14. (1) Η ανάληψη δραστηριότητας πρωτασφάλισης ή αντασφάλισης καλυπτόμενης από τον παρόντα Νόμο, υπόκειται σε προηγούμενη χορήγηση άδειας.
(2) Η αναφερόμενη στο εδάφιο (1) άδεια ζητείται από τον Έφορο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου-
(α) από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που εγκαθιστά τόσο την καταστατική όσο και την εταιρική της έδρα στη Δημοκρατία και συνιστάται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος και του περί Εταιρειών Νόμου·
(β) από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας που εγγράφεται δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου στη Δημοκρατία και προτίθεται να ασκεί ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές εργασίες μέσω υποκαταστήματος ή αντιπροσωπείας δυνάμει του παρόντος Νόμου∙
(γ) από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, η οποία, αφού λάβει άδεια σύμφωνα με τις παραγράφους (α) και (β), ανάλογα με την περίπτωση, επιθυμεί να επεκτείνει τις δραστηριότητες της στο σύνολο ενός ασφαλιστικού Κλάδου ή σε ασφαλιστικούς Κλάδους άλλους από εκείνους για τους οποίους διαθέτει ήδη άδεια.
15. (1) Η άδεια που παραχωρείται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ισχύει για το σύνολο της Ένωσης, καλύπτει δε το δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε άλλα κράτη μέλη.
(2) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 14 του παρόντος Νόμου, η άδεια χορηγείται ανά κλάδο πρωτασφάλισης, όπως ορίζεται στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος ή στο Δεύτερο Παράρτημα του παρόντος Νόμου και καλύπτει ολόκληρο τον κλάδο, εκτός αν η αιτούσα επιχείρηση επιθυμεί να καλύπτει μόνον ένα Μέρος των κινδύνων που περιλαμβάνει ο κλάδος αυτός.
(3) Οι περιλαμβανόμενοι σ’ έναν κλάδο κίνδυνοι δεν μπορούν να ταξινομούνται σε άλλο κλάδο, εκτός των περιπτώσεων που καθορίζονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 16 του παρόντος Νόμου.
(4) Η άδεια μπορεί να χορηγείται για πολλούς κλάδους και να επιτρέπει την ταυτόχρονη άσκηση δραστηριότητας στους εν λόγω κλάδους.
(5) Όσον αφορά την ασφάλιση Γενικής Φύσεως, ο Έφορος δύναται να χορηγεί άδεια για τις ομάδες κλάδων που αναφέρονται στο Μέρος Β του Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου και να περιορίζει το πεδίο ισχύος της άδειας, που έχει ζητηθεί για ένα κλάδο, στις δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα δραστηριοτήτων που αναφέρεται στο άρθρο 24 του παρόντος Νόμου.
(6) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 16, οι επιχειρήσεις που υπόκεινται στον παρόντα Νόμο μπορούν να ασκούν δραστηριότητα στον κλάδο βοήθειας, μόνον όταν έχουν πάρει άδεια για τον εν λόγω κλάδο, και σε τέτοια περίπτωση, ο παρών Νόμος εφαρμόζεται στις εν λόγω εργασίες.
(7) Όσον αφορά την αντασφάλιση, η άδεια χορηγείται για δραστηριότητες αντασφάλισης Γενικής Φύσεως, δραστηριότητες αντασφάλισης Ζωής και για όλα τα είδη αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων.
16. (1) Ασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια για έναν κύριο κίνδυνο, ο οποίος υπάγεται σε έναν κλάδο ή σε ομάδα κλάδων, όπως ορίζεται στο Πρώτο Παράρτημα του παρόντος Νόμου, δύναται να καλύπτει επίσης κινδύνους συμπεριλαμβανομένους σε άλλο κλάδο, χωρίς να απαιτείται άδεια για τους κινδύνους αυτούς, εφόσον οι εν λόγω κίνδυνοι πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Συνδέονται με τον κυρίως κίνδυνο·
(β) αφορούν το αντικείμενο που καλύπτεται κατά του κυρίως κινδύνου·
(γ) καλύπτονται με ασφαλιστική σύμβαση, η οποία καλύπτει τον κυρίως κίνδυνο.
(2) Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του εδαφίου (1), οι κίνδυνοι που περιλαμβάνονται στους κλάδους πιστώσεων, εγγυήσεων και νομικής προστασίας (κλάδοι 14, 15 και 17 στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος) δεν θεωρούνται ως συμπληρωματικοί κίνδυνοι άλλων κλάδων:
(α) ο κύριος κίνδυνος αφορά μόνον τη βοήθεια που παρέχεται στα πρόσωπα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες κατά τη διάρκεια μετακινήσεων ή απουσιών από την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή τους· ή
(β) η ασφάλιση αφορά διαφορές ή κινδύνους που προκύπτουν από τη χρήση θαλασσίων πλοίων ή σχετίζονται με τη χρήση αυτή.
17. (1) Η κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, με ή χωρίς μετοχές, που συνιστάται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του περί Εταιρειών Νόμου, με αποκλειστικό σκοπό την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών ή/και εργασιών αντασφάλισης.
(2) Η κυπριακή αντασφαλιστική επιχείρηση είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μετοχές, που συνιστάται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του περί Εταιρειών Νόμου, με αποκλειστικό σκοπό την άσκηση αντασφαλιστικών εργασιών.
(3) Η κυπριακή αλληλοασφαλιστική επιχείρηση είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με εγγύηση, χωρίς μετοχικό κεφάλαιο, που συνιστάται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος και του περί Εταιρειών Νόμου, με αποκλειστικό σκοπό την άσκηση αλληλασφαλιστικών εργασιών.
(4) Ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, η οποία ασκεί ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία με τη μορφή υποκαταστήματος ή αντιπροσωπείας, εγγράφεται ως αλλοδαπή εταιρεία δυνάμει των διατέξων του περί Εταιρειών Νόμου, με αποκλειστικό σκοπό την άσκηση εργασιών ασφάλισης ή/και αντασφάλισης.
(5) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που αναφέρονται στα εδάφια (1) μέχρι (3) διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και του περί Εταιρειών Νόμου. Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου, που αφορούν στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα διαβάζονται σε συνάρτηση με τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου, ως εάν να επρόκειτο περί ενιαίου νομοθετήματος, εφόσον όμως προσκρούουν σε αυτές και κατά την έκταση που προσκρούουν, οι διατάξεις του παρόντος Νόμου σε κάθε περίπτωση υπερισχύουν.
(6) Ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους, η οποία ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών περιβάλλεται μια νομική μορφή από αυτές που καθορίζονται στο Τρίτο Παράρτημα του παρόντος Νόμου.
(7) Η Δημοκρατία δύναται να επιτρέπει τη δημιουργία επιχειρήσεων δημοσίου δικαίου οποιασδήποτε μορφής για να ασκούν ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές εργασίες, υπό την προϋπόθεση ότι οι οντότητες αυτές διεξάγουν ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές εργασίες υπό όρους ισοδύναμους με εκείνους υπό τους οποίους λειτουργούν οι επιχειρήσεις ιδιωτικού δικαίου, και σε τέτοια περίπτωση κοινοποιεί το γεγονός αυτό στην Επιτροπή για επικαιροποίηση του Παραρτήματος III της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.
18. (1) Στην επωνυμία των κυπριακών ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων περιλαμβάνονται υποχρεωτικά οι λέξεις “ασφαλιστική εταιρεία” ή “αντασφαλιστική εταιρεία”, ανάλογα με την περίπτωση, ή γραμματικές παραλλαγές των όρων αυτών που υποδηλώνουν το σκοπό συστάσεως της εταιρείας προς άσκηση ασφαλιστικών εργασιών ή αντασφαλιστικών ή αλληλοασφαλιστικών εργασιών, με εξαίρεση εκείνες τις επιχειρήσεις οι οποίες έλαβαν άδεια δυνάμει των διατάξεων των περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2002 μέχρι 2013, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, και δεν φέρουν τέτοια αναφορά στο όνομά τους. Οι λέξεις αυτές δύνανται να διατυπωθούν και σε ξένη γλώσσα, εκτός της ελληνικής, εφόσον η εταιρεία εγγράφεται με επωνυμία διατυπωμένη στη γλώσσα αυτή.
(2) Η επωνυμία των κυπριακών ασφααλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων εγκρίνεται από τον Έφορο, υπό την αίρεση της εγκρίσεώς της, επίσης, από τον Έφορο Εταιρειών, δυνάμει των οικείων διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου.
19. (1) Δεν χορηγείται άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών σε επιχείρηση από τον Έφορο, εκτός εάν συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Όσον αφορά τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, θα πρέπει να περιορίζουν τον σκοπό τους στην ασφαλιστική δραστηριότητα και στις εργασίες που προκύπτουν άμεσα από αυτήν, εξαιρουμένης κάθε άλλης εμπορικής δραστηριότητας·
(β) όσον αφορά τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, θα πρέπει να περιορίζουν τον σκοπό τους στην αντασφαλιστική δραστηριότητα και στις συναφείς εργασίες, συμπεριλαμβανομένων δραστηριοτήτων και της λειτουργίας εταιρείας συμμετοχών στον χρηματοπιστωτικό τομέα, κατά την έννοια των οδηγιών χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων που εκδίδονται από τον Έφορο Ασφαλίσεων∙
(γ) έχει υποβληθεί πρόγραμμα δραστηριοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 24 του παρόντος Νόμου·
(δ) η επιχείρηση διαθέτει τα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια ώστε αυτά να καλύπτουν το απόλυτο κατώτατο όριο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων, που προβλέπεται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 136 του παρόντος Νόμου∙
(ε) η επιχείρηση αποδεικνύει ότι θα είναι σε θέση να διαθέτει επιλέξιμα ίδια κεφάλαια, ώστε αυτά να καλύπτουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, όπως προβλέπεται στο Τμήμα 4 του Έκτου Κεφαλαίου του παρόντος Μέρους∙
(στ) η επιχείρηση αποδεικνύει ότι θα είναι σε θέση να διαθέτει επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια, ώστε αυτά να καλύπτουν τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, όπως προβλέπεται στο Τμήμα 5 του Έκτου Κεφαλαίου του παρόντος Μέρους∙
(ζ) η επιχείρηση αποδεικνύει ότι θα είναι σε θέση να συμμορφωθεί προς το σύστημα διακυβέρνησης που αναφέρεται στοΤμήμα 2 του Τέταρτου Κεφαλαίου του παρόντος Μέρους∙
(η) πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 25 του παρόντος Νόμου περί ειδικής συμμετοχής·
(θ) η επιχείρηση διατηρεί τόσο την εταιρική όσο και την καταστατική της έδρα στη Δημοκρατία·
(ι) όσον αφορά την ασφάλιση Γενικής Φύσεως, η επιχείρηση θα πρέπει να ανακοινώνει το όνομα και τη διεύθυνση όλων των αντιπροσώπων για τον διακανονισμό των ζημιών, οι οποίοι διορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμου 2000, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εκτός της Δημοκρατίας, αν οι καλυπτόμενοι κίνδυνοι κατατάσσονται στον κλάδο αστικής ευθύνης από χερσαία οχήματα (κλάδος 10 στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου), πλην της ευθύνης του μεταφορέα∙
(ια) όσον αφορά επιχειρήσεις που αιτούνται άδεια για τον κλάδο βοήθειας (κλάδος 18 του Μέρους Α του Πρώτου Παραρτήματος), η επιχείρηση ικανοποιεί τον Έφορο, κατόπιν σχετικού ελέγχου, ότι το προσωπικό, το υλικό και οι μέθοδοι που έχει άμεσα ή έμμεσα στη διάθεσή της, καθώς και τα προσόντα του ιατρικού προσωπικού και η ποιότητα του εξοπλισμού που διαθέτει για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που επιβάλλει ο κλάδος αυτός, είναι κατάλληλα.
(2) Η αίτηση για τη χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών σε επιχείρηση υποβάλλεται στον Έφορο κατά τον καθορισμένο τύπο και περιέχει τα καθορισμένα στο έντυπο της αιτήσεως στοιχεία, τα οποία περιλαμβάνουν και στοιχεία που αφορούν στην ταυτότητα των προσώπων τα οποία περιγράφονται στο άρθρο 44 του παρόντος Νόμου και υπογράφεται από δύο διοικητικούς συμβούλους.
(3) Με την αίτηση που αναφέρεται στο εδάφιο (2), συνυποβάλλονται το ιδρυτικό έγγραφο και το καταστατικό της επιχείρησης, τα οποία εγκρίνονται από τον Έφορο, καθώς και τα λοιπά έγγραφα που καθορίζονται από Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου και κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση:
(4) Ο Έφορος δύναται οποτεδήποτε μετά την υποβολή της αιτήσεως να απαιτήσει την προσκόμιση πρόσθετων στοιχείων, που κρίνει αναγκαία για την εξέταση της αιτήσεως.
(5) Με την υποβολή της αιτήσεως καταβάλλεται το καθορισμένο τέλος προς εξέτασή της.
(6) Η αίτηση εξετάζεται υπό το πρίσμα του προγράμματος δραστηριοτήτων, που υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 24 του παρόντος Νόμου, καθώς και της πλήρωσης όλων των όρων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο για την αδειοδότηση από τον Έφορο.
20. (1) Δεν επιτρέπεται η επέκταση των εργασιών μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης εκτός δυνάμει σχετικής άδειας του Εφόρου, που χορηγείται κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο και εφόσον συντρέχουν οι πιο κάτω προϋποθέσεις:
(α) Ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η οποία ζητεί τη χορήγηση άδειας για την επέκταση των δραστηριοτήτων της σε άλλους κλάδους ή για την επέκταση άδειας που καλύπτει μέρος μόνο των κινδύνων ενός κλάδου, υποβάλλει αίτηση κατά τον καθορισμένο τύπο, μαζί με το νενομισμένο τέλος και το πρόγραμμα δραστηριοτήτων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24 του παρόντος Νόμου, και αποδεικνύει επίσης ότι διαθέτει τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας και των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων, που προβλέπονται στα άρθρα 107 και 135 του παρόντος Νόμου∙
(β) υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου (α), η ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητες ασφάλισης Ζωής και ζητεί τη χορήγηση άδειας για την επέκταση των δραστηριοτήτων της στους κινδύνους που ταξινομούνται στους κλάδους ατυχημάτων ή ασθενειών (κλάδοι 1 ή 2 στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος), όπως αναφέρεται στο άρθρο 75 του παρόντος Νόμου, αποδεικνύει ότι:
(i) διαθέτει τα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτει το απόλυτο κατώτατο όριο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων για επιχειρήσεις ασφάλισης Ζωής και το απόλυτο κατώτατο όριο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων για επιχειρήσεις ασφάλισης Γενικής Φύσεως, όπως αναφέρεται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 136 του παρόντος Νόμου·
(ii) αναλαμβάνει τη δέσμευση να ανταποκρίνεται στα ελάχιστα όρια οικονομικών υποχρεώσεων, που καθορίζονται στο άρθρο 76 του παρόντος Νόμου.
(2) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (1), η ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητες ασφάλισης Γενικής Φύσεως αποκλειστικά για τους κινδύνους που ταξινομούνται στους κλάδους ατυχημάτων ή ασθενειών (κλάδοι 1 ή 2 στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος) και ζητεί τη χορήγηση άδειας για την επέκταση των δραστηριοτήτων της σε κινδύνους ασφάλισης Ζωής, όπως αναφέρεται στο άρθρο 75 του παρόντος Νόμου, αποδεικνύει ότι:
(i) διαθέτει τα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτει το απόλυτο κατώτατο όριο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων για επιχειρήσεις ασφάλισης Ζωής και το απόλυτο κατώτατο όριο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων για επιχειρήσεις ασφάλισης Γενικής Φύσεως, όπως αναφέρεται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 136 του παρόντος Νόμου. και
(ii) αναλαμβάνει τη δέσμευση να ανταποκρίνεται στα ελάχιστα όρια οικονομικών υποχρεώσεων, που αναφέρονται στο άρθρο 76 του παρόντος Νόμου.
(3) Ο Έφορος χορηγεί την άδεια επεκτάσεως των εργασιών στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση μόνο εφόσον ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις που αναφέρονται στα εδάφια (2) και (3), ανάλογα με την περίπτωση.
(4) Με τη χορήγηση της άδειας επεκτάσεως εργασιών στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ο Έφορος προβαίνει σε τροποποίηση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που είχε χορηγηθεί στην αιτήτρια επιχείρηση και εκδίδει νέο έντυπο άδειας, κατά τον καθορισμένο τύπο.
21. (1) Όταν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, ο Έφορος χορηγεί την άδεια λειτουργίας μόνο εφόσον οι δεσμοί αυτοί δεν παρεμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών του καθηκόντων.
(2) Ο Έφορος αρνείται την παραχώρηση άδειας εφόσον οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας, στις οποίες υπάγονται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, με τα οποία η Κυπριακή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει στενούς δεσμούς, ή οι δυσχέρειες όσον αφορά την επιβολή της εφαρμογής των μέτρων αυτών παρεμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών του καθηκόντων.
(3) Ο Έφορος απαιτεί από τις ασφαλιστικές και τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να του παρέχουν οποιεσδήποτε πληροφορίες ζητά, ώστε να μπορεί να βεβαιώνεται ότι τηρούνται πάντοτε οι όροι που προβλέπονται στο εδάφιο (1).
22. (1) Ο Έφορος δεν απαιτεί την προηγούμενη συγκατάθεση ή τη συστηματική κοινοποίηση των γενικών και ειδικών όρων των ασφαλιστηρίων, των τιμολογίων, των τεχνικής φύσεως στοιχείων που χρησιμοποιούνται ως βάση ιδίως για τον υπολογισμό των τιμολογίων, των τεχνικών προβλέψεων και των υποδειγμάτων και άλλων εντύπων που η επιχείρηση προτίθεται να χρησιμοποιήσει στις σχέσεις της με τους αντισυμβαλλομένους ή τις εκχωρούσες ή αντεκχωρούσες επιχειρήσεις.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), ειδικά για την ασφάλιση Ζωής, και αποκλειστικά και μόνον για να ελέγχεται η τήρηση της εφαρμογής των αναλογιστικών αρχών, ο Έφορος δύναται να απαιτεί τη συστηματική κοινοποίηση των στοιχείων τεχνικής φύσεως που χρησιμοποιούνται ως βάση για τον υπολογισμό των τιμολογίων και των τεχνικών προβλέψεων:
(3) Ο Έφορος δεν διατηρεί ούτε καθιερώνει την υποχρέωση προηγούμενης κοινοποίησης ή την έγκριση των προτεινόμενων αυξήσεων τιμολογίων παρά μόνον στο πλαίσιο ενός γενικότερου συστήματος ελέγχου των τιμών.
23. Ο Έφορος δεν εξετάζει την αίτηση για χορήγηση άδειας υπό το πρίσμα των οικονομικών απαιτήσεων της αγοράς.
24. (1) Το πρόγραμμα δραστηριοτήτων που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 19 του παρόντος Νόμου, περιλαμβάνει τα λεπτομερή ή ενδεικτικά στοιχεία που αφορούν τα εξής:
(α) τη φύση των κινδύνων ή των ασφαλιστικών υποχρεώσεων που προτίθεται να καλύψει η συγκεκριμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση·
(β) το είδος των αντασφαλιστικών ρυθμίσεων τις οποίες προτίθεται να πραγματοποιήσει η αντασφαλιστική επιχείρηση με τις εκχωρούσες επιχειρήσεις·
(γ) τις κατευθυντήριες αρχές όσον αφορά την αντασφάλιση και την αντεκχώρηση·
(δ) τα οικονομικά στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων που συγκροτούν το απόλυτο κατώτατο όριο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων·
(ε) τις προβλέψεις για τα έξοδα εγκατάστασης των διοικητικών υπηρεσιών και του δικτύου παραγωγής, τα οικονομικά μέσα που προορίζονται για την αντιμετώπισή τους και, εάν οι κίνδυνοι που πρέπει να καλυφθούν κατατάσσονται στον κλάδο βοήθειας (κλάδος 18 στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος), τα μέσα που διαθέτει η ασφαλιστική επιχείρηση για την παροχή της υποσχεθείσας βοήθειας.
(2) Επιπρόσθετα από τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (1), για τις τρεις πρώτες εταιρικές χρήσεις, το πρόγραμμα περιλαμβάνει τα εξής:
(α) τον προβλεπόμενο ισολογισμό·
(β) τις προβλέψεις για τις μελλοντικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, όπως προβλέπονται στο Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητα 1 του παρόντος Μέρους, βάσει του προβλεπόμενου ισολογισμού, που αναφέρεται στην παράγραφο (α), καθώς και τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται για να συναχθούν αυτές οι προβλέψεις·
(γ) τις προβλέψεις για τις μελλοντικές ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, όπως προβλέπονται στα άρθρα 135 και 136 του παρόντος Νόμου, βάσει του προβλεπόμενου ισολογισμού, που αναφέρεται στην παράγραφο (α), καθώς και τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται για να παραχθούν αυτές οι προβλέψεις·
(δ) τις προβλέψεις σχετικά με τα χρηματοοικονομικά μέσα που προορίζονται να καλύψουν τις τεχνικές προβλέψεις, τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις και τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας·
(ε) όσον αφορά την ασφάλιση και την αντασφάλιση Γενικής Φύσεως, επίσης τα εξής:
(i) τις προβλέψεις σχετικά με τα έξοδα διαχείρισης, εκτός των εξόδων εγκατάστασης, ιδίως τα τρέχοντα γενικά έξοδα και τις προμήθειες·
(ii) τις προβλέψεις σχετικά με τα ασφάλιστρα ή τις εισφορές και τις απαιτήσεις∙
(στ) όσον αφορά την ασφάλιση Ζωής, υποβάλλεται επίσης σχέδιο στο οποίο να εμφανίζονται λεπτομερώς οι προβλέψεις εσόδων και εξόδων, τόσο για τις δραστηριότητες πρωτασφάλισης και τις αποδοχές αντασφάλισης όσο και για τις εκχωρήσεις αντασφάλισης.
25. (1) Ο Έφορος δεν χορηγεί σε επιχείρηση άδεια άσκησης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής δραστηριότητας, εάν-
(α) δεν του έχει προηγουμένως ανακοινωθεί η ταυτότητα των μετόχων ή μελών, αμέσων ή εμμέσων, είτε φυσικών είτε νομικών προσώπων, που κατέχουν ειδική συμμετοχή στην επιχείρηση αυτή, καθώς και το ύψος αυτής της συμμετοχής· και
(β) λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη εξασφάλισης χρηστής και συνετής διαχείρισης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, δεν έχει πεισθεί για την καταλληλότητα των εν λόγω μετόχων ή μελών.
(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), ο Έφορος λαμβάνει υπόψη τα δικαιώματα ψήφου που καθορίζονται στον περί των Προϋποθέσεων Διαφάνειας (Κινητές Αξίες προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά) Νόμο του 2007, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, καθώς και τους όρους για την άθροισή τους που προβλέπονται στον ίδιο πιο πάνω αναφερόμενο Νόμο.
(3) Ο Έφορος δεν λαμβάνει υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή τις μετοχές τις οποίες τυχόν κατέχουν επιχειρήσεις επενδύσεων ή πιστωτικά ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής και/ή τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με την παράγραφο 6, του Μέρους Ι, του Τρίτου Παραρτήματος του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου. υπό τον όρο ότι τα εν λόγω δικαιώματα, αφενός, δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και, αφετέρου, μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.
26. (1) Ο Έφορος εφόσον ικανοποιηθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος Νόμου για τη χορήγηση άδειας, χορηγεί την άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών, υπό την αίρεση της εγγραφής της εταιρείας δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου, εάν αυτή δεν είναι ήδη εγγεγραμμένη.
(2) Η απόφαση του Εφόρου προς χορήγηση της άδειας, καθίσταται οριστική μετά την εγγραφή της εταιρείας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου και εφόσον κατά τη στιγμή της οριστικής απόφασης, εξακολουθούν να ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος Νόμου για την παραχώρηση άδειας.
(3) Η απόφαση του Εφόρου για παραχώρηση άδειας λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Νόμου, δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και κοινοποιείται συγχρόνως στην επιχείρηση, στον Έφορο Εταιρειών και στην ΕΙΟΡΑ. Η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών ισχύει από την καθορισμένη στην άδεια ημερομηνία.
(4) Απαγορεύεται η διαφήμιση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή η άσκηση οποιασδήποτε επαγγελματικής δραστηριότητας από την επιχείρηση αυτή, πριν την παραχώρηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών και την έναρξη ισχύος της κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.
27. (1) Ο Έφορος απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία, ή άδειας για επέκταση των εργασιών σε άλλο ή άλλους κλάδους εάν δεν ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για χορήγηση ή επέκταση της άδειας, ανάλογα με την περίπτωση, που τίθενται στον παρόντα Νόμο.
(2) Κάθε απόφαση του Εφόρου προς απόρριψη της αιτήσεως και άρνηση χορηγήσεως άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών ή επέκτασης της άδειας σε άλλους κλάδους, πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη και κοινοποιείται στους αιτητές μέσα σε προθεσμία έξι μηνών από την υποβολή έγκυρης κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου αιτήσεως, μαζί με τα ένδικα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους για προσβολή της εν λόγω απόφασης.
(3) Ως απόρριψη της αιτήσεως και άρνηση χορηγήσεως άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών ή επέκτασης της άδειας σε άλλους κλάδους, ανάλογα με την περίπτωση, λογίζεται και η παράλειψη του Εφόρου να αποφανθεί επί της αιτήσεως εντός έξι μηνών από την παραλαβή πλήρους συμπληρωμένης αίτησης, και σε τέτοια περίπτωση, η επιχείρηση έχει στη διάθεσή της τα ένδικα μέσα του άρθρου 28 του παρόντος Νόμου για να την προσβάλει.
28.-(1) Οποιαδήποτε απόφαση του Εφόρου για μη παραχώρηση άδειας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Γενικού Διευθυντή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 347 του παρόντος Νόμου:
Η απορριπτική απόφαση του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με το εδάφιο (1),
(2) δύναται να προσβληθεί με προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος:
29.-(1) Η χορήγηση άδειας σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση αποτελεί το αντικείμενο προηγούμενης διαβούλευσης του Εφόρου με τις εποπτικές αρχές κάθε άλλου αφορώμενου κράτους μέλους, προκειμένου για:
(α) θυγατρική ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία έχει λάβει άδεια σε αυτό το άλλο κράτος μέλος·
(β) θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία έχει λάβει άδεια σε αυτό το άλλο κράτος μέλος· ή
(γ) επιχείρηση που ελέγχεται από το ίδιο πρόσωπο, είτε φυσικό είτε νομικό, το οποίο ελέγχει ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία έχει λάβει άδεια σε αυτό το κράτος μέλος.
(2) Η χορήγηση άδειας σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση αποτελεί το αντικείμενο προηγούμενης διαβούλευσης του Εφόρου με τις αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, οι οποίες είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων ή των εταιρειών επενδύσεων, εφόσον η επιχείρηση αυτή είναι μια από τις πιο κάτω οντότητες:
(α) θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρείας επενδύσεων που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος μέλος·
(β) θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρείας επενδύσεων που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος μέλος· ή
(γ) επιχείρηση που ελέγχεται από το ίδιο πρόσωπο, είτε φυσικό είτε νομικό, το οποίο ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα ή εταιρεία επενδύσεων που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος μέλος.
(3) Ο Έφορος διαβουλεύεται με τις αρχές που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2), ιδίως όταν αξιολογεί την καταλληλότητα των μετόχων, καθώς και τις απαιτήσεις ικανότητας και ήθους όλων των προσώπων, τα οποία διοικούν ουσιαστικά την επιχείρηση ή ασκούν άλλα βασικά καθήκοντα και τα οποία συμμετέχουν στη διαχείριση άλλης οντότητας του ίδιου ομίλου και για το σκοπό αυτό δύναται να ζητά την παροχή πληροφοριών από τις αρχές των εδαφίων (1) και (2).
(4) Ο Έφορος ανταλλάσσει οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την καταλληλότητα των μετόχων, καθώς και με τις απαιτήσεις ικανότητας και ήθους όλων των προσώπων, τα οποία διοικούν ουσιαστικά την επιχείρηση ή ασκούν άλλα βασικά καθήκοντα, οι οποίες ενδιαφέρουν τις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, όταν πρόκειται για τη χορήγηση άδειας, καθώς και για το διαρκή έλεγχο της εφαρμογής των όρων λειτουργίας.