησαν στην επιβολή της.

(5) H κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένης της πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης που επιβλήθηκε, αντικαθιστά την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας που κρίθηκε ανεπαρκής:

Νοείται ότι, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας δεν περιλαμβάνει τις πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο (γ), του εδαφίου (1) για τον υπολογισμό του περιθωρίου κινδύνου που αναφέρεται στο εδάφιο (9) του άρθρου 79 του παρόντος Νόμου.

(6) Ο Έφορος ασκεί την εποπτική του αρμοδιότητα δυνάμει του παρόντος άρθρου σύμφωνα με τις κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις αναφορικά με τις λεπτομέρειες σχετικά με τις περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να επιβληθεί πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση και μεθοδολογίες υπολογισμού των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που καθορίζουν τις διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τον καθορισμό, τον υπολογισμό και την κατάργηση πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων.

Εποπτεία των αρμοδιοτήτων και των δραστηριοτήτων με εξωτερική ανάθεση

41. (1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 50 του παρόντος Νόμου, ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που αναθέτουν εξωτερικά μια αρμοδιότητα ή μια δραστηριότητα ασφάλισης ή αντασφάλισης, οφείλουν να εξασφαλίζουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:-

(α) ο πάροχος υπηρεσιών συνεργάζεται με τον Έφορο όσον αφορά την αρμοδιότητα ή τη δραστηριότητα που έχει ανατεθεί εξωτερικά·

(β) οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και οι ελεγκτές τους αποδεικνύουν στον Έφορο ότι έχουν ουσιαστική πρόσβαση στα δεδομένα που αφορούν τις αρμοδιότητες και τις δραστηριότητες που έχουν ανατεθεί εξωτερικά στα οποία και ο Έφορος έχει ουσιαστική επίσης πρόσβαση·

(γ) Ο Έφορος έχει ουσιαστική πρόσβαση στις εγκαταστάσεις του παρόχου των υπηρεσιών με τον ίδιο τρόπο που έχει πρόσβαση στις εγκαταστάσεις της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(2) Σε περίπτωση που ο πάροχος υπηρεσιών βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, ο Έφορος διενεργεί ο ίδιος, ή μέσω προσώπων τα οποία διορίζει για το σκοπό αυτό, επιτόπιους ελέγχους στις εγκαταστάσεις του παρόχου των υπηρεσιών, αφού πρώτα ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους του παρόχου υπηρεσιών πριν από τη διεξαγωγή του επιτόπιου ελέγχου:

Νοείται ότι, σε περίπτωση οντότητας που δεν υπόκειται σε εποπτεία, αρμόδια αρχή θεωρείται η εποπτική αρχή του κράτους μέλους του παρόχου των υπηρεσιών:

Νοείται περαιτέρω ότι, ο Έφορος δύναται να αναθέτει την αρμοδιότητα για τη διενέργεια των εν λόγω επιτόπιων ελέγχων στις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο πάροχος υπηρεσιών.

(3) Στις περιπτώσεις επιτόπιων ελέγχων δυνάμει του εδαφίου (2), εάν ο Έφορος παρά το γεγονός ότι έχει ενημερώσει την κατάλληλη αρχή του κράτους μέλους του παρόχου υπηρεσιών ότι προτίθεται να διενεργήσει επιτόπια επιθεώρηση ή διενεργεί επιτόπια επιθεώρηση και αδυνατεί στην πράξη να ασκήσει το δικαίωμά του για τη διενέργεια αυτής της επιτόπιας επιθεώρησης, δύναται να παραπέμπει το θέμα στην EIOPA και να ζητήσει τη βοήθειά της σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

(4) Σε περίπτωση ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που υπόκεινται σε εποπτική αρχή άλλου κράτους μέλους και οι οποίες αναθέτουν εξωτερικά μια αρμοδιότητα ή μια δραστηριότητα ασφάλισης ή αντασφάλισης σε πάροχο υπηρεσιών που βρίσκεται στη Δημοκρατία, ο Έφορος δύναται να ασκεί τη διενέργεια των επιτόπιων ελέγχων του παρόχου των υπηρεσιών εφόσον κάτι τέτοιο του ανατεθεί από την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης:

Νοείται ότι, σε περίπτωση οντότητας που δεν υπόκειται σε εποπτεία, αρμόδια αρχή θεωρείται ο Έφορος.

(5) Στις περιπτώσεις επιτόπιων ελέγχων που γίνονται από κοινού μεταξύ του Εφόρου και εποπτικής αρχής άλλου κράτους μέλους δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δικαιούται να συμμετέχει και η EIOPA.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΡΟΙ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ
ΤΜΗΜΑ 1 - ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ
Ευθύνη διοικητικού συμβουλίου

42. Το διοικητικό συμβούλιο της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης υπέχει την τελική ευθύνη για τη συμμόρφωση της σχετικής επιχείρησης με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, καθώς και με οποιεσδήποτε άλλες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις εκδίδονται είτε σε εθνικό είτε σε ευρωπαϊκό επίπεδο σε σχέση με την άσκηση ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών.

ΤΜΗΜΑ 2 - ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Γενικές απαιτήσεις διακυβέρνησης

43. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να διαθέτουν αποτελεσματικό σύστημα διακυβέρνησης, το οποίο να εγγυάται την ορθή και συνετή διαχείριση των δραστηριοτήτων, να περιλαμβάνει τουλάχιστον μια κατάλληλη διαφανή οργανωτική δομή, με σαφή κατανομή και ορθό διαχωρισμό καθηκόντων, καθώς και έναν αποτελεσματικό μηχανισμό διασφάλισης της μετάδοσης των πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένης της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις που ορίζουν τα άρθρα 44 μέχρι 49 του παρόντος Νόμου, καθώς και τις διαδικασίες που ακολουθούν έτσι ώστε το σύστημα διακυβέρνησης να υπόκειται σε τακτική εσωτερική εξέταση από την επιχείρηση.

(2) Το σύστημα διακυβέρνησης του εδαφίου (1) θα πρέπει να είναι ανάλογο προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εργασιών της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

(3) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές, σε σχέση τουλάχιστον με τη διαχείριση του κινδύνου, τον εσωτερικό έλεγχο, τους εσωτερικούς λογιστικούς ελέγχους και, κατά περίπτωση, την εξωτερική ανάθεση και λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για εφαρμογή των πολιτικών αυτών.

(4) Οι γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές του εδαφίου (3) επανεξετάζονται σε ετήσια, τουλάχιστον, βάση ενώ υπόκεινται στην προηγούμενη έγκριση του διοικητικού συμβουλίου και προσαρμόζονται σε κάθε σημαντική αλλαγή του εκάστοτε συστήματος ή τομέα.

(5) Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν εύλογα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν τη συνέχεια και την κανονικότητα των δραστηριοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης σχεδίων έκτακτης ανάγκης και για τον σκοπό αυτό, οι επιχειρήσεις εφαρμόζουν και χρησιμοποιούν κατάλληλα και αναλογικά συστήματα, μέσα και διαδικασίες.

(6) Ο Έφορος επαληθεύει το σύστημα διακυβέρνησης των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και αξιολογεί τους αναδυόμενους κινδύνους που επισημαίνονται από τις επιχειρήσεις, οι οποίοι ενδέχεται να επηρεάσουν τη χρηματοοικονομική τους ευρωστία και δύναται να ζητήσει από τις επιχειρήσεις, και αυτές οφείλουν να συμμορφώνονται, την αναθεώρηση ή τροποποίηση του συστήματος διακυβέρνησης έτσι ώστε αυτό να βελτιωθεί και ενδυναμωθεί προκειμένου να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 51 μέχρι 57 του παρόντος Νόμου.

(7) Ο Έφορος δύναται, όποτε κρίνει αυτό αναγκαίο, να ζητά από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις την υποβολή οποιωνδήποτε στοιχείων που αναφέρονται στα εδάφια (1) μέχρι (5) για σκοπούς άσκησης των εξουσιών του δυνάμει του εδαφίου (6).

(8) Δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε παραχώρηση από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δανείων ή προσωρινών παροχών, εξαιρουμένων των δανείων που χορηγούνται από ασφαλιστική επιχείρηση σε σχέση με ασφαλιστήρια ζωής μέσα στα πλαίσια της αξίας εξαγοράς τους, έστω και αν αυτά εξασφαλίζονται με υποθήκη, προσωπική εγγύηση ή άλλο τρόπο, σε οποιοδήποτε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης, διευθυντή, αντιπρόσωπο, αναλογιστή, ελεγκτή, ή υπάλληλο της επιχείρησης ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο ασκεί ουσιαστικά έλεγχο της επιχείρησης, ή σε οποιοδήποτε γονέα, σύζυγο, παιδί, αδελφό ή αδελφή των πιο πάνω ή σε οποιαδήποτε άλλη εταιρεία ή οργανισμό στον οποίο οποιοδήποτε από τα πιο πάνω πρόσωπα κατέχει θέση διοικητικού συμβούλου, διευθυντή, αντιπροσώπου, αναλογιστή, ελεγκτή, υπαλλήλου ή συνεταίρου ή άλλως πως ασκεί ουσιαστικό έλεγχο:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του εδαφίου αυτού “παιδί” περιλαμβάνει προγονό ή πρόγονη και υιοθετημένο παιδί:

Νοείται περαιτέρω ότι, οτιδήποτε προβλέπεται στο εδάφιο αυτό δεν εφαρμόζεται-

(i) σε σχέση με δάνεια που παραχωρούνται από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση σε οποιοδήποτε υπάλληλο της επιχείρησης, για τους σκοπούς και σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου και κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, ή

(ii) σε σχέση με δάνεια που παραχωρούνται από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση σε θυγατρική της εταιρεία ή σε άλλη εταιρεία που ανήκει στον ίδιο όμιλο, νοουμένου ότι τα εν λόγω δάνεια δεν θα παραχωρηθούν, άμεσα ή έμμεσα σε οποιαδήποτε από τα φυσικά πρόσωπα που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο και σε σχέση με τα οποία δυνάμει του παρόντος εδαφίου απαγορεύεται η χορήγηση δανείων από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.

Απαιτήσεις ικανότητας και καταλληλότητας για πρόσωπα τα οποία διοικούν την επιχείρηση ή ασκούν άλλα βασικά καθήκοντα

44. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μεριμνούν ώστε όλα τα πρόσωπα, του διοικητικού συμβουλίου και οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα διοικούν ουσιαστικά την επιχείρηση ή ασκούν άλλου είδους βασικά καθήκοντα, να πληρούν ανά πάσα στιγμή τις ακόλουθες απαιτήσεις:

(α) Τα επαγγελματικά τους προσόντα, οι γνώσεις και η πείρα τους, τους επιτρέπουν να ασκούν υγιή και συνεπή διαχείριση (ικανότητα)∙ και

(β) είναι επαρκή από πλευράς υπόληψης και ακεραιότητας (ήθος).

(2) Ο Έφορος κρίνει σε κάθε περίπτωση εάν και κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις του εδαφίου (1), λαμβάνοντας ιδίως υπόψη κατά πόσο τα εν λόγω πρόσωπα διαθέτουν εντιμότητα, καλή φήμη, ειδική γνώση και πείρα στον τομέα τους και είναι καλής οικονομικής κατάστασης:

Νοείται ότι, σε κάθε περίπτωση, πρόσωπο του εδαφίου (1)-

(α) δεν λογίζεται ότι διαθέτει ήθος σε περίπτωση που καταδικάστηκε για πλαστογραφία, κλοπή, απάτη, υπεξαίρεση, τοκογλυφία, αισχροκέρδεια, εκβίαση, δωροδοκία, λαθρεμπορία, απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, φόνο εκ προμελέτης, ανθρωποκτονία, βιασμό, αδικήματα ηθικής αισχρότητας ή άλλα συναφή προς τα ανωτέρω ποινικά αδικήματα∙

(β) δεν λογίζεται ότι είναι καλής οικονομικής κατάστασης εάν κηρύχθηκε σε πτώχευση:

Νοείται περαιτέρω ότι, πρόσωπο του εδαφίου (1) δεν λογίζεται ότι πληροί τις προϋποθέσεις του εν λόγω εδαφίου εάν κατείχε προηγουμένως ειδική συμμετοχή ή θέση διευθύνοντος προσώπου, σε ασφαλιστική επιχείρηση ή άλλη συναφή επιχείρηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, της οποίας επιχείρησης η άδεια ανακλήθηκε από οποιοδήποτε νόμο για σοβαρή παραβίαση των υποχρεώσεών της, εκτός εάν αποδείξει ότι δεν συναίνεσε ή συνέπραξε στην παραβίαση.

(3) Κανονισμοί που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, καθορίζουν τα αποδεικτικά που πρέπει να προσκομίζουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις προς απόδειξη της ικανότητας και καταλληλότητας των προσώπων του εδαφίου (1).

(4) Εκτός από τους διοικητικούς συμβούλους της ασφαλιστικής επιχείρησης που δεν ασκούν εκτελεστικά καθήκοντα, τα λοιπά μέλη του διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης οφείλουν να έχουν το συνήθη τόπο διαμονής τους στη Δημοκρατία:

Νοείται ότι, ο Έφορος δύναται να επιτρέψει όπως ορισμένα από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου έχουν τη συνήθη διαμονή τους εκτός της Δημοκρατίας, εφ’ όσον κρίνει ότι αυτό δεν επηρεάζει δυσμενώς την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης.

(5) Στον Έφορο ανακοινώνεται η ταυτότητα των προσώπων του εδαφίου (1) της επιχείρησης κατά τον καθορισμένο τύπο, προς έγκριση, κατά την υποβολή της αιτήσεως προς χορήγηση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών.

(6)(α) Στον Έφορο επίσης ανακοινώνεται, προς έγκριση, κατά τον καθορισμένο τύπο, κάθε μεταγενέστερος διορισμός επιπρόσθετος ή εις αντικατάσταση άλλου, κάθε εκούσια αποχώρηση ή τερματισμός των υπηρεσιών ή αντικατάσταση και γενικά κάθε άλλη μεταβολή των προσώπων του εδαφίου (1), μέσα σε προθεσμία ενός μηνός αφότου επεσυνέβη ο διορισμός, αποχώρηση, τερματισμός υπηρεσιών ή άλλη μεταβολή. Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος ενίσταται στο διορισμό οποιουδήποτε προσώπου λόγω του ότι αυτό δεν πληροί τα απαραίτητα προσόντα, οφείλει να κοινοποιήσει δεόντως αιτιολογημένη απόφαση του στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την ημέρα της ανακοινώσεως του διορισμού:

Νοείται ότι η απόφαση του Εφόρου δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Γενικού Διευθυντή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 347 του παρόντος Νόμου:

Νοείται περαιτέρω ότι η πιο πάνω απόφαση του Εφόρου δύναται να προσβληθεί απευθείας με προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

(β) Η απορριπτική απόφαση του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο (α), δύναται να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος:

Νοείται ότι, εκκρεμούσης της απόφασης του Γενικού Διευθυντή, ουδεμία προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος μπορεί να ασκηθεί.

(7) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να ενημερώνουν τον Έφορο εάν οποιοδήποτε πρόσωπο του εδαφίου (1) έχει αποχωρήσει, παραιτηθεί, παυθεί ή αντικατασταθεί, και να κοινοποιούν παράλληλα οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την αξιολόγηση από τον Έφορο του κατά πόσον νέα πρόσωπα που έχουν ορισθεί για να αναλάβουν τη διοίκηση της επιχείρησης πληρούν τις απαιτήσεις ικανότητας και ήθους του παρόντος άρθρου.

(8) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (1), θεωρούνται-

(α) οι διοικητικοί σύμβουλοι της επιχείρησης, περιλαμβανομένου και του εκτελεστικού προέδρου και του διευθύνοντος συμβούλου·

(β) ο ανώτερος εκτελεστικός λειτουργός της επιχείρησης, που είναι υπεύθυνος για τη διεύθυνση όλων των ασφαλιστικών εργασιών της, μέσα στα πλαίσια των αποφάσεων του διοικητικού της συμβουλίου·

(γ) ο γενικός διευθυντής της επιχείρησης, εφ’ όσον τα καθήκοντά του δεν ασκούνται από ένα από τα αναφερόμενα στις πιο πάνω παραγράφους (α) και (β) πρόσωπα· και

(δ) οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, που κατά την κρίση του Εφόρου, λόγω της φύσεως των καθηκόντων που ασκεί στην επιχείρηση, είναι σε θέση να επηρεάσει τη λήψη αποφάσεων ή την όλη πολιτική της επιχείρησης.

Διαχείριση κινδύνων

45. (1)Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν αποτελεσματικό σύστημα διαχείρισης κινδύνων, το οποίο περιλαμβάνει στρατηγικές, διεργασίες και διαδικασίες αναφοράς που απαιτούνται για τον προσδιορισμό, τη μέτρηση, την παρακολούθηση, διαχείριση και αναφορά, σε συνεχή βάση, των κινδύνων, σε ατομικό και σε συνολικό επίπεδο, στους οποίους είναι ή θα μπορούσε να είναι εκτεθειμένες και τις αλληλεξαρτήσεις τους.

(2) Το σύστημα διαχείρισης των κινδύνων είναι αποτελεσματικό και ενσωματώνεται κατάλληλα στην οργανωτική δομή και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των προσώπων που διοικούν ουσιαστικά την επιχείρηση ή έχουν άλλες βασικές αρμοδιότητες.

(3) Το σύστημα διαχείρισης κινδύνων καλύπτει τους κινδύνους που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας, όπως ορίζεται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 107 του παρόντος Νόμου, καθώς και τους κινδύνους, οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται καθόλου ή δεν περιλαμβάνονται εξ ολοκλήρου στον υπολογισμό της απαίτησης αυτής και καλύπτει τουλάχιστον τα ακόλουθα πεδία:

(α) ανάληψη ασφαλιστικού κινδύνου και σύσταση προβλέψεων·

(β) διαχείριση ενεργητικού – παθητικού·

(γ) επενδύσεις, ιδίως θέσεις σε παράγωγα και παρόμοιες υποχρεώσεις·

(δ) διαχείριση κινδύνων ρευστότητας και συγκέντρωσης·

(ε) διαχείριση λειτουργικού κινδύνου·

(στ) αντασφάλιση και άλλες τεχνικές μείωσης του κινδύνου.

(4) Οι γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές για τη διαχείριση του κινδύνου που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 43 του παρόντος Νόμου, περιλαμβάνουν πολιτικές που συνδέονται με τις παραγράφους (α) έως (στ) του εν λόγω εδαφίου.

(5) Όταν ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν την προσαρμογή επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 81 ή την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 83 του παρόντος Νόμου, καταρτίζουν σχέδιο ρευστότητας με προβολές των εισερχόμενων και των εξερχόμενων ταμειακών ροών σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις που υπόκεινται στις προσαρμογές αυτές.

(6) Όσον αφορά τη διαχείριση ενεργητικού-παθητικού, οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αξιολογούν τακτικά-

(α) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων τους στις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η παρέκταση της σχετικής διαχρονικής διάρθρωσης επιτοκίων άνευ κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 80 του παρόντος Νόμου∙

(β) όταν εφαρμόζεται η προσαρμογή επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 81 του παρόντος Νόμου-

(i) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων τους στις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της προσαρμογής επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένου του υπολογισμού του βασικού πιστωτικού περιθωρίου που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 82 και την πιθανή επίπτωση που θα είχε στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαιά τους μια αναγκαστική πώληση περιουσιακών στοιχείων∙

(ii) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων τους σε αλλαγές στη σύνθεση του δεσμευμένου χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού∙

(iii) τον αντίκτυπο μιας μείωσης της προσαρμογής επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων στο μηδέν∙

(γ) όταν εφαρμόζεται η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 83 του παρόντος Νόμου-

(i) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων τους στις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας, και την πιθανή επίπτωση που θα είχε στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαιά τους μια αναγκαστική πώληση περιουσιακών στοιχείων∙

(ii) τον αντίκτυπο μιας μείωσης της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στο μηδέν.

(7) Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν τις αξιολογήσεις των παραγράφων (α),(β) και (γ) του εδαφίου (6) σε ετήσια βάση στον Έφορο, ως Μέρος των πληροφοριών που υποβάλλουν δυνάμει του άρθρου 38 του παρόντος Νόμου.

(8) Στις περιπτώσεις όπου η μείωση της προσαρμογής επιτοκίου, λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων ή της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στο μηδέν, θα είχε ως αποτέλεσμα τη μη συμμόρφωση προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, η επιχείρηση υποβάλλει επίσης ανάλυση των μέτρων που θα μπορούσε να εφαρμόσει σε τέτοια περίπτωση για να αποκαταστήσει το επίπεδο των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτει η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας ή να μειώσει το προφίλ κινδύνου της για να αποκατασταθεί η συμμόρφωση προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας.

(9) Όταν εφαρμόζεται η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 83 του παρόντος Νόμου, η τεκμηριωμένη πολιτική διαχείρισης κινδύνου που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 43 του παρόντος Νόμου, περιλαμβάνει πολιτική σχετικά με τα κριτήρια για την εφαρμογή της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας.

(10) Όσον αφορά τον επενδυτικό κίνδυνο, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν ότι συμμορφώνονται με τις διατάξεις του Έκτου Κεφαλαίου, Τμήμα 6 του παρόντος Μέρους.

(11) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις προβλέπουν λειτουργική θέση για τη διαχείριση του κινδύνου που θα είναι δομημένη με τέτοιο τρόπο ώστε να διευκολύνει την εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης του κινδύνου.

(12) Οι επιχειρήσεις ασφάλισης και αντασφάλισης, όταν χρησιμοποιούν εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας στον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων και της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας, για να αποφεύγουν την υπερβολική εξάρτηση από εξωτερικούς οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, αξιολογούν την καταλληλότητα αυτών των εξωτερικών αξιολογήσεων στο πλαίσιο της διαχείρισης κινδύνου τους, με τη χρήση πρόσθετων αξιολογήσεων όπου είναι πρακτικά δυνατόν, για να αποφεύγεται οποιαδήποτε αυτόματη εξάρτηση από εξωτερικές αξιολογήσεις. Η αναφερόμενη αξιολόγηση γίνεται σύμφωνα με εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που εκδίδει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

(13) Για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν μερικό ή πλήρες εσωτερικό υπόδειγμα εγκεκριμένο σύμφωνα με τα άρθρα 119 και 120 του παρόντος Νόμου, η λειτουργία διαχείρισης του κινδύνου καλύπτει τα ακόλουθα καθήκοντα:

(α) το σχεδιασμό και την εφαρμογή του εσωτερικού υποδείγματος·

(β) τη δοκιμή και την επικύρωση του εσωτερικού υποδείγματος·

(γ) την τεκμηρίωση του εσωτερικού υποδείγματος και τυχόν μεταγενέστερων τροποποιήσεών του·

(δ) την ανάλυση των επιδόσεων του εσωτερικού υποδείγματος και τη σύνταξη συνοπτικών εκθέσεων·

(ε) την ενημέρωση του διοικητικού συμβουλίου σχετικά με την επίδοση του εσωτερικού υποδείγματος, υποδεικνύοντας πεδία που χρειάζονται βελτίωση, και επίκαιρη ενημέρωση του οργάνου αυτού σχετικά με την πορεία των προσπαθειών βελτίωσης προηγουμένως επισημανθεισών αδυναμιών.

Εκτίμηση ιδίου κινδύνου και φερεγγυότητας

46. Στο πλαίσιο του συστήματος διαχείρισης του κινδύνου, κάθε ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση διεξάγει τη δική της εσωτερική εκτίμηση κινδύνου και φερεγγυότητας η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

(α) τις συνολικές ανάγκες φερεγγυότητας, λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ κινδύνου της επιχείρησης τα εγκεκριμένα περιθώρια ανοχής του κινδύνου και την επιχειρηματική στρατηγική της επιχείρησης·

(β) τη συμμόρφωση, σε συνεχή βάση, με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, όπως προβλέπεται στο ‘Εκτο Κεφάλαιο, Τμήματα 4 και 5, του παρόντος Μέρους και με τις απαιτήσεις σχετικά με τις τεχνικές προβλέψεις, όπως προβλέπεται στο Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 2 του παρόντος Μέρους·

(γ) το μέγεθος απόκλισης του προφίλ κινδύνου της επιχείρησης από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, όπως ορίζεται στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 107 του παρόντος Νόμου που υπολογίζεται με την τυποποιημένη μέθοδο σύμφωνα με το ‘Εκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητα 2 του παρόντος Μέρους ή με το μερικό ή το πλήρες εσωτερικό της υπόδειγμα σύμφωνα με το ‘Εκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητα 3 του παρόντος Μέρους.

(2) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), η οικεία επιχείρηση διαθέτει διαδικασίες ανάλογες προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που ενυπάρχουν στην επιχειρηματική της δραστηριότητα και οι οποίες της επιτρέπουν να εντοπίζει και να αποτιμά καταλλήλως τους κινδύνους που αντιμετωπίζει βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα και στους οποίους θα μπορούσε να εκτεθεί και παρουσιάζει τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται στην υπό αναφορά αξιολόγηση.

(3) Όταν η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 81, την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 83 ή τα μεταβατικά μέτρα που αναφέρονται στα άρθρα 422 και 423 του παρόντος Νόμου, διεξάγει την αξιολόγηση συμμόρφωσης προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1), λαμβάνοντας και μη λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις προσαρμογές και τα μεταβατικά μέτρα.

(4) Στην περίπτωση που αναφέρεται η παράγραφος (γ) του εδαφίου (1), όταν χρησιμοποιείται εσωτερικό υπόδειγμα, η αξιολόγηση πραγματοποιείται μαζί με την αναπροσαρμογή, η οποία μετατρέπει τα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τον κίνδυνο σε μέτρηση κινδύνου και σε διαμόρφωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας.

(5) Η εκτίμηση ιδίου κινδύνου και φερεγγυότητας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της επιχειρηματικής στρατηγικής και λαμβάνεται υπόψη σε συνεχή βάση στις στρατηγικές αποφάσεις της επιχείρησης.

(6) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διενεργούν την αξιολόγηση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) τακτικά και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά από οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή στο προφίλ κινδύνου τους.

(7) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενημερώνουν τον Έφορο για τα αποτελέσματα της εσωτερικής εκτίμησης κινδύνου και φερεγγυότητας, στο πλαίσιο των πληροφοριών που διαβιβάζονται δυνάμει του άρθρου 38 του παρόντος Νόμου.

(8) Η αποτίμηση ιδίου κινδύνου και φερεγγυότητας δεν εξυπηρετεί στον υπολογισμό κεφαλαιακών απαιτήσεων:

Νοείται ότι οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας θα αναπροσαρμόζονται μόνο σύμφωνα με τα άρθρα 40, 270 έως 272 και 277 του παρόντος Νόμου.

Σύστημα εσωτερικού ελέγχου

47. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν αποτελεσματικό σύστημα εσωτερικού ελέγχου (“internal control”), το οποίο περιλαμβάνει, τουλάχιστον, διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου, κατάλληλες ρυθμίσεις πληροφόρησης σε όλα τα επίπεδα της επιχείρησης και λειτουργία συμμόρφωσης.

(2) Η λειτουργία συμμόρφωσης περιλαμβάνει την παροχή συμβουλών στο διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης για τη συμμόρφωση με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, καθώς επίσης και εκτίμηση του πιθανού αντικτύπου, τυχόν αλλαγών στο νομικό περιβάλλον στις πράξεις της οικείας επιχείρησης και τον προσδιορισμό και την εκτίμηση του κινδύνου συμμόρφωσης.

Εσωτερικός έλεγχος

48. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν ουσιαστική λειτουργία εσωτερικού ελέγχου (“internal audit”), η οποία περιλαμβάνει αξιολόγηση της επάρκειας και της αποτελεσματικότητας του συστήματος εσωτερικού ελέγχου καθώς και άλλων στοιχείων του συστήματος διακυβέρνησης.

(2) Η λειτουργία εσωτερικού ελέγχου είναι αντικειμενική και ανεξάρτητη από τις επιχειρησιακές λειτουργίες.

(3) Τυχόν διαπιστώσεις και συστάσεις του εσωτερικού ελέγχου αναφέρονται στο διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης, το οποίο καθορίζει ποιες ενέργειες αναλαμβάνονται σε σχέση με κάθε ένα από τα συμπεράσματα και τις συστάσεις του εσωτερικού λογιστικού ελέγχου και διασφαλίζει την εκτέλεση των ενεργειών αυτών.

Αναλογιστική λειτουργία.

49. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις προβλέπουν αποτελεσματική αναλογιστική λειτουργία, η οποία-

(α) συντονίζει τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων·

(β) εξασφαλίζει την καταλληλότητα των μεθόδων και των υποκείμενων υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται, καθώς και των παραδοχών που γίνονται στον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων·

(γ) αξιολογεί την επάρκεια και ποιότητα των στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων·

(δ) συγκρίνει τις βέλτιστες εκτιμήσεις σε σχέση με τις εμπειρικές παρατηρήσεις·

(ε) πληροφορεί το διοικητικό συμβούλιο σχετικά με την αξιοπιστία και καταλληλότητα του υπολογισμού των τεχνικών προβλέψεων·

(στ) επιβλέπει τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 88 του παρόντος Νόμου·

(ζ) εκφράζει γνώμη για τη γενική πολιτική ανάληψης ασφαλιστικών κινδύνων∙

(η) εκφράζει γνώμη σχετικά με την καταλληλότητα των αντασφαλιστικών συμφωνιών· και

(θ) συμβάλλει στην αποτελεσματική εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 45, ιδίως σε σχέση με την υποδειγματοποίηση του κινδύνου στην οποία στηρίζεται ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων που αναφέρονται στο Έκτο Κεφάλαιο, τμήματα 4 και 5 του παρόντος Μέρους και της αξιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 46 του παρόντος Νόμου.

(2) Η αναλογιστική λειτουργία εκτελείται από πρόσωπα που διαθέτουν γνώση αναλογιστικών και οικονομικών μαθηματικών ανάλογη προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που είναι εγγενείς της επιχειρηματικής δραστηριότητας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, και τα οποία είναι σε θέση να αποδείξουν τη σχετική πείρα τους, σε σχέση με τα ισχύοντα επαγγελματικά και άλλου είδους πρότυπα, τα οποία καθορίζονται με Κανονισμούς που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση.

(3) Ο διορισμός του προσώπου που εκτελεί την αναλογιστική λειτουργία σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ανακοινώνεται εγγράφως στον Έφορο μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών από το διορισμό. Στο έγγραφο της ανακοίνωσης αναφέρονται η ημέρα του διορισμού, το όνομα και τα προσόντα του προσώπου που διορίζεται και το γεγονός ότι πληροί τις προϋποθέσεις του εδαφίου (2).

(4) Σε περίπτωση κατά την οποία τερματίζεται ο διορισμός του προσώπου που εκτελεί την αναλογιστική λειτουργία για οποιαδήποτε αιτία, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει υποχρέωση μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών να προβεί στο διορισμό άλλου, εις αντικατάστασή του.

(5) Ο τερματισμός του διορισμού του προσώπου που εκτελεί την αναλογιστική λειτουργία ανακοινώνεται εγγράφως στον Έφορο, από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και το ίδιο το πρόσωπο μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών, αφότου επεσυνέβη ο τερματισμός. Στο έγγραφο της ανακοίνωσης καθορίζονται οι λόγοι για τους οποίους τερματίστηκε ο διορισμός και ο Έφορος δύναται να ζητήσει περαιτέρω διευκρινήσεις για τους λόγους αυτούς, είτε από το ίδιο το πρόσωπο είτε από την ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.

(6) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος ενίσταται στο διορισμό του προσώπου που εκτελεί την αναλογιστική λειτουργία οφείλει να κοινοποιήσει εγγράφως την απόφασή του στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση , και σε τέτοια περίπτωση η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει υποχρέωση εντός τριάντα ημερών να διορίσει νέο πρόσωπο.

(7) Ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία παραλείπει, χωρίς εύλογη αιτία, να διορίσει πρόσωπο που εκτελεί αναλογιστική λειτουργία εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στο παρόν άρθρο, δεν επιτρέπεται να ασκεί νέες ασφαλιστικές εργασίες, μέχρις ότου προβεί σε τέτοιο διορισμό και οποιαδήποτε παράβαση των διατάξεων του παρόντος εδαφίου επισύρει την επιβολή διοικητικού προστίμου από τον Έφορο.

(8)(α) Η απόφαση του Εφόρου να μην εγκρίνει το πρόσωπο που θα εκτελεί αναλογιστική λειτουργία δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Γενικού Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξει του άρθρου 347 του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι η πιο πάνω απόφαση δύναται να προσβληθεί απευθείας με προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

(β) Η απορριπτική απόφαση του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο (α), δύναται να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος:

Νοείται ότι εκκρεμούσης της απόφασης του Γενικού Διευθυντή, ουδεμία προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος μπορεί να ασκηθεί.

Εξωτερική ανάθεση (Εξωπορισμός).

50. (1) Ανεξάρτητα από το κατά πόσο οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αναθέτουν εξωτερικά επιχειρησιακές λειτουργίες ή άλλου είδους ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές δραστηριότητες, αυτές εξακολουθούν να έχουν την πλήρη ευθύνη εκπλήρωσης όλων των υποχρεώσεών τους δυνάμει του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση ή οποιωνδήποτε άλλων εκτελεστικών μέτρων εκδίδονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

(2) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, έχουν υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι τυχόν εξωτερική ανάθεση κρίσιμων ή σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών ή δραστηριοτήτων τους δεν αναλαμβάνεται με τρόπο που να οδηγεί σε κάποια από τις κατωτέρω καταστάσεις:

(α) ουσιώδη μείωση της ποιότητας του συστήματος διακυβέρνησης της σχετικής επιχείρησης·

(β) αδικαιολόγητη αύξηση του λειτουργικού κινδύνου·

(γ) μείωση της ικανότητας του Εφόρου να παρακολουθεί την εκπλήρωση των υποχρεώσεων από την επιχείρηση·

(δ) υπονόμευση της συνεχούς και ικανοποιητικής παροχής υπηρεσιών προς τους αντισυμβαλλομένους.

(3) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν υποχρέωση να ενημερώνουν εγκαίρως τον Έφορο πριν από την εξωτερική ανάθεση κρίσιμων ή σημαντικών λειτουργιών ή δραστηριοτήτων, καθώς και για τυχόν μεταγενέστερες σημαντικές αλλαγές σε σχέση με τις λειτουργίες ή δραστηριότητες αυτές.

(4) Ο Έφορος δύναται, σε περίπτωση που κρίνει ότι η εξωτερική ανάθεση κρίσιμων ή σημαντικών λειτουργιών ή δραστηριοτήτων της επιχείρησης οδηγεί στις καταστάσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (2), να μην επιτρέψει την εξωτερική ανάθεση και να καλέσει την επιχείρηση όπως ακυρώσει οποιαδήποτε συμφωνία εξωτερικής ανάθεσης. Παράλειψη συμμόρφωσης με την απόφαση του Εφόρου που λαμβάνεται δυνάμει του παρόντος εδαφίου, επισύρει την επιβολή διοικητικού προστίμου από τον Έφορο.

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις της Επιτροπής και ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα.

51. (1) Ο Έφορος, κατά την άσκηση του εποπτικού ελέγχου δυνάμει του παρόντος Τμήματος, εφαρμόζει τις κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις αναφορικά με-

(α) τα στοιχεία των συστημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 43, 45, 47 και 49 του παρόντος Νόμου και ιδίως των τομέων που καλύπτονται από τη διαχείριση στοιχείων ενεργητικού-παθητικού και την επενδυτική πολιτική, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 45, των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων∙

(β) τις λειτουργίες που αναφέρονται στα άρθρα 45, 47, 48 και 49 του παρόντος Νόμου.

(2) Ο Έφορος κατά την άσκηση του εποπτικού ελέγχου δυνάμει του παρόντος Τμήματος, εφαρμόζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, αναφορικά με-

(α) τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 44 του παρόντος Νόμου και τις σχετικές λειτουργίες∙

(β) τους όρους για εξωτερική ανάθεση, ειδικότερα σε παρόχους υπηρεσιών εγκαταστημένους σε τρίτες χώρες.

(3) Ο Έφορος, κατά την άσκηση εποπτείας αναφορικά με την εσωτερική εκτίμηση κινδύνου και φερεγγυότητας που πρέπει να διεξάγουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 46, εφαρμόζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα.

ΤΜΗΜΑ 3 - ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ
Έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση: περιεχόμενα

52. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν υποχρέωση να δημοσιοποιούν, σε ετήσια βάση, έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική τους κατάσταση, λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που απαιτούνται στο εδάφιο (3) και τις αρχές που παρατίθενται στο εδάφιο (4) του άρθρου 38 του παρόντος Νόμου.

(2) Η αναφερόμενη στο εδάφιο (1) έκθεση περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες, είτε αυτούσιες είτε με παραπομπές σε πληροφορίες αντίστοιχες, ως προς τη φύση και την έκταση, που δημοσιοποιούνται δυνάμει άλλων διατάξεων του παρόντος Νόμου:

(α) την περιγραφή της δραστηριότητας και των επιδόσεων της επιχείρησης·

(β) την περιγραφή του συστήματος διακυβέρνησης και εκτίμηση της καταλληλότητάς του για το προφίλ κινδύνου της επιχείρησης·

(γ) την περιγραφή, χωριστά για κάθε κατηγορία κινδύνου, της έκθεσης στον κίνδυνο, της συγκέντρωσης κινδύνων, της μείωσης του κινδύνου και της ευαισθησίας στον κίνδυνο·

(δ) την περιγραφή, χωριστά για τα στοιχεία του ενεργητικού, τις τεχνικές προβλέψεις, και τις λοιπές υποχρεώσεις, των βάσεων και μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την αποτίμησή τους, με επεξήγηση τυχόν σημαντικών διαφορών στις βάσεις και τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την αποτίμησή τους σε οικονομικές καταστάσεις·

(ε) την περιγραφή της διαχείρισης των κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον των ακολούθων:

(i) της διάρθρωσης και του ύψους των ιδίων κεφαλαίων, καθώς και της ποιότητάς τους·

(ii) των ποσών των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων και των απαιτήσεων κεφαλαιακής επάρκειας·

(iii) της επιλογής που προβλέπεται στο άρθρο 417 του παρόντος Νόμου για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας·

(iv) πληροφοριών που επιτρέπουν την ορθή κατανόηση των κυριότερων διαφορών μεταξύ των παραδοχών στις οποίες βασίζεται η τυποποιημένη μέθοδος και εκείνων του εσωτερικού υποδείγματος που χρησιμοποιεί από την επιχείρηση για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας·

(v) του ποσού τυχόν μη συμμόρφωσης με τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις ή τυχόν σημαντικής μη συμμόρφωσης με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, ακόμα και εάν στη συνέχεια επιλύθηκαν τα προβλήματα, με επεξήγηση της προέλευσης και των επιπτώσεων, καθώς και των ενδεχόμενων μέτρων αποκατάστασης που έχουν ληφθεί.

(3) Όταν εφαρμόζεται η προσαρμογή επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 81 του παρόντος Νόμου, η περιγραφή που αναφέρεται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) περιλαμβάνει περιγραφή της προσαρμογής λόγω αντιστοίχισης και του χαρτοφυλακίου των υποχρεώσεων και των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων στα οποία εφαρμόζεται η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης, καθώς και ποσοτική έκφραση του αντικτύπου που θα είχε στην οικονομική θέση της επιχείρησης η μεταβολή της προσαρμογής λόγω αντιστοίχισης στο μηδέν καθώς επίσης και δήλωση για το αν χρησιμοποιείται από την επιχείρηση η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 83 και ποσοτική έκφραση του αντικτύπου που θα είχε στην οικονομική θέση της επιχείρησης η μεταβολή της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στο μηδέν.

(4) Η περιγραφή που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i), της παραγράφου (ε) του εδαφίου (2) περιλαμβάνει ανάλυση οποιωνδήποτε σημαντικών αλλαγών σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο αναφοράς και επεξήγηση ενδεχόμενων σοβαρών διαφορών, σε σχέση με την αξία των στοιχείων αυτών στις οικονομικές καταστάσεις, και σύντομη περιγραφή της δυνατότητας μεταφοράς κεφαλαίων.

(5) Η δημοσιοποίηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (ε) του εδαφίου (2) εμφανίζει χωριστά το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητες 2 και 3 του παρόντος Μέρους και οποιεσδήποτε πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 40 ή τον αντίκτυπο των ειδικών παραμέτρων που η ασφαλιστική ή η αντασφαλιστική επιχείρηση καλείται να χρησιμοποιεί σύμφωνα με το άρθρο 117 του παρόντος Νόμου, παράλληλα με συνοπτικές πληροφορίες σχετικά με την αιτιολόγησή τους από τον Έφορο:

Νοείται ότι, με την επιφύλαξη οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση ή οποιωνδήποτε άλλων κατ΄εξουσιοδότηση πράξεων ή ρυθμιστικών ή εκτελεστικών τεχνικών προτύπων λαμβάνονται σε εθνικό ή ευρωπαϊκό επίπεδο αναφορικά με υποχρεωτική δημοσιοποίηση απαιτήσεων και ανεξάρτητα από τις διατάξεις της υποπαραγράφου (ii) της παραγράφου (ε) του εδαφίου (2), η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση ή ο αντίκτυπος των ειδικών παραμέτρων που απαιτείται να χρησιμοποιεί η ασφαλιστική ή η αντασφαλιστική επιχείρηση σύμφωνα με το άρθρο 117 δεν χρειάζεται να δημοσιοποιούνται χωριστά κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου η οποία δεν υπερβαίνει την 31η Δεκεμβρίου 2020.

(6) Η δημοσιοποίηση των απαιτήσεων κεφαλαιακής επάρκειας συνοδεύεται, κατά περίπτωση, από ένδειξη ότι το τελικό τους ύψος εξακολουθεί να υπόκειται σε εποπτική αξιολόγηση από τον Έφορο.

Πληροφορίες προς την EIOPA.

53. Με την επιφύλαξη του άρθρου 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, ο Έφορος παρέχει σε ετήσια βάση τις ακόλουθες πληροφορίες στην EIOPA:

(α) Τη μέση πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση ανά επιχείρηση και την κατανομή των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων που επιβλήθηκαν από την εποπτική αρχή κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, ως ποσοστό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας. Τα στοιχεία αυτά εμφανίζονται χωριστά για τα εξής:

(i) τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις∙

(ii) τις επιχειρήσεις ασφάλισης Ζωής∙

(iii) τις επιχειρήσεις ασφάλισης Γενικής Φύσεως∙

(iv) τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις ασφαλίσεις Ζωής και Γενικής Φύσεως∙

(v) για τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις˙

(β) για καθεμιά από τις δημοσιοποιήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του παρόντος άρθρου, το ποσοστό των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων που επιβάλλονται βάσει των παραγράφων (α), (β) και (γ) αντίστοιχα του εδαφίου (1) του άρθρου 40 του παρόντος Νόμου˙

(γ) τον αριθμό των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που επωφελούνται από περιορισμό στη συχνότητα της εποπτικής αναφοράς και τον αριθμό των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που εξαιρούνται από την αναλυτική υποβολή πληροφοριών ανά στοιχείο που αναφέρεται στα εδάφια (6) και (7) του άρθρου 38 του παρόντος Νόμου, μαζί με τον όγκο των κεφαλαιακών απαιτήσεών τους, των ασφαλίστρων τους, των τεχνικών προβλέψεων και των στοιχείων ενεργητικού τους, υπολογισμένων αντίστοιχα ως ποσοστών του συνολικού όγκου των κεφαλαιακών απαιτήσεων, των ασφαλίστρων, των τεχνικών προβλέψεων και των στοιχείων ενεργητικού των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων του κράτους μέλους˙

(δ) τον αριθμό των ομίλων που επωφελούνται από περιορισμό στη συχνότητα της εποπτικής αναφοράς και τον αριθμό των ομίλων που εξαιρούνται από την αναλυτική υποβολή πληροφοριών ανά στοιχείο που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 293 του παρόντος Νόμου, μαζί με τον όγκο των κεφαλαιακών απαιτήσεών τους, των ασφαλίστρων τους, των τεχνικών προβλέψεων και των στοιχείων ενεργητικού τους, υπολογισμένων αντίστοιχα ως ποσοστών του συνολικού όγκου των κεφαλαιακών απαιτήσεων, των ασφαλίστρων, των τεχνικών προβλέψεων και των στοιχείων ενεργητικού όλων των ομίλων.

Έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση: εφαρμοζόμενες αρχές

54. (1) Ο Έφορος επιτρέπει στις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να μην δημοσιεύουν πληροφορίες στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) εάν με τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών αυτών οι ανταγωνιστές της επιχείρησης αποκτούν σημαντικό αδικαιολόγητο πλεονέκτημα·

(β) εάν προβλέπονται υποχρεώσεις προς τους αντισυμβαλλόμενους ή άλλου είδους συμβατικές σχέσεις ο οποίες δεσμεύουν την επιχείρηση για την τήρηση του απορρήτου ή της εμπιστευτικότητας.

(2) Σε περίπτωση που ο Έφορος επιτρέψει τη μη δημοσιοποίηση πληροφοριών, οι επιχειρήσεις αναφέρουν το γεγονός αυτό στην έκθεση για τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση, εξηγώντας τους λόγους.

(3) Ο Έφορος επιτρέπει στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν δημοσιοποιήσεις –ή να αναφέρονται σε αυτές– που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με άλλες διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ευρωπαϊκού δικαίου, στο βαθμό που οι δημοσιοποιήσεις αυτές ισοδυναμούν με τις πληροφορίες που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 52 του παρόντος Νόμου, τόσο ως προς τη φύση τους όσο και ως προς το πεδίο τους.

(4) Οι διατάξεις των εδαφίων (1) και (2), δεν εφαρμόζονται στις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (2) του άρθρου 52 του παρόντος Νόμου.

Έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση: επικαιροποιήσεις και εκούσια παροχή πρόσθετων πληροφοριών

55. (1) Σε περίπτωση σοβαρών εξελίξεων που επηρεάζουν σημαντικά τη συνάφεια των πληροφοριών που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με τα άρθρα 51 και 54 του παρόντος Νόμου, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δημοσιεύουν τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με τη φύση και τα αποτελέσματα των εξελίξεων αυτών.

(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), ως σοβαρές εξελίξεις θεωρούνται τουλάχιστον τα πιο κάτω:

(α) Όταν παρατηρείται μη συμμόρφωση με τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις και ο Έφορος είτε θεωρεί ότι η επιχείρηση δεν θα είναι σε θέση να υποβάλει εφαρμόσιμο βραχυπρόθεσμο οικονομικό σχέδιο είτε δεν λαμβάνει τέτοιου είδους σχέδιο εντός ενός μηνός από την ημερομηνία που παρατηρήθηκε η μη συμμόρφωση, και σε τέτοια περίπτωση ο Έφορος απαιτεί από την οικεία επιχείρηση να δημοσιοποιήσει άμεσα το μέγεθος της μη συμμόρφωσης, μαζί με επεξήγηση της προέλευσης και των συνεπειών, συμπεριλαμβανομένων τυχόν διορθωτικών μέτρων που έχουν ληφθεί. Εάν, παρά το βραχυπρόθεσμο οικονομικό σχέδιο που είχε αρχικά θεωρηθεί εφαρμόσιμο, δεν έχει επιλυθεί το πρόβλημα της μη συμμόρφωσης με τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις εντός τριών μηνών από τη στιγμή που παρατηρήθηκαν, το γεγονός αυτό δημοσιοποιείται στο τέλος της περιόδου αυτής, μαζί με επεξήγηση της προέλευσης και των επιπτώσεων, συμπεριλαμβανομένων τυχόν διορθωτικών μέτρων που έχουν ληφθεί καθώς και περαιτέρω μέτρων που έχουν προγραμματισθεί.

(β) όταν παρατηρείται σημαντική μη συμμόρφωση με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και ο Έφορος δεν λαμβάνει εφαρμόσιμο σχέδιο ανάκαμψης εντός δύο μηνών από την ημερομηνία που παρατηρήθηκε η μη συμμόρφωση, και σε τέτοια περίπτωση ο Έφορος απαιτεί από την οικεία επιχείρηση να δημοσιοποιήσει άμεσα το ποσό της μη συμμόρφωσης, μαζί με επεξήγηση της προέλευσης και των συνεπειών, συμπεριλαμβανομένων τυχόν διορθωτικών μέτρων που έχουν ληφθεί. Εάν, παρά το σχέδιο ανάκαμψης που είχε αρχικά θεωρηθεί εφαρμόσιμο, δεν έχει επιλυθεί το πρόβλημα της μη συμμόρφωσης με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας εντός έξι μηνών από τη στιγμή που παρατηρήθηκαν, το γεγονός αυτό δημοσιοποιείται στο τέλος της περιόδου αυτής, μαζί με επεξήγηση της προέλευσης και των επιπτώσεων, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν διορθωτικών μέτρων που έχουν ληφθεί καθώς και περαιτέρω διορθωτικών μέτρων που έχουν προγραμματισθεί.

(3) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δημοσιοποιούν, σε εκούσια βάση, οιαδήποτε πληροφορία ή επεξήγηση συνδεόμενη με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική τους κατάσταση, η δημοσιοποίηση της οποίας δεν απαιτείται ήδη σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) και των άρθρων 52 και 54 του παρόντος Νόμου.

Έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση: πολιτική και έγκριση

56. (1) Κάθε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση διαθέτει τα ενδεδειγμένα συστήματα και δομές προκειμένου να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στα άρθρα 59 και 61, καθώς και στο εδάφιο (1) του άρθρου 62 του παρόντος Νόμου, και να διαθέτουν γραπτώς τεκμηριωμένη πολιτική που να εξασφαλίζει τη διαρκή καταλληλότητα πληροφοριών που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με τα άρθρα 59, 61 και 62.

(2) Η έκθεση για τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση αποτελεί αντικείμενο έγκρισης από το διοικητικό συμβούλιο της ασφαλιστικής ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης και δημοσιεύεται μόνο μετά την έγκριση αυτή.

Έκθεση για τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση

57. Κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας δυνάμει του παρόντος Τμήματος, ο Έφορος εφαρμόζει τις σχετικές κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις και τα σχετικά εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα.

ΤΜΗΜΑ 4 - ΕΙΔΙΚΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ
Απόκτηση ή παύση ή μείωση συμμετοχών

58. (1) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (στο εξής, "υποψήφιος αγοραστής"), το οποίο, μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή, κατά την έννοια του παρόντος Νόμου, στο κεφάλαιο ή στα δικαιώματα ψήφου μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, την ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του 20%, του 30% ή του 50%, ή ώστε η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση (προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής), απευθύνει, καταρχάς, κοινοποίηση εγγράφως στον Έφορο για έγκριση, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής, καθώς και τις προβλεπόμενες στο εδάφιο (4) του άρθρου 60 του παρόντος Νόμου σχετικές πληροφορίες.

(2) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο αποφασίζει να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, υποχρεούται να απευθύνει, καταρχάς, γραπτή κοινοποίηση στον Έφορο, προσδιορίζοντας το ύψος της συμμετοχής μετά την προτιθέμενη διάθεση από το εν λόγω πρόσωπο.

(3) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αναφέρεται στο εδάφιο (2) και το οποίο αποφασίζει να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, προκειμένου η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από το κατώτατα όρια του 20%, 30% ή 50 % ή προκειμένου η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να παύσει να είναι θυγατρική, υποχρεούται, ομοίως, να απευθύνει γραπτή κοινοποίηση στον Έφορο για την απόφασή του προσδιορίζοντας το ύψος της προτιθέμενης διάθεσης από το εν λόγω πρόσωπο.

Περίοδος αξιολόγησης

59. (1) Ο Έφορος, αμέσως και εν πάση περιπτώσει εντός δύο εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης που απαιτείται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 58 του παρόντος Νόμου, καθώς και σε περίπτωση ενδεχόμενης μεταγενέστερης παραλαβής των πληροφοριών που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, ενημερώνει εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή για την παραλαβή τους καθώς και αναφορικά με την ημερομηνία της λήξης της περιόδου αξιολόγησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2).

(2) Ο Έφορος αποφασίζει εντός μέγιστης περιόδου εξήντα εργασίμων ημερών ("περίοδος αξιολόγησης") από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων τα οποία απαιτείται να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση, βάσει του καθορισμένου τύπου που προβλέπεται στο εδάφιο (4) του άρθρου 60 του παρόντος Νόμου, προκειμένου να διενεργήσει την αξιολόγηση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του ιδίου άρθρου 60 ("η αξιολόγηση"):

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία ο κάτοχος της ειδικής συμμετοχής είναι νομικό πρόσωπο, ο Έφορος έχει τις ακόλουθες εξουσίες:

(α) Να ζητά πληροφορίες για την ταυτότητα των φυσικών προσώπων, τα οποία άμεσα ή έμμεσα ελέγχουν, κατά την έννοια του άρθρου 2 του παρόντος Νόμου, το νομικό αυτό πρόσωπο∙ και

(β) να ζητά τη γνωστοποίηση των οικονομικών του καταστάσεων, τόσον κατά το χρόνο κτήσεως της ειδικής συμμετοχής όσον και μετέπειτα, εφόσον κρίνεται αναγκαίο από τον Έφορο, καθώς και όταν καθιστά την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση θυγατρική του, προς το σκοπό ελέγχου της χρηματοοικονομικής του κατάστασης:

Νοείται περαιτέρω ότι, για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο της ταυτότητας των φυσικών προσώπων, τα οποία κατέχουν ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ο Έφορος δύναται να απαιτεί όπως συγκεκριμένα ποσοστά του συνόλου των μετοχών με δικαίωμα ψήφου ανήκουν σε ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα, που τυγχάνουν της προηγούμενης εγκρίσεως του Εφόρου:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, εντός της προθεσμίας των εξήντα ημερών, ο Έφορος δικαιούται να διεξάγει έρευνες για την καταλληλότητα ή την επαλήθευση της καταλληλότητας των προσώπων, τα οποία προτίθενται να αποκτήσουν συμμετοχή, συμπεριλαμβανομένων και των φυσικών προσώπων, τα οποία ελέγχουν τα συμμετέχοντα νομικά πρόσωπα, προς διασφάλιση της χρηστής διαχείρισης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και για το σκοπό αυτό ο Έφορος δύναται να συνεργάζεται με άλλες αρμόδιες αρχές εντός και εκτός Δημοκρατίας.

(3) Ο Έφορος δύναται, εάν κρίνει αυτό απαραίτητο, κατά την περίοδο αξιολόγησης, και εν πάση περιπτώσει όχι μετά την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα της περιόδου αυτής, να απαιτεί εγγράφως περαιτέρω πληροφορίες, οι οποίες καθορίζονται συγκεκριμένα, και οι οποίες είναι αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης:

Νοείται ότι, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από τον Έφορο και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, διακόπτεται η περίοδος αξιολόγησης, σε κάθε περίπτωση όχι για περίοδο πέραν των είκοσι εργάσιμων ημερών:

Νοείται περαιτέρω ότι ο Έφορος έχει διακριτική ευχέρεια να απαιτεί περαιτέρω πληροφορίες ή διευκρινίσεις χωρίς όμως αυτό να καταλήγει σε οποιαδήποτε περαιτέρω διακοπή της περιόδου αξιολόγησης.

(4) Ο Έφορος δύναται να παρατείνει τη διακοπή της περιόδου αξιολόγησης που αναφέρεται στην πρώτη επιφύλαξη του εδαφίου (3) έως τριάντα εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής:

(α) είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο τρίτης χώρας∙ ή

(β) είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δεν υπόκειται σε εποπτεία δυνάμει του παρόντος Νόμου ή δυνάμει του περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου του 2012 ή τον περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμο του 2007 ή του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου του 2007, όπως οι Νόμοι αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.

(5)(α) Εάν ο Έφορος, μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησής του, αποφασίσει να μην εγκρίνει την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, ενημερώνει εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο εργασίμων ημερών, και χωρίς να υπερβούν την περίοδο αξιολόγησης που αναφέρεται στο εδάφιο (2), εκθέτοντας τους λόγους της απόφασης αυτής:

Νοείται ότι, η δέουσα αιτιολόγηση της απόφασης μπορεί να δημοσιοποιείται κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή, ενώ ο Έφορος δύναται, ανεξάρτητα από αίτημα του υποψήφιου αγοραστή, να προβαίνει στη δημοσιοποίηση της άρνησης παραχώρησης έγκρισης.

(β) Η απόφαση του Εφόρου να μην εγκρίνει την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Γενικού Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 347 του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι η πιο πάνω απόφαση του Εφόρου δύναται να προσβληθεί απευθείας με προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

(γ) Η απορριπτική απόφαση του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο (β), δύναται να προσβληθεί με προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος:

Νοείται ότι, εκκρεμούσης της απόφασης του Γενικού Διευθυντή, ουδεμία προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος μπορεί να ασκηθεί.

(6) Εάν ο Έφορος δεν αντιταχθεί εγγράφως στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, εντός της περιόδου αξιολόγησης, τότε η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.

(7) Ο Έφορος, εφόσον εγκρίνει την απόκτηση ειδικής συμμετοχής δύναται να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνει την προθεσμία αυτή, εφόσον το κρίνει αναγκαίο.

(8) Ο Έφορος δεν δύναται να επιβάλλει απαιτήσεις για την κοινοποίηση και για την έγκριση άμεσης ή έμμεσης απόκτησης δικαιωμάτων ψήφου ή κεφαλαίου αυστηρότερες από τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο.

(9) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (3), οι υποψήφιοι αγοραστές οφείλουν να συμπεριλαμβάνουν στην κοινοποίησή τους τις πληροφορίες που καθορίζονται στο εδάφιο (4) του άρθρου 60 του παρόντος Νόμου, σύμφωνα με τα σχετικά ρυθμιστικά πρότυπα.

(10) Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται τα ρυθμιστικά σχετικά πρότυπα αναφορικά με τις προσαρμογές των κριτηρίων που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 60 και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα αναφορικά με τις διαδικασίες, μορφότυπους και υποδείγματα για τη διαδικασία διαβούλευσης μεταξύ των σχετικών εποπτικών αρχών όπως καθορίζεται στο άρθρο 61 του παρόντος Νόμου.

Αξιολόγηση

60. (1) Κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 58 και των πληροφοριών που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 59 του παρόντος Νόμου, ο Έφορος, προκειμένου να εξασφαλίσει την ορθή και συνετή διοίκηση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, αξιολογεί την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και την ορθότητα της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

(α) Τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή·

(β) τη φήμη και την πείρα οποιουδήποτε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής·

(γ) τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκούνται από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής·

(δ) την ικανότητα της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης να ανταποκρίνεται και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας δυνάμει του παρόντος Νόμου, και, ανάλογα με την περίπτωση, άλλων νόμων ή οδηγιών που εκδίδονται από τον Έφορο, και ιδίως, οδηγιών που ρυθμίζουν θέματα αναφορικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, ιδίως δε το κατά πόσον ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος, διαθέτει δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εποπτικών αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ τους∙

(ε) Το κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια των περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμων του 2007 έως 2014, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.

(2) Ο Έφορος δύναται να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι’ αυτό, με βάση τα κριτήρια του εδαφίου (1), ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις.

(3) Ο Έφορος δεν επιβάλλει εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί, ούτε επιτρέπεται να εξετάζει την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.

(4) Ο Έφορος γνωστοποιεί κατά τον καθορισμένο τύπο τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να του υποβάλλονται κατά την κοινοποίηση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 58 του παρόντος Νόμου, ο οποίος δεν μπορεί να περιλαμβάνει πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με την προληπτική αξιολόγηση και οι οποίες είναι ανάλογες και προσαρμοσμένες στη φύση του υποψηφίου αγοραστή και της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής.

(5) Παρά τις διατάξεις των εδαφίων (1) μέχρι (4) του άρθρου 59 του παρόντος Νόμου, εάν κοινοποιηθούν στον Έφορο δύο ή περισσότερες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στην ίδια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ο Έφορος αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αγοραστές αμερόληπτα.

Απόκτηση συμμετοχής από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που υπάγονται σε ρυθμιστικό πλαίσιο

61. (1) Ο Έφορος, κατά την αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής, διαβουλεύεται εκτενώς με τις οικείες εποπτικές αρχές άλλου κράτους μέλους, εφόσον ο υποψήφιος αγοραστής είναι:

(α) Πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, εταιρεία επενδύσεων (ΕΠΕΥ) ή εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια του περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου του 2012, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής∙

(β) η μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ΕΠΕΥ ή εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής· ή

(γ) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ΕΠΕΥ ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής.

(2) Σε περίπτωση που η εποπτική αρχή άλλου κράτους μέλους ζητά διαβούλευση αναφορικά με κοινοποίηση ειδικής συμμετοχής σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που υπάγεται στην εποπτεία της και ο υποψήφιος αγοραστής υπάγεται στην εποπτεία του Εφόρου ή στην χρηματοπιστωτική εποπτεία άλλης αρχής στη Δημοκρατία, ο Έφορος παρέχει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κάθε ουσιαστική ή σχετική πληροφορία για την αξιολόγηση της απόκτησης, διαβιβάζει, κατόπιν αιτήματος της άλλης εποπτικής αρχής κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιεί, με δική του πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες, επισημαίνοντας τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις του.

Ενημέρωση του Εφόρου από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις

62. (1) Οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που υπάγονται στην εποπτεία του Εφόρου, γνωστοποιούν στον Έφορο, μόλις ενημερωθούν σχετικά, τις αποκτήσεις ή εκποιήσεις συμμετοχών στο κεφάλαιό τους, οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν τα αντίστοιχα ποσοστά συμμετοχής πέραν των ποσοστών που αναφέρονται στο άρθρο 58 και στα εδάφια (1) έως (7) του άρθρου 59 του παρόντος Νόμου.

(2) Οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που υπάγονται στην εποπτεία του Εφόρου, γνωστοποιούν επίσης στον Έφορο, τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος, τα ονόματα των μετόχων ή μελών που κατέχουν ειδικές συμμετοχές, καθώς και το ύψος των συμμετοχών αυτών, όπως προκύπτουν, μεταξύ άλλων, από τα στοιχεία που συγκεντρώνονται κατά την ετήσια γενική συνέλευση των μετόχων ή μελών, ή από τις πληροφορίες που περιέρχονται σε γνώση τους δυνάμει των κανονιστικών διατάξεων που διέπουν τις εταιρείες των οποίων οι μετοχές έχουν εισαχθεί σε χρηματιστήριο.

Ειδικές συμμετοχές και εξουσίες του Εφόρου

63. (1) Εφόσον κατά την κρίση του Εφόρου, η επιρροή των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 58 του παρόντος Νόμου είναι δυνατόν να αποβεί σε βάρος της συνετής και ορθής διαχείρισης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, στην οποία επιδιώκεται απόκτηση ειδικής συμμετοχής ή αύξησή της, ο Έφορος λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για τερματισμό της κατάστασης αυτής, και για το σκοπό αυτό, ο Έφορος γνωστοποιεί στα επηρεαζόμενα πρόσωπα τις ειδικότερες ενέργειες ή παραλείψεις τους ή τις παράλληλες δραστηριότητές τους σε άλλους τομείς που κατά την κρίση του είναι δυνατό να αποβούν σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και, αφού ακούσει τις απόψεις τους, τους υποδεικνύει τη λήψη κατάλληλων διορθωτικών μέτρων εντός ορισμένης προθεσμίας.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία πραγματοποιείται ειδική συμμετοχή ή αυξάνεται υφιστάμενη ειδική συμμετοχή πάνω από τα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 58 του παρόντος Νόμου, είτε χωρίς να ανακοινωθεί εκ των προτέρων στον Έφορο, είτε χωρίς να εγκριθεί η πραγματοποίησή της, πέραν από οποιαδήποτε άλλα μέτρα που δυνατό να λαμβάνονται από τον Έφορο δυνάμει του εδαφίου (5), παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή αυτή.

(3) Ο Έφορος, με απόφασή του, δύναται να επιβάλλει στους κατόχους των ειδικών συμμετοχών που παραβιάζουν τις διατάξεις του παρόντος άρθρου περί ειδικής συμμετοχής, τις ακόλουθες κυρώσεις μεμονωμένα ή σωρευτικά-

(α) διοικητικό πρόστιμο μέχρι ποσοστού 10% της αξίας των μετοχών που μεταβιβάστηκαν, χωρίς να τηρηθούν οι διατάξεις των προηγούμενων άρθρων του παρόντος Τμήματος·

(β) αποκλεισμό των προσώπων αυτών από το Διοικητικό συμβούλιο της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και από οποιαδήποτε διευθυντική θέση στην εταιρεία αυτή για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, προκειμένου περί φυσικών προσώπων.

(4) Σε περίπτωση κατά την οποία παραλείπεται η ανακοίνωση στον Έφορο της αλλαγής της ταυτότητας φυσικού προσώπου, που ελέγχει νομικό πρόσωπο με ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική εταιρεία, αυτοδικαίως παύει να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή του νομικού προσώπου, στο δε φυσικό πρόσωπο ο Έφορος δύναται να επιβάλει την κύρωση που προβλέπεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (3).

(5) Σε περίπτωση κατά την οποία παραβιάζεται η υποχρέωση προς ανακοίνωση δυνάμει του παρόντος άρθρου, ο Έφορος δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο ύψους μέχρι ποσοστού 5% της αξίας των μετοχών που μεταβιβάστηκαν χωρίς προηγούμενη ανακοίνωση.

(6) Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης φυσικού ή νομικού προσώπου, που κατέχει άμεσα ή έμμεσα ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική επιχείρηση, με τις διατάξεις του εδαφίου (1), ο Έφορος δύναται να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για τον τερματισμό της δυσμενούς επιρροής που ασκούν τα πρόσωπα αυτά στη διαχείριση της εταιρείας και ειδικότερα–

(α) να διατάσσει την απομάκρυνσή τους από το διοικητικό συμβούλιο της ασφαλιστικής επιχείρησης και από οποιαδήποτε διευθυντική θέση σε αυτήν·

(β) να αναστέλλει, μέχρι να αρθούν οι συνθήκες που επέβαλαν τη λήψη των συγκεκριμένων μέτρων, την άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τις μετοχές που κατέχουν τα πρόσωπα αυτά·

(γ) να απαγορεύει οποιαδήποτε νέα συναλλαγή ασφαλιστικής επιχείρησης με τα πρόσωπα αυτά καθώς και να κηρύσσει ληξιπρόθεσμα και αμέσως απαιτητά τα δάνεια που έχουν λάβει όλα τα πιο πάνω πρόσωπα από την ασφαλιστική εταιρεία.

(7)(α) Οποιαδήποτε απόφαση του Εφόρου που λαμβάνεται δυνάμει του παρόντος άρθρου δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Γενικού Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 347 του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι η πιο πάνω απόφαση του Εφόρου δύναται να προσβληθεί απευθείας με προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

(β) Η απορριπτική απόφαση του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο (α), δύναται να προσβληθεί με προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος:

Νοείται ότι, εκκρεμούσης της απόφασης του Γενικού Διευθυντή, ουδεμία προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος μπορεί να ασκηθεί.

Δικαιώματα ψήφου

64. (1) Για τους σκοπούς του παρόντος Τμήματος, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου που καθορίζονται στα άρθρα 28 και 30 των περί των Προϋποθέσεων Διαφάνειας (Κινητές Αξίες προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά) Νόμων του 2007 έως (Αρ. 2) του 2014, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, καθώς και οι όροι για την άθροισή τους που προβλέπονται στο εδάφιο (4) του άρθρου 32 και στο εδάφιο (1) του άρθρου 34 των εν λόγω Νόμων.

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Τμήματος, δεν λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή οι μετοχές, τις οποίες τυχόν κατέχουν ΕΠΕΥ ή πιστωτικά ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή/και τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το σημείο 6 του Μέρους Ι του Τρίτου Παραρτήματος των περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμων του 2007 μέχρι 2014, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω δικαιώματα, αφενός, δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και, αφετέρου, εφόσον μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.

ΤΜΗΜΑ 5 - ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ, ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΚΛΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΟΠΤΙΚΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ
Υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου

65. (1) Με την επιφύλαξη των εξεταστικών εξουσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δυνάμει του άρθρου 226 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), ο Έφορος, οι Βοηθοί Έφοροι καθώς και κάθε πρόσωπο της Υπηρεσίας ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ασκεί ή έχει ασκήσει οποιαδήποτε δραστηριότητα για λογαριασμό του Εφόρου, καθώς και οι ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες που ενεργούν εξ ονόματος του Εφόρου, δεσμεύονται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 135 του Ποινικού Κώδικα, οι εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες λαμβάνουν τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (1), κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεν γνωστοποιούνται σε άλλο πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνον σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή και κατά τρόπο ώστε να μην είναι δυνατόν να αναγνωρισθούν συγκεκριμένες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2), όταν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει εκκαθαριστεί ή είναι σε διαδικασία εκκαθάρισης, οι εμπιστευτικές πληροφορίες που δεν αφορούν τους τρίτους που συμμετέχουν στις προσπάθειες διάσωσής της μπορούν να αποκαλύπτονται στα πλαίσια αστικών αγωγών.

Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του Εφόρου και των εποπτικών αρχών άλλων κρατών μελών και της EIOPA

66. (1) Οι διατάξεις του άρθρου 65 του παρόντος Νόμου, δεν εμποδίζουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του Εφόρου και των εποπτικών αρχών άλλων κρατών μελών, υπόκεινται όμως στην υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου που αναφέρεται στο άρθρο 65.

(2) Ο Έφορος συνεργάζεται με την EIOPA για τους σκοπούς εφαρμογής του παρόντος Νόμου και παρέχει χωρίς καθυστέρηση στην EIOPA όλες τις πληροφορίες που της είναι απαραίτητες για να επιτελέσει το έργο της σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

Συμφωνίες συνεργασίας με τρίτες χώρες

67. (1) Η Δημοκρατία δύναται να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας με τρίτες χώρες που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του Εφόρου και των εποπτικών αρχών τρίτων χωρών, καθώς και με αρχές ή όργανα τρίτων χωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 69 του παρόντος Νόμου, μόνον αν οι πληροφορίες που πρόκειται να αποκαλυφθούν καλύπτονται στην τρίτη χώρα, όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο, από εγγυήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο παρόν Τμήμα και νοουμένου ότι η ανταλλαγή πληροφοριών εξυπηρετεί την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων των εν λόγω αρχών ή οργάνων.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία οι πληροφορίες που πρόκειται να αποκαλυφθούν από τον Έφορο σε τρίτη χώρα προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν αποκαλύπτονται παρά μόνον μετά από ρητή συμφωνία της εποπτικής αρχής του κράτους μέλους αυτού και ενδεχομένως μόνον για τους σκοπούς για τους οποίους συμφωνεί αυτή η αρχή.

(3) Ο Έφορος ανταλλάζει πληροφορίες με εποπτικές αρχές τρίτων χωρών, με τις οποίες συνάπτει συμφωνίες η ΕIOPA, σύμφωνα με τα όσα διαλαμβάνονται σε τέτοιες συμφωνίες.

Χρησιμοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών

68. (1) Με την επιφύλαξη των εξεταστικών εξουσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δυνάμει του άρθρου 226 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), ο Έφορος, όταν δέχεται εμπιστευτικές πληροφορίες σύμφωνα με τα άρθρα 65 ή 66 του παρόντος Νόμου, μπορεί να τις χρησιμοποιεί μόνον κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών του και για τους πιο κάτω σκοπούς:

(α) Για τον έλεγχο της τήρησης των όρων ανάληψης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής δραστηριότητας και για τη διευκόλυνση της παρακολούθησης της άσκησης της δραστηριότητας αυτής, ιδίως όσον αφορά την παρακολούθηση των τεχνικών προβλέψεων, των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων, των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, και του συστήματος διακυβέρνησης·

(β) για την επιβολή κυρώσεων, περιλαμβανομένων καταγγελιών στις οποίες προβαίνει ο Έφορος, σε οποιεσδήποτε άλλες αρμόδιες αρχές, συνδέσμους, οργανισμούς ή σώματα στη Δημοκρατία ή στο εξωτερικό κατά την άσκηση των εποπτικών του αρμοδιοτήτων και της υποχρέωσης συνεργασίας του με άλλες εποπτικές αρχές σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου∙

(γ) για σκοπούς κάθε διοικητικής, αστικής ή ποινικής διαδικασίας, στην οποία εμπλέκεται ο Έφορος, είτε ως διάδικος είτε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο∙

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), επιτρέπεται η ανακοίνωση εμπιστευτικών πληροφοριών από τον Έφορο και οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί εκ Μέρους και κατ΄εντολήν του, εφόσον ο Έφορος αποφασίσει ότι για λόγους δημοσίου συμφέροντος ή προστασίας των ασφαλισμένων ή διαφάνειας επιβάλλεται να δημοσιοποιεί αυτούσια ή περιληπτικά οποιεσδήποτε αποφάσεις ή πορίσματά του, περιλαμβανομένων αποφάσεων για επιβολή διοικητικών προστίμων, που λαμβάνει ή συντάσσει αντίστοιχα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση και οδηγιών και δυνάμει της κειμένης νομοθεσίας∙

Ανταλλαγή πληροφοριών με λοιπές αρχές

69. (1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 65 και 68 του παρόντος Νόμου, επιτρέπεται-

(α) Η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του Εφόρου και των Βοηθών Εφόρων ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου ή εμπειρογνώμονα της Υπηρεσίας, για την εκπλήρωση των εποπτικών καθηκόντων τους·

(β) η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του Εφόρου και των Βοηθών Εφόρων ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου και εμπειρογνώμονα ο οποίος συμβάλλεται με τον Έφορο στα πλαίσια της άσκησης των εποπτικών του καθηκόντων∙

(γ) η ανταλλαγή πληροφοριών, για την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων τους, μεταξύ του Εφόρου και των πιο κάτω αρχών της Δημοκρατίας:

(i) Της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου και της Αρχής Εποπτείας των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών·

(ii) των εκκαθαριστών ή οποιωνδήποτε άλλων προσώπων που συμμετέχουν στην εκκαθάριση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και σε άλλες παρεμφερείς διαδικασίες·

(iii) των ελεγκτών, στους οποίους έχει ανατεθεί ο κατά νόμον έλεγχος των λογαριασμών των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και των άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων·

(iv) αρχών αρμόδιων για την εποπτεία των υπόχρεων οντοτήτων που αναφέρονται στο Άρθρο 2, παράγραφος 1, σημεία 1) και 2) της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, αναφορικά με τη συμμόρφωση με τον περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο ή κατά περίπτωση, την Οδηγία (ΕΕ) 2015/849.

(δ) η διαβίβαση, προς τα όργανα στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση διαδικασιών αναγκαστικής εκκαθάρισης ή προς ταμεία εγγύησης, των απαραίτητων πληροφοριών για την εκτέλεση του έργου τους.

(2) Η ανταλλαγή πληροφοριών που αναφέρεται στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (1) μπορεί επίσης να λαμβάνει χώρα και μεταξύ των εν λόγω αρχών διαφορετικών κρατών μελών και σε κάθε περίπτωση οι πληροφορίες που λαμβάνονται από τις εν λόγω αρχές, όργανα και πρόσωπα υπόκεινται στην υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου που αναφέρεται στο άρθρο 65 του παρόντος Νόμου.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4) και ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 65 μέχρι 68 του παρόντος Νόμου, επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του Εφόρου και των πιο κάτω αρχών ή προσώπων:

(α) Του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, ως αρμόδιας αρχής για την εκκαθάριση ασφαλιστικών επιχειρήσεων, αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και σε σχέση με άλλες παρεμφερείς διαδικασίες·

(β) της Επιτροπής Δημόσιας Εποπτείας κατά την έννοια των περί Ελεγκτών και Υποχρεωτικών Ελέγχων των Ετήσιων και των Ενοποιημένων Λογαριασμών Νόμων του 2009 και 2013, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, υπεύθυνης για την εποπτεία των προσώπων τα οποία είναι επιφορτισμένα με τον κατά νόμον έλεγχο των λογαριασμών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, των πιστωτικών ιδρυμάτων, των εταιρειών επενδύσεων και των λοιπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων·

(γ) των ανεξάρτητων αναλογιστών ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που ασκούν δυνάμει του παρόντος Νόμου εποπτεία επ’ αυτών, καθώς και των οργάνων που είναι υπεύθυνα για την επιτήρηση των αναλογιστών αυτών.

(4) Η ανταλλαγή των πληροφοριών του εδαφίου (3) επιτρέπεται εφόσον κατά την κρίση του Εφόρου συντρέχουν οι ακόλουθες κατ’ ελάχιστο προϋποθέσεις:

(α) Οι πληροφορίες πρέπει να προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής της εποπτείας ή του κατά νόμο ελέγχου, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο εδάφιο (3)·

(β) οι διαβιβαζόμενες πληροφορίες υπόκεινται στην υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου του άρθρου 65 του παρόντος Νόμου·

(γ) όταν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν πρέπει να αποκαλύπτονται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των εποπτικών αρχών από τις οποίες προέρχονται και, εφόσον ενδείκνυται, μόνον για τους σκοπούς ως προς τους οποίους οι εν λόγω αρχές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.

(5) Ο Έφορος γνωστοποιεί στην Επιτροπή και στις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών την ταυτότητα των αρχών, προσώπων ή οργάνων που μπορούν να δέχονται πληροφορίες δυνάμει των εδαφίων (3) και (4).

(6) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 65 μέχρι 68 του παρόντος Νόμου και με στόχο τη σταθερότητα και την ακεραιότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του Εφόρου και του Εφόρου Εταιρειών, εφόσον συντρέχουν οι πιο κάτω προϋποθέσεις:

(α) οι πληροφορίες πρέπει να προορίζονται για τον εντοπισμό και τη διερεύνηση παραβάσεων και του σκοπούς που καθορίζονται στο παρόν εδάφιο·

(β) οι διαβιβαζόμενες πληροφορίες υπόκεινται στην υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου του άρθρου 65 του παρόντος Νόμου·

(γ) όταν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν μπορούν να αποκαλύπτονται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των εποπτικών αρχών από τις οποίες προέρχονται και, εφόσον ενδείκνυται, μόνον για τους σκοπούς ως προς τους οποίους οι εν λόγω αρχές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους:

Νοείται ότι σε περίπτωση που ο Έφορος Εταιρειών και Επίσημος Παραλήπτης ή ο Έφορος προβαίνει στον εντοπισμό ή τη διερεύνηση παραβάσεων χρησιμοποιώντας τις υπηρεσίες εντεταλμένων προς τούτο προσώπων, λόγω ειδικών προσόντων, που δεν ανήκουν στην Υπηρεσία τους, η δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών δυνάμει του παρόντος εδαφίου μπορεί να επεκτείνεται και στα πρόσωπα αυτά, νοουμένου ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις των παραγράφων (α) μέχρι (γ):

Νοείται περαιτέρω ότι, για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος εδαφίου ο Έφορος Εταιρειών και Επίσημος Παραλήπτης ανακοινώνει στον Έφορο, και αντιστρόφως, την ταυτότητα και τους συγκεκριμένους τομείς ευθύνης των προσώπων στα οποία διαβιβάζονται οι εν λόγω πληροφορίες.

(7) Ο Έφορος ανακοινώνει στην Επιτροπή και στις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών την ταυτότητα των αρχών, προσώπων ή οργάνων που μπορούν να δέχονται πληροφορίες δυνάμει του εδαφίου (6).

Αποκάλυψη πληροφοριών σε δημόσιες αρχές υπεύθυνες για τη χρηματοπιστωτική νομοθεσία

70. (1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 65 και 68 του παρόντος Νόμου, και με επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), επιτρέπεται η αποκάλυψη ορισμένων πληροφοριών από τον Έφορο και σε άλλες αρχές της δημόσιας υπηρεσίας, που είναι αρμόδιες για τη νομοθεσία περί εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, των επενδυτικών υπηρεσιών και των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και σε οποιουσδήποτε λειτουργούς ή πρόσωπα ενεργούν εν ονόματι των υπηρεσιών αυτών.

(2) Η αποκάλυψη που προβλέπεται στο εδάφιο (1) είναι δυνατή μόνο αν απαιτείται για λόγους προληπτικού ελέγχου:

Νοείται ότι, οι πληροφορίες που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 66 και του εδαφίου (1) του άρθρου 69, καθώς και οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται μέσω των επιτόπιων ελέγχων που αναφέρονται στο άρθρο 37 του παρόντος Νόμου, μπορούν να κοινολογούνται μόνον με τη ρητή συγκατάθεση των εποπτικών αρχών από τις οποίες προέρχονται οι πληροφορίες ή των εποπτικών αρχών του κράτους μέλους στο οποίο διενεργήθηκε ο επιτόπιος έλεγχος.

Διαβίβαση πληροφοριών σε κεντρικές τράπεζες και νομισματικές αρχές

71. (1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 65 έως 70 του παρόντος Νόμου, ο Έφορος μπορεί να διαβιβάζει πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής τους στους ακόλουθους φορείς:

(α) τις κεντρικές τράπεζες του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), και σε άλλους οργανισμούς με παρόμοια αποστολή υπό την ιδιότητά τους ως νομισματικών αρχών, όταν αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των εκ του νόμου καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένων της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της συναφούς παροχής ρευστότητας, της εποπτείας συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού, και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος∙

(β) εφόσον κρίνεται σκόπιμο, σε άλλες δημόσιες αρχές στη Δημοκρατία επιφορτισμένες με την εποπτεία συστημάτων πληρωμών∙ και

(γ) στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), εφόσον οι πληροφορίες αυτές είναι σημαντικές για την επιτέλεση των καθηκόντων του.

(2) Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένης της κατάστασης έκτακτης ανάγκης κατά την έννοια του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, ο Έφορος δύναται να διαβιβάζει αμελλητί πληροφορίες στις κεντρικές τράπεζες του ΕΣΣΚ, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, αν οι πληροφορίες αυτές είναι σημαντικές για την άσκηση των εκ του νόμου καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένων της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της συναφούς παροχής ρευστότητας, της εποπτείας συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος, και στο ΕΣΣΚ, αν αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των καθηκόντων του.

(3) Ο Έφορος δύναται να ζητά πληροφορίες για σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 68 του παρόντος Νόμου, από τις αρχές ή τις οντότητες των εδαφίων (1) και (2):

Νοείται ότι οι πληροφορίες που λαμβάνονται από τον Έφορο δυνάμει του παρόντος εδαφίου, υπόκεινται στις διατάξεις περί επαγγελματικού απορρήτου που καθορίζονται στο παρόν Τμήμα.

Επαγγελματικό απόρρητο

72. (1) Αναφορικά με την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 345 του παρόντος Νόμου, ο Έφορος, οι Βοηθοί Έφοροι και κάθε μέλος της Υπηρεσίας ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ασκεί ή έχει ασκήσει οποιαδήποτε δραστηριότητα για λογαριασμό του Εφόρου, θεωρούνται, για τους σκοπούς του Ποινικού Κώδικα, ως δημόσιοι λειτουργοί:

Νοείται ότι το απόρρητο δεν ισχύει έναντι Δικαστηρίου, Ερευνητικής Επιτροπής που διορίσθηκε και ενεργεί δυνάμει του περί Ερευνητικών Επιτροπών Νόμου, ποινικού ανακριτή διεξάγοντος ανάκριση βάσει του άρθρου 4 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, της Μονάδας Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης, δυνάμει των περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμων του 2007 έως 2014, και Κοινοβουλευτικής Επιτροπής δυνάμει του περί της Καταθέσεως Στοιχείων και Πληροφοριών στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στις Κοινοβουλευτικές Επιτροπές Νόμου, νοουμένου ότι το παρόν άρθρο δεν ερμηνεύεται ότι παρέχει οποιαδήποτε επιπρόσθετη εξουσία.

Εποπτική σύγκλιση

73. (1) Ο Έφορος, κατά την άσκηση των εποπτικών του αρμοδιοτήτων, λαμβάνει υπόψη του τη διάσταση, σχετική με την Ένωση.

(2) Ο Έφορος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, λαμβάνει υπόψη τη σύγκλιση των μέσων και των μεθόδων εποπτείας που χρησιμοποιεί στην εφαρμογή των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών απαιτήσεων, οι οποίες έχουν θεσπιστεί με βάση την Οδηγία 2009/138/ΕΚ και όπως αυτές έχουν ενσωματωθεί στον παρόντα Νόμο. και για τον σκοπό αυτό-

(α) Συμμετέχει είτε αυτοπροσώπως είτε διά εκπροσώπου του στις δραστηριότητες της EIOPA∙

(β) καταβάλλει κάθε προσπάθεια για να συμμορφώνεται προς τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις της EIOPA σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και αναφέρει τους λόγους σε περίπτωση που δεν το πράξει·

(γ) διασφαλίζει ότι η άσκηση των αρμοδιοτήτων του δυνάμει του παρόντος Νόμου, δεν παρεμποδίζει την άσκηση των καθηκόντων του ως μέλος της EIOPA ή βάσει της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

ΤΜΗΜΑ 6 - ΕΛΕΓΧΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΕΛΕΓΚΤΩΝ
Καθήκοντα ελεγκτών

74.-(1) Οι Ετήσιοι και Ενοποιημένοι Λογαριασμοί των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ελέγχονται από ελεγκτές δυνάμει του περί Ελεγκτών και Υποχρεωτικών Ελέγχων των Ετήσιων και των Ενοποιημένων Λογαριασμών Νόμου του 2009, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(2) Οι ελεγκτές στο πλαίσιο του ελέγχου τους δυνάμει του εδαφίου (1), ελέγχουν τις πληροφορίες που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 38 του παρόντος Νόμου, οι οποίες καθορίζονται με Οδηγίες του Εφόρου, μετά από διαβούλευση με τους εμπλεκόμενους φορείς, εξαιρουμένων των πληροφοριών, σε σχέση με το σύστημα διακυβέρνησης που εφαρμόζουν οι επιχειρήσεις, των κινδύνων που αντιμετωπίζουν και των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων και υποβάλλουν ξεχωριστή έκθεση σε σχέση με αυτές.

(3) Τα περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται στις πληροφορίες που υποβάλλονται από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 38 του παρόντος Νόμου, για τη δεύτερη και την τέταρτη τριμηνία του οικονομικού έτους θα ελέγχονται από τους ελεγκτές, οι οποίοι θα υποβάλλουν σχετική έκθεση.

(4) Οι ελεγκτές, οι οποίοι, δυνάμει του εδαφίου (1), διενεργούν έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων λογαριασμών των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή κάθε άλλη νόμιμη αποστολή στα πλαίσια των καθηκόντων τους, υποχρεούνται να γνωστοποιούν άμεσα στον Έφορο αναφορικά με την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που ελέγχουν κάθε απόφαση ή πραγματικό περιστατικό που αφορά την επιχείρηση αυτή, που περιέρχεται στη γνώση τους κατά την άσκηση των ως άνω καθηκόντων και που είναι δυνατόν να έχει ως αποτέλεσμα-

(α) ουσιώδη παράβαση των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων οι οποίες καθορίζουν τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας, ή διέπουν ειδικά την άσκηση των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων ασφάλισης και αντασφάλισης·

(β) να θίξει τη συνέχιση της λειτουργίας της εκάστοτε ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης·

(γ) την άρνηση της επικύρωσης των λογαριασμών ή τη διατύπωση επιφυλάξεων·

(δ) τη μη συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας·

(ε) τη μη συμμόρφωση προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις.

(5) Οι ελεγκτές έχουν επίσης την ίδια υποχρέωση που προβλέπεται στο εδάφιο (1), σε ό,τι αφορά σε πραγματικά περιστατικά και σε αποφάσεις των οποίων λαμβάνουν γνώση στο πλαίσιο της άσκησης καθηκόντων τους σε επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς απορρέοντες από σχέση ελέγχου με την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στην οποία τα πρόσωπα αυτά έχουν αναλάβει τα εν λόγω καθήκοντα.

(6) Η καλή τη πίστει γνωστοποίηση στον Έφορο γεγονότων ή αποφάσεων που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (4) από τους ελεγκτές ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων δεν αποτελεί παράβαση τυχόν περιορισμού γνωστοποίησης πληροφοριών που επιβάλλεται από σύμβαση ή νομοθετική ή κανονιστική ή διοικητική διάταξη και δε συνεπάγεται οποιαδήποτε ευθύνη για τα πρόσωπα αυτά.

(7)(α) Σε περίπτωση σοβαρής παραβίασης των καθηκόντων του ελεγκτή, ο Έφορος με δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του, δύναται να απαιτήσει από την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση, τον άμεσο τερματισμό του διορισμού του ελεγκτή, και η επιχείρηση υποχρεούται να συμμορφωθεί:

Νοείται ότι η απόφαση του Εφόρου δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Γενικού Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 347 του παρόντος Νόμου:

Νοείται περαιτέρω ότι η πιο πάνω απόφαση του Εφόρου δύναται να προσβληθεί απευθείας με προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

(β) Η απορριπτική απόφαση του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο (α), δύναται να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος:

Νοείται ότι, εκκρεμούσης της απόφασης του Γενικού Διευθυντή, ουδεμία προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος μπορεί να ασκηθεί.

(8) Παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου από οποιοδήποτε πρόσωπο επισύρει την επιβολή διοικητικού προστίμου από τον Έφορο σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους ΙΧ του παρόντος Νόμου.

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΚΗΣΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
Άσκηση των δραστηριοτήτων ασφάλισης Ζωής και Γενικής Φύσεως

75. (1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (5), η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών χορηγείται αποκλειστικά για την άσκηση είτε εργασιών στην ασφάλιση Γενικής Φύσεως, είτε εργασιών στην ασφάλιση Ζωής.

(2) Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του εδαφίου (1)-

(α) οι επιχειρήσεις, οι οποίες λαμβάνουν άδεια προκειμένου να ασκήσουν εργασίες ασφάλισης Ζωής, δικαιούνται επίσης να λαμβάνουν άδεια για εργασίες ασφάλισης Γενικής Φύσεως για τους κινδύνους που καταγράφονται στους Κλάδους ατυχημάτων και ασθενειών (κλάδοι 1 και 2, στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου)·

(β) οι επιχειρήσεις, οι οποίες λαμβάνουν άδεια αποκλειστικά για τους κινδύνους που καταγράφονται στους Κλάδους ατυχημάτων και ασθενειών (κλάδοι 1 και 2, στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος), δικαιούνται να λαμβάνουν άδεια προκειμένου να ασκήσουν εργασίες ασφάλισης Ζωής:

Νοείται ότι, κάθε εργασία τελεί υπό χωριστή διαχείριση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 76 του παρόντος Νόμου.

(3) Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε αντίθετες διατάξεις του παρόντος Νόμου, οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (2) δύνανται να τηρούν τους λογιστικούς κανόνες οι οποίοι διέπουν τις επιχειρήσεις ασφάλισης Ζωής για το σύνολο των δραστηριοτήτων τους και μέχρι την ύπαρξη συντονισμού μεταξύ των κρατών μελών επί του θέματος, οι εν λόγω επιχειρήσεις εφαρμόζουν σε σχέση με την εκκαθάριση τους ίδιους κανόνες με τις επιχειρήσεις ασφάλισης Ζωής, για τις δραστηριότητές τους που έχουν σχέση με τους κινδύνους ατυχημάτων και ασθενειών (Κλάδοι 1 και 2 στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος).

(4) Σε περίπτωση που επιχείρηση ασφάλισης Γενικής Φύσεως έχει οικονομικούς, εμπορικούς, ή διοικητικούς δεσμούς με επιχείρηση ασφάλισης Ζωής, ο Έφορος διασφαλίζει μέσα από την άσκηση της εποπτείας τους, ότι οι λογαριασμοί των σχετικών επιχειρήσεων δεν νοθεύονται από συμφωνίες μεταξύ τους ούτε από οποιοδήποτε άλλο διακανονισμό ικανό να επηρεάσει την κατανομή των εξόδων και εσόδων.

(5) Επιχειρήσεις οι οποίες κατά την 1η Μαῒου 2004 ασκούσαν ταυτοχρόνως δραστηριότητες ασφάλισης Ζωής και Γενικής Φύσεως που εμπίπτουν στον παρόντα Νόμο και συνεχίζουν να ασκούν τις εν λόγω δραστηριότητες κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, δικαιούνται να συνεχίσουν να τις ασκούν ταυτοχρόνως, υπό τον όρο ότι κάθε δραστηριότητα τελεί υπό χωριστή διαχείριση σύμφωνα με το άρθρο 76 του παρόντος Νόμου.

Χωριστή διαχείριση των ασφαλίσεων Ζωής και Γενικής Φύσεως

76. (1) Η αναφερόμενη στο άρθρο 75 του παρόντος Νόμου χωριστή διαχείριση οργανώνεται κατά τρόπο ώστε οι εργασίες ασφάλισης Ζωής να τελούν υπό χωριστή διαχείριση από τις εργασίες ασφάλισης Γενικής Φύσεως και τα αντίστοιχα συμφέροντα των αντισυμβαλλομένων ασφαλίσεων Ζωής και Γενικής Φύσεως δεν παραβλάπτονται, και ιδιαίτερα, τα κέρδη από την ασφάλιση Ζωής να τα καρπούνται οι ασφαλισμένοι της ασφάλισης Ζωής, ωσάν η ασφαλιστική επιχείρηση να ασκούσε μόνο εργασίες ασφάλισης Ζωής.

(2) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 106 και 135 του παρόντος Νόμου, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που αναφέρονται στα εδάφια (2) και (5) του άρθρου 3 υπολογίζουν και τα δύο πιο κάτω:

(α) ένα θεωρητικό ποσό για τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις Ζωής όσον αφορά τις εργασίες που αφορούν σε ασφάλιση ή αντασφάλιση Ζωής, υπολογιζόμενο ως εάν η σχετική επιχείρηση να ασκούσε μόνον αυτές τις εργασίες, με βάση τους χωριστούς λογαριασμούς που αναφέρονται στο εδάφιο (6)· και

(β) ένα θεωρητικό ποσό για τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις Γενικής Φύσεως όσον αφορά τις εργασίες που αφορούν σε ασφάλιση ή αντασφάλιση Γενικής Φύσεως, υπολογιζόμενο ως εάν η σχετική επιχείρηση να ασκούσε μόνον αυτές τις εργασίες, με βάση τους χωριστούς λογαριασμούς που αναφέρονται στο εδάφιο (6).

(3) Κατ’ ελάχιστο όριο, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που αναφέρονται στα εδάφια (2) και (5) του άρθρου 75 του παρόντος Νόμου καλύπτουν τα ακόλουθα με αντίστοιχο ποσό στοιχείων των επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων:

(α) το θεωρητικό ποσό για τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις Ζωής όσον αφορά τις εργασίες ασφάλισης Ζωής·

(β) το θεωρητικό ποσό για τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις Γενικής Φύσεως όσον αφορά τις εργασίες ασφάλισης Γενικής Φύσεως:

Νοείται ότι, τα ελάχιστα όρια οικονομικών υποχρεώσεων που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο σχετικά με τις δραστηριότητες ασφάλισης Ζωής και ασφάλισης Γενικής Φύσεως, δεν βαρύνουν την άλλη δραστηριότητα.

(4) Εφόσον πληρούνται τα ελάχιστα όρια οικονομικών υποχρεώσεων που αναφέρονται στο εδάφιο (3), και υπό την επιφύλαξη της υποχρέωσης για ενημέρωση του Εφόρου, η επιχείρηση δύναται να χρησιμοποιεί, για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας που αναφέρονται στο άρθρο 106 του παρόντος Νόμου, τα εμφανή στοιχεία των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων, που είναι ακόμη διαθέσιμα για τη μία ή την άλλη δραστηριότητα.

(5) Ο Έφορος, αναλύοντας τα αποτελέσματα τόσο των δραστηριοτήτων ασφάλισης Ζωής όσο και ασφάλισης Γενικής Φύσεως, μεριμνά για την τήρηση των απαιτήσεων των εδαφίων (1) μέχρι (4).

(6) Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να συντάσσουν τους λογαριασμούς τους κατά τρόπο ώστε να εμφανίζουν τις πηγές των αποτελεσμάτων για τις εργασίες ασφαλίσεων Ζωής και Γενικής Φύσεως χωριστά και όλα τα έσοδα, ιδίως τα ασφάλιστρα, οι καταβολές των αντασφαλιστών και τα έσοδα από επενδύσεις, όπως και τα έξοδα, ιδίως οι ασφαλιστικοί διακανονισμοί, οι προσαυξήσεις στις τεχνικές προβλέψεις, τα αντασφάλιστρα και οι δαπάνες λειτουργίας για τις ασφαλιστικές εργασίες, αναλύονται κατά πηγή προελεύσεως. Τα κοινά για τις δύο δραστηριότητες στοιχεία καταχωρίζονται στους λογαριασμούς σύμφωνα με μέθοδο κατανομής αποδεκτή από τον Έφορο.

(7) Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν, βάσει των λογαριασμών, να συντάσσουν έγγραφο στο οποίο εμφανίζονται αναλυτικά, σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 104 του παρόντος Νόμου, τα στοιχεία των επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν κάθε θεωρητικό ποσό ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (2).

(8) Σε περίπτωση ανεπάρκειας του ποσού των στοιχείων των επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων όσον αφορά μία από τις δραστηριότητες, προκειμένου να καλυφθούν τα ελάχιστα όρια οικονομικών υποχρεώσεων που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (3), ο Έφορος εφαρμόζει, για την ελλειμματική δραστηριότητα, τα μέτρα που προβλέπονται στην παρόντα Νόμο, ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα που απέδωσε η άλλη δραστηριότητα. Κατά παρέκκλιση από την επιφύλαξη του εδαφίου (3), τα μέτρα αυτά δύνανται να συνίστανται στη χορήγηση αδείας μεταφοράς εμφανών στοιχείων των επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων από τη μία δραστηριότητα στην άλλη.

ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΟΥ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ, ΤΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΠΡΟΒΛΕΨΕΩΝ, ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ, ΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ, ΤΩΝ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΤΜΗΜΑ 1 - ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ
Αποτίμηση στοιχείων ενεργητικού και παθητικού

77. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποτιμούν τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού ως ακολούθως:

(α) Τα στοιχεία του ενεργητικού αποτιμώνται στο ποσό για το οποίο μπορούν να ανταλλαγούν μεταξύ καλώς πληροφορημένων και πρόθυμων ατόμων στο πλαίσιο μιας συναλλαγής με ίσους όρους·

(β) τα στοιχεία του παθητικού αποτιμώνται στο ποσό για το οποίο μπορούν να μεταβιβάζονται, ή να διακανονίζονται, μεταξύ καλώς πληροφορημένων και προθύμων ατόμων στο πλαίσιο μιας συναλλαγής με ίσους όρους και κατά την αποτίμηση αυτή δεν γίνεται καμία προσαρμογή προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ιδία πιστωτική διαβάθμιση της ασφαλιστικής ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης.

(2) Κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις προσδιορίζουν τις μεθόδους και τις παραδοχές που πρέπει να χρησιμοποιούνται στην αποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1).

(3) Ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα καθορίζουν-

(α) τον βαθμό στον οποίο οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις του εδαφίου (2) απαιτούν τη χρήση των διεθνών λογιστικών προτύπων όπως εγκρίθηκαν από την Επιτροπή σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων, τη συνέπεια αυτών των λογιστικών προτύπων με την προσέγγιση της αποτίμησης των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού όπως καθορίζεται στα εδάφια (1) και (2)∙

(β) τις μεθόδους και τις παραδοχές που πρέπει να χρησιμοποιούνται όταν είτε δεν υπάρχουν διαθέσιμες χρηματιστηριακές τιμές είτε τα διεθνή λογιστικά πρότυπα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 είναι σε προσωρινή ή σε μόνιμη βάση ασύμβατα με την προσέγγιση αποτίμησης των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού που καθορίζεται στα εδάφια (1) και (2)·

(γ) τις μεθόδους και τις παραδοχές που πρέπει να χρησιμοποιούνται στην αποτίμηση του ενεργητικού και του παθητικού, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1), όταν οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις του εδαφίου (2) προβλέπουν τη χρήση εναλλακτικών μεθόδων αποτίμησης.

ΤΜΗΜΑ 2 - ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΟΙ ΜΕ ΤΙΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
Γενικές διατάξεις

78. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να προβαίνουν στο σχηματισμό τεχνικών προβλέψεων αναφορικά με όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές τους υποχρεώσεις έναντι των αντισυμβαλλομένων και δικαιούχων των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων.

(2) Η αξία των τεχνικών προβλέψεων πρέπει να αντιστοιχεί στο τρέχον ποσό που θα έπρεπε να καταβάλει μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εάν μεταβίβαζε τις συμβατικές της υποχρεώσεις σε άλλη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.

(3) Ο υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων που χρησιμοποιεί είναι συνεπής με πληροφορίες που παρέχουν οι χρηματοοικονομικές αγορές και τα γενικά διαθέσιμα δεδομένα για την ανάληψη ασφαλιστικών κινδύνων (συνέπεια με την αγορά).

(4) Οι τεχνικές προβλέψεις υπολογίζονται με συνετό, αξιόπιστο και αντικειμενικό τρόπο.

(5) Σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται στα εδάφια (2), (3) και (4) και λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που καθορίζονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 77 του παρόντος Νόμου, ο υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 79 μέχρι 88 και 92 του παρόντος Νόμου.

Υπολογισμός τεχνικών προβλέψεων

79. (1) Η αξία των τεχνικών προβλέψεων ισούται προς το άθροισμα της βέλτιστης εκτίμησης και ενός περιθωρίου κινδύνου, όπως προβλέπεται στις πιο κάτω παραγράφους (α) μέχρι (δ) και στο εδάφιο (2):

(α) Η βέλτιστη εκτίμηση αντιστοιχεί στον μέσο όρο των μελλοντικών ταμειακών ροών, σταθμισμένων βάσει πιθανοτήτων, λαμβανομένης υπόψη της χρονικής αξίας του χρήματος (αναμενόμενη παρούσα αξία μελλοντικών ταμειακών ροών) χρησιμοποιώντας την κατάλληλη καμπύλη επιτοκίου χωρίς κίνδυνο.

(β) Ο υπολογισμός της βέλτιστης εκτίμησης βασίζεται σε επικαιροποιημένες και αξιόπιστες πληροφορίες και σε ρεαλιστικές παραδοχές και πραγματοποιείται με τη χρήση κατάλληλων, εφαρμόσιμων και συναφών αναλογιστικών και στατιστικών μεθόδων.

(γ) Η πρόβλεψη των ταμειακών ροών που χρησιμοποιείται στον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης λαμβάνει υπόψη όλες τις ταμειακές εισροές και εκροές που απαιτούνται για τον διακανονισμό των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων για όλη τη διάρκειά τους.

(δ) Η βέλτιστη εκτίμηση υπολογίζεται ακαθάριστη, χωρίς να αφαιρούνται τα ποσά που είναι ανακτήσιμα από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού. Τα ποσά αυτά υπολογίζονται χωριστά, σύμφωνα με το άρθρο 87 του παρόντος Νόμου.

(2) Το περιθώριο κινδύνου είναι τέτοιο που να εξασφαλίζει ότι η αξία των τεχνικών προβλέψεων ισοδυναμεί με το ποσό, το οποίο οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αναμένεται να χρειασθούν προκειμένου να αναλάβουν και να ικανοποιήσουν τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις.

(3) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποτιμούν τη βέλτιστη εκτίμηση και το περιθώριο κινδύνου χωριστά. Ωστόσο, εάν μελλοντικές ταμειακές ροές που συνδέονται με ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές υποχρεώσεις μπορούν να αναπαραχθούν αξιόπιστα με τη χρήση χρηματοοικονομικών μέσων η αξιόπιστη αγοραία αξία των οποίων είναι παρατηρήσιμη, η αξία των τεχνικών προβλέψεων που συνδέονται με τις συγκεκριμένες μελλοντικές ταμειακές ροές προσδιορίζεται στη βάση της αγοραίας αξίας των εν λόγω χρηματοοικονομικών μέσων και στην περίπτωση αυτή, δεν απαιτούνται χωριστοί υπολογισμοί της βέλτιστης εκτίμησης και του περιθωρίου κινδύνου.

(4) Όταν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποτιμούν χωριστά τη βέλτιστη εκτίμηση και το περιθώριο κινδύνου, το περιθώριο κινδύνου υπολογίζεται με τον καθορισμό του κόστους παροχής ποσού επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων ίσων προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας που είναι αναγκαία για τη στήριξη των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων για όλη τη διάρκειά τους.

(5) Το επιτόκιο που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του κόστους παροχής αυτού του ποσού επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων (επιτόκιο κόστους κεφαλαίου) είναι το ίδιο για όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και πρέπει να αναθεωρείται περιοδικά.

(6) Το επιτόκιο του κόστους κεφαλαίου που χρησιμοποιείται ισούται με το πρόσθετο επιτόκιο, επιπλέον του σχετικού επιτοκίου χωρίς κίνδυνο, με το οποίο θα επιβαρυνόταν μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η οποία διαθέτει ποσό επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων, όπως προβλέπεται στο Τμήμα 3 του παρόντος Κεφαλαίου, ίσο με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, απαραίτητο για τη στήριξη της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής υποχρέωσης για όλη τη διάρκεια της εν λόγω υποχρέωσης.

(7) Σε περίπτωση που οι τεχνικές πληροφορίες που προσδιορίζονται και δημοσιεύονται από την EIOPA  σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (1) του άρθρου 77ε  της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ εγκρίνονται από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 77ε της εν λόγω Οδηγίας, οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τις χρησιμοποιούν στον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, στον υπολογισμό της προσαρμογής λόγω αντιστοίχισης σύμφωνα με το άρθρο 82 και στον υπολογισμό της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας σύμφωνα με το άρθρο 83:

Νοείται ότι, για τα νομίσματα και τις εθνικές αγορές όπου η προσαρμογή που αναφέρεται στις διατάξεις του σημείου (γ) της παραγράφου (1) του άρθρου 77ε της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ δεν καθορίζεται στις εκτελεστικές πράξεις της παραγράφου (2) του άρθρου 77ε της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, δεν εφαρμόζεται προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης.

Παρέκταση της σχετικής διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου

80. (1) Ο προσδιορισμός της σχετικής διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 79 του παρόντος Νόμου, γίνεται με τη χρήση των πληροφοριών που συνάγονται από τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα και είναι συνεπής προς τις πληροφορίες αυτές. Κατά τον προσδιορισμό αυτό, λαμβάνονται υπόψη τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα για ληκτότητες για τις οποίες οι αγορές των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων καθώς και των ομολόγων μπορεί να θεωρηθεί ότι διαθέτουν βάθος, ρευστότητα και διαφάνεια. Για ληκτότητες για τις οποίες οι αγορές των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων ή ομολόγων δεν διαθέτουν πλέον βάθος, ρευστότητα και διαφάνεια, η σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου προκύπτει με παρέκταση.

(2) Για κάθε νόμισμα, το παρεκτεταμένο τμήμα της σχετικής διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου βασίζεται σε επιτόκια πρόσω που συγκλίνουν ομαλά από ένα αρχικό επιτόκιο πρόσω ή σύνολο επιτοκίων πρόσω σε σχέση με τις μεγαλύτερες ληκτότητες για τις οποίες μπορούν να παρατηρούνται τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα και τα ομόλογα σε μια αγορά με βάθος και ρευστότητα, μέχρι ένα οριστικό επιτόκιο πρόσω.

Προσαρμογή επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων στη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου

81. (1) Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να εφαρμόζουν προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης στη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης ενός χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης Ζωής, συμπεριλαμβανομένων προσόδων από συμβάσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης Γενικής Φύσεως, υπό τον όρο ότι υπάρχει προηγούμενη έγκριση του Εφόρου, όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει δεσμεύσει ένα χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού, αποτελούμενο από ομόλογα κι άλλα στοιχεία ενεργητικού με παρόμοια χαρακτηριστικά ταμειακής ροής, για την κάλυψη τη βέλτιστης εκτίμησης του χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης και διατηρεί τη δέσμευση αυτή για όλη τη διάρκεια ισχύος των υποχρεώσεων, εκτός αν πρόκειται για διατήρηση της αντιστοιχίας των αναμενόμενων ταμειακών ροών μεταξύ των στοιχείων ενεργητικού και των στοιχείων παθητικού σε περιπτώσεις ουσιαστικής μεταβολής των ταμειακών ροών·

(β) ο προσδιορισμός, η οργάνωση και η διαχείριση του χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης και αντασφάλισης στο οποίο εφαρμόζεται η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης και του δεσμευμένου χαρτοφυλακίου γίνονται χωριστά απ' ό,τι για τις άλλες δραστηριότητες της επιχείρησης, το δε δεσμευμένο χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη ζημιών από άλλες δραστηριότητες της επιχείρησης·

(γ) οι αναμενόμενες ταμειακές ροές του δεσμευμένου χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού καλύπτουν καθεμιά από τις αναμενόμενες ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης στο ίδιο νόμισμα, και οποιαδήποτε αναντιστοιχία δεν προκαλεί κινδύνους σημαντικούς όσον αφορά τους εγγενείς κινδύνους του ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού κλάδου στον οποίο εφαρμόζεται προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης·

(δ) οι συμβάσεις που καλύπτουν το χαρτοφυλάκιο υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης δεν συνεπάγονται μελλοντικές πληρωμές ασφαλίστρου·

(ε) οι μόνοι καλυπτόμενοι ασφαλιστικοί κίνδυνοι που συνδέονται με το χαρτοφυλάκιο υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης είναι ο κίνδυνος μακροβιότητας, ο κίνδυνος εξόδων, ο κίνδυνος αναθεώρησης και ο κίνδυνος θανάτου·

(στ) όταν ο καλυπτόμενος κίνδυνος που συνδέεται με το χαρτοφυλάκιο υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης περιλαμβάνει τον κίνδυνο θανάτου, η βέλτιστη εκτίμηση του χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης δεν αυξάνεται κατά περισσότερο από 5% σε περίπτωση απότομης μεταβολής του κινδύνου θανάτου βαθμονομημένου σύμφωνα με το άρθρο 107 του παρόντος Νόμου·

(ζ) οι συμβάσεις που καλύπτουν το χαρτοφυλάκιο υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης δεν περιλαμβάνουν εναλλακτικές δυνατότητες για τον ασφαλισμένο ή περιλαμβάνουν μόνο δυνατότητα εξαγοράς, όπου η τιμή εξαγοράς δεν υπερβαίνει την τιμή των στοιχείων ενεργητικού, υπολογιζόμενη σύμφωνα με το άρθρο 77 του παρόντος Νόμου, για την κάλυψη των υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης τη στιγμή της άσκησης της δυνατότητας εξαγοράς·

(η) οι ταμειακές ροές του δεσμευμένου χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού είναι καθορισμένες και δεν μπορούν να μεταβληθούν από τους εκδότες των στοιχείων ενεργητικού ή από τρίτα μέρη·

(θ) οι υποχρεώσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης από μια σύμβαση ασφάλισης ή αντασφάλισης δεν διαιρούνται σε διαφορετικά τμήματα όταν συνθέτουν το χαρτοφυλάκιο υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου.

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (η) του εδαφίου (1), οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιούν στοιχεία ενεργητικού με σταθερή ταμειακή ροή με εξαίρεση την εξάρτηση από τον πληθωρισμό, υπό την προϋπόθεση ότι τα συγκεκριμένα στοιχεία ενεργητικού καλύπτουν τις ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης που εξαρτώνται από τον πληθωρισμό.

(3) Σε περίπτωση που οι εκδότες ή τρίτα μέρη έχουν δικαίωμα να μεταβάλλουν τις ταμειακές ροές ενός στοιχείου ενεργητικού κατά τρόπο ώστε ο επενδυτής να λαμβάνει επαρκή αποζημίωση ώστε μπορεί να επιτύχει τις ίδιες ταμειακές ροές επανεπενδύοντας σε στοιχεία ενεργητικού ισοδύναμης ή καλύτερης πιστοληπτικής ποιότητας, το δικαίωμα αυτό για τη μεταβολή των ταμειακών ροών δεν αποκλείει το συγκεκριμένο στοιχείο ενεργητικού από την επιλεξιμότητα για το δεσμευμένο χαρτοφυλάκιο σύμφωνα με την παράγραφο (η) του εδαφίου (1).

(4) Οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν την προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης σε χαρτοφυλάκιο υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης δεν μπορούν να επιστρέψουν σε προσέγγιση που δεν περιλαμβάνει προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης. Όταν μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που εφαρμόζει την προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης δεν μπορεί πλέον να συμμορφωθεί προς τους όρους του εδαφίου (1), ενημερώνει αμέσως την εποπτική αρχή και λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης προς τους όρους αυτούς. Αν η επιχείρηση δεν είναι σε θέση να αποκαταστήσει τη συμμόρφωση προς τους όρους αυτούς μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία μη συμμόρφωσης, παύει να εφαρμόζει την προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης σε οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης και δεν την εφαρμόζει για επιπλέον χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων μηνών.

(5) Η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης εφαρμόζεται για υποχρεώσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης για τις οποίες η σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου που εφαρμόζεται στον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης των υποχρεώσεων αυτών περιλαμβάνει προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας δυνάμει του άρθρου 83 ή μεταβατικό μέτρο για τα επιτόκια άνευ κινδύνου δυνάμει του άρθρου 422 του παρόντος Νόμου.

Υπολογισμός της προσαρμογής των επιτοκίων λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων

82. (1) Για κάθε νόμισμα, η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης που αναφέρεται στο άρθρο 81 του παρόντος Νόμου υπολογίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:

(α) Η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης πρέπει να είναι ίση με τη διαφορά των ακόλουθων μεγεθών:

(i) ετήσιο πραγματικό επιτόκιο, υπολογιζόμενο ως το ενιαίο προεξοφλητικό επιτόκιο το οποίο, όταν εφαρμόζεται στις ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης, δίνει τιμή ίση προς την αξία του χαρτοφυλακίου δεσμευμένων στοιχείων ενεργητικού σύμφωνα με το άρθρο 77 του παρόντος Νόμου·

(ii) ετήσιο πραγματικό επιτόκιο, υπολογιζόμενο ως το ενιαίο προεξοφλητικό επιτόκιο το οποίο, όταν εφαρμόζεται στις ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης, δίνει τιμή ίση προς την αξία της βέλτιστης εκτίμησης του χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης, όπου η χρονική αξία του χρήματος λαμβάνεται υπόψη με τη χρήση της βασικής διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου·

(β) η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης δεν πρέπει να περιλαμβάνει το βασικό πιστωτικό περιθώριο που αντανακλά τους κινδύνους τους οποίους αναλαμβάνει η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση·

(γ) ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (α), το βασικό πιστωτικό περιθώριο πρέπει να αυξάνεται όπου αυτό απαιτείται για να εξασφαλιστεί ότι η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης για στοιχεία ενεργητικού με πιστοληπτική ποιότητα (“sub investment grade”) δεν υπερβαίνει τις προσαρμογές λόγω αντιστοίχισης για πιστοληπτική ποιότητα (“investment grade”) και για την ίδια διάρκεια και κατηγορία στοιχείων ενεργητικού·

(δ) η χρήση εξωτερικών αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας στον υπολογισμό της προσαρμογής λόγω αντιστοίχισης πρέπει να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της παραγράφου (ιε), του εδαφίου (1) του άρθρου 118 του παρόντος Νόμου.

(2) Για τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), το βασικό πιστωτικό περιθώριο:

(α) είναι ίσο με το άθροισμα των ακόλουθων μεγεθών:

(i)πιστωτικό περιθώριο που αντιστοιχεί στην πιθανότητα αθέτησης για τα στοιχεία ενεργητικού·

(ii)πιστωτικό περιθώριο που αντιστοιχεί στις αναμενόμενες ζημίες από την υποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού·

(β) για ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών κρατών μελών, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 30 % του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της διαφοράς πάνω από το επιτόκιο άνευ κινδύνου των στοιχείων ενεργητικού ίδιας διάρκειας, πιστοληπτικής ποιότητας και κατηγορίας όπως στις χρηματοπιστωτικές αγορές·

(γ) για στοιχεία ενεργητικού άλλα από ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών κρατών μελών, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 35% του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της διαφοράς πάνω από το επιτόκιο άνευ κινδύνου των στοιχείων ενεργητικού ίδιας διάρκειας, πιστοληπτικής ποιότητας και κατηγορίας όπως στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

(3) Η πιθανότητα αθέτησης που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) βασίζεται σε μακροπρόθεσμες στατιστικές αθετήσεων σχετικές με το συγκεκριμένο στοιχείο ενεργητικού όσον αφορά τη διάρκεια, την πιστοληπτική ποιότητα και την κατηγορία του.

(4) Όταν το πιστωτικό περιθώριο δεν μπορεί να συναχθεί με τρόπο αξιόπιστο από τις στατιστικές αθετήσεων που αναφέρονται στο εδάφιο (2), το βασικό πιστωτικό περιθώριο είναι ίσο με το τμήμα του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της διαφοράς πάνω από το επιτόκιο άνευ κινδύνου που αναφέρεται στις παραγράφους (β) και (γ).

Προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου

83. (1) Ο Έφορος δύναται να απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να ζητούν προηγούμενη έγκριση, για να εφαρμόσουν προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου για τον υπολογισμό τη βέλτιστης εκτίμησης που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 79 του παρόντος Νόμου.

(2) Για κάθε σχετικό νόμισμα, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου βασίζεται στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που θα μπορούσε να επιτευχθεί από στοιχεία ενεργητικού που περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο αναφοράς για το συγκεκριμένο νόμισμα και των επιτοκίων της διαχρονικής διάρθρωσης επιτοκίων άνευ κινδύνου για το ίδιο νόμισμα. Το χαρτοφυλάκιο αναφοράς για ένα νόμισμα πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικό των στοιχείων ενεργητικού που είναι σε αυτό το νόμισμα και στα οποία επενδύουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για να καλύψουν τη βέλτιστη εκτίμηση των υποχρεώσεων ασφάλισης και αντασφάλισης σε αυτό το νόμισμα.

(3) (α) Το ποσό της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στα επιτόκια άνευ κινδύνου αντιστοιχεί στο 65% της συναλλαγματικής διαφοράς με διόρθωση για τον κίνδυνο.

(β) Η συναλλαγματική διαφορά με διόρθωση για τον κίνδυνο υπολογίζεται ως η διαφορά μεταξύ του πιστωτικού περιθωρίου που αναφέρεται στο εδάφιο (2) και του τμήματος αυτού του πιστωτικού περιθωρίου που βασίζεται σε ρεαλιστική εκτίμηση των αναμενόμενων ζημιών ή του απρόβλεπτου πιστωτικού κινδύνου ή άλλου κινδύνου των συγκεκριμένων στοιχείων ενεργητικού.

(γ) Η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας εφαρμόζεται μόνο στα σχετικά επιτόκια άνευ κινδύνου της διαχρονικής διάρθρωσης τα οποία δεν προκύπτουν από παρέκταση σύμφωνα με το άρθρο 80 του παρόντος Νόμου. Η παρέκταση της σχετικής διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου βασίζεται στα εν λόγω προσαρμοσμένα επιτόκια άνευ κινδύνου.

(4) Η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στα επιτόκια άνευ κινδύνου του εδαφίου (3) για το νόμισμα της Δημοκρατίας, αυξάνεται, πριν από την εφαρμογή του συντελεστή 65%, κατά τη διαφορά μεταξύ του διορθωμένου για τον κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου της Δημοκρατίας και του διπλάσιου της διορθωμένης για τον κίνδυνο συναλλαγματικής διαφοράς, όποτε η διαφορά αυτή είναι θετική και το διορθωμένο για τον κίνδυνο πιστωτικό περιθώριο της Δημοκρατίας είναι υψηλότερο από ογδόντα πέντε (85) μονάδες βάσης. Η αυξημένη προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας εφαρμόζεται στον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης για τις υποχρεώσεις ασφάλισης και αντασφάλισης προϊόντων που πωλούνται στην ασφαλιστική αγορά της Δημοκρατίας. Το διορθωμένο για τον κίνδυνο πιστωτικό περιθώριο της Δημοκρατίας υπολογίζεται με τον ίδιο τρόπο όπως η διορθωμένη για τον κίνδυνο συναλλαγματική διαφορά της Δημοκρατίας, αλλά με βάση χαρτοφυλάκιο αναφοράς αντιπροσωπευτικό των στοιχείων ενεργητικού στα οποία έχουν επενδύσει οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για να καλύψουν τη βέλτιστη εκτίμηση των υποχρεώσεων ασφάλισης και αντασφάλισης προϊόντων που πωλούνται στην ασφαλιστική αγορά της Δημοκρατίας και είναι στο νόμισμα της Δημοκρατίας.

(5) Η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας δεν εφαρμόζεται για ασφαλιστικές υποχρεώσεις όταν η σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης των υποχρεώσεων αυτών περιλαμβάνει προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης δυνάμει του άρθρου 81 του παρόντος Νόμου.

(6) Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 107 του παρόντος Νόμου, η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας δεν καλύπτει τον κίνδυνο απώλειας βασικών ιδίων κεφαλαίων από αλλαγές στην προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας.

Αναθεώρηση των μέτρων για μακροπρόθεσμες εγγυήσεις και των μέτρων για τον κίνδυνο μετοχών

83Α. Ο Έφορος υποβάλλει στην EIOPA σε ετήσια βάση και έως την 1η Ιανουαρίου 2021, τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α) Τη διαθεσιμότητα μακροπρόθεσμων εγγυήσεων σε ασφαλιστικά προϊόντα στην αγορά της Δημοκρατίας και τη συμπεριφορά των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ως μακροπρόθεσμων επενδυτών·

(β) τον αριθμό των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που εφαρμόζουν την προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης, την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, την παράταση της περιόδου ανάκαμψης σύμφωνα με το εδάφιο (11) του άρθρου 145, την υποενότητα μετοχικού κινδύνου με βάση τη διάρκεια και τα μεταβατικά μέτρα που καθορίζονται στα άρθρα 423 και 424·

(γ) τον αντίκτυπο που έχουν στην οικονομική θέση των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, ο μηχανισμός συμμετρικής προσαρμογής στην επιβάρυνση του κεφαλαίου λόγω μετοχών, η υποενότητα μετοχικού κινδύνου με βάση τη διάρκεια, και τα μεταβατικά μέτρα που καθορίζονται στα άρθρα 423 και 424, σε εθνικό επίπεδο και με ανώνυμο τρόπο για κάθε επιχείρηση·

(δ) τον αντίκτυπο που έχουν στην επενδυτική συμπεριφορά των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, ο μηχανισμός συμμετρικής προσαρμογής στην επιβάρυνση του κεφαλαίου λόγω μετοχών και η υποενότητα μετοχικού κινδύνου με βάση τη διάρκεια, και κατά πόσο παρέχουν αδικαιολόγητη μείωση της κεφαλαιακής απαίτησης·

(ε) τον αντίκτυπο που έχει οποιαδήποτε παράταση της περιόδου ανάκαμψης σύμφωνα με το εδάφιο (11) του άρθρου 145 στις προσπάθειες των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να αποκαταστήσουν το επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας ή να μειώσουν το προφίλ κινδύνου για να εξασφαλίσουν συμμόρφωση με την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας·

(στ) κατά πόσο οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν τα μεταβατικά μέτρα που καθορίζονται στα άρθρα 423 και 424, συμμορφώνονται προς τα σχέδια σταδιακής εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 425 και τις προοπτικές για ελάττωση της εξάρτησης από τα μεταβατικά μέτρα, περιλαμβανομένων μέτρων που έχουν ληφθεί ή αναμένεται να ληφθούν από τις επιχειρήσεις και τις εποπτικές αρχές, λαμβανομένου υπόψη του ρυθμιστικού περιβάλλοντος του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

Άλλα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων

84. Επιπρόσθετα των όσων καθορίζονται στο άρθρο 79 του παρόντος Νόμου, κατά τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα:

(α) όλες τις δαπάνες που πραγματοποιούνται για την εξυπηρέτηση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων·

(β) τον πληθωρισμό, συμπεριλαμβανομένου του πληθωρισμού των δαπανών και των αποζημιώσεων·

(γ) όλες τις πληρωμές στους αντισυμβαλλόμενους και στους δικαιούχους, συμπεριλαμβανομένων μελλοντικών προαιρετικών έκτακτων παροχών, τις οποίες αναμένεται να πραγματοποιήσουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από το εάν οι πληρωμές αυτές είναι συμβατικά εγγυημένες, εκτός εάν οι πληρωμές εμπίπτουν στο εδάφιο (2) του άρθρου 97.

Αποτίμηση των χρηματοοικονομικών εγγυήσεων και των συμβατικών δικαιωμάτων εκλογής που περιλαμβάνονται σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές συμβάσεις

85. (1) Κατά τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη την αξία των χρηματοοικονομικών εγγυήσεων και τυχόν συμβατικών δικαιωμάτων εκλογής που περιλαμβάνονται σε ασφαλιστήρια και αντασφαλιστήρια συμβόλαια.

(2) Οποιεσδήποτε παραδοχές εκ μέρους των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σε σχέση με την πιθανότητα να ασκήσουν οι αντισυμβαλλόμενοι τα συμβατικά δικαιώματα εκλογής, συμπεριλαμβανομένων των ακυρώσεων και εξαγορών συμβολαίων, είναι ρεαλιστικές και βασίζονται σε τρέχουσες και αξιόπιστες πληροφορίες ενώ λαμβάνουν υπόψη, ρητά ή σιωπηρά, την επίπτωση που μπορούν να έχουν στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών μελλοντικές αλλαγές σε οικονομικές και μη οικονομικές συνθήκες.

Ομαδοποίηση

86. Κατά τον υπολογισμό των τεχνικών τους προβλέψεων, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ομαδοποιούν τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές τους υποχρεώσεις σε ομοιογενείς ομάδες κινδύνου, και τουλάχιστον κατά κατηγορίες δραστηριοτήτων.

Ανακτήσιμα ποσά από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού

87. (1) Ο υπολογισμός από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού είναι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 78 μέχρι 86 του παρόντος Νόμου.

(2) Κατά τον υπολογισμό των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη τη χρονική διαφορά μεταξύ ανακτήσεων και άμεσων πληρωμών.

(3) Το αποτέλεσμα του υπολογισμού αυτού προσαρμόζεται προκειμένου να ληφθούν υπόψη αναμενόμενες ζημίες λόγω αθέτησης υποχρέωσης εκ μέρους του αντισυμβαλλομένου στη βάση της εκτίμησης της πιθανότητας αθέτησης από τον αντισυμβαλλόμενο και της μέσης ζημίας που προκύπτει από την αθέτηση αυτή (ζημία σε περίπτωση αθέτησης).

Ποιότητα δεδομένων και εφαρμογή προσεγγίσεων, συμπεριλαμβανομένων ειδικών κατά περίπτωση μεθόδων, για τις τεχνικές προβλέψεις

88. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να διαθέτουν εσωτερικές διεργασίες και διαδικασίες που να εξασφαλίζουν την καταλληλότητα, πληρότητα και ακρίβεια των δεδομένων που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό των τεχνικών τους προβλέψεων.

(2) Στις ειδικές περιπτώσεις στις οποίες οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν ανεπαρκή στοιχεία κατάλληλης ποιότητας προκειμένου να εφαρμόσουν αξιόπιστη αναλογιστική μέθοδο σε σύνολο ή υποσύνολο των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών τους υποχρεώσεων ή σε ανακτήσιμα ποσά από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού, μπορούν να χρησιμοποιούν κατάλληλες προσεγγίσεις, συμπεριλαμβανομένων ειδικών, κατά περίπτωση, μεθόδων (case-by-case approach), για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης.

Σύγκριση με βάση τα εμπειρικά δεδομένα

89. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν διεργασίες και διαδικασίες προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι οι βέλτιστες εκτιμήσεις, και οι υποθέσεις στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός των βέλτιστων εκτιμήσεων, συγκρίνονται τακτικά με βάση τα εμπειρικά δεδομένα.

(2) Σε περίπτωση που η σύγκριση επισημάνει συστηματική απόκλιση μεταξύ της εμπειρικής παρατήρησης και των υπολογισμών της βέλτιστης εκτίμησης των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, η σχετική επιχείρηση προβαίνει στις κατάλληλες προσαρμογές των αναλογιστικών μεθόδων που χρησιμοποιούνται ή/και των παραδοχών που γίνονται.

Καταλληλότητα του επιπέδου των τεχνικών προβλέψεων

90. (1) Κατόπιν απαίτησης του Εφόρου, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν την καταλληλότητα του επιπέδου των τεχνικών τους προβλέψεων, καθώς και την εφαρμοσιμότητα και τη συνάφεια των χρησιμοποιούμενων μεθόδων, και την επάρκεια των υποκείμενων στατιστικών δεδομένων.

(2) Χωρίς επηρεασμό των εξουσιών του Εφόρου να απαιτήσει, στο πλαίσιο του εποπτικού ελέγχου, πλήρη στοιχεία προς απόδειξη των αναφερόμενων στο εδάφιο (1) υποχρεώσεων, η καταλληλότητα του επιπέδου των τεχνικών προβλέψεων, της εφαρμοσιμότητας και σαφήνειας των χρησιμοποιούμενων μεθόδων και της επάρκειας των υποκείμενων στατιστικών δεδομένων, τεκμαίρεται με την υποβολή πιστοποίησης, τουλάχιστον μια φορά καθέ έτος, από αναλογιστή.

(3) Κανονισμοί που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, δύναται να καθορίζουν τα προσόντα, τις προϋποθέσεις διορισμού και παύσης του αναλογιστή που αναφέρεται στο εδάφιο (2), καθώς και τις υποχρεώσεις του κατά τον καταρτισμό και την υποβολή της πιστοποίησης που προβλέπεται στο ίδιο εδάφιο.

Αύξηση των τεχνικών προβλέψεων

91. Στο βαθμό που ο υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων δεν συνάδει με τα όσα καθορίζονται στα άρθρα 84 μέχρι 95 του παρόντος Νόμου, ο Έφορος δύναται να απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να αυξήσουν το ποσό των τεχνικών προβλέψεων έτσι ώστε αυτά να αντιστοιχούν στο επίπεδο που προκύπτει βάσει των διατάξεων των εν λόγω άρθρων.

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και ρυθμιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα

92. (1) Κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις καθορίζουν τα πιο κάτω:

(α) τις αναλογιστικές και στατιστικές μεθόδους υπολογισμού της βέλτιστης εκτίμησης που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 79 του παρόντος Νόμου∙

(β) τις μεθόδους, τις αρχές και τις τεχνικές καθορισμού της σχετικής διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου η οποία πρέπει να χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 79∙

(γ) τις περιπτώσεις στις οποίες οι τεχνικές προβλέψεις υπολογίζονται ως σύνολο ή ως άθροισμα βέλτιστης εκτίμησης και περιθωρίου κινδύνου, και τις μεθόδους που πρέπει να χρησιμοποιούνται στην περίπτωση στην οποία οι τεχνικές προβλέψεις υπολογίζονται ως σύνολο, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 79.

(δ) τις μεθόδους και τις παραδοχές που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του περιθωρίου κινδύνου, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού του ποσού των επιλέξιμων ίδιων κεφαλαίων που είναι αναγκαία για την υποστήριξη των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων και για τον προσδιορισμό του επιτοκίου του κόστους κεφαλαίου, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (4) του άρθρου 79 του παρόντος Νόμου∙

(ε) τις κατηγορίες δραστηριοτήτων βάσει των οποίων πρέπει να ομαδοποιούνται οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές υποχρεώσεις, για να υπολογιστούν οι τεχνικές προβλέψεις που αναφέρονται στο άρθρο 86 του παρόντος Νόμου∙

(στ) τα πρότυπα που πρέπει να τηρούνται για την εξασφάλιση της καταλληλότητας, της πληρότητας και της ακρίβειας των δεδομένων που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, και οι ειδικές περιστάσεις στις οποίες θα ήταν ενδεδειγμένο να χρησιμοποιηθούν προσεγγίσεις, συμπεριλαμβανομένων ειδικών κατά περίπτωση μεθόδων υπολογισμού της βέλτιστης εκτίμησης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 88∙

(ζ) τις προδιαγραφές για τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 81, συμπεριλαμβανομένων των μεθόδων, των παραδοχών και των τυπικών παραμέτρων που πρέπει να χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό του αντικτύπου απότομης μεταβολής του κινδύνου θανάτου, που αναφέρεται στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 81 του παρόντος Νόμου˙

(η) τις προδιαγραφές για τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 82 του παρόντος Νόμου, συμπεριλαμβανομένων των παραδοχών και των μεθόδων που πρέπει να χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της προσαρμογής λόγω αντιστοίχισης και του βασικού πιστωτικού περιθωρίου∙

(θ) τις μεθόδους και τις παραδοχές για τον υπολογισμό της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 83 του παρόντος Νόμου, συμπεριλαμβανομένου τύπου για τον υπολογισμό του πιστωτικού περιθωρίου που αναφέρεται στην παράγραφο (2) του εν λόγω άρθρου.

(2) Ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα καθορίζουν-

(α) τις μεθόδους που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της προσαρμογής λόγω αθέτησης του αντισυμβαλλομένου, που αναφέρεται στο άρθρο 87, με σκοπό να προσδιοριστούν οι αναμενόμενες ζημίες λόγω αθέτησης του αντισυμβαλλομένου∙

(β) όπου είναι αναγκαίο, απλοποιημένες μεθόδους και τεχνικές για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, για να εξασφαλιστεί ότι οι αναλογιστικές και οι στατιστικές μέθοδοι που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (δ) είναι αναλογικές ως προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που αναλαμβάνουν οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των εξαρτημένων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

(3) Εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα καθορίζουν τα σχετικά με τις διαδικασίες για την έγκριση της εφαρμογής προσαρμογής λόγω αντιστοίχισης που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 81.

ΤΜΗΜΑ 3 - ΙΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ
ΕΝΟΤΗΤΑ 1 ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ
Ίδια κεφάλαια

93. Τα ίδια κεφάλαια αντιστοιχούν στο άθροισμα των βασικών ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 94 και των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 95 του παρόντος Νόμου.

Βασικά ίδια κεφάλαια

94. (1) Τα βασικά ίδια κεφάλαια απαρτίζονται από τα ακόλουθα στοιχεία:

(α) Τη θετική διαφορά μεταξύ του ενεργητικού και του παθητικού, που αποτιμάται σύμφωνα με το άρθρο 77 και το Τμήμα 2 του παρόντος Κεφαλαίου·

(β) τις υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης.

(2) Το ποσό διαφοράς που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) μειώνεται κατά το ποσό των ιδίων μετοχών που κατέχονται από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.

Συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια

95. (1) Τα συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια αποτελούνται από στοιχεία άλλα πλην των βασικών ιδίων κεφαλαίων, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιούνται για την απορρόφηση ζημιών και μπορούν να περιλαμβάνουν τα ακόλουθα στοιχεία, στο βαθμό που αυτά δεν αποτελούν στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων:

(α) το μη καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο ή αρχικό κεφάλαιο το οποίο δεν έχει καταστεί απαιτητό·

(β) τις πιστωτικές επιστολές και τις εγγυήσεις·

(γ) άλλες νομικές δεσμεύσεις που έχουν ληφθεί από ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

(2) Στην περίπτωση αλληλασφαλιστικών ενώσεων ή ενώσεων του τύπου αυτού με μεταβλητές συνεισφορές, τα συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν επίσης μελλοντικές αξιώσεις τις οποίες η ένωση αυτή μπορεί να έχει έναντι των μελών της μέσω πρόσκλησης για συμπληρωματική συνεισφορά, εντός των επόμενων δώδεκα μηνών.

(3) Σε περίπτωση που κάποιο στοιχείο των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων έχει καταβληθεί ή έχει καταστεί απαιτητό, θεωρείται ως στοιχείο του ενεργητικού και παύει να αποτελεί μέρος των στοιχείων των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων.

Έγκριση των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων από τον Έφορο

96. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν τα ποσά των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό των ιδίων κεφαλαίων προς προηγούμενη έγκριση από τον Έφορο.

(2) Το ποσό που αποδίδεται σε κάθε στοιχείο συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων αντικατοπτρίζει την απορροφητικότητα ζημίας του στοιχείου και βασίζεται σε συνετές και ρεαλιστικές παραδοχές και αναφορικά με τα συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια με σταθερή ονομαστική αξία, το ύψος του συγκεκριμένου στοιχείου πρέπει να ισούται προς την ονομαστική του αξία, η οποία αντικατοπτρίζει σωστά την απορροφητικότητα ζημίας του.

(3) Ο Έφορος, εγκρίνει οποιοδήποτε από τα πιο κάτω:

(α) ένα χρηματικό ποσό για κάθε στοιχείο των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων·

(β) μία μέθοδο για τον προσδιορισμό του ποσού κάθε στοιχείου των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων, περίπτωση κατά την οποία η έγκριση από τον Έφορο του ποσού που καθορίζεται σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή χορηγείται για συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

(4) Για κάθε στοιχείο των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων, ο Έφορος βασίζει την έγκρισή του στην εκτίμηση των πιο κάτω παραγόντων:

(α) της κατάστασης των σχετικών αντισυμβαλλομένων, σε σχέση με την ικανότητα και τη βούλησή τους να πληρώσουν·

(β) την ανακτησιμότητα των κεφαλαίων, λαμβανομένης υπόψη της νομικής μορφής του στοιχείου, καθώς και οποιεσδήποτε συνθήκες οι οποίες ενδέχεται να εμποδίσουν την επιτυχή καταβολή ή πρόσκληση καταβολής του στοιχείου αυτού των κεφαλαίων·

(γ) οποιεσδήποτε πληροφορίες για την έκβαση προηγούμενων προσκλήσεων καταβολής τις οποίες οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις πραγματοποίησαν για τέτοιους είδους συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια, εφόσον οι πληροφορίες αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν αξιόπιστα για την αξιολόγηση της αναμενόμενης χρήσης μελλοντικών προσκλήσεων.

Πλεονάζοντα κεφάλαια

97. (1) Ως πλεονάζοντα κεφάλαια νοούνται τα συσσωρευμένα κέρδη που δεν έχουν διατεθεί προς διανομή στους αντισυμβαλλόμενους και τους δικαιούχους.

(2) Τα πλεονάζοντα κεφάλαια δεν θεωρούνται ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις εφόσον πληρούν τα κριτήρια του εδαφίου (1) του άρθρου 100 του παρόντος Νόμου.

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και ρυθμιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα

98. (1) Εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα καθορίζουν τα κριτήρια με βάση τα οποία εγκρίνονται τα συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια σύμφωνα με το άρθρο 96 του παρόντος Νόμου.

(2) Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις καθορίζουν το χειρισμό των συμμετοχών, κατά την έννοια του εδαφίου (2) του άρθρου 250, σε χρηματοδοτικά και πιστωτικά ιδρύματα σε σχέση με τον προσδιορισμό των ίδιων κεφαλαίων

(3) Οι συμμετοχές σε χρηματοοικονομικά και πιστωτικά ιδρύματα που αναφέρονται στο εδάφιο (2) περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

(α) Συμμετοχές τις οποίες κατέχουν ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις:

(i) σε πιστωτικά και χρηματοοικονομικά ιδρύματα κατά την έννοια των περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμων του 1997 έως (Αρ. 4) του 2013 όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται∙

(ii) σε επιχειρήσεις επενδύσεων κατά την έννοια του Ο περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμων του 2007 έως 2014, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται∙

(β) τις απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης και τα μέσα που αναφέρονται στον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο του 1997, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, που οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κατέχουν έναντι των οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) το παρόντος εδαφίου στις οποίες κατέχουν συμμετοχή.

(4) Εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα καθορίζουν τις διαδικασίες για τη χορήγηση έγκρισης από τον Έφορος για τη χρησιμοποίηση συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2 ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ
Χαρακτηριστικά και στοιχεία που χρησιμοποιούνται για την ταξινόμηση των ιδίων κεφαλαίων σε κατηγορίες

99. (1) Τα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων ταξινομούνται σε τρεις κατηγορίες, η δε ταξινόμηση αυτών των στοιχείων εξαρτάται από το εάν είναι στοιχεία βασικών ιδίων κεφαλαίων ή συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων και από τον βαθμό στον οποίο διαθέτουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

(α) το στοιχείο είναι διαθέσιμο, ή μπορεί να καταστεί απαιτητό όταν ζητηθεί, για την απορρόφηση ζημιών στη βάση δρώσας οικονομικής μονάδας, καθώς και στην περίπτωση εκκαθάρισης (διαρκής διαθεσιμότητα)·

(β) στην περίπτωση εκκαθάρισης, το συνολικό ποσό του στοιχείου είναι διαθέσιμο για την απορρόφηση ζημιών και το στοιχείο δεν επιστρέφεται στον κάτοχό του μέχρις ότου όλες οι άλλες υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων προς τους αντισυμβαλλόμενους ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών συμβάσεων και τους δικαιούχους ασφαλίσματος, έχουν ικανοποιηθεί (εξάρτηση)·

(2) Κατά την αξιολόγηση του βαθμού στον οποίο τα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων διαθέτουν τα χαρακτηριστικά που ορίζονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1), επί του παρόντος και στο μέλλον, πρέπει να αποδίδεται η δέουσα προσοχή στη διάρκεια του στοιχείου, ιδίως στο εάν το στοιχείο είναι χρονολογημένο ή όχι και σε περίπτωση που αυτό είναι χρονολογημένο, εξετάζεται η σχετική διάρκεια του στοιχείου σε σύγκριση με τη διάρκεια των υποχρεώσεων ασφάλισης και αντασφάλισης της επιχείρησης (επαρκής διάρκεια), εξετάζοντας επιπλέον, τους ακόλουθους παράγοντες:

(α) Αν το στοιχείο είναι ελεύθερο από απαιτήσεις ή κίνητρα εξαγοράς του ονομαστικού ποσού (απουσία κινήτρων εξαγοράς)·

(β) αν το στοιχείο είναι ελεύθερο από υποχρεωτικά πάγια έξοδα (απουσία υποχρεωτικών χρηματοοικονομικών εξόδων)·

(γ) αν το στοιχείο είναι καθαρό από οποιοδήποτε επιβάρυνση (απουσία επιβαρύνσεων).

Κυριότερα κριτήρια για την ταξινόμηση σε κατηγορίες

100. (1) Τα στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων ταξινομούνται στην Κατηγορία 1, εάν διαθέτουν ουσιωδώς τα χαρακτηριστικά που προβλέπονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου(1) του άρθρου 102, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών που καθορίζονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 99 του παρόντος Νόμου.

(2) Τα στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων ταξινομούνται στην Κατηγορία 2 εάν διαθέτουν ουσιωδώς το χαρακτηριστικό που προβλέπεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 99, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών που καθορίζονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 99 του παρόντος Νόμου.

(3) Τα στοιχεία των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων ταξινομούνται στην Κατηγορία 2 εάν διαθέτουν ουσιωδώς τα χαρακτηριστικά που προβλέπονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 99, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του ιδίου άρθρου 99.

(4) Τα στοιχεία των βασικών και συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων, τα οποία δεν υπάγονται στις παραγράφους 1 και 2, ταξινομούνται στην Κατηγορία 3.

Ταξινόμηση των ιδίων κεφαλαίων σε κατηγορίες

101. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ταξινομούν τα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων τους με βάση τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 100 του παρόντος Νόμου και για το σκοπό αυτό, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ανατρέχουν στον κατάλογο των ιδίων κεφαλαίων που θεσπίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 103 του παρόντος Νόμου, όπου αυτό εφαρμόζεται.

(2) Σε περίπτωση που κάποιο στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων δεν καλύπτεται από τον κατάλογο του εδαφίου (1), αξιολογείται και ταξινομείται, από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με την έγκριση του Εφόρου, σύμφωνα με το εδάφιο (1).

Ταξινόμηση στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων που αφορούν ειδικά τις ασφάλειες

102. (1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 101 και του εδαφίου (1) του άρθρου 103, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, εφαρμόζονται οι πιο κάτω ταξινομήσεις:

(α) Τα πλεονάζοντα κεφάλαια που εμπίπτουν στο εδάφιο (2) του άρθρου 97 του παρόντος Νόμου, ταξινομούνται στην Κατηγορία 1·

(β) οι πιστωτικές επιστολές και εγγυήσεις, που τηρούνται σε καταπίστευμα από ανεξάρτητο θεματοφύλακα προς όφελος των ασφαλιστικών πιστωτών και παρέχονται από πιστωτικά ιδρύματα τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον περί Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο του 1997 όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ταξινομούνται στην Κατηγορία 2∙

(γ) Οποιεσδήποτε μελλοντικές αξιώσεις τις οποίες είναι δυνατόν να ασκήσουν αλληλασφαλιστικές ή παρόμοιες ενώσεις πλοιοκτητών με κυμαινόμενες συνεισφορές, οι οποίες ασφαλίζουν αποκλειστικά κινδύνους στους Κλάδους πλοίων, ευθύνης από Θαλάσσια, Λιμναία και Ποτάμια σκάφη και Νομικής Προστασίας (Κλάδοι 6, 12 και 17 του Μέρους Α του Πρώτου Παραρτήματος) έναντι των μελών τους μέσω πρόσκλησης για συμπληρωματικές συνεισφορές, εντός των επόμενων δώδεκα μηνών ταξινομούνται στην Κατηγορία 2.

(2) Σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 100 του παρόντος Νόμου, οποιεσδήποτε μελλοντικές αξιώσεις τις οποίες είναι δυνατόν να ασκήσουν έναντι των μελών τους αλληλασφαλιστικές ή παρόμοιες ενώσεις με κυμαινόμενες συνεισφορές, μέσω πρόσκλησης για συμπληρωματικές εισφορές, μέσα στους επόμενους δώδεκα μήνες, οι οποίες δεν εμπίπτουν στις διατάξεις της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), ταξινομούνται στην Κατηγορία 2 εφόσον παρουσιάζουν σε σημαντικό βαθμό τα χαρακτηριστικά που καθορίζονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 99, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών που καθορίζονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 99 του παρόντος Νόμου.

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα

103. (1) Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις καθορίζουν τον κατάλογο στοιχείων ίδιων κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων των αναφερόμενων στο άρθρο 102 του παρόντος Νόμου, που θεωρείται ότι πληρούν τα κριτήρια τα οποία καθορίζονται στο άρθρο 100, ο οποίος περιλαμβάνει για κάθε στοιχείο των ίδιων κεφαλαίων ακριβή περιγραφή των χαρακτηριστικών τα οποία καθόρισαν την κατάταξή του.

(2) Ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα καθορίζουν τις μεθόδους που πρέπει να χρησιμοποιούν οι εποπτικές αρχές, όταν εγκρίνουν την αξιολόγηση και την κατάταξη στοιχείων των ίδιων κεφαλαίων που δεν καλύπτονται από τον κατάλογο που αναφέρεται στο εδάφιο (1).

ΕΝΟΤΗΤΑ 3 ΕΠΙΛΕΞΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ
Επιλεξιμότητα και όρια που εφαρμόζονται στις κατηγορίες 1, 2 και 3

104. (1) Όσον αφορά τη συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, τα επιλέξιμα ποσά των στοιχείων της Κατηγορίας 2 και της Κατηγορίας 3 υπόκεινται σε ποσοτικά όρια, τα οποία καθορίζονται με τρόπο που να διασφαλίζει ότι πληρούνται τουλάχιστον οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Η αναλογία των στοιχείων της Κατηγορίας 1 στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια είναι υψηλότερη από το ένα τρίτο του συνολικού ποσού των επιλέξιμων ίδιων κεφαλαίων·

(β) το επιλέξιμο ποσό των στοιχείων της Κατηγορίας 3 είναι μικρότερο από το ένα τρίτο του συνολικού ποσού των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων.

(2) Όσον αφορά τη συμμόρφωση προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, το ποσό των στοιχείων των βασικών ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για την κάλυψη των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων που ταξινομούνται στην Κατηγορία 2 υπόκεινται σε ποσοτικά όρια, τα οποία καθορίζονται με τρόπο που να διασφαλίζει, κατ’ ελάχιστο, ότι το ποσοστό των στοιχείων της Κατηγορίας 1 στα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια είναι υψηλότερο από το ήμισυ του συνολικού ποσού των βασικών ιδίων κεφαλαίων.

(3) Το επιλέξιμο ποσό των ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας που καθορίζονται στο άρθρο 106 του παρόντος Νόμου ισούται με το άθροισμα του ποσού της Κατηγορίας 1, του επιλέξιμου ποσού της Κατηγορίας 2 και του επιλέξιμου ποσού της Κατηγορίας 3.

(4) Το επιλέξιμο ποσό των βασικών ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων που καθορίζονται στο άρθρο 135 του παρόντος Νόμου ισούται με το άθροισμα του ποσού της Κατηγορίας 1 και του επιλέξιμου ποσού των στοιχείων των βασικών ιδίων κεφαλαίων που ταξινομούνται στην Κατηγορία 2.

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σχετικά με την επιλεξιμότητα των ιδίων κεφαλαίων

105. Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, καθορίζουν:

(α) τα ποσοτικά όρια που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 104 του παρόντος Νόμου.

(β) τις προσαρμογές που πρέπει να γίνουν για να αντανακλάται η απουσία μεταβιβασιμότητας των στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για την κάλυψη ζημιών από συγκεκριμένη κατηγορία υποχρεώσεων ή από συγκεκριμένους κινδύνους (κεφάλαια κλειστής διάρθρωσης).

ΤΜΗΜΑ 4 - ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ
ΕΝΟΤΗΤΑ 1 ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ Ή ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΟΣ
Γενικές διατάξεις

106. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας.

(2) Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας υπολογίζονται είτε σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο της Ενότητας 2 είτε με τη χρησιμοποίηση εσωτερικού υποδείγματος, όπως καθορίζεται στην Ενότητα 3.

Υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας

107. (1) Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας υπολογίζονται ως ακολούθως:

(α) Υπολογίζονται βάσει του τεκμηρίου ότι η επιχείρηση ασκεί τις δραστηριότητές της ως δρώσα οικονομική μονάδα·

(β) διαμορφώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται ότι λαμβάνονται υπόψη όλοι οι ποσοτικοποιήσιμοι κίνδυνοι στους οποίους είναι εκτεθειμένη η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και καλύπτουν υφιστάμενες δραστηριότητες καθώς και νέες που αναμένεται να καταχωρηθούν μέσα στους επόμενους δώδεκα μήνες και σε ό,τι αφορά στις υφιστάμενες δραστηριότητες, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας καλύπτουν μόνο τις μη αναμενόμενες ζημίες.

(γ) αντιστοιχούν στην αξία σε κίνδυνο (“Value-at-Risk”) των βασικών ιδίων κεφαλαίων ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με επίπεδο εμπιστοσύνης 99,5 % για μια περίοδο ενός έτους∙

(δ) καλύπτουν, τουλάχιστον, τους ακόλουθους αναλαμβανόμενους κινδύνους:

(i) ασφάλισης Γενικής Φύσεως·

(ii) ασφάλισης Ζωής·

(iii) ασφάλισης ασθενείας·

(iv) τον κίνδυνο αγοράς·

(v) τον πιστωτικό κίνδυνο·

(vi) τον λειτουργικό κίνδυνο, ο οποίος περιλαμβάνει νομικούς κινδύνους και αποκλείει κινδύνους που απορρέουν από στρατηγικές αποφάσεις, καθώς και τους κινδύνους φήμης.

(2) Κατά τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη την επίπτωση των τεχνικών μείωσης του κινδύνου, υπό την προϋπόθεση ότι ο πιστωτικός κίνδυνος και οι άλλοι κίνδυνοι που απορρέουν από τη χρήση τέτοιου είδους τεχνικών αντικατοπτρίζονται κατάλληλα στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας.

Συχνότητα υπολογισμού.

108. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να-

(α) υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας τουλάχιστον μία φορά ετησίως και γνωστοποιούν το αποτέλεσμα του υπολογισμού αυτού στoν Έφορο.∙

(β) εξασφαλίζουν ότι διαθέτουν επιλέξιμα ίδια κεφάλαια που καλύπτουν τις τελευταίες αναφερθείσες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας∙

(γ) παρακολουθούν σε συνεχή βάση το ποσό των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων και των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας∙

(δ) σε περίπτωση που το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζονται οι τελευταίες αναφερθείσες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, υπολογίζουν εκ νέου και αμελλητί τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και τις γνωστοποιούν στον Έφορο.

(2) Εάν υπάρχουν στοιχεία από τα οποία να διαφαίνεται ότι το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης έχει αλλάξει σημαντικά από την ημερομηνία κατά την οποία αναφέρθηκαν τελευταία φορά οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, ο Έφορος δύναται να απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να υπολογίσουν εκ νέου τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2 ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΕΣ ΑΠAΙΤΗΣΕΙΣ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ – ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΜΕΘΟΔΟΣ
Δομή της τυποποιημένης μεθόδου

109. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας που υπολογίζονται σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο αποτελούν το άθροισμα των κατωτέρω στοιχείων:

(α) των βασικών κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, όπως καθορίζεται στο άρθρο 110 του παρόντος Νόμου·

(β) της κεφαλαιακής απαίτησης για λειτουργικό κίνδυνο, όπως καθορίζεται στο άρθρο 113 του παρόντος Νόμου·

(γ) της προσαρμογής για την ικανότητα απορρόφησης ζημιών των τεχνικών προβλέψεων και για τους αναβαλλόμενους φόρους, όπως καθορίζεται στο άρθρο 114 του παρόντος Νόμου.

Σχεδιασμός των βασικών κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας.

110. (1) Οι βασικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας περιλαμβάνουν μεμονωμένες ενότητες κινδύνου, οι οποίες αθροίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του Τέταρτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου και σε κάθε περίπτωση περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες ενότητες αναλαμβανόμενου κινδύνου:

(α) κίνδυνος ασφάλισης Γενικής Φύσεως·

(β) κίνδυνος ασφάλισης Ζωής·

(γ) κίνδυνος ασφάλισης ασθενείας·

(δ) κίνδυνος αγοράς·

(ε) κίνδυνος αθέτησης αντισυμβαλλόμενου.

(2) Για τους σκοπούς των παραγράφων (α), (β) και (γ) του εδαφίου (1), οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές εργασίες εντάσσονται στην ενότητα ασφαλιστικού κινδύνου που αντικατοπτρίζει καλύτερα την τεχνική φύση των υποκείμενων κινδύνων.

(3) Οι συντελεστές συσχέτισης για την άθροιση των ενοτήτων κινδύνου που αναφέρονται στο εδάφιο (1), καθώς και η διαβάθμιση των κεφαλαιακών απαιτήσεων για κάθε ενότητα κινδύνου, οδηγούν σε μια συνολική κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας η οποία συνάδει με τις αρχές που παρατίθενται στο άρθρο 107 του παρόντος Νόμου.

(4) Κάθε μία από τις ενότητες κινδύνου που αναφέρονται στο εδάφιο (1) διαμορφώνεται με τη χρήση ενός μέτρου δυνητικής ζημίας ή αξίας σε κίνδυνο (“Value-at-Risk”), με επίπεδο εμπιστοσύνης 99,5% για μια περίοδο ενός έτους και στον σχεδιασμό κάθε ενότητας κινδύνου λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα διαφοροποίησης, κατά περίπτωση.

(5) Ο ίδιος σχεδιασμός και οι ίδιες προδιαγραφές για τις ενότητες κινδύνου χρησιμοποιούνται για όλες τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, τόσο σε σχέση με τις βασικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας όσο και για τους απλοποιημένους υπολογισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 115 του παρόντος Νόμου.

(6) Όσον αφορά τους κινδύνους από καταστροφές, μπορούν να χρησιμοποιούνται γεωγραφικές προδιαγραφές, κατά περίπτωση, για τον υπολογισμό των ενοτήτων αναλαμβανόμενων ασφαλιστικών κινδύνων ασφάλισης Ζωής, Γενικής Φύσεως και ασφάλισης ασθενείας.

(7) Υπό την αίρεση της έγκρισης του Εφόρου, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν, στο πλαίσιο του σχεδιασμού της τυποποιημένης μεθόδου, να αντικαθιστούν μια υποομάδα από τις παραμέτρους της με ειδικές παραμέτρους για την εκάστοτε επιχείρηση κατά τον υπολογισμό των ενοτήτων κινδύνου ασφάλισης Ζωής, Γενικής Φύσεως και ασφάλισης ασθενείας, και οι πιο πάνω αναφερόμενοι παράμετροι διαμορφώνονται με βάση τα εσωτερικά δεδομένα της ενδιαφερόμενης επιχείρησης, ή τα δεδομένα τα οποία έχουν άμεση συνάφεια με τις εργασίες της επιχείρησης αυτής που χρησιμοποιεί τυποποιημένες μεθόδους. Κατά την χορήγηση της έγκρισης ο Έφορος εξακριβώνει την πληρότητα, ακρίβεια και καταλληλότητα των χρησιμοποιούμενων δεδομένων.

Υπολογισμός των βασικών κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας

111. (1) Οι βασικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας υπολογίζονται σύμφωνα με τα εδάφια (2) μέχρι (6).

(2) Η ενότητα του αναλαμβανόμενου κινδύνου ασφάλισης Γενικής Φύσεως αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο ο οποίος απορρέει από ασφαλιστικές υποχρεώσεις στην ασφάλιση Γενικής Φύσεως, σε σχέση με τους κινδύνους που καλύπτονται και τις διεργασίες που χρησιμοποιούνται κατά την άσκηση της δραστηριότητας, λαμβανομένης υπόψη της αβεβαιότητας στα αποτελέσματα των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σε σχέση με τις υφιστάμενες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις, καθώς και της αβεβαιότητας σχετικά με το κατά πόσο οι νέες εργασίες αναμένονται να καταχωρηθούν στους επόμενους δώδεκα μήνες και υπολογίζονται, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του Τέταρτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου, ως συνδυασμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις ακόλουθες τουλάχιστον υποενότητες:

(α) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που προκύπτει από διακυμάνσεις στον συγχρονισμό, τη συχνότητα και τη σοβαρότητα των ασφαλισμένων συμβάντων, και στον συγχρονισμό και στο ποσό διακανονισμού του ποσού των αποζημιώσεων (κίνδυνος ασφάλιστρου και τεχνικών προβλέψεων ασφάλισης Γενικής Φύσεως)·

(β) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από σημαντική αβεβαιότητα στις παραδοχές τιμολόγησης και δημιουργίας τεχνικών προβλέψεων, λόγω ακραίων ή έκτακτων συμβάντων (καταστροφικός κίνδυνος ασφάλισης γενικής φύσεως).

(3) Η ενότητα του αναλαμβανόμενου κινδύνου ασφάλισης Ζωής αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο, ο οποίος απορρέει από υποχρεώσεις στον κλάδο Ζωής, σε σχέση με τους κινδύνους που καλύπτονται και τις διεργασίες που χρησιμοποιούνται κατά την άσκηση της δραστηριότητας και υπολογίζεται, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του Τέταρτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου, ως συνδυασμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις ακόλουθες τουλάχιστον υποενότητες:

(α) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, την τάση, ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών θνησιμότητας, όπου μια αύξηση στο ποσοστό θνησιμότητας οδηγεί σε αύξηση στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων (κίνδυνος θνησιμότητας)·

(β) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, την τάση, ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών θνησιμότητας, όπου μια μείωση στο ποσοστό θνησιμότητας οδηγεί σε αύξηση στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων (κίνδυνος μακροβιότητας)·

(γ) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, στην τάση ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών ανικανότητας, ασθένειας και νοσηρότητας (κίνδυνος ανικανότητας - νοσηρότητας)·

(δ) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, την τάση, ή τη μεταβλητότητα των δαπανών εξυπηρέτησης των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων (κίνδυνος εξόδων ασφάλισης Ζωής)·

(ε) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από διακυμάνσεις στο επίπεδο, την τάση, ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών αναθεώρησης που εφαρμόζονται στις ετήσιες προσόδους, λόγω αλλαγών στο νομικό περιβάλλον ή στην κατάσταση της υγείας του ασφαλισμένου (κίνδυνος αναθεώρησης)·

(στ) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών ακύρωσης, ανανεώσεων, λήξης και εξαγοράς συμβολαίων (κίνδυνος ακύρωσης)·

(ζ) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από τη σημαντική αβεβαιότητα των παραδοχών τιμολόγησης και δημιουργίας προβλέψεων σχετικά με ακραία ή άτυπα γεγονότα (καταστροφικός κίνδυνος ασφάλισης Ζωής).

(4) Η ενότητα αναλαμβανόμενου κινδύνου ασφάλισης ασθενείας αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο που απορρέει από την ανάληψη υποχρεώσεων ασφάλισης ασθενείας, είτε γίνεται σε τεχνική βάση παρόμοια με εκείνη της ασφάλισης Ζωής είτε όχι, όπως προκύπτει τόσο από τους κινδύνους που καλύπτονται όσο και από τις διαδικασίες που χρησιμοποιούνται στην άσκηση της δραστηριότητας και καλύπτει τουλάχιστον τους ακόλουθους κινδύνους:

(α) τον κίνδυνο ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από αλλαγές στο επίπεδο, την τάση, ή τη μεταβλητότητα των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εξυπηρέτηση των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων·

(β) τον κίνδυνο ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από διακυμάνσεις στον συγχρονισμό, τη συχνότητα και τη σοβαρότητα των ασφαλισμένων συμβάντων και στον συγχρονισμό και το ποσό του διακανονισμού των αποζημιώσεων κατά τη στιγμή της πρόβλεψης·

(γ) τον κίνδυνο ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από τη σημαντική αβεβαιότητα στις παραδοχές τιμολόγησης και δημιουργίας προβλέψεων σε σχέση με αιφνίδιες εκδηλώσεις σοβαρών επιδημιών, καθώς και την ασυνήθη σώρευση κινδύνων κάτω από τέτοιου είδους ακραίες περιστάσεις.

(5) Η ενότητα για τον κίνδυνο αγοράς αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο που απορρέει από το επίπεδο ή τη μεταβλητότητα των τιμών της αγοράς χρηματοοικονομικών μέσων με επίπτωση στην αξία των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού της επιχείρησης. Αντικατοπτρίζει δεόντως τη δομική αντιστοιχία μεταξύ στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού, ιδίως σε σχέση με τη διάρκειά τους και υπολογίζεται, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του Τέταρτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου, ως συνδυασμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις ακόλουθες τουλάχιστον υποενότητες:

(α) της ευαισθησίας των αξιών των στοιχείων του ενεργητικού, του παθητικού και των χρηματοοικονομικών μέσων σε αλλαγές στην καμπύλη των επιτοκίων, ή στη μεταβλητότητα των επιτοκίων (κίνδυνος επιτοκίου)·

(β) της ευαισθησίας των αξιών των στοιχείων του ενεργητικού, του παθητικού και των χρηματοοικονομικών μέσων σε αλλαγές στο επίπεδο ή στη μεταβλητότητα των αγοραίων τιμών των μετοχών (κίνδυνος μετοχών)·

(γ) της ευαισθησίας των αξιών των στοιχείων του ενεργητικού, του παθητικού και των χρηματοοικονομικών μέσων σε αλλαγές στο επίπεδο ή στη μεταβλητότητα των αγοραίων τιμών ακινήτων (κίνδυνος τιμών ακινήτων)·

(δ) της ευαισθησίας των αξιών των στοιχείων του ενεργητικού, του παθητικού και των χρηματοοικονομικών μέσων σε μεταβολές στο επίπεδο ή τη μεταβλητότητα των πιστωτικών περιθωρίων (κίνδυνος πιστωτικών περιθωρίων)·

(ε) της ευαισθησίας των αξιών των στοιχείων του ενεργητικού, του παθητικού και των χρηματοπιστωτικών μέσων σε αλλαγές στο επίπεδο, ή τη μεταβλητότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών (συναλλαγματικός κίνδυνος)·

(στ) των πρόσθετων κινδύνων σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που προέρχονται είτε από απουσία διαφοροποίησης στο χαρτοφυλάκιο των περιουσιακών στοιχείων είτε από μεγάλη έκθεση σε κίνδυνο αθέτησης από ένα και μόνο εκδότη τίτλων ή ομάδα συνδεδεμένων εκδοτών (κίνδυνος αγοράς από συγκεντρώσεις).

(6) Η ενότητα κινδύνου αθέτησης του αντισυμβαλλομένου αντικατοπτρίζει πιθανές ζημίες λόγω μη αναμενόμενης αθέτησης, ή επιδείνωσης στην πιστωτική θέση των αντισυμβαλλομένων και οφειλετών των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια των προσεχών δώδεκα μηνών καλύπτει συμβάσεις μείωσης του κινδύνου, όπως συμφωνίες αντασφάλισης, τιτλοποιήσεις και παράγωγα, και απαιτήσεις από διαμεσολαβητές, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες πιστωτικές εκθέσεις οι οποίες δεν καλύπτονται στην υποενότητα για τον κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου και λαμβάνει κατάλληλα υπόψη εγγυήσεις ή άλλες διασφαλίσεις της επιχείρησης ασφάλισης ή αντασφάλισης ή για λογαριασμό της καθώς και τους σχετικούς κινδύνους. Για κάθε αντισυμβαλλόμενο, η ενότητα κινδύνου αθέτησης του αντισυμβαλλομένου λαμβάνει υπόψη τη συνολική έκθεση κινδύνου αντισυμβαλλομένου της σχετικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης προς τον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή των συμβατικών του υποχρεώσεων προς την επιχείρηση αυτή.

Υπολογισμός της υποενότητας "κίνδυνος μετοχών": μηχανισμός συμμετρικής προσαρμογής

112. (1) Η υποενότητα "κίνδυνος μετοχών" υπολογιζόμενη με την τυποποιημένη μέθοδο, περιλαμβάνει συμμετρική προσαρμογή στην επιβάρυνση του κεφαλαίου λόγω μετοχών για την κάλυψη του κινδύνου από μεταβολές στα επίπεδα των τιμών των μετοχών.

(2) Η συμμετρική προσαρμογή της τυποποιημένης επιβάρυνσης κεφαλαίου λόγω μετοχών, ρυθμιζόμενη σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 110 του παρόντος Νόμου, για την κάλυψη του κινδύνου από αλλαγές στα επίπεδα των τιμών των μετοχών, γίνεται σε συνάρτηση με το τρέχον επίπεδο κατάλληλου δείκτη μετοχών και βασίζεται σε ένα σταθμισμένο μέσο επίπεδο του συγκεκριμένου δείκτη, ο οποίος σταθμισμένος μέσος υπολογίζεται για κατάλληλη χρονική περίοδο που πρέπει να είναι η ίδια για όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

(3) Η συμμετρική προσαρμογή της τυποποιημένης επιβάρυνσης του κεφαλαίου λόγω μετοχών για την κάλυψη του κινδύνου από μεταβολές στα επίπεδα των τιμών των μετοχών δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την εφαρμογή επιβάρυνσης του κεφαλαίου χαμηλότερης κατά περισσότερες από 10 ποσοστιαίες μονάδες ή υψηλότερης κατά περισσότερο από 10 ποσοστιαίες μονάδες, ως προς την τυποποιημένη επιβάρυνση του κεφαλαίου λόγω μετοχών.

Κεφαλαιακές απαιτήσεις για λειτουργικούς κινδύνους

113. (1) Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για λειτουργικούς κινδύνους αντικατοπτρίζουν τους λειτουργικούς κινδύνους, στο βαθμό που αυτοί δεν αντικατοπτρίζονται ήδη στις ενότητες κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 110, και διαμορφώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 107 του παρόντος Νόμου.

(2) Όσον αφορά τις συμβάσεις ασφάλισης Ζωής, όπου ο επενδυτικός κίνδυνος αναλαμβάνεται από τους αντισυμβαλλόμενους, ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για λειτουργικούς κινδύνους λαμβάνει υπόψη το ποσό των ετήσιων εξόδων που καταλογίζονται σε σχέση με τις εν λόγω ασφαλιστικές υποχρεώσεις.

(3) Όσον αφορά πράξεις ασφάλισης και αντασφάλισης εκτός από εκείνες που αναφέρονται στο εδάφιο (2), ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για λειτουργικούς κινδύνους λαμβάνει υπόψη τον όγκο των πράξεων αυτών, σε όρους δεδουλευμένων ασφαλίστρων και τεχνικών προβλέψεων που σχηματίζονται σε σχέση με τις ασφαλιστικές αυτές υποχρεώσεις και σε αυτή την περίπτωση, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για λειτουργικούς κινδύνους δεν υπερβαίνουν το 30% των βασικών κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας που συνδέονται με τις εν λόγω ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εργασίες.

Προσαρμογή για την ικανότητα απορρόφησης ζημιών των τεχνικών προβλέψεων και των αναβαλλόμενων φόρων

114. (1) Η προσαρμογή που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του άρθρου 109 του παρόντος Νόμου για την ικανότητα απορρόφησης ζημιών των τεχνικών προβλέψεων και των αναβαλλόμενων φόρων αντικατοπτρίζει δυνητική αντιστάθμιση για μη αναμενόμενες ζημίες μέσω ταυτόχρονης μείωσης των τεχνικών προβλέψεων ή των αναβαλλόμενων φόρων ή συνδυασμού και των δύο.

(2) Η εν λόγω προσαρμογή λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα μείωσης του κινδύνου μέσω μελλοντικών έκτακτων παροχών των συμβάσεων ασφάλισης, στον βαθμό που οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να στοιχειοθετήσουν ότι μια μείωση των παροχών αυτών μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη μη αναμενόμενων ζημιών, όταν αυτές προκύψουν. Το αποτέλεσμα μείωσης του κινδύνου μέσω των μελλοντικών έκτακτων παροχών δεν υπερβαίνει το ποσό των τεχνικών προβλέψεων και αναβαλλόμενων φόρων σε σχέση με τα μελλοντικά έκτακτα αυτά οφέλη.

(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2), η αξία των μελλοντικών έκτακτων παροχών κάτω από δυσμενείς περιστάσεις συγκρίνεται με την αξία των παροχών αυτών βάσει των υποκείμενων παραδοχών του υπολογισμού της βέλτιστης εκτίμησης.

Απλοποιήσεις στην τυποποιημένη μέθοδο

115. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιούν απλοποιημένο υπολογισμό για κάποια ειδική υποενότητα ή ενότητα κινδύνου όταν η φύση, η κλίμακα και η πολυπλοκότητα των κινδύνων που αντιμετωπίζουν δικαιολογεί τη στάση αυτή και εφόσον θα ήταν δυσανάλογο να απαιτηθεί από όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν τον τυποποιημένο υπολογισμό, ο οποίος διαμορφώνεται σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 107 του παρόντος Νόμου.

Εναρμονισμένα τεχνικά στοιχεία εισαγόμενα στον κανονικό τύπο υπολογισμού και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα.

Εναρμονισμένα τεχνικά στοιχεία εισαγόμενα στον κανονικό τύπο υπολογισμού και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα

116. (1) Οι Εθνικές Εποπτικές Αρχές (ΕΕΑ) καταρτίζουν, μέσω της μεικτής επιτροπής, εναρμονσιμένα τεχνικά στοιχεία για την αντιστοίχιση των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των εξωτερικών οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (ECAI) σε μια αντικειμενική κλίμακα βαθμίδων πιστοληπτικής ποιότητας, εφαρμόζοντας τις βαθμίδες που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο (ιδ) του εδαφίου (1) του άρθρου 118 του παρόντος Νόμου.

(2) Για τη διευκόλυνση του υπολογισμού της ενότητας κινδύνου της αγοράς που αναφέρεται στο εδάφιο (5) του άρθρου 111, του υπολογισμού της ενότητας κινδύνου αθέτησης του αντισυμβαλλομένου που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του άρθρου 111, της αξιολόγησης των τεχνικών μετριασμού κινδύνου που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 107 του παρόντος Νόμου και του υπολογισμού των τεχνικών προβλέψεων, εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα καθορίζουν-

(α) καταλόγους των περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών, τα ανοίγματα έναντι των οποίων θα αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης στη δικαιοδοσία της οποίας υπάγονται, με την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει διαφορά κινδύνου μεταξύ αυτών των ανοιγμάτων λόγω των ειδικών εξουσιών άντλησης εσόδων αυτών των περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών, και υφίστανται ειδικές θεσμικές ρυθμίσεις που περιορίζουν τον κίνδυνο αθέτησης των υποχρεώσεών τους∙

(β) τον δείκτη μετοχών που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 112, σύμφωνα με τα λεπτομερή κριτήρια που καθορίζονται δυνάμει των παραγράφων (γ) και (ιε) του εδαφίου (1) του άρθρου 118 του παρόντος Νόμου.

(γ) τις προσαρμογές που πρέπει να γίνονται για νομίσματα προσδεμένα στο ευρώ στην υποενότητα “συναλλαγματικός κίνδυνος” η οποία αναφέρεται στο εδάφιο (5) του άρθρου 111, σύμφωνα με τα λεπτομερή κριτήρια για τις προσαρμογές όσον αφορά νομίσματα προσδεδεμένα στο ευρώ, με σκοπό τη διευκόλυνση του υπολογισμού της υποενότητας συναλλαγματικού κινδύνου, όπως ορίζεται δυνάμει της παραγράφου (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 118 του παρόντος Νόμου.

(3) Για τη διευκόλυνση του υπολογισμού της ενότητας αναλαμβανόμενου κινδύνου ασφάλισης ασθενείας που αναφέρεται στο εδάφιο (4) του άρθρου 111 του παρόντος Νόμου εκδίδονται εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα.

(4) Τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα του εδαφίου (3) έχουν εφαρμογή μόνο εκεί και όπου επιτρέπεται ο επιμερισμός των πληρωμών αποζημιώσεων σε σχέση με κίνδυνο υγείας μεταξύ των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια:

(α) ο μηχανισμός επιμερισμού των αποζημιώσεων είναι διαφανής και πλήρως προσδιορισμένος πριν από την ετήσια περίοδο στην οποία εφαρμόζεται·

(β) ο μηχανισμός επιμερισμού των αποζημιώσεων, ο αριθμός των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που συμμετέχουν στο σύστημα εξίσωσης των κινδύνων υγείας (HRES), καθώς και το προφίλ κινδύνου της επιχειρηματικής δραστηριότητας που υπόκειται στο HRES, εξασφαλίζουν ότι για κάθε επιχείρηση που συμμετέχει στο HRES η μεταβλητότητα των ετήσιων απωλειών της επιχειρηματικής δραστηριότητας που υπόκειται στο HRES μειώνεται σημαντικά μέσω του HRES, από την άποψη τόσο του κινδύνου ασφαλίστρων όσο και του κινδύνου αποθεματικών·

(γ) η ασφάλιση υγείας που υπόκειται στο HRES είναι υποχρεωτική και χρησιμεύει ως μερική ή πλήρης εναλλακτική λύση έναντι της κάλυψης υγείας που παρέχεται είτε από τους περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμους του 2010, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, είτε από το σύστημα υγείας της Δημοκρατίας.

(δ) σε περίπτωση αθέτησης υποχρεώσεων από ασφαλιστικές επιχειρήσεις που συμμετέχουν στο HRES, οι κυβερνήσεις ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών εγγυώνται την πλήρη κάλυψη των απαιτήσεων των ασφαλισμένων του ασφαλιστικού κλάδου που υπόκειται στο HRES.

(5) Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις καθορίζουν τα πρόσθετα κριτήρια που πρέπει να πληρούν οι ρυθμίσεις στη Δημοκρατία και τη μεθοδολογία και τις απαιτήσεις για τον υπολογισμό των τυπικών αποκλίσεων του εδαφίου

Σημαντικές αποκλίσεις από τις βασικές παραδοχές για την τυποποιημένη μέθοδο υπολογισμού.

117. Όταν δεν ενδείκνυται ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως προβλέπεται στην παρούσα Ενότητα, επειδή το προφίλ κινδύνου της σχετικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός με την τυποποιημένη μέθοδο, ο Έφορος δύναται, με αιτιολογημένη απόφασή του, να ζητεί από την εν λόγω επιχείρηση να αντικαταστήσει ένα υποσύνολο των παραμέτρων που χρησιμοποιούνται στην τυποποιημένη μέθοδο υπολογισμού από παραμέτρους ειδικές για τη συγκεκριμένη επιχείρηση, για τον υπολογισμό των ενοτήτων κινδύνου της ασφάλισης Ζωής, Γενικής Φύσεως και ασθενείας, όπως καθορίζεται στο εδάφιο (7) του άρθρου 110, νοουμένου ότι οι ειδικές αυτές παράμετροι υπολογίζονται έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ότι η επιχείρηση συμμορφώνεται προς τις διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 107 του παρόντος Νόμου.

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και ρυθμιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με τα άρθρα 109 έως 115

118. (1) Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις καθορίζουν-

(α) έναν κανονικό τύπο υπολογισμού σύμφωνα με τα άρθρα 107 και 109 έως 115 του παρόντος Νόμου·

(β) όλες τις υποενότητες που είναι αναγκαίες ή καλύπτουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τους κινδύνους οι οποίοι εμπίπτουν στις αντίστοιχες ενότητες κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 110 του παρόντος Νόμου, καθώς και τυχόν μεταγενέστερες επικαιροποιήσεις·

(γ) τις μεθόδους, τις παραδοχές και τις καθορισμένες παραμέτρους που πρέπει να βαθμονομούνται στο επίπεδο εμπιστοσύνης που αναφέρεται στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 107 του παρόντος Νόμου και να χρησιμοποιούνται κατά τον υπολογισμό κάθε ενότητας ή υποενότητας κινδύνου της βασικής κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας που ορίζεται στα άρθρα 110, 111 και 417 του παρόντος Νόμου, τον μηχανισμό συμμετρικής προσαρμογής και το ενδεδειγμένο χρονικό διάστημα, εκφρασμένο σε μήνες, όπως αναφέρεται στο άρθρο 112, καθώς επίσης την κατάλληλη προσέγγιση για την ενσωμάτωση της μεθόδου, που αναφέρεται στο άρθρο 417, στην κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, όπως υπολογίζεται με τον κανονικό τύπο·

(δ) τις παραμέτρους αντιστοιχίας, συμπεριλαμβανομένων, όπου είναι αναγκαίο, εκείνων που καθορίζονται στο Τέταρτο Παράρτημα του παρόντος Νόμου, και των διαδικασιών επικαιροποίησης αυτών των παραμέτρων·

(ε) όταν οι επιχειρήσεις ασφάλισης και αντασφάλισης χρησιμοποιούν τεχνικές μείωσης του κινδύνου, τις μεθόδους και τις παραδοχές που πρέπει να χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση των μεταβολών στην κατατομή κινδύνου της εκάστοτε επιχείρησης και την προσαρμογή του υπολογισμού της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας·

(στ) τα ποιοτικά κριτήρια που πρέπει να πληρούν οι τεχνικές μείωσης κινδύνου που αναφέρονται στην παράγραφο (ε), για να εξασφαλίζεται ότι ο κίνδυνος έχει όντως μεταβιβαστεί σε τρίτο μέρος·

(ζ) τη μέθοδο και τις παραμέτρους που πρέπει να χρησιμοποιούνται στην αξιολόγηση της κεφαλαιακής απαίτησης για τον κίνδυνο αθέτησης αντισυμβαλλομένου στην περίπτωση ανοιγμάτων έναντι επιλέξιμων κεντρικών αντισυμβαλλομένων· οι παράμετροι αυτές καθορίζονται κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται συνέπεια με τη μεταχείριση των ανοιγμάτων αυτών στην περίπτωση πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων υπό την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημεία 1 και 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων·

(η) τις μεθόδους και τις παραμέτρους που πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά την αξιολόγηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων για λειτουργικούς κινδύνους που καθορίζονται στο άρθρο 113, συμπεριλαμβανομένου του ποσοστού που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του εν λόγω άρθρου 113∙

(θ) τις μεθόδους και προσαρμογές που πρέπει να χρησιμοποιούνται ώστε να αντανακλάται το μειωμένο εύρος διαφοροποίησης κινδύνου για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που σχετίζονται με κεφάλαια κλειστής διάρθρωσης·

(ι) τη μέθοδο που πρέπει να χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της προσαρμογής της ικανότητας απορρόφησης ζημιών των τεχνικών προβλέψεων ή των αναβαλλόμενων φόρων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 114 του παρόντος Νόμου·

(ια) το υποσύνολο των τυπικών παραμέτρων στις ενότητες αναλαμβανόμενου κινδύνου ασφάλισης Ζωής, Γενικής Φύσεως και υγείας, οι οποίες μπορούν να αντικαθίστανται από ειδικές παραμέτρους για κάθε επιχείρηση, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (7) του άρθρου 110 του παρόντος Νόμου·

(ιβ) τις τυποποιημένες μεθόδους που πρέπει να χρησιμοποιεί η επιχείρηση ασφάλισης ή αντασφάλισης για τον υπολογισμό των ειδικών για την επιχείρηση παραμέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο (ι), καθώς και τυχόν κριτήρια όσον αφορά την πληρότητα, την ακρίβεια και την καταλληλότητα των χρησιμοποιούμενων δεδομένων, τα οποία πρέπει να ικανοποιούνται για να δοθεί η εποπτική έγκριση σε συνδυασμό με τη διαδικασία που πρέπει να εφαρμόζεται για την εν λόγω έγκριση·

(ιγ) τους προβλεπόμενους απλοποιημένους υπολογισμούς για συγκεκριμένες υποενότητες και ενότητες κινδύνου, καθώς και τα κριτήρια που οι επιχειρήσεις ασφάλισης και αντασφάλισης, συμπεριλαμβανομένων των εξαρτημένων επιχειρήσεων ασφάλισης και αντασφάλισης, πρέπει να ικανοποιούν για να μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις απλοποιήσεις αυτές, όπως ορίζεται στο άρθρο 115·

(ιδ) την προσέγγιση που πρέπει να χρησιμοποιείται για τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις, κατά την έννοια του άρθρου 250, στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας και ιδίως στον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου μετοχών που αναφέρεται στο εδάφιο (5) του άρθρου ΙΙΙ του παρόντος Νόμου, λαμβανόμενης υπόψη της πιθανής μείωσης στη διακύμανση της αξίας των εν λόγω συνδεδεμένων επιχειρήσεων λόγω της στρατηγικής φύσης των συγκεκριμένων επενδύσεων και της επιρροής που ασκεί η συμμετέχουσα επιχείρηση σε αυτές τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις·

(ιε) τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούνται εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας από ECAI στον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας σύμφωνα με τον κανονικό τύπο και την αντιστοίχιση των εξωτερικών πιστοληπτικών αξιολογήσεων στην κλίμακα βαθμίδων πιστωτικής ποιότητας που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 116 του παρόντος Νόμου, η οποία πρέπει να είναι συνεπής προς τη χρήση εξωτερικών πιστοληπτικών αξιολογήσεων από ECAI στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τα πιστωτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και τα χρηματοδοτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 26 του εν λόγω κανονισμού·

(ιστ) τα λεπτομερή κριτήρια για τον δείκτη μετοχών που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 116 του παρόντος Νόμου·

(ιζ) τα λεπτομερή κριτήρια σχετικά με τις προσαρμογές οι οποίες γίνονται όσον αφορά νομίσματα προσδεμένα στο ευρώ, για τη διευκόλυνση του υπολογισμού της υποενότητας “συναλλαγματικός κίνδυνος” που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 116 του παρόντος Νόμου˙

(ιη) τις προϋποθέσεις για μια κατηγοριοποίηση των περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου·

(2) Εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα καθορίζουν τα σχετικά με τις διαδικασίες για την έγκριση από τον Έφορο των ειδικών ανά επιχείρηση παραμέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο (ια) του εδαφίου (1).

(3) Ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα καθορίζουν ποσοτικά όρια και κριτήρια επιλεξιμότητας των στοιχείων ενεργητικού όπου οι κίνδυνοι αυτοί δεν καλύπτονται επαρκώς από μια υποενότητα, τα οποία εφαρμόζονται σε στοιχεία ενεργητικού που καλύπτουν τεχνικές προβλέψεις, εξαιρουμένων των στοιχείων ενεργητικού που τηρούνται για συμβάσεις ασφάλισης Ζωής, όπου ο επενδυτικός κίνδυνος αναλαμβάνεται από τους κατόχους των ασφαλιστήριων συμβολαίων.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3 ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ – ΠΛΗΡΗ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ
Γενικές διατάξεις έγκρισης για τα πλήρη και μερικά εσωτερικά υποδείγματα

119. (1) Οι ασφαλιστικές ή οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας με τη χρησιμοποίηση πλήρους ή μερικού εσωτερικού υποδείγματος που εγκρίνεται από τον Έφορο.

(2) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιούν μερικά εσωτερικά υποδείγματα για τον υπολογισμό ενός ή περισσοτέρων από τα πιο κάτω:

(α) ενός ή περισσοτέρων ενοτήτων κινδύνου ή υποενοτήτων, των βασικών κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, όπως προβλέπεται στα άρθρα 110 και 111 του παρόντος Νόμου·

(β) της κεφαλαιακής απαίτησης για τον λειτουργικό κίνδυνο, όπως ορίζεται στο άρθρο 113 του παρόντος Νόμου·

(γ) της προσαρμογής που αναφέρεται στο άρθρο 114 του παρόντος Νόμου.

(3) Παράλληλα, η μερική χρήση υποδείγματος σύμφωνα με το εδάφιο (2), μπορεί να εφαρμόζεται στο σύνολο της δραστηριότητας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, ή μόνο σε μία ή περισσότερες σημαντικές επιχειρηματικές μονάδες.

(4) Κατά την υποβολή αίτησης για έγκριση πλήρους ή μερικού εσωτερικού υποδείγματος στον Έφορο, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν, τουλάχιστον, τεκμηριωμένα στοιχεία ότι το εσωτερικό υπόδειγμα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 127 μέχρι 132:

(5) Εφόσον η αίτηση για την έγκριση από τον Έφορο συνδέεται με μερικό εσωτερικό υπόδειγμα, οι απαιτήσεις στα άρθρα 127 μέχρι 132 προσαρμόζονται προκειμένου να ληφθεί υπόψη το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής του υποδείγματος.

(5Α) Ο Έφορος ενημερώνει την ΕΙΟΡΑ σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 35, παράγραφος 1, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/210 σχετικά με αιτήσεις για χρήση ή αλλαγή του εσωτερικού υποδείγματος και δύναται να υποβάλει αίτημα στην ΕΙΟΡΑ ζητώντας τη συνδρομή της, σχετικά με την απόφαση επί της αίτησης.

(6) Ο Έφορος αποφασίζει επί της υποβαλλομένης δυνάμει του παρόντος άρθρου αίτησης εντός έξι μηνών από την παραλαβή της πλήρους αίτησης.

(7) Ο Έφορος εγκρίνει την αίτηση μόνον εφόσον βεβαιωθεί ότι τα συστήματα της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για τον εντοπισμό, τον υπολογισμό, την παρακολούθηση, τη διαχείριση και την αναφορά του κινδύνου για την παρακολούθηση και τη διαχείριση του κινδύνου είναι επαρκή, και ιδίως ότι το εσωτερικό υπόδειγμα συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (3).

(8) Οποιαδήποτε απόφαση του Εφόρου για την απόρριψη της αίτησης για τη χρησιμοποίηση εσωτερικού υποδείγματος είναι δεόντως αιτιολογημένη.

(9) Αφού παραχωρήσει την έγκριση για τη χρήση εσωτερικού υποδείγματος, ο Έφορος δύναται με αιτιολογημένη απόφασή του, να απαιτήσεις από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να του παράσχουν εκτίμηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας που καθορίζονται σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως προβλέπεται στην Ενότητα 2 του παρόντος Τμήματος.

Ειδικές διατάξεις για την έγκριση μερικών εσωτερικών υποδειγμάτων

120. (1) Στην περίπτωση μερικού εσωτερικού υποδείγματος, η έγκριση του Εφόρου σε αίτηση που υποβάλλεται, παραχωρείται μόνο εάν το υπόδειγμα συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 119 του παρόντος Νόμου και στις ακόλουθες συμπληρωματικές προϋποθέσεις:

(α) η επιχείρηση έχει δικαιολογήσει επαρκώς το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής του υποδείγματος·

(β) οι προκύπτουσες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας αντικατοπτρίζουν καταλληλότερα το προφίλ κινδύνου της επιχείρησης, και ιδίως ανταποκρίνονται στις αρχές που παρατίθενται στην Ενότητα 1 του παρόντος Τμήματος·

(γ) ο σχεδιασμός του είναι συνεπής προς τις αρχές που προβλέπονται στο υποτμήμα 1, προκειμένου να καθίσταται δυνατή η πλήρης ενσωμάτωση του μερικού εσωτερικού υποδείγματος στην τυποποιημένη μέθοδο της κεφαλαιακής επάρκειας φερεγγυότητας.

(2) Κατά την αξιολόγηση αίτησης για τη χρήση μερικού εσωτερικού υποδείγματος το οποίο καλύπτει μόνο ορισμένες υποενότητες μιας συγκεκριμένης ενότητας κινδύνου, ή ορισμένες από τις λειτουργικές μονάδες της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε σχέση με μια ειδική ενότητα κινδύνου, ή μέρη και των δύο, ο Έφορος δύναται να απαιτεί από τις ενδιαφερόμενες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να υποβάλλουν ένα ρεαλιστικό μεταβατικό σχέδιο για την επέκταση του πεδίου εφαρμογής του υποδείγματος, το οποίο καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις προγραμματίζουν να επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής του υποδείγματος σε άλλες υποενότητες ή επιχειρηματικές μονάδες, προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι το υπόδειγμα καλύπτει σημαντικό μέρος των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων σε σχέση με τη συγκεκριμένη αυτή ενότητα κινδύνου.

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα για τα εσωτερικά υποδείγματα της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας

121. (1) Κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις, καθορίζουν-

(α) τις προσαρμογές που πρέπει να γίνουν στα πρότυπα τα οποία ορίζονται στα άρθρα 127 έως 132, δεδομένου του περιορισμένου πεδίου εφαρμογής του μερικού εσωτερικού υποδείγματος·

(β) τον τρόπο για την πλήρη ενσωμάτωση ενός μερικού εσωτερικού υποδείγματος στον κανονικό τύπο της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 120 του παρόντος Νόμου, καθώς και τις απαιτήσεις για τη χρήση εναλλακτικών τεχνικών ενσωμάτωσης.

(2) Εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα καθορίζουν τις διαδικασίες αναφορικά με -

(α) την έγκριση ενός εσωτερικού υποδείγματος σύμφωνα με το άρθρο 119· και

(β) την έγκριση σημαντικών μεταβολών σε ένα εσωτερικό υπόδειγμα και μεταβολών στην πολιτική για τη μεταβολή εσωτερικού υποδείγματος, που αναφέρεται στο άρθρο 122.(1)

Πολιτική αλλαγής των πλήρων και μερικών εσωτερικών υποδειγμάτων.

122. (1) Στο πλαίσιο της διαδικασίας αρχικής έγκρισης εσωτερικού υποδείγματος, ο Έφορος εγκρίνει την πολιτική για την αλλαγή του υποδείγματος της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία περιλαμβάνει τις προδιαγραφές των σημαντικών και δευτερευουσών αλλαγών στο εσωτερικό υπόδειγμα.

(2) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να τροποποιούν το εσωτερικό τους υπόδειγμα σύμφωνα με την πολιτική του εδαφίου (1), οποιεσδήποτε όμως σημαντικές αλλαγές είτε στο εσωτερικό υπόδειγμα, είτε στην ίδια την πολιτική αλλαγής του, υπόκεινται πάντοτε στην προηγούμενη έγκριση του Εφόρου, όπως ορίζεται στο άρθρο 119 του παρόντος Νόμου.

(3) Οι δευτερεύουσες αλλαγές στο εσωτερικό υπόδειγμα δεν υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση του Εφόρου νοουμένου ότι σχεδιάζονται σύμφωνα με την πολιτική του εδαφίου (1).

Τομείς ευθύνης των διοικητικών, διαχειριστικών ή εποπτικών οργάνων

123. (1) Το διοικητικό συμβούλιο των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων εγκρίνει την αίτηση προς τον Έφορο όσον αφορά την αναγνώριση του εσωτερικού υποδείγματος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 119 του παρόντος Νόμου, καθώς και την αίτηση για την έγκριση μεταγενέστερων σημαντικών αλλαγών στο εν λόγω υπόδειγμα.

(2) Το διοικητικό συμβούλιο είναι υπεύθυνο για τη δημιουργία συστημάτων που εξασφαλίζουν τη σωστή λειτουργία του εσωτερικού υποδείγματος σε συνεχή βάση.

Επιστροφή στην τυποποιημένη μέθοδο

124. Αφού λάβουν την έγκριση του Εφόρου σύμφωνα με το άρθρο 119 του παρόντος Νόμου, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν επιστρέφουν στον υπολογισμό του συνόλου ή μέρους των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως αναφέρεται στην Ενότητα 2 του παρόντος Τμήματος, εκτός εάν συντρέχουν δεόντως αιτιολογημένες περιστάσεις και με την προϋπόθεση της έγκρισης από τον Έφορο.

Μη συμμόρφωση του εσωτερικού υποδείγματος

125. (1) Σε περίπτωση που, μετά την έγκριση από τον Έφορο για τη χρήση εσωτερικού υποδείγματος, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις παύσουν να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 127 μέχρι 132, οφείλουν αμελλητί, είτε να υποβάλλουν στον Έφορο σχέδιο για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα είτε να αποδεικνύουν στον Έφορο ότι το αποτέλεσμα της μη συμμόρφωσης είναι ασήμαντο.

(2) Στην περίπτωση που οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν εφαρμόσουν το σχέδιο που αναφέρεται στο εδάφιο (1), ο Έφορος δύναται να απαιτεί από τις επιχειρήσεις αυτές να επιστρέψουν στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως προβλέπεται στην Ενότητα 2 του παρόντος Τμήματος.

Σημαντικές αποκλίσεις από τις βασικές παραδοχές για την τυποποιημένη μέθοδο υπολογισμού

126. Όταν δεν ενδείκνυται ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως προβλέπεται στην Ενότητα 2 του παρόντος Τμήματος, επειδή το προφίλ κινδύνου της σχετικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η τυποποιημένη μέθοδος υπολογισμού, ο Έφορος δύναται, με αιτιολογημένη απόφασή του, να απαιτεί από την εν λόγω επιχείρηση όπως χρησιμοποιήσει ένα εσωτερικό υπόδειγμα για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας ή των συναφών ενοτήτων κινδύνου.

Δοκιμή χρήσης

127. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν στον Έφορο ότι το εσωτερικό υπόδειγμα χρησιμοποιείται ευρέως και παίζει σημαντικό ρόλο στο σύστημα διακυβέρνησης που αναφέρεται στα άρθρα 43 μέχρι 51, και ιδιαίτερα:

(α) στο σύστημα διαχείρισης του κινδύνου όπως προβλέπεται στο άρθρο 45 του παρόντος Νόμου και στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων·

(β) στη διαδικασία εκτίμησης και διάθεσης του οικονομικού κεφαλαίου και του κεφαλαίου φερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένης της εκτίμησης που αναφέρεται στο άρθρο 46 του παρόντος Νόμου.

(2) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν περαιτέρω στον Έφορο, ότι η συχνότητα υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας με τη χρήση του εσωτερικού υποδείγματος συμβαδίζει με τη συχνότητα με την οποία χρησιμοποιούν το εσωτερικό τους υπόδειγμα για τους άλλους σκοπούς που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο.

(3) Το διοικητικό συμβούλιο της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης είναι υπεύθυνο για την εξασφάλιση της συνεχούς καταλληλότητας του σχεδιασμού και της λειτουργίας του εσωτερικού υποδείγματος και για το ότι το εσωτερικό υπόδειγμα εξακολουθεί να αντικατοπτρίζει κατάλληλα το προφίλ κινδύνου της επιχείρησης.

Στατιστικά πρότυπα ποιότητας

128. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν όπως διασφαλίζουν ότι το εσωτερικό υπόδειγμα, και ιδιαίτερα ο υπολογισμός της υποκείμενης πρόβλεψης κατανομής πιθανότητας, πληρούν τα πιο κάτω οριζόμενα κριτήρια-

(α) Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της πρόβλεψης της κατανομής πιθανότητας βασίζονται σε-

(i) κατάλληλες, εφαρμόσιμες και συναφείς αναλογιστικές και στατιστικές τεχνικές και είναι συμβατές με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων∙ και

(ii) τρέχουσες και αξιόπιστες πληροφορίες, καθώς και σε ρεαλιστικές παραδοχές.

(β) οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να είναι σε θέση να αιτιολογούν στον Έφορο τις υποθέσεις στις οποίες στηρίζεται το εσωτερικό τους υπόδειγμα.

(γ) τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για το εσωτερικό υπόδειγμα πρέπει είναι ακριβή, πλήρη και κατάλληλα και τα σύνολα δεδομένων που χρησιμοποιούν για τον υπολογισμό της προβλεπόμενης κατανομής πιθανότητας επικαιροποιούνται από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τουλάχιστον μία φορά κάθε χρόνο.

(δ) ανεξάρτητα από την επιλεγείσα μέθοδο υπολογισμού, η ικανότητα του εσωτερικού υποδείγματος να ταξινομήσει τον κίνδυνο πρέπει να είναι επαρκής για να εξασφαλίσει την ευρεία χρήση του και το γεγονός ότι διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο σύστημα διαχείρισης του κινδύνου και στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, στη διάθεση των κεφαλαίων και στο σύστημα διακυβέρνησης των επιχειρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 127 και η μέθοδος διασφαλίζει ότι το εσωτερικό υπόδειγμα καλύπτει όλους τους σημαντικούς κινδύνους στους οποίους εκτίθενται οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και τουλάχιστον τους κινδύνους που αναφέρονται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 107 του παρόντος Νόμου.

(ε) Όσον αφορά τα αποτελέσματα της διαφοροποίησης, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να λαμβάνουν υπόψη στο εσωτερικό τους υπόδειγμα τις υφιστάμενες εξαρτήσεις εντός των κατηγοριών κινδύνου, καθώς και μεταξύ των κατηγοριών κινδύνου, νοουμένου ότι ο Έφορος κρίνει κατάλληλο το σύστημα που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των αποτελεσμάτων διαφοροποίησης.

(στ) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν πλήρως υπόψη το αποτέλεσμα των τεχνικών μείωσης του κινδύνου στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, στο βαθμό που ο πιστωτικός κίνδυνος και άλλοι κίνδυνοι που απορρέουν από τη χρήση των τεχνικών μείωσης του κινδύνου αντικατοπτρίζονται κατάλληλα στο εσωτερικό υπόδειγμα.

(ζ) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εκτιμούν με ακρίβεια τους ιδιαίτερους κινδύνους που συνδέονται με τις χρηματοοικονομικές εγγυήσεις και οποιαδήποτε άλλα συμβατικά δικαιώματα στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, εφόσον αυτό απαιτείται, καθώς επίσης και τους κινδύνους που συνδέονται με τα δικαιώματα επιλογής του αντισυμβαλλομένου όσο και με τα συμβατικά δικαιώματα για τις επιχειρήσεις και για το σκοπό αυτό, λαμβάνουν υπόψη τον αντίκτυπο που μπορούν να έχουν στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών μελλοντικές αλλαγές στις οικονομικές και μη οικονομικές συνθήκες.

(η) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, τις μελλοντικές ενέργειες της διοίκησης που εύλογα αναμένονται σε ειδικές περιστάσεις, περιλαμβανομένου του αναγκαίου χρόνου για την υλοποίηση των ενεργειών αυτών.

(θ) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη στο εσωτερικό τους υπόδειγμα όλες τις πληρωμές προς τους αντισυμβαλλομένους και τους δικαιούχους τις οποίες αναμένουν να πραγματοποιήσουν, ανεξάρτητα από το εάν οι πληρωμές αυτές είναι συμβατικά εγγυημένες.

Πρότυπα διαμόρφωσης

129. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να χρησιμοποιούν διαφορετική χρονική περίοδο ή μέτρηση κινδύνου σε σχέση με αυτήν που προβλέπεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 107 του παρόντος Νόμου για τους σκοπούς του εσωτερικού υποδείγματος, εφόσον τα αποτελέσματα του εσωτερικού υποδείγματος μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τις επιχειρήσεις αυτές για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας με τρόπο που να παρέχεται στους αντισυμβαλλομένους και στους δικαιούχους ένα επίπεδο ισοδύναμης προστασίας με εκείνη που προβλέπεται στο άρθρο 107.

(2) Όπου είναι δυνατό, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας κατευθείαν από την εκτίμηση της κατανομής πιθανότητας που παράγεται από το εσωτερικό υπόδειγμα των επιχειρήσεων αυτών, με τη χρήση του μέτρου της αξίας σε κίνδυνο που αναφέρεται στο στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 107.

(3) Εάν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να λάβουν την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας κατευθείαν από την εκτίμηση της κατανομής πιθανότητας που παράγεται από το εσωτερικό υπόδειγμα, ο Έφορος δύναται να επιτρέψει τη χρησιμοποίηση προσεγγίσεων στη διαδικασία υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν να του αποδείξουν ότι παρέχεται στους αντισυμβαλλόμενους επίπεδο προστασίας ισοδύναμο με εκείνο που αναφέρεται στο άρθρο 107.

(4) Ο Έφορος δύναται να απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να εφαρμόζουν το εσωτερικό τους υπόδειγμα σε κατάλληλα χαρτοφυλάκια αναφοράς και να χρησιμοποιούν παραδοχές βασιζόμενες σε εξωτερικά παρά σε εσωτερικά δεδομένα, προκειμένου να ελεγχθεί η αποτελεσματικότητα του εσωτερικού υποδείγματος και να εξακριβωθεί εάν οι προδιαγραφές του είναι σύμφωνες με τις γενικά αποδεκτές πρακτικές της αγοράς.

Καταλογισμός κερδών και ζημιών

130. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να εξετάζουν, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, τις αιτίες και την προέλευση των κερδών και ζημιών για καθέναν από τους κυριότερους κλάδους ασφαλίσεως και να καταδεικνύουν με ποιο τρόπο η επιλεγείσα κατηγοριοποίηση των κινδύνων στο εσωτερικό υπόδειγμα εξηγεί την προέλευση και τα αίτια των κερδών και των ζημιών.

(2) Η κατηγοριοποίηση των κινδύνων και ο καταλογισμός των κερδών και ζημιών πρέπει να αντικατοπτρίζουν το προφίλ κινδύνου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

Πρότυπα επικύρωσης

131. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να διαθέτουν τακτικό κύκλο επικύρωσης του υποδείγματος, ο οποίος περιλαμβάνει την παρακολούθηση των επιδόσεων του εσωτερικού υποδείγματος, την επανεξέταση της συνεχούς καταλληλότητας των προδιαγραφών του και τη σύγκριση των αποτελεσμάτων του με τα εμπειρικά αποτελέσματα.

(2) Η διαδικασία επικύρωσης του υποδείγματος πρέπει να περιλαμβάνει μια αποτελεσματική στατιστική διαδικασία για την επικύρωση του εσωτερικού υποδείγματος, η οποία να επιτρέπει στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να αποδεικνύουν στον Έφορο ότι οι κεφαλαιακές απαιτήσεις που υπολογίστηκαν με τον τρόπο αυτό είναι κατάλληλες.

(3) Οι στατιστικές μέθοδοι που εφαρμόζονται σύμφωνα με το εδάφιο (2) χρησιμεύουν όχι μόνο για να εξακριβωθεί η καταλληλότητα της εκτίμησης της κατανομής πιθανότητας σε σύγκριση με τις πραγματοποιηθείσες ζημίες, αλλά επίσης και όλα τα σημαντικά νέα δεδομένα και πληροφορίες.

(4) Η διαδικασία επικύρωσης του υποδείγματος πρέπει να περιλαμβάνει ανάλυση της σταθερότητας του εσωτερικού υποδείγματος, και ιδίως δοκιμή της ευαισθησίας των αποτελεσμάτων του εσωτερικού υποδείγματος σε μεταβολές ουσιαστικών βασικών υποθέσεις καθώς επίσης και αξιολόγηση της ακρίβειας, πληρότητας και καταλληλότητας των στοιχείων που χρησιμοποιούνται από το εσωτερικό υπόδειγμα.

Πρότυπα τεκμηρίωσης

132. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να τεκμηριώνουν το σχεδιασμό και τα λειτουργικά χαρακτηριστικά του εσωτερικού τους υποδείγματος έτσι ώστε να αποδεικνύεται η συμμόρφωση με τις διατάξεις των άρθρων 127 μέχρι 131 του παρόντος Νόμου.

(2) Η τεκμηρίωση του εδαφίου (1) πρέπει να παρέχει λεπτομερή περιγραφή της θεωρίας, των παραδοχών , και της μαθηματικής και εμπειρικής βάσης στις οποίες στηρίζεται το εσωτερικό υπόδειγμα και να αναφέρει κάθε περίσταση στην οποία το εσωτερικό υπόδειγμα δεν λειτουργεί αποτελεσματικά.

(3) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τεκμηριώνουν όλες τις σημαντικές αλλαγές στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 122 του παρόντος Νόμου.

Εξωτερικά υποδείγματα και δεδομένα

133. Η χρήση ενός υποδείγματος ή δεδομένων που έχουν ληφθεί από τρίτο μέρος δεν δικαιολογεί την απαλλαγή από οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις σχετικά με το εσωτερικό υπόδειγμα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 127 μέχρι 132 του παρόντος Νόμου.

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σχετικά με τα άρθρα 127 έως 133

134. Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις καθορίζουν τις λεπτομέρειες σε σχέση με τα άρθρα 127 έως 133 για τη βελτίωση και καλύτερη εκτίμηση των χαρακτηριστικών κινδύνου και τη διαχείριση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, όσον αφορά τη χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων.

ΤΜΗΜΑ 5 - ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ
Γενικές διατάξεις

135. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να διαθέτουν επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων.

Υπολογισμός των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων

136. (1) Οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις υπολογίζονται βάσει των ακόλουθων αρχών:

(α) Χρησιμοποιείται σαφής και απλή μέθοδος, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η δυνατότητα ελέγχου του υπολογισμού∙

(β) αντιστοιχούν σε ένα ποσό επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων, κάτω από το οποίο οι αντισυμβαλλόμενοι και οι δικαιούχοι εκτίθενται σε μη αποδεκτό επίπεδο κινδύνου σε περίπτωση που θα επιτρεπόταν στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους∙

(γ) η γραμμική συνάρτηση που αναφέρεται στην παράγραφο (β) και η οποία χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του επιπέδου των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων διαμορφώνεται στην αξία σε κίνδυνο των βασικών ιδίων κεφαλαίων μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε διάστημα εμπιστοσύνης 85% για περίοδο ενός έτους∙

(δ) το απόλυτο κατώτατο όριο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων καθορίζεται-

(i) σε 2.500.000 Ευρώ για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ασφάλισης Γενικής Φύσεως, συμπεριλαμβανομένων των δέσμιων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία καλύπτεται το σύνολο ή μέρος των κινδύνων ενός από τους κλάδους ευθύνης από χερσαία μηχανοκίνητα οχήματα, ευθύνης από θαλάσσια, λιμναία και ποτάμια σκάφη, γενικής ευθύνης, πιστώσεων ή εγγυήσεων (Κλάδοι 10 μέχρι 15) του Μέρους Α, του Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου, οπότε το ποσό αυτό πρέπει να είναι τουλάχιστον 3.700.000 Ευρώ·

(ii) σε 3.700.000, Ευρώ για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου Ζωής, συμπεριλαμβανομένων των δέσμιων ασφαλιστικών επιχειρήσεων·

(iii) σε 3.600.000 Ευρώ για επιχειρήσεις αντασφάλισης, εξαιρουμένων των δέσμιων επιχειρήσεων αντασφάλισης, για τις οποίες οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις είναι τουλάχιστον 1.200.000 Ευρώ·

(iv) στο ύψος των ποσών που ορίζονται στις υποπαραγράφους (i) και (ii) για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες αναφέρονται στο εδάφιο (5) του άρθρο 75 του παρόντος Νόμου.

(2) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (3), οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις υπολογίζονται ως γραμμική συνάρτηση ενός συνόλου ή υποσυνόλου των εξής μεταβλητών: τεχνικά αποθεματικά της επιχείρησης, εγγεγραμμένα ασφάλιστρα, κεφάλαιο σε κίνδυνο, αναβαλλόμενος φόρος και διοικητικές δαπάνες. Οι χρησιμοποιούμενες μεταβλητές μετρούνται μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων.

(3) Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1), οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις δεν είναι κατώτερες του 25 % ούτε υπερβαίνουν το 45% των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας της επιχείρησης, όπως υπολογίζονται σύμφωνα με το Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητα 2 ή 3, περιλαμβάνουν δε οποιαδήποτε πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση επιβαλλόμενη δυνάμει του άρθρου 43.

(4) Ο Έφορος δύναται για περίοδο που δεν υπερβαίνει την 31η Δεκεμβρίου 2017, να απαιτεί από μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να εφαρμόζει τα ποσοστά που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο αποκλειστικά στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της επιχείρησης που υπολογίζονται σύμφωνα με το Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητα 2.

(5) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να υπολογίζουν τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις σε τριμηνιαία τουλάχιστον βάση και να αναφέρουν τα αποτελέσματα του υπολογισμού αυτού στον Έφορο και σε περίπτωση που οποιοδήποτε από τα όρια που αναφέρονται στο εδάφιο (3) καθορίζει τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις της επιχείρησης, η επιχείρηση παρέχει στον Έφορο πληροφοριακά στοιχεία που επιτρέπουν την πλήρη κατανόηση από τον Έφορο των σχετικών λόγων:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του υπολογισμού των ορίων του εδαφίου (3), οι επιχειρήσεις δεν υποχρεούνται να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας σε τριμηνιαία βάση.

Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις

137. Κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις καθορίζουν τον υπολογισμό της ελάχιστης κεφαλαιακής απαίτησης η οποία αναφέρεται στα άρθρα 135 και 136 του παρόντος Νόμου.

Μεταβατικές διατάξεις

138. (1) Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις των άρθρων 146 και 151, εφόσον οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις συμμορφώνονταν κατά την 31 Δεκεμβρίου 2015 με τα αναγκαία επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας που καθοριζόταν στους περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων συναφών θεμάτων Νόμων του 2002 έως 2013, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται αλλά δεν διαθέτουν επαρκή επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια για να καλύψουν τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις δυνάμει του παρόντος Νόμου, οι σχετικές αυτές επιχειρήσεις έχουν υποχρέωση συμμόρφωσης με τις διατάξεις του άρθρου 135 του παρόντος Νόμου μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 2016.

(2) Σε περίπτωση που η σχετική επιχείρηση παραλείψει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του άρθρου 135 εντός της περιόδου που καθορίζεται στο εδάφιο (1), ο Έφορος ανακαλεί την άδεια της επιχείρησης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 151 του παρόντος Νόμου.

ΤΜΗΜΑ 6 - ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ
Η αρχή του συνετού επενδυτή

139. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να επενδύουν όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία σύμφωνα με την αρχή του συνετού επενδυτή, όπως προβλέπεται στο παρόν άρθρο.

(2) Η αρχή του συνετού επενδυτή, επιβάλλει στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις όπως-

(α) σε σχέση με το σύνολο του χαρτοφυλακίου των περιουσιακών στοιχείων, επενδύουν μόνο σε στοιχεία και μέσα οι κίνδυνοι των οποίων είναι δυνατόν να τυγχάνουν δεόντως κατάλληλης αναγνώρισης, μέτρησης, παρακολούθησης, διαχείρισης, ελέγχου και αναφοράς, και να λαμβάνονται κατάλληλα υπόψη στην αξιολόγηση των συνολικών αναγκών φερεγγυότητάς τους σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 46 του παρόντος Νόμου·

(β) όλα τα περιουσιακά στοιχεία, ιδίως εκείνα που καλύπτουν τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις και τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, επενδύονται με τρόπο που να εγγυάται την ασφάλεια, την ποιότητα, τη ρευστότητα και την κερδοφορία του συνολικού χαρτοφυλακίου και ο εντοπισμός των περιουσιακών αυτών στοιχείων πρέπει να διασφαλίζει τη διαθεσιμότητά τους·

(γ) τα περιουσιακά στοιχεία που προορίζονται για την κάλυψη των τεχνικών προβλέψεων επενδύονται με τρόπο κατάλληλο προς τη φύση και τη διάρκεια των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων καθώς επίσης και προς γενικό όφελος όλων των αντισυμβαλλομένων και δικαιούχων, λαμβανομένων υπόψη των γνωστοποιημένων στόχων πολιτικής.

(δ) σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ή η οντότητα η οποία διαχειρίζεται το χαρτοφυλάκιο των περιουσιακών τους στοιχείων, εξασφαλίζουν ότι οι επενδύσεις πραγματοποιούνται προς το καλύτερο συμφέρον των αντισυμβαλλομένων και των δικαιούχων.

(3) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται στα πλαίσια ασφαλιστικών συμβάσεων ασφάλισης Ζωής, όπου ο κίνδυνος αναλαμβάνεται από τους αντισυμβαλλομένους, εφαρμόζονται οι παράγραφοι (α) μέχρι (γ) πιο κάτω:

(α) Όταν οι παροχές που προβλέπονται από μια σύμβαση συνδέονται άμεσα με την αξία μεριδίων σε κάποιον ΟΣΕΚΑ, όπως ορίζεται στον περί των Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Ανοικτού Τύπου και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου του 2002, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ή με την αξία των στοιχείων του ενεργητικού που περιλαμβάνονται σε κάποιο εσωτερικό αμοιβαίο κεφάλαιο που τηρείται από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, συνήθως διηρημένο σε μερίδια, οι τεχνικές προβλέψεις σε σχέση με τις παροχές αυτές πρέπει να αντιπροσωπεύονται όσο το δυνατόν περισσότερο από τα μερίδια αυτά ή, στην περίπτωση που τα μερίδια δεν είναι καθορισμένα, από τα εν λόγω στοιχεία του ενεργητικού·

(β) όταν οι παροχές που προβλέπονται από κάποια σύμβαση συνδέονται άμεσα με δείκτη μετοχών ή κάποια άλλη αξία αναφοράς εκτός από εκείνες που αναφέρονται στο εδάφιο (2), οι τεχνικές προβλέψεις σε σχέση με τις παροχές αυτές πρέπει να αντικατοπτρίζονται όσο το δυνατόν περισσότερο είτε από τα μερίδια που προορίζονται να αντιπροσωπεύουν την αξία αναφοράς ή, στην περίπτωση που δεν έχουν καθορισθεί μερίδια, από στοιχεία ενεργητικού κατάλληλης εξασφάλισης και εμπορευσιμότητας που αντιστοιχούν όσο το δυνατόν περισσότερο με εκείνα στα οποία βασίζεται η συγκεκριμένη αξία αναφοράς·

(γ) όταν οι παροχές που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) περιλαμβάνουν εγγύηση επενδυτικής απόδοσης ή κάποια άλλη εγγυημένη παροχή, τα στοιχεία του ενεργητικού που τηρούνται για την κάλυψη των αντίστοιχων πρόσθετων τεχνικών προβλέψεων, υπόκεινται στο εδάφιο (4).

(4) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), σε σχέση με άλλα περιουσιακά στοιχεία, εκτός από εκείνα που καλύπτονται από το εδάφιο (3), εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων (α) μέχρι (δ) πιο κάτω:

(α) Η χρήση παράγωγων μέσων είναι δυνατή εφόσον τα μέσα αυτά συμβάλλουν στη μείωση κινδύνων ή διευκολύνουν την αποδοτική διαχείριση του χαρτοφυλακίου·

(β) οι επενδύσεις και τα στοιχεία τα οποία δεν είναι αποδεκτά προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη χρηματοοικονομική αγορά διατηρούνται σε συνετά επίπεδα·

(γ) τα περιουσιακά στοιχεία διαφοροποιούνται κατάλληλα με τρόπο ώστε να αποφεύγεται υπερβολική εξάρτηση από κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο, εκδότη ή ομάδα επιχειρήσεων, η γεωγραφική περιοχή και η υπερβολική συσσώρευση κινδύνων στο σύνολο του χαρτοφυλακίου·

(δ) οι επενδύσεις σε περιουσιακά στοιχεία που εκδίδονται από τον ίδιο εκδότη, ή από εκδότες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, δεν εκθέτουν τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις σε υπερβολική συγκέντρωση κινδύνου.

Ελευθερία επένδυσης

140. Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων που καθορίζονται με Οδηγίες του Εφόρου σχετικά με περιορισμούς όσον αφορά τα στοιχεία ενεργητικού ή τις τιμές αναφοράς με τα οποία συνδέονται ενδεχομένως ασφαλιστικά οφέλη, οι οποίες πρέπει να εφαρμόζονται μόνο σε περιπτώσεις στις οποίες φέρουν τον επενδυτικό κίνδυνο αντισυμβαλλόμενοι που είναι φυσικά πρόσωπα, και οι οποίες δεν μπορούν να είναι περιοριστικότερες από εκείνες που καθορίζονται στον περί Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Ανοικτού Τύπου και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου του 2002, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ο Έφορος-

(α) Δεν απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να επενδύουν σε συγκεκριμένες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων· και

(β) δεν εξαρτά τις επενδυτικές αποφάσεις των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή των διαχειριστών επενδύσεων από οποιεσδήποτε απαιτήσεις σχετικά με οποιουδήποτε είδους προηγούμενη έγκριση ή με συστηματική κοινοποίηση.

Εντοπισμός και απαγόρευση ενεχυρίασης περιουσιακών στοιχείων

141. (1) Σε σχέση με ασφαλιστικούς κινδύνους που εντοπίζονται στην Ένωση, ο Έφορος δεν απαιτεί όπως τα στοιχεία ενεργητικού των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που κατέχονται για την κάλυψη των τεχνικών προβλέψεων αναφορικά με τους κινδύνους αυτούς να βρίσκονται εντός της Ένωσης ή σε κάποιο συγκεκριμένο κράτος μέλος, περιλαμβανομένης της Δημοκρατίας.

(2) Επιπρόσθετα, προς τα ανακτήσιμα ποσά από αντασφαλιστικές συμβάσεις έναντι επιχειρήσεων που έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή που έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα το καθεστώς φερεγγυότητας της οποίας θεωρείται ισοδύναμο, σύμφωνα με το άρθρο 187, ο Έφορος δεν απαιτεί τον εντοπισμό εντός της Ένωσης των στοιχείων του ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν τα ανακτήσιμα αυτά ποσά.

(3) Για τη σύσταση των τεχνικών προβλέψεων, ο Έφορος δεν επιλέγει ούτε θεσπίζει σύστημα ακαθαρίστων προβλέψεων το οποίο να απαιτεί την ενεχυρίαση στοιχείων του ενεργητικού για την κάλυψη των προβλέψεων για μη εισπραχθέντα ασφάλιστρα και εκκρεμείς υποχρεώσεις , εάν ο αντασφαλιστής είναι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις και ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις ποιοτικές απαιτήσεις

142. (1) Κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις καθορίζουν τα σχετικά για την εξειδίκευση των ποιοτικών απαιτήσεων στους ακόλουθους τομείς:

(α) αναγνώριση, μέτρηση, παρακολούθηση και διαχείριση των κινδύνων που απορρέουν από επενδύσεις σε σχέση με το εδάφιο (2) του άρθρου 139 του παρόντος Νόμου·

(β) αναγνώριση, μέτρηση, παρακολούθηση και διαχείριση ειδικών κινδύνων που απορρέουν από επενδύσεις σε παράγωγα μέσα και στοιχεία ενεργητικού που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 139 εδάφιο (4), και προσδιορισμός του βαθμού στον οποίο η χρήση αυτών των στοιχείων ενεργητικού μπορεί να θεωρηθεί μείωση του κινδύνου ή αποτελεσματική διαχείριση χαρτοφυλακίου όπως αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο (4) του άρθρου 139.

(2) Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, καθορίζουν-

(α) τις απαιτήσεις τις οποίες πρέπει να πληρούν οι επιχειρήσεις που “επανασυσκευάζουν” δάνεια σε διαπραγματεύσιμους τίτλους και άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα (μεταβιβάζοντα ιδρύματα ή χορηγοί), για να επιτρέπεται στις ασφαλιστικές και τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να επενδύουν σε τίτλους του συγκεκριμένου τύπου οι οποίοι έχουν εκδοθεί μετά την 1η Ιανουαρίου 2011, συμπεριλαμβανομένων απαιτήσεων με τις οποίες εξασφαλίζεται ότι η μεταβιβάζουσα οντότητα, χορηγός ή ο αρχικός δανειστής έχει σε διαρκή βάση σημαντικό καθαρό οικονομικό κέρδος που δεν θα πρέπει σε καμιά περίπτωση να είναι μικρότερο από 5 %·

(β) ποιοτικές απαιτήσεις τις οποίες πρέπει να πληρούν οι επιχειρήσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης που επενδύουν σε τέτοιες κινητές αξίες ή μέσα·

(γ) τις προδιαγραφές για τις περιστάσεις υπό τις οποίες είναι δυνατόν να επιβληθεί πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση όταν παραβιάζονται οι απαιτήσεις που καθορίζονται στις παραγράφους (α) και (β) του παρόντος εδαφίου, με την επιφύλαξη των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 107 του παρόντος Νόμου.

(3) Ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα καθορίζουν τις μεθόδους υπολογισμού της αναλογικής πρόσθετης κεφαλαιακής επιβάρυνσης που αναφέρεται σε αυτήν.

ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΣΕ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΥΣΧΕΡΕΙΑ Ή ΣΕ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Επισήμανση και γνωστοποίηση από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις της επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής κατάστασης

143. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να διαθέτουν διαδικασίες προκειμένου να επισημαίνουν την όποια επιδείνωση της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης και να ενημερώνουν αμέσως τον Έφορο σε περίπτωση που συμβαίνει τέτοια επιδείνωση.

Μη συμμόρφωση με τις τεχνικές προβλέψεις

144. Σε περίπτωση που ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις του Τμήματος 2 του Έκτου Κεφαλαίου, ο Έφορος δύναται να απαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων του ενεργητικού, αφού γνωστοποιήσει προηγουμένως την πρόθεσή του στις εποπτικές αρχές των κρατών μελών υποδοχής, προσδιορίζοντας τα στοιχεία του ενεργητικού που πρέπει να καλύπτονται από την απαγόρευση.

Μη συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας

145. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να ενημερώνουν αμέσως τον Έφορο μόλις διαπιστώσουν ότι δεν πληρούνται πλέον οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας ή υπάρχει κίνδυνος μη συμμόρφωσης εντός των επομένων τριών μηνών.

(2) Εντός δύο μηνών από τη στιγμή που διαπιστώνει τη μη συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, η συγκεκριμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποβάλλει, προς έγκριση από τον Έφορο, ρεαλιστικό σχέδιο ανάκαμψης.

(3) Ο Έφορος απαιτεί από τη συγκεκριμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να επιτύχει, εντός έξι μηνών από τη στιγμή που διαπιστώνει τη μη συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, την αποκατάσταση του επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας ή τη μείωση του προφίλ κινδύνου της, ώστε να εξασφαλισθεί συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας.

(4) Ο Έφορος δύναται κατά την κρίση του να παρατείνει την περίοδο του εδαφίου (1) για περίοδο τριών μηνών και σε περίπτωση έκτακτης πτώσης των χρηματοοικονομικών αγορών, ο Έφορος δύναται να παρατείνει περαιτέρω την εν λόγω περίοδο για κατάλληλο χρονικό διάστημα, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών παραγόντων.

(5) Σε περίπτωση έκτακτων αντίξοων καταστάσεων με επιπτώσεις για ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο της αγοράς ή των πληττόμενων κατηγοριών δραστηριοτήτων, όπως διαπιστώνει η EIOPA, όπου είναι σκόπιμο κατόπιν διαβούλευσης με το ΕΣΣΚ, ο Έφορος δύναται να παρατείνει, για τις πληγείσες επιχειρήσεις, το χρονικό διάστημα που καθορίζεται στο εδάφιο (4) κατά επτά έτη το πολύ, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της μέσης διάρκειας των τεχνικών προβλέψεων.

(6) Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων της EIOPA βάσει του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, για την εφαρμογή του παρόντος εδαφίου, η EIOPA διαπιστώνει, κατόπιν αιτήματος του Εφόρου, την ύπαρξη έκτακτης αντίξοης κατάστασης. Ο Έφορος μπορεί να υποβάλει αίτημα σε περίπτωση που είναι πιθανό οι ασφαλιστικές ή οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο της αγοράς ή των πληττόμενων κατηγοριών δραστηριοτήτων να μην είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε μια από τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο εδάφιο (3).

(7) Για τους σκοπούς τους εδαφίου (6), έκτακτες αντίξοες καταστάσεις υπάρχουν όταν η οικονομική κατάσταση των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο της αγοράς ή των πληττόμενων κατηγοριών δραστηριοτήτων υφίστανται επιπτώσεις ή πλήττονται σοβαρά από μια ή περισσότερες από τις ακόλουθες καταστάσεις:

(α) απρόβλεπτη, μεγάλη και απότομη πτώση στις χρηματοπιστωτικές αγορές·

(β) παρατεταμένη πτώση των επιτοκίων·

(γ) καταστροφικό συμβάν με σοβαρό αντίκτυπο.

(8) Η EIOPA, σε συνεργασία με τον Έφορο, αξιολογεί τακτικά αν εξακολουθούν να υφίστανται οι καταστάσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (5) και κατά πόσο μια έκτακτη αντίξοη κατάσταση έχει πάψει να υφίσταται.

(9) Η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση πρέπει να υποβάλλει κάθε τρεις μήνες έκθεση προόδου στον Έφορο, στην οποία προσδιορίζει τα μέτρα που λαμβάνει και την πρόοδο που έχει σημειώσει στην αποκατάσταση του επιπέδου των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας ή τη μείωση του προφίλ κινδύνου για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας.

(10) Η παράταση που αναφέρεται στο εδάφιο (11) αίρεται από τον Έφορο, σε περίπτωση που η έκθεση προόδου δείχνει ότι δεν έχει σημειωθεί αξιόλογη πρόοδος στην αποκατάσταση του επιπέδου των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας ή στη μείωση του προφίλ κινδύνου της επιχείρησης για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας και της ημερομηνίας της υποβολής της έκθεσης προόδου.

(11) Σε έκτακτες περιπτώσεις, εάν ο Έφορος είναι της γνώμης ότι θα επιδεινωθεί περαιτέρω η χρηματοοικονομική κατάσταση της συγκεκριμένης επιχείρησης, δύναται επίσης να περιορίζει ή να απαγορεύει την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης αυτής και σε τέτοια περίπτωση ενημερώνει τις εποπτικές αρχές των κρατών μελών υποδοχής για κάθε τέτοιο μέτρο που λαμβάνει, όπου αυτό εφαρμόζεται, ζητώντας από τις εν λόγω αρχές όπως λάβουν τα ίδια μέτρα με τον Έφορο, αφού ο Έφορος προσδιορίσει τα στοιχεία του ενεργητικού που πρέπει να καλύπτονται από τα εν λόγω μέτρα.

(12) Μετά από αίτημα της εποπτικής αρχής του κράτους μέλους καταγωγής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία δεν πληροί τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, ο Έφορος λαμβάνει τα ίδια μέτρα με την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής τα οποία προσδιορίζονται στο αίτημά της.

Μη συμμόρφωση προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις

146. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να ενημερώνουν αμέσως τον Έφορο, μόλις διαπιστώσουν ότι δεν πληρούνται πλέον οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις ή υπάρχει κίνδυνος μη συμμόρφωσης εντός των επομένων τριών μηνών.

(2) Εντός ενός μηνός από τη χρονική στιγμή που διαπιστώνει τη μη συμμόρφωση προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, η συγκεκριμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποβάλλει, προς έγκριση από τον Έφορο, βραχυπρόθεσμο ρεαλιστικό πρόγραμμα χρηματοδότησης, προκειμένου να αποκαταστήσει, εντός τριών μηνών από τη στιγμή της διαπίστωσης, τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια τουλάχιστον στο επίπεδο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων ή να μειώσει το προφίλ κινδύνου της, ώστε να εξασφαλισθεί συμμόρφωση προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις.

(3) Ο Έφορος δύναται να περιορίζει ή να απαγορεύει την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων του ενεργητικού της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και ενημερώνει σχετικά τις εποπτικές αρχές των κρατών μελών υποδοχής, όπου αυτό εφαρμόζεται, προσδιορίζοντας τα στοιχεία του ενεργητικού που πρέπει να καλύπτονται από τα εν λόγω μέτρα.

(4) Μετά από αίτημα της εποπτικής αρχής του κράτους μέλους καταγωγής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία δεν πληροί τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, ο Έφορος λαμβάνει τα ίδια μέτρα με την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής τα οποία προσδιορίζονται στο αίτημά της.

Απαγόρευση της ελεύθερης διάθεσης των στοιχείων του ενεργητικού που ευρίσκονται στο έδαφος κράτους μέλους

147. Ο Έφορος δύναται να περιορίζει ή να απαγορεύει την ελεύθερη διάθεση από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση των στοιχείων του ενεργητικού της που βρίσκονται στη Δημοκρατία, μετά από αίτημα των εποπτικών αρχών του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης, στις περιπτώσεις των άρθρων 144 μέχρι 146 και του εδαφίου (2) του άρθρου 151 του παρόντος Νόμου, προσδιορίζοντας τα στοιχεία του ενεργητικού που καλύπτονται από τα εν λόγω μέτρα.

Εποπτικές εξουσίες σε περίπτωση επιδείνωσης των χρηματοοικονομικών συνθηκών

148. (1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 145 και 146 του παρόντος Νόμου, εάν η κατάσταση φερεγγυότητας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης εξακολουθεί να επιδεινώνεται, ο Έφορος έχει εξουσία να λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο για τη διασφάλιση των συμφερόντων των αντισυμβαλλομένων, στην περίπτωση ασφαλιστηρίων συμβολαίων, ή των ασφαλιστικών υποχρεώσεων που απορρέουν από συμβάσεις αντασφάλισης.

(2) Τα μέτρα του εδαφίου (1) πρέπει να είναι αναλογικά, ώστε να αντικατοπτρίζουν το επίπεδο και τη διάρκεια της επιδείνωσης της κατάστασης φερεγγυότητας της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

Σχέδιο ανάκαμψης και πρόγραμμα χρηματοδότησης

149. (1) Το σχέδιο ανάκαμψης, που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 145, και το πρόγραμμα χρηματοδότησης, που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 146 του παρόντος Νόμου, περιλαμβάνουν τουλάχιστον στοιχεία ή τεκμήρια που αφορούν τα πιο κάτω:

(α) Τις προβλέψεις σχετικά με τα έξοδα διαχείρισης, ιδίως τα τρέχοντα γενικά έξοδα και τις προμήθειες·

(β) τις προβλέψεις εσόδων και εξόδων, τόσο για τις δραστηριότητες πρωτασφάλισης και τις αποδοχές αντασφάλισης όσο και για τις εκχωρήσεις αντασφάλισης·

(γ) τον προβλεπόμενο ισολογισμό·

(δ) τις εκτιμήσεις σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα που προορίζονται να καλύψουν τις τεχνικές προβλέψεις, καθώς και τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις·

(ε) τη συνολική πολιτική στον τομέα της αντασφάλισης.

(2) Σε περίπτωση που ο Έφορος έχει απαιτήσει την κατάρτιση σχεδίου ανάκαμψης σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 145 του παρόντος Νόμου ή προγράμματος χρηματοδότησης σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 146, δεν εκδίδει πιστοποιητικό σύμφωνα με το άρθρο 209, ενόσω κρίνει ότι τα δικαιώματα των αντισυμβαλλομένων ή οι συμβατικές υποχρεώσεις της επιχείρησης απειλούνται με αθέτηση.

Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις και ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα

150. (1) Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις καθορίζουν συμπληρώνουν τους τύπους έκτακτων αντίξοων καταστάσεων και καθορίζουν τους παράγοντες και τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη η EIOPA όταν διαπιστώνει την ύπαρξη έκτακτων αντίξοων καταστάσεων και ο Έφορος όταν αποφασίζει την παράταση της περιόδου ανάκαμψης σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 145 του παρόντος Νόμου.

(2) Ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα εξειδικεύουν το σχέδιο ανάκαμψης που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 145 και το πρόγραμμα χρηματοδότησης που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 146 και στο άρθρο 148, με τη δέουσα προσοχή για την αποφυγή φαινομένων φιλοκυκλικότητας.

Ανάκληση της άδειας και προσωρινή άδεια για διακανονισμό συμβολαίων

151. (1) Ο Έφορος δύναται να ανακαλεί την άδεια που έχει χορηγήσει σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, σε περίπτωση που -

(α) η συγκεκριμένη επιχείρηση δεν πληροί πλέον τους όρους χορήγησης άδειας που παραχωρείται δυνάμει των άρθρων 14 και 19 του παρόντος Νόμου∙

(β) η συγκεκριμένη επιχείρηση δεν κάνει χρήση της άδειας εντός δωδεκαμήνου, παραιτείται ρητά από αυτήν ή παύει να ασκεί τις δραστηριότητές της για περίοδο μεγαλύτερη του εξαμήνου.

(γ) η συγκεκριμένη επιχείρηση αθετεί σοβαρά τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση ή οποιωνδήποτε κατ΄εξουσιοδότηση πράξεων ή ρυθμιστικών ή εκτελεστικών τεχνικών προτύπων και ιδιαίτερα στις πιο κάτω περιπτώσεις:

(i) η συγκεκριμένη επιχείρηση καταδικάζεται τελεσίδικα για το προβλεπόμενο στο άρθρο 403 του παρόντος Νόμου ποινικό αδίκημα έκδοσης ψευδών λογαριασμών·

(ii) η συγκεκριμένη επιχείρηση δεν εφαρμόσει μέσα σε προθεσμία σαράντα δύο ημερών τελεσίδικη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε εναντίον της·

(iii) η επιχείρηση δεν ικανοποιεί πλέον οποιεσδήποτε από τις διατάξεις του Τέταρτου Κεφαλαίου του παρόντος Νόμου·

(iv) η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, ανακαλείται από την αρμόδια εποπτική αρχή της τρίτης χώρας, όπου έχει την έδρα της·

(v) δημιουργήθηκαν μετά την έκδοση της άδειας στενοί δεσμοί κατά την έννοια του παρόντος Νόμου με οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο και η επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με οδηγίες του Εφόρου για άρση των στενών δεσμών·

(vi) η επιχείρηση βρίσκεται σε διαδικασία εκκαθάρισης.

(2) Ο Έφορος ανακαλεί την άδεια που έχει χορηγήσει σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση αν η επιχείρηση δεν πληροί τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις και εφόσον ο Έφορος κρίνει ότι το υποβληθέν πρόγραμμα χρηματοδότησης είναι καταφανώς ανεπαρκές ή η εν λόγω επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με το εγκεκριμένο πρόγραμμα εντός τριών μηνών από τη στιγμή της διαπίστωσης της μη συμμόρφωσης προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις.

(3) Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας δυνάμει των εδαφίων (1) και (2), ο Έφορος ενημερώνει σχετικά τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών, οι οποίες λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να εμποδίσουν την εν λόγω ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να αναλάβει νέες εργασίες στο έδαφός τους, και την EIOPA.

(4) Ο Έφορος λαμβάνει, σε συνεργασία με τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών, κάθε κατάλληλο μέτρο για τη διασφάλιση των συμφερόντων των δικαιούχων και περιορίζει ιδίως την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων ενεργητικού της ασφαλιστικής επιχείρησης, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 147 του παρόντος Νόμου.

(5) Ο Έφορος δύναται, εφόσον κρίνει αυτό απαραίτητο και για σκοπούς προστασίας των συμφερόντων των δικαιούχων και αντισυμβαλλομένων, μετά την ανάκληση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών, να παραχωρεί υπό όρους και προϋποθέσεις, που κρίνει αναγκαίες, στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ειδική άδεια κατά τον καθορισμένο τύπο αποκλειστικά για τη συνέχιση σε ισχύ των υφιστάμενων συμβολαίων, το διακανονισμό των εκκρεμουσών απαιτήσεων και για να συνεχίσει να εισπράττει τα οφειλόμενα προς αυτήν ασφάλιστρα και να ικανοποιεί τις ανειλημμένες υποχρεώσεις της, κατά το συνήθη τρόπο διεξαγωγής των εργασιών της.

(6) Σε καμία περίπτωση η άδεια που παραχωρείται δυνάμει του εδαφίου (5) δεν ισοδυναμεί με άδεια άσκησης ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών και ο Έφορος καθορίζει στην εν λόγω άδεια του όρους και προϋποθέσεις υπό τις οποίες αυτή παραχωρείται καθώς και τη διάρκεια ισχύος της.

Δικαίωμα ακρόασης πριν από την απόφαση ανάκλησης της άδειας

152. (1) Προτού προβεί στην έκδοση της απόφασής του προς ανάκληση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών, ο Έφορος οφείλει να κοινοποιήσει εγγράφως την πρόθεσή του προς τούτο στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, να παραθέσει τους λόγους, που κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο άρθρο, δικαιολογούν την απόφασή του, και να ενημερώσει την επιχείρηση αναφορικά με δικαίωμά της να ακουστεί διά των εκπροσώπων της, όπως αυτό προβλέπεται στο εδάφιο (4) εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας.

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), ο Έφορος δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις που δικαιολογούνται από λόγους δημοσίου συμφέροντος και ιδιαίτερα για την προστασία των ασφαλισμένων και του κοινού εν γένει, να διατάξει με την κοινοποίηση που αναφέρεται στο εδάφιο (1), την άμεση αναστολή εργασιών της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, μέχρι την ολοκλήρωση της προβλεπόμενης στο παρόν άρθρο διαδικασίας.

(3) Η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, προς την οποία κοινοποιήθηκε η πρόθεση ανάκλησης άδειας σύμφωνα με το παρόν άρθρο, έχει το δικαίωμα εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από την κοινοποίηση της έγγραφης πρόθεσης ανάκλησης άδειας, να προβεί σε γραπτές, και εφόσον το επιθυμεί και σε προφορικές, παραστάσεις προς τον Έφορο:

Νοείται ότι σε περίπτωση που κοινοποιήθηκε συγχρόνως στην επιχείρηση και απόφαση του Εφόρου προς αναστολή των εργασιών της, οφείλει να συμμορφωθεί αμέσως προς την απόφαση αναστολής.

(4) Κατά την υποβολή έγγραφων ή προφορικών παραστάσεων, η επιχείρηση έχει το δικαίωμα να εκπροσωπείται αυτοπροσώπως ή μέσω δικηγόρου ή νομικού συμβούλου ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου θεωρεί σκόπιμο να την εκπροσωπήσει.

(5) Ο Έφορος οφείλει να λάβει υπόψη τις παραστάσεις αυτές, πριν προβεί στην έκδοση της τελικής απόφασής του προς ανάκληση ή μη της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών και εκδίδει την τελική του απόφαση εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

(6)(α) Ο Έφορος κοινοποιεί την τελική του απόφαση στην επιχείρηση, η οποία πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη και σε περίπτωση που αυτή είναι αρνητική, την ενημερώνει για το δικαίωμά της να προσβάλει την απόφαση με προσφυγή ενώπιον του Γενικού Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 347 του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι η πιο πάνω απόφαση του Εφόρου για ανάκληση άδειας δύναται να προσβληθεί απευθείας με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.

(β) Η απορριπτική απόφαση του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο (α), δύναται να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος:

Νοείται ότι, εκκρεμούσης της απόφασης του Γενικού Διευθυντή, ουδεμία προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος μπορεί να ασκηθεί.

Δημοσίευση της ανάκλησης της άδειας

153. (1) Η ανάκληση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, όταν αυτή καταστεί οριστική, είτε λόγω παρελεύσεως άπρακτης της προθεσμίας προς προσφυγή στον Γενικό Διευθυντή, είτε λόγω επικυρώσεως της αποφάσεως του Εφόρου από τον Γενικό Διευθυντή, δημοσιεύεται κατά τον καθορισμένο τύπο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και σε δύο τουλάχιστον ημερήσιες εφημερίδες παγκύπριας κυκλοφορίας και παράγει τα αποτελέσματά της από την ημερομηνία δημοσίευσης, καθώς επίσης και στην ιστοσελίδα της Υπηρεσίας.

(2) Η απόφαση του Γενικού Διευθυντή, με την οποία, είτε επικυρώνει είτε ακυρώνει την απόφαση του Εφόρου για ανάκληση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών κατόπιν προσφυγής, δημοσιεύεται σε δύο τουλάχιστον ημερήσιες εφημερίδες παγκύπριας κυκλοφορίας, καθώς επίσης και αυτούσια στην ιστοσελίδα της Υπηρεσίας.

Απαγόρευση εκδόσεως νέων ασφαλιστηρίων μετά την ανάκληση της άδειας ή μετά την απόφαση του Εφόρου προς αναστολή εργασιών

154. (1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 156 του παρόντος Νόμου, απαγορεύεται η έκδοση νέων ασφαλιστηρίων ή η σύναψη νέων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων ή η άσκηση ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών εν γένει από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, της οποίας ανακλήθηκε η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών ή στην οποία κοινοποιήθηκε απόφαση του Εφόρου προς αναστολή των εργασιών της, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 152 του παρόντος Νόμου.

(2) Αφού ενημερωθεί από την αρμόδια εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, ο Έφορος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να εμποδίσει ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, της οποίας η άδεια έχει ανακληθεί από εποπτική αρχή άλλου κράτους μέλους ή της οποίας η άδεια έχει λήξει σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους καταγωγής, από του να αναλάβει νέες εργασίες στη Δημοκρατία.

Τροποποίηση επωνυμίας

155. Ασφαλιστική επιχείρηση, της οποίας ανακλήθηκε για οποιοδήποτε λόγο η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, σε περίπτωση κατά την οποία θα συνεχίσει να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο ή σε περίπτωση που της παραχωρηθεί ειδική προσωρινή άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 151 του παρόντος Νόμου, οφείλει να τροποποιήσει την επωνυμία της και να διαγράψει από αυτήν οτιδήποτε υποδηλώνει την άσκηση ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών.

Μερική ανάκληση και περιορισμός της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών μόνο σε ένα ή περισσότερους κλάδους

156. (1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 154 του παρόντος Νόμου, ο Έφορος δύναται, εφόσον κρίνει αυτό σκόπιμο, αντί να προβεί σε εξολοκλήρου ανάκληση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών, να ανακαλέσει μερικώς την άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών σε ένα ή περισσότερους ασφαλιστικούς κλάδους και να περιορίσει την ισχύ της άδειας για τους λοιπούς.

(2) Στην περίπτωση αυτή, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση οφείλει-

(α) να μη συνομολογεί νέες ασφαλιστικές συμβάσεις που καλύπτουν κινδύνους, που εμπίπτουν στον κλάδο για τον οποίο ανακλήθηκε η άδεια·

(β) να μην τροποποιεί οποιεσδήποτε ασφαλιστικές συμβάσεις, που αφορούν την ασφάλιση Γενικής Φύσεως και τελούν σε ισχύ κατά το χρόνο ανακλήσεως της άδειας για την ασφάλιση αυτή, έτσι ώστε να αυξάνονται οι υποχρεώσεις της·

(γ) να μην τροποποιεί, με οποιοδήποτε τρόπο, ασφαλιστικές συμβάσεις, που αφορούν ασφάλιση Ζωής και τελούν σε ισχύ κατά το χρόνο ανακλήσεως της άδειας για την ασφάλιση αυτή, έτσι ώστε να αυξάνονται οι υποχρεώσεις της.

(3) Εφόσον ο Έφορος αποφασίσει τη μερική ανάκληση και περιορισμό της ισχύος της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, προβαίνει σε τροποποίηση της άδειας που αρχικά χορηγήθηκε και εκδίδει νέο έντυπο άδειας, κατά τον καθορισμένο τύπο.

(4) Οι διατάξεις των άρθρων 151, 152, 153, 154, 155, καθώς και του παρόντος άρθρου, οι οποίες αφορούν την ανάκληση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών, εφαρμόζονται κατ΄αναλογία και στην περίπτωση μερικής ανακλήσεως και περιορισμού της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών.

Επιστροφή άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών σε περίπτωση ανάκλησης ή τροποποίησής της

157. Ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, της οποίας η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών ανακαλείται ή τροποποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 151 και 156, οφείλει να επιστρέψει στον Έφορο την άδεια αυτή, καθώς και κάθε πιστοποιημένο αντίγραφό της, μόλις της κοινοποιηθεί η απόφαση ανάκλησης ή το αργότερο μόλις δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η απόφαση περί ανακλήσεως ή τροποποιήσεως της άδειας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών έχει απωλεσθεί ή καταστραφεί και η επιστροφή της καθίσταται αδύνατη, η ασφαλιστική επιχείρηση οφείλει διά του Γραμματέα ή Διευθυντή της να προβεί σε σχετική ένορκη δήλωση, την οποία υποβάλλει στον Έφορο.

ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
ΤΜΗΜΑ 1 - ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Όροι και προϋποθέσεις ίδρυσης υποκαταστήματος στη Δημοκρατία από ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους

158. (1) Ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους δύναται να ιδρύει στη Δημοκρατία υποκατάστημα προς άσκηση ασφαλιστικών εργασιών υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, εφ’ όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις και ακολουθούνται οι διαδικασίες του παρόντος άρθρου.

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Κεφαλαίου, εξομοιώνεται με υποκατάστημα κάθε μόνιμη παρουσία μιας επιχείρησης κράτους μέλους στη Δημοκρατία, έστω και αν αυτή η παρουσία δεν έχει λάβει τη μορφή υποκαταστήματος, αλλά ασκείται μέσω απλού γραφείου το οποίο διευθύνεται από το προσωπικό της ίδιας της επιχείρησης, ή από ανεξάρτητο πρόσωπο, εντεταλμένο να ενεργεί μονίμως για την επιχείρηση όπως θα ενεργούσε μια αντιπροσωπεία.

(3) Ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους που επιθυμεί να ιδρύσει υποκατάστημα στη Δημοκρατία, κοινοποιεί την πρόθεσή της στην εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της, η οποία στη συνέχεια διαβιβάζει στον Έφορο την κοινοποίηση της εν λόγω πρόθεσης, πιστοποιώντας επίσης ότι η ασφαλιστική επιχείρηση καλύπτει πράγματι τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις που καθορίζονται στα άρθρα 106 και 136 του παρόντος Νόμου, μαζί με τα πιο κάτω έγγραφα και πληροφορίες:

(α) το πρόγραμμα δραστηριοτήτων της, στο οποίο πρέπει να αναφέρονται τουλάχιστον το είδος των προτεινόμενων εργασιών και η διοικητική οργάνωση του υποκαταστήματος∙

(β) το όνομα του αντιπροσώπου, ο οποίος αποδεικνύει μέσω πληρεξουσίου εγγράφου δεόντως επικυρωμένου ότι έχει επαρκή εξουσία για να δεσμεύει, έναντι τρίτων, την ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους ή, στην περίπτωση της Lloyd’s, τους ενδιαφερόμενους ασφαλιστές, και να την ή τους αντιπροσωπεύει ενώπιον των αρχών και των δικαστηρίων της Δημοκρατίας (εφεξής καλούμενο "γενικός αντιπρόσωπος")∙

(γ) τη διεύθυνση στη Δημοκρατία, στην οποία είναι δυνατό να ζητούνται και να παραδίδονται έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων όλων των κοινοποιήσεων που απευθύνονται στον γενικό αντιπρόσωπο∙

(δ) Όσον αφορά την ένωση ασφαλιστών Lloyd’s, σε περίπτωση ενδεχόμενων διαφορών στη Δημοκρατία, οι οποίες σχετίζονται με αναληφθείσες υποχρεώσεις, δεν πρέπει να προκύπτουν για τους ασφαλισμένους δυσχέρειες μεγαλύτερες από εκείνες που ήταν ενδεχόμενο να προκύψουν εάν οι διαφορές αυτές αφορούσαν συνήθεις ασφαλιστικές επιχειρήσεις.

(4) Σε περίπτωση που ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους ασφάλισης Γενικής Φύσεως σκοπεύει να καλύπτει, μέσω του υποκαταστήματός της, τους κινδύνους που κατατάσσονται στον κλάδο αστικής ευθύνης από χερσαία μηχανοκίνητα οχήματα (Κλάδος 10, Μέρος Α, Πρώτο Παράρτημα) του παρόντος Νόμου, μη συμπεριλαμβανομένης της ευθύνης του μεταφορέα, πρέπει να υποβάλει δήλωση ότι μέσα στην προβλεπόμενη στο εδάφιο (5) προθεσμία θα ενταχθεί στο εθνικό ταμείο εγγυήσεως και στο εθνικό ταμείο ασφαλίσεως σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης Έναντι Τρίτων) Νόμων του 2000 όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.

(5) Σε περίπτωση τροποποίησης του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που έχουν κοινοποιηθεί σύμφωνα με τα εδάφια (3) και (4), η ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους γνωστοποιεί γραπτώς την εν λόγω τροποποίηση στον Έφορο τουλάχιστον ένα μήνα πριν πραγματοποιηθεί η τροποποίηση αυτή.

(6) Ο Έφορος, μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την παραλαβή όλων των απαραίτητων εγγράφων και στοιχείων που καθορίζονται στο εδάφιο (2) από την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, δύναται να κοινοποιεί στην εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, όρους υπό τους οποίους, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, πρέπει να ασκούνται οι δραστηριότητες της ασφαλιστικής επιχείρησης κράτους μέλους στη Δημοκρατία, τους οποίους η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής κοινοποιεί στην ασφαλιστική επιχείρηση.

(7) Η ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους μπορεί να εγκαταστήσει το υποκατάστημα και να αρχίσει τις εργασίες της από την ημερομηνία που η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της έλαβε κοινοποίηση του Εφόρου δυνάμει του εδαφίου (5), ή, εάν δεν έχει αποσταλεί τέτοια κοινοποίηση, δύο μήνες από την κοινοποίηση στον Έφορο των όσων καθορίζονται στο εδάφιο (2).

(8) Κανονισμοί που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, δύναται να καθορίζουν την υποβολή περαιτέρω εγγράφων.

Όροι και προϋποθέσεις ίδρυσης υποκαταστήματος Κυπριακής ασφαλιστικής επιχείρησης σε άλλο κράτος μέλος

159. (1) Κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση που επιθυμεί να ιδρύσει υποκατάστημα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους οφείλει να προβαίνει σε σχετική γνωστοποίηση της πρόθεσής της στον Έφορο.

(2) Η Κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση, συνοδεύει την γνωστοποίηση του εδαφίου (1) με τα ακόλουθα έγγραφα και πληροφορίες:

(α) Την ονομασία του κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου προτίθεται να ιδρύσει υποκατάστημα∙

(β) το πρόγραμμα δραστηριοτήτων του, στο οποίο πρέπει να αναφέρονται τουλάχιστον το είδος των προτεινόμενων εργασιών και η διοικητική οργάνωση του υποκαταστήματος∙

(γ) το όνομα του προσώπου το οποίο αποδεικνύει μέσω πληρεξουσίου εγγράφου δεόντως επικυρωμένους ότι έχει επαρκή εξουσία για να δεσμεύει, έναντι τρίτων, την ασφαλιστική επιχείρηση και να την ή τους αντιπροσωπεύει ενώπιον των αρχών και των δικαστηρίων του κράτους μέλους υποδοχής (εφεξής καλούμενο "γενικός αντιπρόσωπος")∙

(δ) διεύθυνση στο κράτος μέλος υποδοχής, στην οποία είναι δυνατό να ζητούνται και να παραδίδονται έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων όλων των κοινοποιήσεων που απευθύνονται στον γενικό αντιπρόσωπο.

(3) Στην περίπτωση που η ασφαλιστική επιχείρηση δραστηριοποιείται στην ασφάλιση Γενικής Φύσεως και σκοπεύει να καλύπτει, μέσω του υποκαταστήματός της, τους κινδύνους που κατατάσσονται στον κλάδο αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα (Κλάδος 10, Μέρος Α, Πρώτο Παράρτημα του παρόντος Νόμου), μη συμπεριλαμβανομένης της ευθύνης του μεταφορέα, υποβάλλει δήλωση ότι εντός ταχθείσας από το κράτος μέλος υποδοχής προθεσμίας, θα καταστεί μέλος του εθνικού γραφείου και του εθνικού ταμείου εγγυήσεων του κράτους μέλους υποδοχής.

(4) Σε περίπτωση τροποποίησης του περιεχομένου οποιωνδήποτε των πληροφοριών που έχουν κοινοποιηθεί σύμφωνα με το εδάφιο (2) η ασφαλιστική επιχείρηση γνωστοποιεί γραπτώς την εν λόγω τροποποίηση στον Έφορο, καθώς και στην εποπτική αρχή του κράτους μέλους όπου βρίσκεται το υποκατάστημα, τουλάχιστον ένα μήνα πριν πραγματοποιηθεί η τροποποίηση αυτή, ώστε ο Έφορος να μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 158 του παρόντος Νόμου.

(5) Κανονισμοί που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, δύναται να καθορίζουν την υποβολή περαιτέρω εγγράφων.

Γνωστοποίηση πληροφοριών

160. (1) Εκτός εάν ο Έφορος έχει λόγους να αμφιβάλλει, λαμβανομένου υπόψη του προγράμματος δραστηριοτήτων, για την επάρκεια συστήματος διακυβέρνησης ή τη χρηματοοικονομική κατάσταση της ασφαλιστικής επιχείρησης ή των απαιτήσεων ικανότητας και ήθους του γενικού αντιπροσώπου σύμφωνα με το άρθρο 44, εντός τριμήνου από την παραλαβή όλων των πληροφοριών που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 158 του παρόντος Νόμου, τις διαβιβάζει στην εποπτική αρχή του κράτους μέλους υποδοχής και ενημερώνει σχετικά την ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση.

(2) Ο Έφορος πιστοποιεί επίσης ότι η ασφαλιστική επιχείρηση πράγματι καλύπτει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, που υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 106 και 136 του παρόντος Νόμου.

(3) Σε περίπτωση που ο Έφορος αρνείται την κοινοποίηση και τις πληροφορίες του εδαφίου (3) του άρθρου 158 στην εποπτική αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής του στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από τη λήψη όλων των απαιτούμενων πληροφοριών.

(4)(α) Η άρνηση ή η παράλειψη του Εφόρου να προβεί στη σχετική κοινοποίηση στις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, δύναται να προσβάλλεται με προσφυγή ενώπιον του Γενικού Διευθυντή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 347 του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι η πιο πάνω απόφαση του Έφορου δύναται να προσβληθεί απευθείας με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.

(β) Η απορριπτική απόφαση του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο (α), δύναται να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος:

Νοείται ότι, εκκρεμούσης της απόφασης του Γενικού Διευθυντή, ουδεμία προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος μπορεί να ασκηθεί.

(5) Ο Έφορος, γνωστοποιεί στην Κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση τυχόν όρους και προϋποθέσεις που έχουν τεθεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος, από την εποπτική αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, αναφορικά με την άσκηση ασφαλιστικών δραστηριοτήτων στο εν λόγω κράτος μέλος.

(6) Η Κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να εγκαταστήσει το υποκατάστημα και να αρχίσει τις εργασίες της στο κράτος μέλος υποδοχής από την ημέρα που παραλαμβάνει τη γνωστοποίηση του εδαφίου (5) ή σε περίπτωση που δεν λαμβάνει τέτοια γνωστοποίηση, δύο μήνες από την κοινοποίηση του εδαφίου (1).

ΤΜΗΜΑ 2 - ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΠΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
Ενότητα 1 Γενικές Διατάξεις
Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στη Δημοκρατία από ασφαλιστικές επιχειρήσεις κράτους μέλους

161. (1) Ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους δύναται να ασκεί ασφαλιστικές εργασίες υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εφ’ όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις και ακολουθούνται οι διαδικασίες του παρόντος άρθρου.

(2) Ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους που επιθυμεί να ασκήσει ασφαλιστικές εργασίες υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στη Δημοκρατία κοινοποιεί την πρόθεσή της καθώς και τη φύση των κινδύνων ή των ασφαλιστικών υποχρεώσεων που θα καλύπτει στην εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, η οποία στη συνέχεια εντός ενός μηνός κοινοποιεί στον Έφορο τα πιο κάτω έγγραφα και πληροφορίες:

(α) Βεβαίωση, στην οποία αναφέρεται ότι η ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους καλύπτει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, που καθορίζονται στα άρθρα 106 και 136 του παρόντος Νόμου.

(β) τους ασφαλιστικούς κλάδους, στους οποίους η ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους έχει λάβει άδεια να ασκεί δραστηριότητες∙

(γ) τη φύση των κινδύνων ή των ασφαλιστικών υποχρεώσεων που η ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους προτίθεται να καλύψει στη Δημοκρατία.

(3) Σε περίπτωση τροποποίησης του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (2), ακολουθείται η ίδια διαδικασία που προβλέπεται στο εν λόγω εδάφιο.

(4) Σε περίπτωση που ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους δραστηριοποιείται στην ασφάλιση Γενικής Φύσεως και προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες κάλυψης κινδύνων αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα (Κλάδος 10, Μέρος Α, Πρώτο Παράρτημα), πλην της ευθύνης μεταφορέα, ο Έφορος απαιτεί από την επιχείρηση όπως υποβάλλει-

(α) το όνομα και τη διεύθυνση του αντιπροσώπου που αναφέρεται παράγραφο (ι) του εδαφίου (1) του άρθρου 19∙

(β) δήλωση ότι αυτή έχει γίνει μέλος του εθνικού ταμείου ασφαλίσεως και του εθνικού ταμείου εγγυήσεως σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφαλίση Ευθύνης Έναντι Τρίτων) Νόμων του 2000, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.

(5) Η ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητες από την ημερομηνία κατά την οποία ενημερώνεται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής σχετικά με την κοινοποίηση που προβλέπεται στο εδάφιο (2).

(6) Ο Έφορος δύναται να τηρεί ειδικό Μητρώο, στο οποίο περιλαμβάνει τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και στο οποίο καταχωρεί τις καθοριζόμενες με Κανονισμούς που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, πληροφορίες.

(7) Κανονισμοί που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, δύναται να καθορίζουν την υποβολή περαιτέρω εγγράφων.

Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών από Κυπριακές ασφαλιστικές επιχειρήσεις σε άλλα κράτη μέλη

162. (1) Κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση που προτίθεται να ασκήσει για πρώτη φορά τις δραστηριότητές της υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη υποχρεούται να το γνωστοποιήσει προηγουμένως στον Έφορο, δηλώνοντας τη φύση των κινδύνων ή των ασφαλιστικών υποχρεώσεων που προτίθεται να καλύπτει.

(2) Ο Έφορος γνωστοποιεί, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την γνωστοποίηση που προβλέπεται στο εδάφιο (1), στις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους ή των κρατών μελών, στο έδαφος των οποίων η κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να ασκήσει δραστηριότητες δυνάμει της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών τα ακόλουθα έγγραφα και πληροφορίες:

(α) Βεβαίωση, στην οποία αναφέρεται ότι η κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση καλύπτει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις∙

(β) τους ασφαλιστικούς κλάδους, στους οποίους η κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση έχει λάβει άδεια να ασκεί δραστηριότητες∙

(γ) τη φύση των κινδύνων ή των ασφαλιστικών υποχρεώσεων που η κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να καλύψει στο κράτος ή στα κράτη μέλη υποδοχής.

(3) Ο Έφορος ενημερώνει συγχρόνως την ενδιαφερόμενη κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση σχετικά με την κοινοποίηση του εδαφίου (2).

(4) Κάθε τροποποίηση που η κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να επιφέρει στα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (2), υπόκειται στη διαδικασία του παρόντος άρθρου.

(5) Σε περίπτωση που ο Έφορος δεν κοινοποιήσει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (2) εντός της προβλεπόμενης στο εν λόγω εδάφιο προθεσμίας, γνωστοποιεί στην κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση, εντός της ιδίας προθεσμίας, τους λόγους της άρνησής του.

(6) Η άρνηση ή η παράλειψη του Εφόρου να προβεί στη σχετική κοινοποίηση στις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Γενικού Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 347 του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι η πιο πάνω απόφαση του Εφόρου δύναται να προσβληθεί απευθείας με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.

(β) Η απορριπτική απόφαση του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο (α), δύναται να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος:

Νοείται ότι, εκκρεμούσης της απόφασης του Γενικού Διευθυντή, ουδεμία προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος μπορεί να ασκηθεί.

(7) Η κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητες από την ημερομηνία κατά την οποία ενημερώνεται σχετικά με την κοινοποίηση που προβλέπεται στο εδάφιο (2).

(8) Κανονισμοί που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, δύναται να καθορίζουν την υποβολή περαιτέρω εγγράφων.

Ενότητα 2 Ευθύνη Αυτοκινήτου
Υποχρεωτική ασφάλιση ευθύνης αυτοκινήτου

163. (1) Ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους που δραστηριοποιείται στην ασφάλιση Γενικής Φύσεως, η οποία, μέσω εγκατάστασής της στη Δημοκρατία, καλύπτει κινδύνους, εκτός της ευθύνης μεταφορέα, που κατατάσσονται στον Κλάδο ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα (Κλάδος 10, Μέρος Α, του Πρώτου Παραρτήματος), που βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος, οφείλει όπως καταστεί μέλος του εθνικού του γραφείου και του εθνικού ταμείου εγγυήσεως και να συνεισφέρει στη χρηματοδότησή τους σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης Έναντι Τρίτων) Νόμων του 2000 όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.

(2) Η χρηματοδοτική συνεισφορά, που αναφέρεται στο εδάφιο (1), καταβάλλεται μόνον για τους κινδύνους, εκτός της ευθύνης του μεταφορέα, της αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα που καλύπτονται από την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και υπολογίζεται επί της ίδιας βάσης όπως και για τις κυπριακές ασφαλιστικές επιχειρήσεις που καλύπτουν τους ίδιους κινδύνους και σε συνάρτηση με τα έσοδα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων από ασφάλιστρα αυτού του κλάδου στη Δημοκρατία ή με τον αριθμό των κινδύνων του κλάδου αυτού που καλύφθηκαν στη Δημοκρατία.

(3) Ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους που παρέχει υπηρεσίες στη Δημοκρατία οφείλει να συμμορφώνεται με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου αναφορικά με την κάλυψη επαυξημένων κινδύνων, εφόσον αυτοί ισχύουν για τις κυπριακές ασφαλιστικές επιχειρήσεις.

Ισότιμη μεταχείριση των προσώπων που υποβάλλουν αίτηση αποζημίωσης

164. Ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους που δραστηριοποιείται στην ασφάλιση Γενικής Φύσεως, στη Δημοκρατία, οφείλει όπως διασφαλίζει ότι πρόσωπα που υποβάλλουν αίτηση αποζημίωσης συνεπεία γεγονότων που συνέβησαν στη Δημοκρατία, δεν θα τίθενται σε λιγότερο ευνοϊκή θέση λόγω του ότι η εν λόγω επιχείρηση καλύπτει κίνδυνο, εκτός της αστικής ευθύνης του μεταφορέα, στον κλάδο αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα (Κλάδος 10, Μέρος Α, του Πρώτου Παραρτήματος), δυνάμει της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και όχι μέσω εγκατάστασης, στη Δημοκρατία.

Αντιπρόσωπος ασφαλιστικής επιχείρησης κράτους μέλους στη Δημοκρατία

165. (1) Για τους σκοπούς του άρθρου 164 του παρόντος Νόμου, ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους που δραστηριοποιείται στην ασφάλιση Γενικής Φύσεως οφείλει να ορίζει αντιπρόσωπο με κατοικία ή εγκατάσταση στη Δημοκρατία, ο οποίος έχει ευθύνη να συλλέγει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες τις σχετικές με τις απαιτήσεις και διαθέτει επαρκείς εξουσίες για να αντιπροσωπεύει την επιχείρηση έναντι των προσώπων που υπέστησαν ζημίες και θα μπορούσαν να αξιώσουν αποζημίωση, συμπεριλαμβανομένης της πληρωμής αυτών των αποζημιώσεων, και για να την αντιπροσωπεύει ή, εφόσον απαιτείται, να φροντίζει για την αντιπροσώπευσή της ενώπιον των δικαστηρίων και των αρχών της Δημοκρατίας σχετικά με τις αποζημιώσεις αυτές.

(2) Ο αντιπρόσωπος του εδαφίου (1) είναι δυνατόν να κληθεί να αντιπροσωπεύσει την ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους που δραστηριοποιείται στην ασφάλιση Γενικής Φύσεως ενώπιον του Εφόρου σχετικά με τον έλεγχο της ύπαρξης και της ισχύος ασφαλιστηρίων που έχουν ως αντικείμενο την ασφάλιση αστικής ευθύνης από αυτοκίνητα οχήματα.

(3) Ο αντιπρόσωπος του εδαφίου (1), δεν αναλαμβάνει για λογαριασμό της επιχείρησης ασφάλισης Γενικής Φύσεως, η οποία τον διόρισε, δραστηριότητες άλλες και πέραν από εκείνες που προβλέπονται στο εδάφιο (1).

(4) Ο διορισμός του αντιπροσώπου δεν συνιστά καθ’ εαυτόν άνοιγμα υποκαταστήματος για τους σκοπούς του άρθρου 158 του παρόντος Νόμου.

(5) Σε περίπτωση που η ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους δεν έχει διορίσει αντιπρόσωπο, ο Έφορος δύναται να εγκρίνει τον αντιπρόσωπο για τον διακανονισμό των ζημιών ο οποίος ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμων 2000 όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, ως αντιπρόσωποι δυνάμει του παρόντος άρθρου.

ΤΜΗΜΑ 2Α - ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΛΑΤΦΟΡΜΕΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ
Ειδοποίηση

165Α.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος προτίθεται να χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση ή κυπριακή αντασφαλιστική επιχείρηση, της οποίας το πρόγραμμα δραστηριοτήτων υποδεικνύει ότι μέρος των δραστηριοτήτων της θα βασίζεται στην ελευθερία παροχής υπηρεσιών ή στην ελευθερία εγκατάστασης σε άλλο κράτος μέλος και το εν λόγω πρόγραμμα δραστηριοτήτων της υποδεικνύει επίσης ότι οι εν λόγω δραστηριότητες ενδέχεται να είναι σημαντικές σε σχέση με την αγορά του κράτους μέλους υποδοχής, ειδοποιεί σχετικά την ΕΙΟΡΑ και την εποπτική αρχή του σχετικού κράτους μέλους υποδοχής.

(2) Ο Έφορος, μαζί με την ειδοποίηση που προβλέπεται στο εδάφιο (1), ειδοποιεί την ΕΙΟΡΑ και την εποπτική αρχή του σχετικού κράτους μέλους υποδοχής, σε περίπτωση κατά την οποία εντοπίζει επιδείνωση των χρηματοοικονομικών συνθηκών ή άλλους αναδυόμενους κινδύνους που προκαλεί μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η οποία εκτελεί δραστηριότητες με βάση την ελευθερία παροχής υπηρεσιών ή την ελευθερία εγκατάστασης που μπορεί να έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις. ο Έφορος, για τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις άλλου κράτους μέλους που λειτουργούν στη Δημοκρατία υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή ελεύθερης εγκατάστασης, δύναται να ειδοποιήσει το άλλο κράτος μέλος, σε περίπτωση κατά την οποία έχει σοβαρές και βάσιμες ανησυχίες όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών και δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΙΟΡΑ και να ζητήσει τη συνδρομή της σε περίπτωση κατά την οποία δεν μπορεί να εξευρεθεί διμερής λύση.

(3) Οι ειδοποιήσεις που προβλέπονται στα εδάφια (1) και (2) είναι αρκούντως λεπτομερείς, ώστε να καθίσταται δυνατή η ορθή εκτίμηση.

(4) Οι ειδοποιήσεις που προβλέπονται στα εδάφια (1) και (2), δεν θίγουν την εποπτική εντολή του Εφόρου που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο.

Πλατφόρμες συνεργασίας

165Β.-(1) Ο Έφορος, σε περίπτωση δικαιολογημένων ανησυχιών περί αρνητικών επιπτώσεων για τους λήπτες ασφάλισης, δύναται να υποβάλει αίτημα στην ΕΙΟΡΑ για την εκ μέρους της δημιουργία και συντονισμό πλατφόρμας συνεργασίας για την ενίσχυση της ανταλλαγής πληροφοριών και την προώθηση της συνεργασίας μεταξύ των σχετικών εποπτικών αρχών σε περίπτωση κατά την οποία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εκτελεί ή προτίθεται να εκτελέσει δραστηριότητες που βασίζονται στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ή στην ελευθερία εγκατάστασης και σε περίπτωση κατά την οποία-

(α) οι δραστηριότητες αυτές είναι σημαντικές σε σχέση με την αγορά του κράτους μέλους υποδοχής.

(β) έχει γίνει ειδοποίηση από τον Έφορο, ως η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης βάσει του εδαφίου (2) του άρθρου 165Α, για επιδείνωση των χρηματοοικονομικών συνθηκών ή για άλλους αναδυόμενους κινδύνους ή.

(γ) το ζήτημα έχει παραπεμφθεί στην ΕΙΟΡΑ βάσει του εδαφίου (2) του άρθρου 165Α.

(2) Το εδάφιο (1) και το Άρθρο 152β της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ δεν θίγει το δικαίωμα του Εφόρου μαζί με τις σχετικές εποπτικές αρχές να δημιουργήσουν πλατφόρμα συνεργασίας σε περίπτωση κατά την οποία όλοι συμφωνούν για αυτό.

(3) Η σύσταση πλατφόρμας συνεργασίας δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2) δεν θίγει την εποπτική εντολή του Εφόρου όπως προβλέπεται στον παρόντα Νόμο.(4) Με την επιφύλαξη του Άρθρου 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, κατόπιν αιτήματος της ΕΙΟΡΑ, ο Έφορος παρέχει, εγκαίρως, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την ορθή λειτουργία της πλατφόρμας συνεργασίας.

ΤΜΗΜΑ 3 - ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΕΦΟΡΟΥ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΣΚΟΥΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
Ενότητα 1 Ασφάλιση
Γλώσσα εγγράφων

166. Ο Έφορος δύναται να απαιτεί από ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους όπως του παρέχει, σε επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας, τις πληροφορίες αναφορικά με τη δραστηριότητα της ασφαλιστικής επιχείρησης που λειτουργεί στη Δημοκρατία.

Προηγούμενη κοινοποίηση και προηγούμενη έγκριση

167. (1) Δεν επιτρέπεται στον Έφορο να απαιτεί την προηγούμενη έγκριση ή τη συστηματική ανακοίνωση των γενικών και ειδικών όρων των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, των τιμολογίων ή, στην περίπτωση της ασφάλισης Ζωής, των τεχνικής φύσεως στοιχείων που χρησιμοποιούνται ως βάση για τον υπολογισμό των τιμολογίων και των τεχνικών προβλέψεων ή των υποδειγμάτων και άλλων εντύπων που ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους προτίθεται να χρησιμοποιήσει στις σχέσεις της με τους αντισυμβαλλομένους.

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), ο Έφορος, για σκοπούς ελέγχου της τήρησης των διατάξεων του παρόντος Νόμου αναφορικά με τις ασφαλιστικές συμβάσεις, απαιτεί, όποτε κρίνει αυτό σκόπιμο, από κάθε ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους που επιθυμεί να πραγματοποιήσει ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία την κοινοποίηση των όρων των ασφαλιστηρίων συμβολαίων ή των άλλων εγγράφων που προτίθεται να χρησιμοποιήσει, χωρίς η συμμόρφωση με την απαίτηση αυτή να συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση της δραστηριότητας από την σχετική ασφαλιστική επιχείρηση.

(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), ο Έφορος δύναται να απαιτεί την προηγούμενη κοινοποίηση ή έγκριση της προτεινόμενης αύξησης των ασφαλίστρων, στα πλαίσια εφαρμογής ενός γενικού συστήματος ελέγχου των τιμών.

Ασφαλιστικές επιχειρήσεις κράτους μέλους που παραβιάζουν τον παρόντα Νόμο

168. (1) Σε περίπτωση που ο Έφορος διαπιστώνει ότι ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους η οποία έχει υποκατάστημα ή λειτουργεί υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στη Δημοκρατία δεν τηρεί τις διατάξεις του παρόντος Νόμου που ισχύουν για την περίπτωσή της, καλεί την εν λόγω ασφαλιστική επιχείρηση να θέσει τέρμα στην παράβαση του Νόμου.

(2) Σε περίπτωση που η ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους δεν τερματίσει την παράβαση εντός προθεσμίας που καθορίζεται από τον Έφορο, ο Έφορος ενημερώνει σχετικά τις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και ζητά ενημέρωση από τις εν λόγω αρχές αναφορικά με τα μέτρα που θα ληφθούν εκ μέρους τους.

(3) Σε περίπτωση που, παρά τα ληφθέντα μέτρα από τις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ή σε περίπτωση που τα εν λόγω μέτρα έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή ή σε περίπτωση που δεν έχουν ληφθεί οποιαδήποτε μέτρα και η ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους εξακολουθεί να παραβιάζει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου που τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωσή της, ο Έφορος δύναται, αφού ενημερώσει σχετικά την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής να επιβάλλει στην ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους οποιεσδήποτε διοικητικές κυρώσεις προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, για την πρόληψη ή την καταστολή νέων παρατυπιών και, εφόσον κρίνει ότι είναι απόλυτα αναγκαίο, να απαγορεύει τη σύναψη νέων ασφαλιστικών συμβάσεων από την επιχείρηση αυτή στη Δημοκρατία.

(4) Ο Έφορος, εφόσον συντρέχουν οι συνθήκες του εδαφίου (3), δύναται επίσης να παραπέμψει το θέμα στην EIOPA και να ζητήσει τη βοήθειά της σύμφωνα με τις διατάξεις του ο άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και σε τέτοια περίπτωση η EIOPA μπορεί να ενεργήσει σύμφωνα με τις εξουσίες που της ανατίθενται με το εν λόγω άρθρο.

(5) Οποιεσδήποτε διοικητικές κυρώσεις ή άλλα μέτρα ληφθούν από τον Έφορο δυνάμει του εδαφίου (3) κοινοποιούνται στην ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(6) Τα εδάφια (1) μέχρι (3) δεν επηρεάζουν το δικαίωμα του Εφόρου, σε επείγουσες περιπτώσεις, να λαμβάνει τα κατάλληλα προσωρινά μέτρα για την πρόληψη ή την καταστολή παρατυπιών από ασφαλιστικές επιχειρήσεις κράτους μέλους στη Δημοκρατία, περιλαμβανομένης της δυνατότητας να απαγορεύει χωρίς προηγούμενη προειδοποίηση της εποπτικής αρχής τους κράτους μέλους καταγωγής, τη σύναψη νέων ασφαλιστικών συμβάσεων από ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους στη Δημοκρατία:

Νοείται ότι, ο Έφορος κοινοποιεί την εν λόγω απαγόρευση στην εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αμέσως μόλις αυτό καταστεί δυνατό μετά την επιβολή της.

(7) Σε περίπτωση που η ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους που έχει διαπράξει την παράβαση του παρόντος Νόμου διαθέτει εγκατάσταση ή περιουσιακά στοιχεία στη Δημοκρατία, ο Έφορος δύναται να επιβάλει, τις σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, διοικητικές κυρώσεις επί της εγκατάστασης, περιλαμβανομένου και του περιορισμού της ελεύθερης διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης που βρίσκεται στη Δημοκρατία.

(8) Κάθε μέτρο που λαμβάνεται δυνάμει του παρόντος άρθρου και το οποίο συνεπάγεται κυρώσεις ή περιορισμούς στην άσκηση ασφαλιστικών εργασιών, θα πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένο και να κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση και στην αρμόδια εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.

(9) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των ποινικής φύσεως διατάξεων που ισχύουν στη Δημοκρατία, περιλαμβανομένων και των ποινικών διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(10) Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις κράτους μέλους υποβάλλουν στον Έφορο, εφόσον αυτός το ζητήσει, οποιοδήποτε έγγραφο τους ζητηθεί για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

(11) ο Έφορος διατηρεί το δικαίωμα σε περίπτωση έσχατης ανάγκης να προσφύγει στις εποπτικές ή και στις διπλωματικές αρχές του κράτους ή των κρατών στα οποία είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση.

(12) Ο Έφορος ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την EIOPA για τον αριθμό και το είδος των περιπτώσεων στις οποίες υπήρξε άρνηση βάσει των άρθρων 158 και 161 του παρόντος Νόμου ή στις οποίες ελήφθησαν μέτρα βάσει των εδαφίων (3), (5) και (6).

Κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί δικαίωμα εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε άλλα κράτη μέλη και παραβιάζει τις νομοθετικές διατάξεις των εν λόγω κρατών μελών

169. Σε περίπτωση που ο Έφορος ενημερωθεί από εποπτική αρχή του κράτους μέλους ή των κρατών μελών υποδοχής, αναφορικά με την παραβίαση των νομοθετικών διατάξεων των εν λόγω κρατών από Κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί δικαίωμα εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε άλλο κράτος μέλος ή άλλα κράτη μέλη, λαμβάνει το συντομότερο δυνατό όλα τα κατάλληλα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, περιλαμβανομένης της επιβολής διοικητικών κυρώσεων, για να τερματιστεί η παράβαση και ενημερώνει για τα μέτρα αυτά την εποπτική αρχή του κράτους μέλους ή των κρατών μελών υποδοχής, ανάλογα με την περίπτωση.

Διαφήμιση

170. Ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους, η οποία ασκεί δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στη Δημοκρατία, μπορεί να διαφημίζει τις υπηρεσίες της υπό τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που καθορίζονται με Κανονισμούς που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση και που ισχύουν για κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας.

Φορολόγηση ασφαλιστηρίων

171. (1) Κάθε ασφαλιστήριο που παρέχει κάλυψη-

(α) σε κινδύνους που βρίσκονται στη Δημοκρατία, κατά την έννοια του ορισμού “Κράτος Μέλος όπου ευρίσκεται ο κίνδυνος”· ή

(β) σε ασφαλιστικές υποχρεώσεις, που βρίσκονται στη Δημοκρατία, κατά την έννοια του ορισμού “Κράτος Μέλος ασφαλιστικής υποχρέωσης”,

και ανεξάρτητα από το δίκαιο που διέπει την ασφαλιστική σύμβαση δυνάμει του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), υπόκειται στους έμμεσους φόρους, τέλη χαρτοσήμου ή δικαιώματα αποκλειστικά προς όφελος της Δημοκρατίας ή τρίτων, καθώς και εισφορές προς όφελος οποιουδήποτε οργανισμού ή ταμείου ή οργάνωσης, που προβλέπονται από τον περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμο του 2002, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ίδιου Νόμου.

(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), τα κινητά αγαθά που περιλαμβάνονται σε ακίνητο το οποίο βρίσκεται στο έδαφος της Δημοκρατίας, εκτός από τα κινητά αγαθά υπό εμπορική διαμετακόμιση, θεωρούνται ότι αποτελούν κίνδυνο που ευρίσκεται στη Δημοκρατία, ακόμη και αν το ακίνητο και το περιεχόμενό του δεν καλύπτονται από το ίδιο ασφαλιστήριο.

Ενότητα 2 Αντασφάλιση
Αντασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους που δεν τηρεί τις διατάξεις του παρόντος Νόμου

172. (1) Σε περίπτωση που ο Έφορος διαπιστώνει ότι αντασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους η οποία έχει υποκατάστημα ή λειτουργεί υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στη Δημοκρατία, δεν τηρεί τις διατάξεις του παρόντος Νόμου που ισχύουν για την περίπτωσή της, καλεί την εν λόγω αντασφαλιστική επιχείρηση να θέσει τέρμα στην παράβαση του Νόμου εντός συγκεκριμένης προθεσμίας και αναφέρει τις διαπιστώσεις του στην εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης, ώστε αυτή να λάβει τα κατάλληλα μέτρα.

(2) Σε περίπτωση που, παρά τα ληφθέντα από την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής μέτρα, η αντασφαλιστική επιχείρηση εξακολουθεί να παραβιάζει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου που ισχύουν στην περίπτωσή της ή σε περίπτωση που τα μέτρα τα οποία έχουν επιβληθεί από την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης είναι ανεπαρκή, ο Έφορος, αφού ενημερώσει σχετικά την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, επιβάλλει οποιεσδήποτε διοικητικές κυρώσεις προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, για την πρόληψη ή την καταστολή νέων παρατυπιών, και, εφόσον τούτο είναι απόλυτα αναγκαίο, την απαγόρευση της σύναψης νέων συμβάσεων αντασφάλισης από την επιχείρηση αυτή στο έδαφος της Δημοκρατίας.

(3) Κάθε μέτρο που λαμβάνεται δυνάμει του παρόντος άρθρου και το οποίο συνεπάγεται κυρώσεις ή περιορισμούς στην άσκηση αντασφαλιστικών εργασιών, θα πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένο και να κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση κράτους μέλους σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, και στην αρμόδια εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.

(4) Ο Έφορος δύναται, σε σχέση με την εφαρμογή του εδαφίου (2), να παραπέμψει το θέμα στην EIOPA και να ζητήσει τη βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

Κυπριακή αντασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί δικαίωμα εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε άλλο κράτος μέλος και παραβιάζει τις νομοθετικές διατάξεις των εν λόγω κρατών μελών

173.-(1) Σε περίπτωση που ο Έφορος ενημερωθεί από εποπτική αρχή του κράτους μέλους ή των κρατών μελών υποδοχής, αναφορικά με την παραβίαση των νομοθετικών διατάξεων των εν λόγω κρατών από Κυπριακή αντασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί δικαίωμα εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε άλλο ή άλλα κράτη μέλη, λαμβάνει το συντομότερο δυνατό όλα τα αναγκαία μέτρα, περιλαμβανομένης της επιβολής διοικητικών κυρώσεων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, για να τερματιστεί η παράβαση και ενημερώνει για τα μέτρα αυτά την εποπτική αρχή του κράτους μέλους ή των κρατών μελών υποδοχής, ανάλογα με την περίπτωση.

(2) Ο Έφορος δύναται να παραπέμψει το θέμα στην EIOPA και να ζητήσει τη βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

(3) Κάθε μέτρο που λαμβάνεται από τον Έφορο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, το οποίο συνεπάγεται κυρώσεις ή περιορισμούς στην άσκηση αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων αιτιολογείται και ανακοινώνεται στην ενδιαφερόμενη αντασφαλιστική επιχείρηση.

ΤΜΗΜΑ 4 - ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Στατιστικά στοιχεία διασυνοριακών δραστηριοτήτων

174. (1) Κάθε κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση που παρέχει ασφαλιστικές εργασίες υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή/και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε άλλο κράτος μέλος, γνωστοποιεί στον Έφορο, κάνοντας διάκριση μεταξύ των εργασιών που πραγματοποιούνται υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης και εκείνων που πραγματοποιούνται υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, το ποσό των ασφαλίστρων, των απαιτήσεων και των προμηθειών, πριν από την αφαίρεση του ποσού της αντασφάλισης, ανά κράτος μέλος, ως ακολούθως:

(α) για τις ασφάλειες Γενικής Φύσεως, ανά κατηγορία δραστηριοτήτων, σύμφωνα με την αντίστοιχη κατ' εξουσιοδότηση πράξη·

(β) για τις ασφάλειες Ζωής, ανά κατηγορία δραστηριοτήτων, σύμφωνα με την αντίστοιχη κατ' εξουσιοδότηση πράξη.

(2) Όσον αφορά τον κλάδο ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα (Κλάδος 10, Μέρος Α, του Πρώτου Παραρτήματος), μη συμπεριλαμβανομένης της αστικής ευθύνης του μεταφορέα, η σχετική επιχείρηση γνωστοποιεί επίσης στον Έφορο τη συχνότητα και το μέσο κόστος των ασφαλιστικών απαιτήσεων.

(3) Ο Έφορος γνωστοποιεί, εντός εύλογης προθεσμίας και σε συγκεντρωτική βάση, τα στοιχεία που αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο στις εποπτικές αρχές κάθε ενδιαφερόμενου κράτους μέλους που του υποβάλλει σχετικό αίτημα.

ΤΜΗΜΑ 5 - ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ ΣΕ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗΣ
Εκκαθάριση Κυπριακών ασφαλιστικών επιχειρήσεων

175. Σε περίπτωση εκκαθάρισης Κυπριακής ασφαλιστικής επιχείρησης, οι υποχρεώσεις που απορρέουν από ασφαλιστικές συμβάσεις που έχουν συναφθεί από υποκατάστημά της ή στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε άλλο κράτος μέλος, εκπληρώνονται κατά τον ίδιο τρόπο όπως και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις υπόλοιπες ασφαλιστικές συμβάσεις της επιχείρησης ανεξάρτητα από την ιθαγένεια των ασφαλισμένων και των δικαιούχων.

Εκκαθάριση κυπριακών αντασφαλιστικών επιχειρήσεων

176. Σε περίπτωση εκκαθάρισης Κυπριακής αντασφαλιστικής επιχείρησης, οι υποχρεώσεις που απορρέουν από συμβάσεις που έχουν συναφθεί από υποκατάστημά της ή στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε άλλο κράτος μέλος, εκπληρώνονται κατά τον ίδιο τρόπο όπως και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις υπόλοιπες αντασφαλιστικές συμβάσεις της εν λόγω επιχείρησης.

ΕΝΝΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΡΙΤΗΣ ΧΩΡΑΣ (ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΓΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΑ ΣΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΥΠΑΓΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ Ή ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Η ΕΔΡΑ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ)
ΤΜΗΜΑ 1 - ΑΝΑΛΗΨΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ
Αρχές χορήγησης άδειας άσκησης ασφαλιστικών εργασιών και προϋποθέσεις

177. (1) Ο Έφορος δύναται να παραχωρεί άδεια άσκησης ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία, σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι πιο κάτω προϋποθέσεις:

(α) Έχει υποβληθεί έγκυρη κατά νόμο αίτηση, συνυποβλήθηκαν τα αναγκαία έγγραφα και καταβλήθηκε το καθορισμένο τέλος·

(β) της έχει επιτραπεί να ασκεί ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές εργασίες, ανάλογα με την περίπτωση, δυνάμει της νομοθεσίας της τρίτης χώρας στην εποπτεία της οποίας υπάγεται∙

(γ) ιδρύει υποκατάστημα στο έδαφος της Δημοκρατίας∙

(δ) αναλαμβάνει την υποχρέωση να εγκαταστήσει στη Δημοκρατία ένα λογιστήριο κατάλληλο για τη δραστηριότητα που ασκεί καθώς επίσης και να τηρεί εκεί όλα τα έγγραφα τα σχετικά με τις εργασίες με τις οποίες ασχολείται∙

(ε) διορίζει αντιπρόσωπο, ο οποίος κατέχει τα προσόντα που καθορίζονται με Κανονισμούς που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση και εγκρίνεται από τον Έφορο∙

(στ) διαθέτει στη Δημοκρατία στοιχεία ενεργητικού ενός ποσού τουλάχιστον ίσου προς το ήμισυ του απόλυτου κατώτατου ορίου που προβλέπεται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 136 του παρόντος Νόμου για τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, και καταθέτει το τέταρτο αυτού του απόλυτου κατώτατου ορίου ως εγγύηση∙

(ζ) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καλύπτει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις σύμφωνα με τα άρθρα 106 και 135 του παρόντος Νόμου∙

(η) ανακοινώνει το όνομα και τη διεύθυνση του αντιπροσώπου για τον διακανονισμό των απαιτήσεων τον οποίο διορίζει σε άλλα κράτη μέλη, όπου αυτό εφαρμόζεται, σε περίπτωση που οι καλυπτόμενοι κίνδυνοι κατατάσσονται στον κλάδο ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα (Κλάδος 10, Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος Ι), πλην της ευθύνης του μεταφορέα∙

(θ) υποβάλλει πρόγραμμα δραστηριοτήτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 178 του παρόντος Νόμου∙

(ι) πληροί τις απαιτήσεις διακυβέρνησης που καθορίζονται στο Τμήμα 2 του Τέταρτου Κεφαλαίου του Μέρους ΙΙ του παρόντος Νόμου.

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Κεφαλαίου, ως "υποκατάστημα" νοείται κάθε μόνιμη παρουσία στη Δημοκρατία της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, η οποία λαμβάνει άδεια από τον Έφορο και ασκεί ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές δραστηριότητες.

Πρόγραμμα δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος

178. (1) Το πρόγραμμα δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος που προβλέπεται στην παράγραφο (θ), εδάφιο (1) του άρθρου 177 του παρόντος Νόμου περιλαμβάνει τα εξής:

(α) τη φύση των κινδύνων ή των υποχρεώσεων που προτίθεται να καλύψει η ασφαλιστική επιχείρηση∙

(β) τις κατευθυντήριες αρχές όσον αφορά την αντασφάλιση∙

(γ) τις προβλέψεις για τις μελλοντικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, όπως προβλέπονται στο Τμήμα 4, του Έκτου Κεφαλαίου του παρόντος Νόμου βάσει του προβλεπόμενου ισολογισμού, καθώς και τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται για να συναχθούν αυτές οι προβλέψεις∙

(δ) τις προβλέψεις για τις μελλοντικές ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, όπως προβλέπονται στο Τμήμα 5 του Έκτου Κεφαλαίου, βάσει του προβλεπόμενου ισολογισμού, καθώς και τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται για να συναχθούν αυτές οι προβλέψεις∙

(ε) την κατάσταση των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων και των επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων της επιχείρησης όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, που προβλέπονται στα Τμήματα 4 και 5 του Έκτου Κεφαλαίου∙

(στ) τις προβλέψεις για τις δαπάνες δημιουργίας των διοικητικών υπηρεσιών και του δικτύου παραγωγής, τους χρηματοοικονομικούς πόρους που προορίζονται για την αντιμετώπισή τους και, εάν οι κίνδυνοι που πρέπει να καλυφθούν κατατάσσονται στον κλάδο βοήθειας (Κλάδος 18, Μέρος Α, Πρώτο Παράρτημα), τα διαθέσιμα μέσα για την παροχή της συνδρομής∙

(ζ) πληροφορίες σχετικά με τη δομή του συστήματος διακυβέρνησης.

(2) Επιπρόσθετα των απαιτήσεων του εδαφίου (1), το πρόγραμμα δραστηριοτήτων περιλαμβάνει τα πιο κάτω, για τις τρεις πρώτες εταιρικές χρήσεις:

(α) Τον προβλεπόμενο ισολογισμό∙

(β) τις προβλέψεις σχετικά με τους χρηματοοικονομικούς πόρους που προορίζονται να καλύψουν τις τεχνικές προβλέψεις, τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις και τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας∙

(γ) όσον αφορά την ασφάλιση Γενικής Φύσεως, το πρόγραμμα δραστηριοτήτων περιλαμβάνει επίσης τα εξής:

(i) τις προβλέψεις σχετικά με τα έξοδα διαχείρισης, εκτός των εξόδων εγκατάστασης, ιδίως τα τρέχοντα γενικά έξοδα και τις προμήθειες∙

(ii) τις προβλέψεις σχετικά με τα ασφάλιστρα ή τις εισφορές και τις αξιώσεις αποζημίωσης∙

(δ) όσον αφορά την ασφάλιση Ζωής, επίσης σχέδιο στο οποίο να εμφανίζονται λεπτομερώς οι προβλέψεις εσόδων και εξόδων τόσο για τις δραστηριότητες πρωτασφάλισης και τις αποδοχές αντασφάλισης, όσο και για τις εκχωρήσεις αντασφάλισης.

(3) Όσον αφορά την ασφάλιση Ζωής, ο Έφορος δύναται να απαιτεί από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να υποβάλλουν συστηματικά κοινοποίηση των τεχνικών στοιχείων βάσει των οποίων υπολογίζονται τα τιμολόγια των συμβάσεων και τις τεχνικές προβλέψεις, χωρίς η απαίτηση αυτή να συνιστά προϋπόθεση για την άσκηση των δραστηριοτήτων μιας ασφαλιστικής επιχείρησης.

Τεχνικές προβλέψεις

179. Ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας έχει υποχρέωση όπως συστήνει επαρκείς τεχνικές προβλέψεις, προκειμένου να καλύπτει τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει στη Δημοκρατία και οι οποίες υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Έκτου Κεφαλαίου Τμήμα 2, και όπως αποτιμά τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού σύμφωνα με τις διατάξεις του Έκτου Κεφαλαίου, Τμήμα 1 και να προσδιορίζουν τα ίδια κεφάλαια σύμφωνα με τις διατάξεις του Έκτου Κεφαλαίου, Τμήμα 3.

Κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις

180. (1) Υποκατάστημα ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας στη Δημοκρατία έχει υποχρέωση-

(α) Να διαθέτει ένα ποσό επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων, το οποίο συνίσταται τα στοιχεία που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 113 του παρόντος Νόμου∙ και

(β) να υπολογίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις σύμφωνα με τις διατάξεις των Τμημάτων 4 και 5 του Έκτου Κεφαλαίου του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι, για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας και των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων, όσον αφορά τόσον την ασφάλιση Ζωής όσο και την ασφάλιση Γενικής Φύσεως, λαμβάνονται υπόψη μόνο οι επιχειρηματικές δραστηριότητες που ασκούνται από το συγκεκριμένο υποκατάστημα.

(2) Το επιλέξιμο ποσό των βασικών ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται για την κάλυψη των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων και το απόλυτο κατώτατο όριο αυτών των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων συνιστώνται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 104 του παρόντος Νόμου.

(3) Το επιλέξιμο ποσό των βασικών ιδίων κεφαλαίων δεν μπορεί να είναι κατώτερο του ενός δευτέρου του απολύτου κατωτάτου ορίου που προβλέπεται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 136 του παρόντος Νόμου. Η εγγύηση της παραγράφου (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 177 συνυπολογίζεται στα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων.

(4) Τα στοιχεία του ενεργητικού που αποτελούν το αντίκρισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας πρέπει να βρίσκονται μέχρι του ποσού των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων, στη Δημοκρατία, ενώ το πλεόνασμα οπουδήποτε στο εσωτερικό της Ένωσης.

Ευεργετήματα για ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας με άδεια εγκατάστασης σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη και η οποία επιλέγει τον Έφορο ως εποπτική της αρχή.

181. (1) Αναφορικά με ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος άρθρου ισχύουν και οι ακόλουθες διατάξεις:

(α) Εάν μια επιχείρηση που ασκεί ή προτίθεται να ασκήσει ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία, ασκεί ή προτίθεται να ασκήσει παράλληλα τέτοιες εργασίες και σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη ο Έφορος δύναται, κατ’ αίτησή της να της χορηγήσει τα ευεργετήματα που προβλέπονται στην παράγραφο (δ) του παρόντος εδαφίου και τα οποία δύνανται να παραχωρηθούν μόνον όλα μαζί·

(β) η αίτηση για χορήγηση των ευεργετημάτων υποβάλλεται προς τον Έφορο και προς όλες τις αρμόδιες εποπτικές αρχές των κρατών μελών στα οποία η επιχείρηση αυτή ασκεί ή προτίθεται να ασκήσει ασφαλιστικές εργασίες·

(γ) ο Έφορος εκδίδει την απόφαση του προς χορήγηση των ευεργετημάτων εκ συμφώνου με τις λοιπές αρμόδιες εποπτικές αρχές, προς τις οποίες υποβλήθηκε η αίτηση·

(δ) τα ευεργετήματα συνίστανται στα ακόλουθα-

(i) Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας που αναφέρονται στο άρθρο 180 του παρόντος Νόμου μπορούν να υπολογίζονται σε συνάρτηση με τη συνολική δραστηριότητα που ασκεί η επιχείρηση στο εσωτερικό της Ένωσης∙

(ii) η εγγύηση που προβλέπεται στην παράγραφο (στ) του εδαφίου (2) του άρθρου 177 μπορεί να κατατίθεται μόνον στο ένα από τα κράτη μέλη στα οποία ασκεί η επιχείρηση δραστηριότητες∙

(iii) τα στοιχεία του ενεργητικού που αποτελούν το αντίκρισμα των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων μπορούν να βρίσκονται, σύμφωνα με το άρθρο 141, σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη, που η επιχείρηση ασκεί τη δραστηριότητά της.

(2) Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (i) του εδαφίου (1), λαμβάνονται υπόψη, για τον υπολογισμό, μόνον οι εργασίες που πραγματοποιούνται από το σύνολο των υποκαταστημάτων που είναι εγκατεστημένα στο εσωτερικό της Ένωσης.

(3) Στην αίτηση που υποβάλλεται από την ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας κατά τις διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, καθορίζεται και η εποπτική αρχή, η οποία θα είναι αρμόδια για την εξακρίβωση της κατάστασης φερεγγυότητάς της για το σύνολο των εργασιών της στα κράτη μέλη στα οποία ασκεί ασφαλιστικές εργασίες και μετέχουν στη συμφωνία. Η επιλογή της εποπτικής αρχής ανήκει στην αιτήτρια ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, που αιτιολογεί στην αίτησή της την επιλογή της αυτή.

(4) Σε περίπτωση κατά την οποία η ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας επιλέγει, κατά τα ανωτέρω, ως αρμόδια εποπτική αρχή τον Έφορο, θα ισχύουν τα ακόλουθα-

(α) η εγγύηση που προβλέπεται στο εδάφιο (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 177, κατατίθεται στην αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας∙

(β) ο Έφορος χορηγεί το ειδικό καθεστώς που προβλέπονται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) και ανακοινώνει στις λοιπές εποπτικές αρχές ότι θα εποπτεύει την κατάσταση φερεγγυότητας της επιχείρησης για το σύνολο των εργασιών της στα κράτη μέλη ·

(γ) ο Έφορος αναζητεί και λαμβάνει από τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών τις αναγκαίες πληροφορίες για την εξακρίβωση της συνολικής φερεγγυότητας των υποκαταστημάτων της επιχείρησης που είναι εγκατεστημένα στο έδαφός τους.

(5) Τα ευεργετήματα του παρόντος άρθρου παράγουν αποτελέσματα από την ημερομηνία κατά την οποία ο Έφορος πληροφορεί τις άλλες εποπτικές αρχές ότι ανέλαβε την υποχρέωση να ελέγχει τη φερεγγυότητα των υποκαταστημάτων της επιχείρησης που είναι εγκατεστημένα εντός της Ένωσης για το σύνολο των εργασιών τους ή από την ημερομηνία κατά την οποία ο Έφορος ενημερώνεται από την επιλεγείσα από την ασφαλιστική επιχείρηση εποπτική αρχή, ανάλογα με την περίπτωση.

(6) Τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο ευεργετήματα καταργούνται συγχρόνως από όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, κατόπιν σχετικού αιτήματος ενός ή περισσοτέρων από αυτά.

Λογιστικά, στοιχεία άσκησης ελέγχου, στατιστικά στοιχεία και επιχειρήσεις σε οικονομική δυσχέρεια

182. (1) Για τους σκοπούς του παρόντος Τμήματος, εφαρμόζονται το άρθρο 31, το εδάφιο (3) του άρθρου 146 και τα άρθρα 147 και 148 του παρόντος Νόμου.

(2) Για την εφαρμογή των άρθρων 144 μέχρι 146 του παρόντος Νόμου, στην περίπτωση ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας που απολαύει των ευεργετημάτων που προβλέπονται στα εδάφια (1) μέχρι (5) του άρθρου 181, η εποπτική αρχή η οποία επιλέγεται από την επιχείρηση σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου, εξομοιώνεται με την εποπτική αρχή του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται η έδρα ασφαλιστικής επιχείρησης.

Διαχωρισμός δραστηριοτήτων ασφάλισης Ζωής και Γενικής Φύσεως

183. (1) Τα υποκαταστήματα που αναφέρονται στο παρόν Τμήμα δεν δύνανται να ασκούν ταυτοχρόνως δραστηριότητες ασφάλισης Ζωής και Γενικής Φύσεως στη Δημοκρατία.

(2) Κατά παρέκκλιση από το εδάφιο (1), τα υποκαταστήματα που αναφέρονται στο παρόν Τμήμα, τα οποία κατά τη σχετική ημερομηνία που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 75, ασκούσαν ταυτοχρόνως και τις δύο αυτές δραστηριότητες στη Δημοκρατία, δύνανται να συνεχίζουν την ταυτόχρονη αυτή άσκηση, υπό τον όρο ότι καθεμιά από αυτές τις δραστηριότητες τελεί υπό χωριστή διαχείριση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 76 του παρόντος Νόμου.

(3) Όταν ο Έφορος επιβάλει στις Κυπριακές ασφαλιστικές επιχειρήσεις την υποχρέωση να παύσουν την ταυτόχρονη άσκηση των δραστηριοτήτων που ασκούσαν κατά τη σχετική ημερομηνία που αναφέρεται στο εδάφιο (5) του άρθρου 75 του παρόντος Νόμου, επιβάλλει την υποχρέωση αυτή και στα υποκαταστήματα του παρόντος Τμήματος, που είναι εγκατεστημένα στη Δημοκρατία και ασκούν ταυτοχρόνως και τις δύο αυτές δραστηριότητες.

(4) Τα υποκαταστήματα του παρόντος Τμήματος, των οποίων η επιχείρηση της έδρας ασκεί ταυτοχρόνως και τις δύο δραστηριότητες και τα οποία στη σχετική ημερομηνία που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 75 ασκούσαν στη Δημοκρατία μόνον δραστηριότητες ασφάλισης Ζωής, δύνανται να συνεχίζουν τις δραστηριότητές τους, και, εφόσον η επιχείρηση επιθυμεί να ασκήσει δραστηριότητες ασφάλισης Γενικής Φύσεως, δύναται στο εξής να ασκεί τις δραστηριότητες ασφάλισης Ζωής μόνο μέσω θυγατρικής εταιρείας.

Ανάκληση, λήξη ή τροποποίηση άδειας ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας με υποκατάστημα στη Δημοκρατία

184. Οι διατάξεις των άρθρων 27 και 28 του παρόντος Νόμου, αναφορικά με την απόρριψη αίτησης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών ή άδειας για επέκταση των εργασιών τους σε άλλο κλάδο, καθώς και οι διατάξεις των άρθρων 151 μέχρι και 157 του παρόντος Νόμου, αναφορικά με την ανάκληση, περιορισμό ή τροποποίηση της άδειας άσκησης ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, εφαρμόζονται κατ΄αναλογία σε σχέση με την ανάκληση, λήξη ή τροποποίηση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας.

Ανάκληση της άδειας των επιχειρήσεων με άδεια εγκατάστασης σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη

185. (1) Σε περίπτωση ανάκλησης τις άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών από την εποπτική αρχή που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 181 του παρόντος Νόμου, αυτή πληροφορεί σχετικά τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών, όπου η επιχείρηση ασκεί τη δραστηριότητά της και οι αρχές αυτές λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα.

(2) Σε περίπτωση που η απόφαση ανάκλησης της άδειας έχει ως αιτιολογία την ανεπάρκεια της συνολικής φερεγγυότητας της επιχείρησης, όπως αυτή καθορίζεται στη συμφωνία για παραχώρηση ευεργετημάτων του άρθρου 181, τα κράτη μέλη που μετέχουν σε αυτή προβαίνουν επίσης στην ανάκληση της άδειας που έχουν παραχωρήσει.

Εφαρμογή του παρόντος Τμήματος και συμφωνίες με τρίτες χώρες

186. Οι διατάξεις του παρόντος Τμήματος εφαρμόζονται με την επιφύλαξη τυχόν διαφορετικών ρυθμίσεων που δυνατό να περιλαμβάνονται σε συμφωνίες που συνομολογεί η Ένωση με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες, προκειμένου να διασφαλίζει, υπό τον όρο της αμοιβαιότητας, επαρκή προστασία των αντισυμβαλλομένων και των δικαιούχων των κρατών μελών.

ΤΜΗΜΑ 2 - ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗ
Ισοδυναμία σε σχέση με τις επιχειρήσεις αντασφάλισης

187. (1) Σε περίπτωση που το καθεστώς φερεγγυότητας τρίτης χώρας έχει κριθεί ισοδύναμο με το καθεστώς της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 172 της εν λόγω Οδηγίας, οι αντασφαλιστικές συμβάσεις που συνάπτονται με επιχειρήσεις, των οποίων η εταιρική έδρα βρίσκεται στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα, εξομοιώνονται με τις αντασφαλιστικές συμβάσεις που συνάπτονται με επιχειρήσεις οι οποίες έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο.

(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) ισχύουν και στην περίπτωση τρίτων χωρών, το καθεστώς φερεγγυότητας των οποίων έχει κριθεί προσωρινά ισοδύναμο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 172 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

Απαγόρευση ενεχυρίασης περιουσιακών στοιχείων

188. Σε περίπτωση που ο αντασφαλιστής είναι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας με εταιρική έδρα σε τρίτη χώρα, το καθεστώς φερεγγυότητας της οποίας κρίνεται ισοδύναμο με το καθεστώς της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ και του παρόντος Νόμου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 172 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, για τη σύσταση των τεχνικών προβλέψεων, δεν απαιτείται η ενεχυρίαση περιουσιακών στοιχείων για την κάλυψη των προβλέψεων για μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα και εκκρεμείς αξιώσεις αποζημίωσης.

Αρχές και όροι άσκησης αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων

189. Η άσκηση αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων από αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας, που αναλαμβάνουν ή ασκούν δραστηριότητες αντασφάλισης στη Δημοκρατία, διέπεται από τις ίδιες διατάξεις με αυτές που ισχύουν για τις κυπριακές αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν αντασφαλιστική δραστηριότητα στη Δημοκρατία.

Συμφωνίες Ε.Ε. με τρίτες χώρες

190. Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου αναφορικά με αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών, εφαρμόζονται υπό την επιφύλαξη τυχόν συμφωνιών που διαπραγματεύεται η Επιτροπή μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 175 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

Ανάκληση της άδειας ασκήσεως αντασφαλιστικών εργασιών από αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας

191. Οι διατάξεις των άρθρων 151 μέχρι 157 του παρόντος Νόμου αναφορικά με την ανάκληση, περιορισμό ή τροποποίηση της άδειας άσκησης αντασφαλιστικών εργασιών αντασφαλιστικής επιχείρησης εφαρμόζονται κατ΄αναλογία σε σχέση με την ανάκληση, λήξη ή τροποποίηση της άδειας ασκήσεως αντασφαλιστικών εργασιών αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας.

ΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΘΥΓΑΤΡΙΚΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΡΙΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
Ενημέρωση της Επιτροπής από τον Έφορο

192. (1) Ο Έφορος ενημερώνει την Επιτροπή, την EIOPA και τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών για κάθε άδεια λειτουργίας που παραχωρεί σε μια άμεσα ή έμμεσα θυγατρική μιας ή περισσοτέρων μητρικών επιχειρήσεων που διέπονται από το δίκαιο τρίτης χώρας, αναφέρονται επίσης τη δομή του σχετικού ομίλου.

(2) Όταν μια επιχείρηση που διέπεται από το δίκαιο τρίτης χώρας αποκτά συμμετοχή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία έχει λάβει άδεια στη Δημοκρατία και η οποία, με τον τρόπο αυτό, καθίσταται θυγατρική αυτής της επιχείρησης τρίτης χώρας, ο Έφορος ενημερώνει την Επιτροπή, την EIOPA και τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών.

Στάση των τρίτων χωρών έναντι των Κυπριακών ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων

193. Ο Έφορος ενημερώνει την Επιτροπή και την EIOPA σχετικά με τις γενικής φύσεως δυσκολίες που συναντούν οι Κυπριακές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά την εγκατάσταση και λειτουργία τους, ή την άσκηση δραστηριοτήτων σε τρίτη χώρα.

ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΩΝ
Ερμηνεία

194. Για τους σκοπούς του παρόντος Κεφαλαίου, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«Εκδοχέας» σημαίνει ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στην οποία ο εκχωρητής προτίθεται να μεταβιβάσει το σύνολο ή μέρος του χαρτοφυλακίου του∙

«εκχωρητής» σημαίνει ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία προτίθεται να μεταβιβάσει το σύνολο ή μέρος του χαρτοφυλακίου της σε άλλη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.

ΤΜΗΜΑ 1 - ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΖΩΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΣΕ ΑΛΛΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ
Μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων ασφάλισης Ζωής Κυπριακής ασφαλιστικής επιχείρησης σε άλλη Κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση

195. (1) Δεν επιτρέπεται η μεταβίβαση του συνόλου ή μέρους του χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων ασφάλισης Ζωής Κυπριακής ασφαλιστικής επιχείρησης προς άλλη Κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση, εκτός εάν η συμφωνία προς μεταβίβαση εγκριθεί με δικαστικό διάταγμα που εκδίδεται κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του Τμήματος αυτού.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία ο εκχωρητής προτίθεται να μεταβιβάσει το σύνολο ή μέρος του χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων της ασφάλισης Ζωής, που καλύπτουν ασφαλιστικές υποχρεώσεις εντός της Δημοκρατίας, σε εκδοχέα, υποβάλλεται αίτηση στο Δικαστήριο προς έκδοση διατάγματος για έγκριση της σκοπούμενης μεταβίβασης, από το διοικητικό συμβούλιο του εκχωρητή ή/και του εκδοχέα.

(3) Μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε το πολύ ημερών από την υποβολή της αιτήσεως κατά τα ανωτέρω, ο εκχωρητής καταθέτει στον Έφορο αντίγραφο της αιτήσεως για έκδοση δικαστικού διατάγματος και αντίγραφο κάθε άλλου εγγράφου, που προβλέπεται στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 196 του παρόντος Νόμου.

(4) Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε αντίθετες διατάξεις στη συμφωνία μεταβίβασης που κατατίθεται στο Δικαστήριο, αυτή καλύπτει και κάθε ασφαλιστήριο που εκδόθηκε από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης στο Δικαστήριο και μέχρι την έκδοση διατάγματος από το Δικαστήριο, νοουμένου ότι ο δικαιούχος ενημερώθηκε γραπτώς για την υποβολή της αίτησης μεταβίβασης χαρτοφυλακίου ενώπιον Δικαστηρίου πριν τη σύναψη του ασφαλιστηρίου.

Έγγραφα που συνυποβάλλονται με την αίτηση προς έκδοση δικαστικού διατάγματος

196. (1) Με την αίτηση προς έκδοση δικαστικού διατάγματος συνυποβάλλονται τα ακόλουθα έγγραφα-

(α) Έκθεση ανεξάρτητου αναλογιστή, άλλου από τον αναλογιστή του εκχωρητή ή του εκδοχέα, σε σχέση με τους όρους της σκοπούμενης μεταβίβασης, στην οποία ο ανεξάρτητος αυτός αναλογιστής εκφράζει σαφώς και επαρκώς την άποψή του αναφορικά με τις ενδεχόμενες πιθανές επιπτώσεις της μεταβίβασης στους υφιστάμενους ασφαλισμένους του εκχωρητή και του εκδοχέα·

(β) βεβαίωση του Εφόρου ότι ο εκδοχέας, θα διαθέτει τα αναγκαία επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, αφού ληφθεί υπόψη και η σκοπούμενη μεταβίβαση∙

(γ) βεβαίωση του Εφόρου ως προς το κατά πόσο ο εκχωρητής ή εκδοχέας ασκούν ασφαλιστικές εργασίες σε άλλα κράτη μέλη υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή παροχής υπηρεσιών∙

(δ) πιστοποιημένα αντίγραφα των καταστάσεων ενεργητικού και παθητικού του εκχωρητή και του εκδοχέα, συνοδευόμενα από κατάσταση που καταδεικνύει τη φύση και τους όρους της μεταβίβασης·

(ε) πιστοποιημένο αντίγραφο της συμφωνίας δυνάμει της οποίας θα συντελεστεί η μεταβίβαση∙

(στ) πιστοποιημένα αντίγραφα της έκθεσης του ανεξάρτητου αναλογιστή, καθώς και οποιαδήποτε άλλη έκθεση ή έγγραφο στο οποίο βασίζεται η συμφωνία· και

(ζ) ένορκο δήλωση του προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και του Διευθύνοντος Συμβούλου ή/και του Γενικού Διευθυντή του εκχωρητή και του εκδοχέα ότι, εξ όσων οι ίδιοι γνωρίζουν και πιστεύουν, στις εν λόγω εκθέσεις περιλαμβάνονται όλες ανεξαιρέτως οι πληρωμές οι οποίες έγιναν ή μέλλουν να γίνουν προς οποιοδήποτε πρόσωπο ένεκα της μεταβίβασης, και ότι πέραν αυτών δεν οφείλεται οτιδήποτε άλλο.

(2) Το Δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται της αιτήσεως, εκτός εάν ικανοποιηθεί ότι τηρήθηκαν οι ακόλουθες διατάξεις

(α) Υπήρξε δημοσίευση σε δύο ημερήσιες εφημερίδες παγκύπριας ευρείας κυκλοφορίας, στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και γνωστοποίηση στην ιστοσελίδα της Υπηρεσίας, στην οποία αναφέρεται ότι υποβλήθηκε αίτηση στο Δικαστήριο προς έγκριση της μεταβίβασης, η διεύθυνση των γραφείων του εκχωρητή και του εκδοχέα, καθώς και ο χρόνος και ο τόπος κατά τον οποίο θα είναι διαθέσιμα στο κοινό αντίγραφα της συμφωνίας που προβλέπεται στην παράγραφο (γ) του παρόντος εδαφίου αυτού:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Έφορος βεβαιώνει ότι ο εκχωρητής ή ο εκδοχέας ασκούν ασφαλιστικές εργασίες σε άλλα κράτη μέλη υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή παροχής υπηρεσιών, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει, εφόσον κρίνει αυτό σκόπιμο, τη δημοσίευση της γνωστοποίησης και σε εφημερίδες άλλων κρατών μελών.

(β) έχει αποσταλεί έκθεση στην οποία εμφαίνονται οι όροι της σκοπούμενης μεταβίβασης, συνοδευόμενη από την έκθεση του ανεξάρτητου αναλογιστή προς όλους ανεξαιρέτως τους κατόχους ασφαλιστηρίων του εκχωρητή και του εκδοχέα, καθώς και προς κάθε άλλο πρόσωπο που διεκδικεί δικαίωμα σε ασφαλιστήριο και το οποίο υπέβαλε εγγράφως τη σχετική αξίωσή του προς τον εκχωρητή, εκτός εάν το Δικαστήριο αποφασίσει άλλως πως· και

(γ) έχει εκτεθεί στα γραφεία του εκχωρητή και του εκδοχέα, για περίοδο τριάντα τουλάχιστον ημερών από την τελευταία δημοσίευση της προβλεπόμενης στην παράγραφο (α) του εδαφίου αυτού γνωστοποίησης, η συμφωνία σε σχέση με τη σκοπούμενη μεταβίβαση, προς το σκοπό επιθεώρησής της από τους κατόχους ασφαλιστηρίων και τους μετόχους των δύο μερών της συμφωνίας∙

(δ) Οι κάτοχοι ασφαλιστηρίων, οι μέτοχοι των επιχειρήσεων που αποτελούν τα μέρη της συμφωνίας, καθώς και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο έχει έννομο συμφέρον, δύνανται να καταχωρούν ένσταση στη παραχώρηση του αιτούμενου διατάγματος έγκρισης της μεταβίβασης μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών από την τελευταία δημοσίευση της προβλεπόμενης στην παράγραφο (α) γνωστοποίησης.

Έκδοση δικαστικού διατάγματος

197. (1) Το Δικαστήριο, εφ’ όσον ικανοποιηθεί ότι κατατέθηκαν τα έγγραφα και τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 196 του παρόντος Νόμου, προβαίνει στην εξέταση της αιτήσεως, ακούει τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου των δύο μερών της συμφωνίας, τον Έφορο, και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που έχει υποβάλει ένσταση στη σκοπούμενη μεταβίβαση ή που κρίνει σκόπιμο, υπό την επιφύλαξη των επόμενων διατάξεων του παρόντος άρθρου, να ακούσει, νοουμένου ότι οι ενστάσεις έχουν προβληθεί ενώπιόν του από πρόσωπα που έχουν έννομο συμφέρον και, εφόσον κρίνει αβάσιμες τις εγειρόμενες ενώπιόν του ενστάσεις, εκδίδει δικαστικό διάταγμα με το οποίο εγκρίνεται η συμφωνία.

(2) Το Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα προς έγκριση της συμφωνίας μεταβίβασης, εκτός εάν ικανοποιηθεί ότι ο εκδοχέας κατέχει, ή πριν την έκδοση του διατάγματος θα κατέχει, άδεια δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου προς άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στον κλάδο ή στους κλάδους στους οποίους αναφέρεται η συναφθείσα συμφωνία.

(3) Το Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα προς έγκριση της συμφωνίας μεταβίβασης, εάν αποδειχθεί ενώπιόν του ότι αντιτίθενται στη σκοπούμενη μεταβίβαση οι κάτοχοι ασφαλιστηρίων, που αντιπροσωπεύουν το ένα δέκατο τουλάχιστον των ολικών ασφαλισμένων από τον εκχωρητή ποσών.

Θέματα που δύνανται να ρυθμιστούν με δικαστικό διάταγμα

198. (1) Το δικαστικό διάταγμα που εκδίδεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 197 του παρόντος Νόμου, ή οποιοδήποτε μεταγενέστερο δικαστικό διάταγμα, δύναται να ρυθμίσει όλα ή ορισμένα από τα ακόλουθα θέματα-

(α) τη μεταφορά στον εκδοχέα όλης ή μέρους της επιχειρηματικής δραστηριότητας, καθώς και των στοιχείων του παθητικού ή του ενεργητικού του εκχωρητή·

(β) την κατανομή, διαμοιρασμό ή διάθεση από τον εκδοχέα οποιωνδήποτε μετοχών, ομολόγων, ασφαλιστηρίων ή οποιωνδήποτε παρόμοιων συμφερόντων του εκδοχέα, τα οποία σύμφωνα με τη συμφωνία μεταβίβασης θα κατανεμηθούν, διαμοιρασθούν ή διατεθούν από τον εκδοχέα προς οποιοδήποτε πρόσωπο ή προς όφελος τέτοιου προσώπου·

(γ) τη συνέχιση από ή κατά του εκδοχέα οποιωνδήποτε εκκρεμουσών νομικών διαδικασιών που έχουν εγερθεί από ή κατά του εκχωρητή·

(δ) τη διάλυση, χωρίς προηγούμενη εκκαθάριση, του εκχωρητή·

(ε) άλλα παρεμφερή, επακόλουθα ή επιπρόσθετα θέματα των οποίων η ρύθμιση κρίνεται αναγκαία, ώστε να διασφαλίζεται ότι η μεταβίβαση θα ολοκληρωθεί πλήρως και αποτελεσματικά.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία το δικαστικό διάταγμα προβλέπει τη μεταφορά στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού, το ενεργητικό θα μεταβιβασθεί, δυνάμει του διατάγματος, και θα περιέλθει στην κατοχή του εκδοχέα και τα στοιχεία του παθητικού θα μεταβιβασθούν δυνάμει του διατάγματος και θα καταστούν στοιχεία του παθητικού του και σε περίπτωση μεταβίβασης οποιωνδήποτε στοιχείων του ενεργητικού από τον εκχωρητή στον εκδοχέα, και νοουμένου ότι το διάταγμα προβλέπει σχετικά, τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία ενεργητικού θα είναι ελεύθερα οποιασδήποτε υποθήκης ή επιβάρυνσης η οποία δυνάμει της μεταβίβασης θα παύει να υφίσταται.

(3) Για τους σκοπούς οποιασδήποτε διάταξης της κειμένης νομοθεσίας που απαιτεί την παράδοση πιστοποιητικού μεταβίβασης ως προϋπόθεση για την εγγραφή μεταβίβασης οποιουδήποτε στοιχείου ενεργητικού, διάταγμα το οποίο εκδίδεται δυνάμει του άρθρου αυτού θα υπέχει τη θέση πιστοποιητικού μεταβίβασης.

(4) Στο παρόν άρθρο, ο όρος “στοιχείο ενεργητικού” περιλαμβάνει περιουσία και οποιασδήποτε φύσεως δικαιώματα, ο όρος “στοιχείο παθητικού” περιλαμβάνει υποχρεώσεις και οι όροι “μετοχές” και “ομόλογα” έχουν την έννοια που αποδίδει στους όρους αυτούς ο περί Εταιρειών Νόμος.

Έγγραφα που κατατίθενται στον Έφορο σε σχέση με τη μεταβίβαση

199. (1) Ο εκδοχέας, μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών από την έκδοση δικαστικού διατάγματος με το οποίο εγκρίνεται η συμφωνία μεταβίβασης, οφείλει να καταθέσει στον Έφορο τα έγγραφα του εδαφίου (1) του άρθρου 196 του παρόντος Νόμου και το δικαστικό διάταγμα που εγκρίνει τη μεταβίβαση.

(2) Με την κατάθεση των πιο πάνω εγγράφων καταβάλλεται το καθορισμένο τέλος.

(3) Ο Έφορος, μετά την κοινοποίηση των πιο πάνω εγγράφων, μεριμνά για τη δημοσίευση του σχετικού δικαστικού διατάγματος στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, σε δύο ημερήσιες παγκύπριες εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας και στην ιστοσελίδα της Υπηρεσίας:

Νοείται ότι η συμφωνία μεταβίβασης παράγει αποτελέσματα από τη δημοσίευση του δικαστικού διατάγματος από τον Έφορο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(4) Παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (1), συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι σαράντα χιλιάδες ευρώ.

Μεταβίβαση χαρτοφυλακίου από κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση με εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος σε άλλη κυπριακή επιχείρηση με τέτοια εγκατάσταση

200. Οι διατάξεις του παρόντος Τμήματος εφαρμόζονται και σε σχέση με την μεταβίβαση χαρτοφυλακίου από Κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση με εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος σε Κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση με εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος.

ΤΜΗΜΑ 2 - ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΩΝ ΚΛΑΔΟΥ ΓΕΝΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΣΕ ΑΛΛΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
Μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων ασφάλισης Γενικής Φύσεως κυπριακής ασφαλιστικής επιχείρησης σε άλλη κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση και μεταβίβαση χαρτοφυλακίου αντασφαλιστικών εργασιών αντασφάλισης Γενικής Φύσεως ή ανταφάλισης Ζωής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε άλλη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση

201. (1) Δεν επιτρέπεται η μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων ασφάλισης Γενικής Φύσεως κυπριακής ασφαλιστικής επιχείρησης προς άλλη κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση, ή η μεταβίβαση χαρτοφυλακίου αντασφαλιστικών εργασιών αντασφάλισης Γενικής Φύσεως ή αντασφάλισης Ζωής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ανάλογα με την περίπτωση, σε άλλη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, εκτός εάν η μεταβίβαση εγκριθεί με απόφαση του Εφόρου, που εκδίδεται κατά τα οριζόμενα στις επόμενες διατάξεις του παρόντος Τμήματος.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία:

(α) Ο εκχωρητής, προτίθεται να μεταβιβάσει το σύνολο ή μέρος του χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων ασφάλισης Γενικής Φύσεως, που καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους εντός της Δημοκρατίας, στον εκδοχέα∙ ή

(β) ο εκχωρητής, προτίθεται να μεταβιβάσει το σύνολο ή μέρος του χαρτοφυλακίου αντασφαλιστικών εργασιών αντασφάλισης Γενικής Φύσεως ή αντασφάλισης Ζωής στον εκδοχέα,

ο εκδοχέας υποβάλλει αίτηση στον Έφορο προς έγκριση της συμφωνίας μεταβίβασης.

(3) Σε περίπτωση μεταβίβασης χαρτοφυλακίου αντασφαλιστικών εργασιών αντασφάλισης Γενικής Φύσεως ή αντασφάλισης Ζωής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε άλλη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, με την προβλεπόμενη στο εδάφιο (2) αίτηση, υποβάλλεται και έκθεση ανεξάρτητου αναλογιστή, άλλου από τον αναλογιστή του εκχωρητή ή του εκδοχέα, σε σχέση με τους όρους της σκοπούμενης μεταβίβασης, στην οποία ο αναλογιστής αυτός εκφράζει σαφώς και επαρκώς τις απόψεις του αναφορικά με τις ενδεχόμενες πιθανές επιπτώσεις της μεταβίβασης στους υφιστάμενους ασφαλισμένους του εκχωρητή και του εκδοχέα.

(4) Με την προβλεπόμενη στο εδάφιο (2) αίτηση καταβάλλεται και το καθορισμένο τέλος.

Διαδικασία που προηγείται της εξέτασης της αιτήσεως

202. (1) Ο Έφορος δεν επιλαμβάνεται της αιτήσεως για έγκριση της συμφωνίας μεταβίβασης, εκτός εάν ικανοποιηθεί ότι τηρήθηκαν οι ακόλουθες διαδικασίες-

(α) η αίτηση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, σε δύο ημερήσιες παγκύπριες εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας και γνωστοποίηση στην ιστοσελίδα της Υπηρεσίας, στην οποία αναφέρεται ότι υποβλήθηκε στον Έφορο αίτηση για έγκριση της συμφωνίας μεταβίβασης, η διεύθυνση των γραφείων του εκχωρητή και του εκδοχέα, καθώς και ο χρόνος κατά τον οποίο θα είναι διαθέσιμα στο κοινό προς επιθεώρηση αντίγραφα της κατάστασης, που προβλέπεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου αυτού:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο εκχωρητής ή εκδοχέας ασκούν ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές εργασίες σε άλλα κράτη μέλη υπό καθεστώς ελεύθερης εκγατάστασης ή παροχής υπηρεσιών, ο Έφορος δυνατό να επιβάλει τη δημοσίευση της γνωστοποίησης και σε εφημερίδες άλλων κρατών μελών.

(β) έχει αποσταλεί αντίγραφο της πιο πάνω γνωστοποίησης προς όλους ανεξαιρέτως τους επηρεαζόμενους ασφαλισμένους, καθώς και προς κάθε άλλο πρόσωπο που διεκδικεί δικαίωμα σε ασφαλιστήριο, το οποίο περιλαμβάνεται στη συμφωνία μεταβίβασης, το οποίο υπέβαλε εγγράφως τη σχετική αξίωσή του προς τον εκχωρητή, εκτός εάν ο Έφορος αποφασίσει διαφορετικά, νοουμένου ότι διασφαλίζονται τα συμφέροντα των δικαιούχων· και

(γ) έχει εκτεθεί στα γραφεία του εκχωρητή και του εκδοχέα, για περίοδο τριάντα τουλάχιστον ημερών από την τελευταία δημοσίευση της προβλεπόμενης στην παράγραφο (α) γνωστοποίησης, κατάσταση με στοιχεία σε σχέση με τη σκοπούμενη μεταβίβαση, της οποίας το περιεχόμενο εγκρίθηκε ήδη από τον Έφορο, προς το σκοπό επιθεώρησής της από οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

(2) Η γνωστοποίηση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του προηγούμενου εδαφίου, θα επισημαίνει το δικαίωμα κάθε ενδιαφερομένου προσώπου προς υποβολή γραπτών παραστάσεων στον Έφορο μέσα σε τακτή προθεσμία εξήντα τουλάχιστον ημερών από την ημερομηνία της πρώτης δημοσίευσης της γνωστοποίησης.

(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ένας ασφαλισμένος λογίζεται “επηρεαζόμενος ασφαλισμένος”, σε σχέση με σκοπούμενη μεταβίβαση, εάν

(α) το ασφαλιστήριό του συγκαταλέγεται στις μεταβιβαζόμενες εργασίες· ή

(β) το ασφαλιστήριό του έχει εκδοθεί από τον εκχωρητή και ο Έφορος έχει διαπιστώσει, μετά από σχετική συνεννόηση με τον εκχωρητή, ότι κατά την άποψή του τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του ασφαλισμένου δυνάμει του ασφαλιστηρίου, αναμένεται ή ενδέχεται να επηρεασθούν αρνητικά σε σημαντικό βαθμό από τη μεταβίβαση.

Προϋποθέσεις για την έγκριση της αιτήσεως

203. (1) Ο Έφορος πριν εκδώσει την απόφασή του επί της αιτήσεως, εξετάζει τις γραπτές παραστάσεις, που υποβλήθηκαν έγκαιρα προς αυτόν, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του προηγούμενου άρθρου.

(2) Ο Έφορος δεν εγκρίνει την αίτηση, εκτός εάν ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις-

(α) κάθε ασφαλιστήριο που περιλαμβάνεται στη συμφωνία μεταβίβασης, επιμαρτυρεί τη σύναψη συμβάσεως, η οποία καταρτίστηκε πριν από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως και η οποία επιβάλλει στον εκχωρητή υποχρεώσεις, η εκπλήρωση των οποίων αποτελεί μέρος της ασκήσεως των ασφαλιστικών εργασιών του εκχωρητή εντός της Δημοκρατίας·

(β) ο εκδοχέας κατέχει, ή αμέσως πριν την έγκριση του Εφόρου θα κατέχει, άδεια δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, προς άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στον κλάδο ή στους κλάδους, στους οποίους αναφέρεται η συναφθείσα συμφωνία·

(γ) ο εκδοχέας, διαθέτει τα αναγκαία επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, αφού ληφθεί υπόψη και η σκοπούμενη μεταβίβαση· και

(δ) ο εκδοχέας διαθέτει επαρκείς οικονομικούς πόρους, αφού ληφθεί υπόψη και η σκοπούμενη μεταβίβαση, για την ικανοποίηση οποιωνδήποτε άλλων υποχρεώσεών του, που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο.

Γνωστοποίηση αποφάσεως του Εφόρου

204. (1) Ο Έφορος, το αργότερο εντός δεκαπέντε ημερών αφότου έλαβε την απόφασή του επί της αιτήσεως, γνωστοποιεί αυτήν με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και με οποιοδήποτε άλλο τρόπο κρίνει σκόπιμο· αντίγραφο της γνωστοποίησης αυτής αποστέλλεται στον εκχωρητή, στον εκδοχέα και σε κάθε πρόσωπο που υπέβαλε γραπτές παραστάσεις, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 202 του παρόντος Νόμου.

(2)(α) Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, ο Έφορος κοινοποιεί δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του στον εκχωρητή και τον εκδοχέα, η οποία δύναται να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος:

Νοείται ότι η απόφαση του Εφόρου δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Γενικού Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 347 του παρόντος Νόμου:

Νοείται περαιτέρω ότι η πιο πάνω απόφαση του Εφόρου δύναται να προσβληθεί απευθείας με προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

(β) Η απορριπτική απόφαση του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο (α), δύναται να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος:

Νοείται ότι, εκκρεμούσης της απόφασης του Γενικού Διευθυντή, ουδεμία προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος μπορεί να ασκηθεί.

Παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων και έννομες συνέπειες της έγκρισης

205. (1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), συμφωνία μεταβίβασης που εγκρίνεται από τον Έφορο κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο άρθρο, παράγει έννομα αποτελέσματα από τη δημοσίευση της έγκρισης του Εφόρου στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και επάγεται τις ακόλουθες έννομες συνέπειες-

(α) τη μεταβίβαση προς τον εκδοχέα όλων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του εκχωρητή, που απορρέουν από ασφαλιστήρια διαλαμβανόμενα στη συμφωνία·

(β) εφόσον προβλέπεται στη συμφωνία μεταβίβασης, τη συνέχιση από ή κατά του εκδοχέα οποιωνδήποτε νομικών διαδικασιών που έχουν εγερθεί από ή κατά του εκχωρητή, αναφορικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτές, ανεξάρτητα από την απουσία οποιασδήποτε συμφωνίας ή συναίνεσης, που άλλως πως θα απαιτείτο για την παραγωγή του έννομου αυτού αποτελέσματος.

(2) Εκτός εάν ο Έφορος αποφασίσει άλλως πως, κάτοχος ασφαλιστηρίου, του οποίου το ασφαλιστήριο διαλαμβάνεται στη συμφωνία μεταβίβασης, δεν θα δεσμεύεται από τη συμφωνία αυτή, εκτός εάν του κοινοποιηθεί εγγράφως γνωστοποίηση αναφορικά με τη σύναψη της συμφωνίας αυτής, από τον εκχωρητή ή τον εκδοχέα.

(3) Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε αντίθετες διατάξεις στη συμφωνία μεταβίβασης, αυτή καλύπτει και κάθε ασφαλιστήριο που εκδόθηκε από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης στον Έφορο και μέχρι τη δημοσίευση της απόφασής του, νοουμένου ότι ο δικαιούχος ενημερώθηκε γραπτώς για την υποβολή της αίτησης μεταβίβασης χαρτοφυλακίου στον Έφορο κατά τη σύναψη του ασφαλιστηρίου, και, σε περίπτωση που δεν ενημερώθηκε γραπτώς, ο δικαιούχος διατηρεί το δικαίωμα υπαναχώρησης εντός περιόδου ενός μηνός από την ημερομηνία που πληροφορείται την σκοπούμενη μεταβίβαση.

Μεταβίβαση χαρτοφυλακίου από κυπριακή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος σε κυπριακή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος

206. Οι διατάξεις του παρόντος Τμήματος, εφαρμόζονται και σε σχέση με τη μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων Γενικής Φύσεως ή την μεταβίβαση χαρτοφυλακίου αντασφαλιστικών εργασιών αντασφάλισης Γενικής Φύσεως ή αντασφάλισης Ζωής κυπριακής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος προς κυπριακή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος, ανάλογα με την περίπτωση.

ΤΜΗΜΑ 3 - ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΣΕ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΚΡΑΤΟΥΣ ΜΕΛΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΟ Ή ΑΠΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΤΡΙΤΗΣ ΧΩΡΑ ΣΕ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΤΡΙΤΗΣ ΧΩΡΑΣ Ή ΚΡΑΤΟΥΣ ΜΕΛΟΥΣ
Μεταβίβαση εργασιών που διεξάγονται στη Δημοκρατία από κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση σε ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους

207. Επιτρέπεται η μεταβίβαση από κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση του συνόλου ή μέρους του χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων της, που καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις εντός της Δημοκρατίας σε ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους, εφόσον-

(α) ο εκδοχέας διαθέτει εγκατάσταση στη Δημοκρατία ή σε άλλο κράτος μέλος, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του παρόντος Νόμου·

(β) τηρηθούν οι διατάξεις είτε του Πρώτου Τμήματος (άρθρα 195 έως 200), είτε του Δεύτερου Τμήματος (άρθρα 201 έως 206), του παρόντος Κεφαλαίου, είτε και των δύο αυτών Τμημάτων, ανάλογα με το είδος των ασφαλιστικών εργασιών, στις οποίες αφορά η μεταβίβαση· και

(γ) η αρμόδια εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του εκδοχέα, πιστοποιεί στον Έφορο ότι ο εκδοχέας διαθέτει τα αναγκαία επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας τας, αφού ληφθεί υπόψη και η σκοπούμενη μεταβίβαση.

Μεταβίβαση εργασιών που διεξάγονται εκτός της Δημοκρατίας από κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση σε ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους

208. (1) Επιτρέπεται η μεταβίβαση από κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση του συνόλου ή μέρους του χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων της, που καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις εκτός της Δημοκρατίας και που έχουν συναφθεί σε κράτος μέλος, είτε υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, σε ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους, ή σε κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση η οποία διαθέτει εγκατάσταση εκεί, εφόσον-

(α) τηρηθούν, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), οι διατάξεις είτε του Πρώτου Τμήματος, (άρθρα 195 έως 200), είτε του Δεύτερου Τμήματος, (άρθρα 201 έως 206), του παρόντος Μέρους, είτε και των δύο αυτών Τμημάτων, ανάλογα με το είδος των ασφαλιστικών εργασιών, στις οποίες αφορά η μεταβίβαση·

(β) η αρμόδια εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του εκδοχέα πιστοποιεί στον Έφορο ότι ο εκδοχέας διαθέτει, τα αναγκαία επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, αφού ληφθεί υπόψη και η σκοπούμενη μεταβίβαση· και

(γ) ο Έφορος έχει εξασφαλίσει εντός τριών μηνών από την υποβολή σχετικού αιτήματος προς τις αρμόδιες εποπτικές αρχές των άλλων Κρατών Μελών, όπου βρίσκονται οι ασφαλιστικοί κίνδυνοι ή οι ασφαλιστικές υποχρεώσεις, τη συγκατάθεσή τους:

Νοείται ότι σε περίπτωση που ο Έφορος δεν λάβει οποιαδήποτε απάντηση από τις πιο πάνω αναφερόμενες εποπτικές αρχές εντός τριών μηνών από την υποβολή του σχετικού αιτήματος, θεωρείται ότι οι εν λόγω εποπτικές αρχές έχουν δώσει σιωπηρά τη συγκατάθεσή τους.

(2) Δεν ισχύουν στην περίπτωση μεταβιβάσεως κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού, οι διατάξεις των παραγράφων (α) και (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 196, καθώς και οι παραγράφοι (α) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 202 του Κεφαλαίου αυτού.

(3) Ο Έφορος, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 209 του παρόντος Νόμου, κοινοποιεί την έγκρισή του για μεταβίβαση, κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού, στις αρμόδιες εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών, όπου ευρίσκονται οι ασφαλιστικοί κίνδυνοι ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις, που καλύπτονται από ασφαλιστήρια διαλαμβανόμενα στη μεταβίβαση, και η έγκριση αυτή δημοσιεύεται κατά τις νομοθετικές διατάξεις που ισχύουν στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

Μεταβίβαση ασφαλιστηρίων που έχουν συναφθεί εντός της Δημοκρατίας υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε ασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους

209. (1) Σε περίπτωση κατά την οποία υποκατάστημα ασφαλιστικής επιχείρησης κράτους μέλους, που καθιδρύθηκε στη Δημοκρατία υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης προτίθεται να μεταβιβάσει χαρτοφυλάκιο ασφαλιστηρίων που καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις εντός της Δημοκρατίας σε ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους ή σε ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας με υποκατάστημα στη Δημοκρατία, ο Έφορος πιστοποιεί στην εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του εκχωρητή ότι ο εκδοχέας διαθέτει αναγκαία επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, αφού ληφθεί υπόψη και η σκοπούμενη μεταβίβαση και χορηγεί, τη συγκατάθεσή του για τη σκοπούμενη μεταβίβαση, εφόσον ο εκδοχέας διαθέτει εγκατάσταση στη Δημοκρατία.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία ασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους προτίθεται να μεταβιβάσει χαρτοφυλάκιο ασφαλιστηρίων, τα οποία συνήψε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις εντός της Δημοκρατίας, σε ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους ή σε ασφαλιστική επιχείρηση ττρίτης χώρας με υποκατάστημα στη Δημοκρατία, ο Έφορος, πιστοποιεί στην εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του εκχωρητή ότι ο εκδοχέας διαθέτει αναγκαία επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, αφού ληφθεί υπόψη και η σκοπούμενη μεταβίβαση και χορηγεί τη συγκατάθεσή του για τη σκοπούμενη μεταβίβαση, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των εδαφίων (3) και (4), ανάλογα με την περίπτωση.

(3) Στην περίπτωση του εδαφίου (2), εάν ο εκδοχέας δεν διαθέτει εγκατάσταση στη Δημοκρατία, ο Έφορος συγκατατίθεται στη μεταβίβαση μόνον εφόσον ο εκδοχέας εξασφαλίσει εξουσιοδότηση για άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία, υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

(4) Στην περίπτωση του εδαφίου (2), εάν ο εκδοχέας διαθέτει εγκατάσταση στη Δημοκρατία, τα ασφαλιστήρια που διαλαμβάνονται στη μεταβίβαση και έχουν συναφθεί υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, λογίζονται, μετά τη μεταβίβαση, ως ασφαλιστήρια συναφθέντα υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης.

Μεταβίβαση ασφαλιστηρίων που έχουν συναφθεί στη Δημοκρατία από ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας σε ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους

210. Επιτρέπεται η μεταβίβαση από ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας που ασκεί εργασίες στη Δημοκρατία δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, του συνόλου ή μέρους του χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων της, που καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις εντός της Δημοκρατίας, σε ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους, εφόσον

(α) Τηρηθούν οι διατάξεις είτε του Πρώτου Τμήματος (άρθρα 195 έως 200) είτε του Δεύτερου Τμήματος (άρθρα 201 έως 206), του παρόντος Μέρους, είτε και των δύο αυτών Τμημάτων, ανάλογα με το είδος των ασφαλιστικών εργασιών, στις οποίες αφορά η μεταβίβαση·

(β) η αρμόδια εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του εκδοχέα πιστοποιεί στον ΄Εφορο ότι ο εκδοχέας διαθέτει αναγκαία επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, αφού ληφθεί υπόψη και η σκοπούμενη μεταβίβαση· και

(γ) ο εκδοχέας διαθέτει εγκατάσταση στη Δημοκρατία.

Μεταβίβαση ασφαλιστηρίων που έχουν συναφθεί στη Δημοκρατία από ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας σε άλλη ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας

211. (1) Επιτρέπεται η μεταβίβαση από ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας που ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία δυνάμει του παρόντος Νόμου, του συνόλου ή μέρους του χαρτοφυλακίου των ασφαλιστηρίων της που καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις εντός της Δημοκρατίας, σε άλλη ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας που ασκεί ασφαλιστικές εργασίες εντός της Δημοκρατίας, εφόσον-

(α) Τηρηθούν οι διατάξεις είτε του Πρώτου Τμήματος (άρθρα 195 έως 200), είτε του Δεύτερου Τμήματος (άρθρα 201 έως 206), του Μέρους αυτού, είτε και των δύο αυτών Τμημάτων, ανάλογα με το είδος των ασφαλιστικών εργασιών, στις οποίες αφορά η μεταβίβαση· και

(β) ο Έφορος πιστοποιεί ότι ο εκδοχέας διαθέτει αναγκαία επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, αφού ληφθεί υπόψη και η σκοπούμενη μεταβίβαση:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία, για σκοπούς ελέγχου του περιθωρίου φερεγγυότητας του εκδοχέα, αρμόδια εποπτική αρχή καθίσταται, δυνάμει του άρθρου 181 του παρόντος Νόμου, εποπτική αρχή άλλη από τον Έφορο, ο Έφορος βεβαιώνεται από την εποπτική αρχή του εκδοχέα ότι-

(i) O εκδοχέας διαθέτει, αναγκαία επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας·

(ii) το δίκαιο του κράτους μέλους του εκδοχέα παρέχει τη δυνατότητα αυτού του είδους μεταβίβασης. και

(iii) η εποπτική αρχή του κράτους μέλους του εκδοχέα συμφωνεί για τη μεταβίβαση.

(2) Στις περιπτώσεις του άρθρου 209 και του παρόντος άρθρου, το Δικαστήριο ή ο Έφορος, ανάλογα με την περίπτωση, επιτρέπουν την μεταβίβαση χαρτοφυλακίου μόλις διαβιβασθεί η συγκατάθεση των εποπτικών αρχών του κράτους μέλους του κινδύνου ή του κράτους μέλους της ασφαλιστικής υποχρέωσης, εφόσον το κράτος μέλος αυτό δεν είναι η Δημοκρατία.

Άποψη ή συγκατάθεση του Εφόρου προς άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές κρατών μελών

212. (1) Ο Έφορος, σε περίπτωση κατά την οποία ζητείται η άποψη ή συγκατάθεσή του από την αρμόδια εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του εκδοχέα, σε μεταβίβαση που διέπεται από τις διατάξεις του Τμήματος αυτού, οφείλει να την ανακοινώσει στην εποπτική αρχή που υπέβαλε το αίτημα μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από την παραλαβή του σχετικού αιτήματος.

(2) Εάν περάσει άπρακτη η πιο πάνω προθεσμία, ο Έφορος λογίζεται ότι εξέφρασε ευνοϊκή άποψη ή ότι σιωπηρώς συγκατατέθηκε στη μεταβίβαση.

Έννομες συνέπειες δημοσίευσης της απόφασης που εγκρίνει τη μεταβίβαση

213. Μετά τη δημοσίευση της απόφασης του Εφόρου, που εγκρίνει τη μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων κατά τις διατάξεις του Τμήματος αυτού, δεν δύνανται να αντιταχθούν κατά της μεταβίβασης αυτής οι ασφαλισμένοι, οι συμβαλλομένοι στην ασφαλιστική σύμβαση, οι δικαιούχοι ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που έλκει δικαίωμα ή υπέχει υποχρεώσεις, που απορρέουν από ασφαλιστήρια, διαλαμβανόμενα στη μεταβίβαση.

Μεταβίβαση χαρτοφυλακίου αντασφαλιστικών επιχειρήσεων

214. Οι διατάξεις των άρθρων 195 έως 214 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται κατ΄αναλογία και στις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, εκτός από τις αναφορές στις διατάξεις του Πρώτου Τμήματος (άρθρα 195 έως 200) που αφορούν μόνο τη μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφάλισης Ζωής των Κυπριακών ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

ΤΜΗΜΑ 4 - ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΩΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΣΕ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΤΡΙΤΗΣ ΧΩΡΑΣ Ή ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΣΕ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ
Μεταβίβαση χαρτοφυλακίου κυπριακής ασφαλιστικής επιχείρησης σε ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας.

215. (1) Επιτρέπεται η μεταβίβαση από κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση του συνόλου ή μέρους του χαρτοφυλακίου των ασφαλιστηρίων της, που καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις εντός και εκτός της Δημοκρατίας, σε ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, που ασκεί ασφαλιστικές εργασίες δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εφόσον

(α) Τηρηθούν οι διατάξεις είτε του Πρώτου Τμήματος (άρθρα 195 έως 200) είτε του Δεύτερου Τμήματος (άρθρα 201 έως 206), του Μέρους αυτού, είτε και των δύο αυτών Τμημάτων, ανάλογα με το είδος των ασφαλιστικών εργασιών, στις οποίες αφορά η μεταβίβαση· και

(β) προσκομισθεί στον Έφορο γραπτή συναίνεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής, όπου ο εκδοχέας έχει την έδρα του, αναφορικά με τη σκοπούμενη μεταβίβαση.

(2) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στην περίπτωση που εκχωρητής είναι υποκατάστημα ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, που κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και ο εκδοχέας είναι επίσης ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, ανεξάρτητα εάν αυτή κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών δυνάμει του παρόντος Νόμου, νοουμένου ότι στην εν λόγω τρίτη χώρα εφαρμόζονται ισοδύναμα πρότυπα εποπτείας που καθορίζονται από την EIOPA.

Μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας σε κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση.

216. Επιτρέπεται η μεταβίβαση από ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, που ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, του συνόλου ή μέρους του χαρτοφυλακίου των ασφαλιστηρίων της, που καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις εντός της Δημοκρατίας, σε κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση, εφόσον τηρούνται οι διατάξεις είτε του Πρώτου Τμήματος, (άρθρα 195 έως 200), είτε του Δεύτερου Τμήματος, (άρθρα 201 έως 206), του Κεφαλαίου αυτού, είτε και των δύο αυτών Τμημάτων, ανάλογα με το είδος των ασφαλιστικών εργασιών, στις οποίες αφορά η μεταβίβαση.

Μεταβίβαση χαρτοφυλακίου κυπριακής αντασφαλιστικής επιχείρησης σε αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας.

217. (1) Επιτρέπεται η μεταβίβαση από κυπριακή αντασφαλιστική επιχείρηση του συνόλου ή μέρους του χαρτοφυλακίου των αντασφαλιστικών εργασιών της, που καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις εντός και εκτός της Δημοκρατίας, σε αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, που ασκεί αντασφαλιστικές εργασίες δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εφόσον:

(α) τηρηθούν οι διατάξεις του Δεύτερου Τμήματος, (άρθρα 201 έως 206 του κεφαλαίου αυτού). και

(β) προσκομισθεί στον Έφορο γραπτή συναίνεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής, του κράτους όπου ο εκδοχέας έχει την έδρα του, αναφορικά με τη σκοπούμενη μεταβίβαση.

(2) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου αυτού εφαρμόζονται και στην περίπτωση που εκχωρητής είναι αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, που κατέχει άδεια ασκήσεως αντασφαλιστικών εργασιών δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και ο εκδοχέας είναι επίσης αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, ανεξάρτητα εάν αυτή κατέχει άδεια ασκήσεως αντασφαλιστικών εργασιών δυνάμει του παρόντος Νόμου.

Μεταβίβαση χαρτοφυλακίου αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας σε κυπριακή αντασφαλιστική επιχείρηση.

218. Επιτρέπεται η μεταβίβαση από αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας που ασκεί αντασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, του συνόλου ή μέρους των αντασφαλιστικών εργασιών της, που καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις εντός της Δημοκρατίας, σε κυπριακή αντασφαλιστική επιχείρηση, εφόσον τηρηθούν οι διατάξεις του Δεύτερου Τμήματος (άρθρα 201 έως 206), του Κεφαλαίου αυτού.

Μεταβίβαση χαρτοφυλακίου κυπριακής ασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας με υποκατάστημα στη Δημοκρατία σε ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας.

219. Επιτρέπεται η μεταβίβαση από κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση ή από ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας με υποκατάστημα στη Δημοκρατία, οι οποίες παρέχουν ασφαλιστικές εργασίες εκτός της Δημοκρατίας και της Ένωσης, του συνόλου ή μέρους του χαρτοφυλακίου τους σε ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, εφόσον-

(α) ενημερωθεί σχετικά ο Έφορος.

(β) τηρηθούν οι διαδικασίες του άρθρου 202 του παρόντος Νόμου αναφορικά με τη γνωστοποίηση προς τους δικαιούχους∙

(γ) το είδος και επίπεδα εποπτείας στην εν λόγω τρίτη χώρα κρίνονται από την EIOPA ως ισοδύναμα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 215∙ και

(δ) υπάρχει συναίνεση προς τη σκοπούμενη μεταβίβαση της αρμόδιας εποπτικής αρχής της τρίτης χώρας, όπου ο εκδοχέας έχει την έδρα του.