ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΣΕ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΥΣΧΕΡΕΙΑ Ή ΣΕ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Επισήμανση και γνωστοποίηση από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις της επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής κατάστασης

143. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να διαθέτουν διαδικασίες προκειμένου να επισημαίνουν την όποια επιδείνωση της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης και να ενημερώνουν αμέσως τον Έφορο σε περίπτωση που συμβαίνει τέτοια επιδείνωση.

Μη συμμόρφωση με τις τεχνικές προβλέψεις

144. Σε περίπτωση που ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις του Τμήματος 2 του Έκτου Κεφαλαίου, ο Έφορος δύναται να απαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων του ενεργητικού, αφού γνωστοποιήσει προηγουμένως την πρόθεσή του στις εποπτικές αρχές των κρατών μελών υποδοχής, προσδιορίζοντας τα στοιχεία του ενεργητικού που πρέπει να καλύπτονται από την απαγόρευση.

Μη συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας

145. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να ενημερώνουν αμέσως τον Έφορο μόλις διαπιστώσουν ότι δεν πληρούνται πλέον οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας ή υπάρχει κίνδυνος μη συμμόρφωσης εντός των επομένων τριών μηνών.

(2) Εντός δύο μηνών από τη στιγμή που διαπιστώνει τη μη συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, η συγκεκριμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποβάλλει, προς έγκριση από τον Έφορο, ρεαλιστικό σχέδιο ανάκαμψης.

(3) Ο Έφορος απαιτεί από τη συγκεκριμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να επιτύχει, εντός έξι μηνών από τη στιγμή που διαπιστώνει τη μη συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, την αποκατάσταση του επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας ή τη μείωση του προφίλ κινδύνου της, ώστε να εξασφαλισθεί συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας.

(4) Ο Έφορος δύναται κατά την κρίση του να παρατείνει την περίοδο του εδαφίου (1) για περίοδο τριών μηνών και σε περίπτωση έκτακτης πτώσης των χρηματοοικονομικών αγορών, ο Έφορος δύναται να παρατείνει περαιτέρω την εν λόγω περίοδο για κατάλληλο χρονικό διάστημα, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών παραγόντων.

(5) Σε περίπτωση έκτακτων αντίξοων καταστάσεων με επιπτώσεις για ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο της αγοράς ή των πληττόμενων κατηγοριών δραστηριοτήτων, όπως διαπιστώνει η EIOPA, όπου είναι σκόπιμο κατόπιν διαβούλευσης με το ΕΣΣΚ, ο Έφορος δύναται να παρατείνει, για τις πληγείσες επιχειρήσεις, το χρονικό διάστημα που καθορίζεται στο εδάφιο (4) κατά επτά έτη το πολύ, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της μέσης διάρκειας των τεχνικών προβλέψεων.

(6) Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων της EIOPA βάσει του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, για την εφαρμογή του παρόντος εδαφίου, η EIOPA διαπιστώνει, κατόπιν αιτήματος του Εφόρου, την ύπαρξη έκτακτης αντίξοης κατάστασης. Ο Έφορος μπορεί να υποβάλει αίτημα σε περίπτωση που είναι πιθανό οι ασφαλιστικές ή οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο της αγοράς ή των πληττόμενων κατηγοριών δραστηριοτήτων να μην είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε μια από τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο εδάφιο (3).

(7) Για τους σκοπούς τους εδαφίου (6), έκτακτες αντίξοες καταστάσεις υπάρχουν όταν η οικονομική κατάσταση των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο της αγοράς ή των πληττόμενων κατηγοριών δραστηριοτήτων υφίστανται επιπτώσεις ή πλήττονται σοβαρά από μια ή περισσότερες από τις ακόλουθες καταστάσεις:

(α) απρόβλεπτη, μεγάλη και απότομη πτώση στις χρηματοπιστωτικές αγορές·

(β) παρατεταμένη πτώση των επιτοκίων·

(γ) καταστροφικό συμβάν με σοβαρό αντίκτυπο.

(8) Η EIOPA, σε συνεργασία με τον Έφορο, αξιολογεί τακτικά αν εξακολουθούν να υφίστανται οι καταστάσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (5) και κατά πόσο μια έκτακτη αντίξοη κατάσταση έχει πάψει να υφίσταται.

(9) Η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση πρέπει να υποβάλλει κάθε τρεις μήνες έκθεση προόδου στον Έφορο, στην οποία προσδιορίζει τα μέτρα που λαμβάνει και την πρόοδο που έχει σημειώσει στην αποκατάσταση του επιπέδου των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας ή τη μείωση του προφίλ κινδύνου για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας.

(10) Η παράταση που αναφέρεται στο εδάφιο (11) αίρεται από τον Έφορο, σε περίπτωση που η έκθεση προόδου δείχνει ότι δεν έχει σημειωθεί αξιόλογη πρόοδος στην αποκατάσταση του επιπέδου των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας ή στη μείωση του προφίλ κινδύνου της επιχείρησης για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας και της ημερομηνίας της υποβολής της έκθεσης προόδου.

(11) Σε έκτακτες περιπτώσεις, εάν ο Έφορος είναι της γνώμης ότι θα επιδεινωθεί περαιτέρω η χρηματοοικονομική κατάσταση της συγκεκριμένης επιχείρησης, δύναται επίσης να περιορίζει ή να απαγορεύει την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης αυτής και σε τέτοια περίπτωση ενημερώνει τις εποπτικές αρχές των κρατών μελών υποδοχής για κάθε τέτοιο μέτρο που λαμβάνει, όπου αυτό εφαρμόζεται, ζητώντας από τις εν λόγω αρχές όπως λάβουν τα ίδια μέτρα με τον Έφορο, αφού ο Έφορος προσδιορίσει τα στοιχεία του ενεργητικού που πρέπει να καλύπτονται από τα εν λόγω μέτρα.

(12) Μετά από αίτημα της εποπτικής αρχής του κράτους μέλους καταγωγής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία δεν πληροί τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, ο Έφορος λαμβάνει τα ίδια μέτρα με την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής τα οποία προσδιορίζονται στο αίτημά της.

Μη συμμόρφωση προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις

146. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να ενημερώνουν αμέσως τον Έφορο, μόλις διαπιστώσουν ότι δεν πληρούνται πλέον οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις ή υπάρχει κίνδυνος μη συμμόρφωσης εντός των επομένων τριών μηνών.

(2) Εντός ενός μηνός από τη χρονική στιγμή που διαπιστώνει τη μη συμμόρφωση προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, η συγκεκριμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποβάλλει, προς έγκριση από τον Έφορο, βραχυπρόθεσμο ρεαλιστικό πρόγραμμα χρηματοδότησης, προκειμένου να αποκαταστήσει, εντός τριών μηνών από τη στιγμή της διαπίστωσης, τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια τουλάχιστον στο επίπεδο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων ή να μειώσει το προφίλ κινδύνου της, ώστε να εξασφαλισθεί συμμόρφωση προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις.

(3) Ο Έφορος δύναται να περιορίζει ή να απαγορεύει την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων του ενεργητικού της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και ενημερώνει σχετικά τις εποπτικές αρχές των κρατών μελών υποδοχής, όπου αυτό εφαρμόζεται, προσδιορίζοντας τα στοιχεία του ενεργητικού που πρέπει να καλύπτονται από τα εν λόγω μέτρα.

(4) Μετά από αίτημα της εποπτικής αρχής του κράτους μέλους καταγωγής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία δεν πληροί τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, ο Έφορος λαμβάνει τα ίδια μέτρα με την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής τα οποία προσδιορίζονται στο αίτημά της.

Απαγόρευση της ελεύθερης διάθεσης των στοιχείων του ενεργητικού που ευρίσκονται στο έδαφος κράτους μέλους

147. Ο Έφορος δύναται να περιορίζει ή να απαγορεύει την ελεύθερη διάθεση από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση των στοιχείων του ενεργητικού της που βρίσκονται στη Δημοκρατία, μετά από αίτημα των εποπτικών αρχών του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης, στις περιπτώσεις των άρθρων 144 μέχρι 146 και του εδαφίου (2) του άρθρου 151 του παρόντος Νόμου, προσδιορίζοντας τα στοιχεία του ενεργητικού που καλύπτονται από τα εν λόγω μέτρα.

Εποπτικές εξουσίες σε περίπτωση επιδείνωσης των χρηματοοικονομικών συνθηκών

148. (1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 145 και 146 του παρόντος Νόμου, εάν η κατάσταση φερεγγυότητας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης εξακολουθεί να επιδεινώνεται, ο Έφορος έχει εξουσία να λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο για τη διασφάλιση των συμφερόντων των αντισυμβαλλομένων, στην περίπτωση ασφαλιστηρίων συμβολαίων, ή των ασφαλιστικών υποχρεώσεων που απορρέουν από συμβάσεις αντασφάλισης.

(2) Τα μέτρα του εδαφίου (1) πρέπει να είναι αναλογικά, ώστε να αντικατοπτρίζουν το επίπεδο και τη διάρκεια της επιδείνωσης της κατάστασης φερεγγυότητας της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

Σχέδιο ανάκαμψης και πρόγραμμα χρηματοδότησης

149. (1) Το σχέδιο ανάκαμψης, που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 145, και το πρόγραμμα χρηματοδότησης, που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 146 του παρόντος Νόμου, περιλαμβάνουν τουλάχιστον στοιχεία ή τεκμήρια που αφορούν τα πιο κάτω:

(α) Τις προβλέψεις σχετικά με τα έξοδα διαχείρισης, ιδίως τα τρέχοντα γενικά έξοδα και τις προμήθειες·

(β) τις προβλέψεις εσόδων και εξόδων, τόσο για τις δραστηριότητες πρωτασφάλισης και τις αποδοχές αντασφάλισης όσο και για τις εκχωρήσεις αντασφάλισης·

(γ) τον προβλεπόμενο ισολογισμό·

(δ) τις εκτιμήσεις σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα που προορίζονται να καλύψουν τις τεχνικές προβλέψεις, καθώς και τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις·

(ε) τη συνολική πολιτική στον τομέα της αντασφάλισης.

(2) Σε περίπτωση που ο Έφορος έχει απαιτήσει την κατάρτιση σχεδίου ανάκαμψης σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 145 του παρόντος Νόμου ή προγράμματος χρηματοδότησης σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 146, δεν εκδίδει πιστοποιητικό σύμφωνα με το άρθρο 209, ενόσω κρίνει ότι τα δικαιώματα των αντισυμβαλλομένων ή οι συμβατικές υποχρεώσεις της επιχείρησης απειλούνται με αθέτηση.

Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις και ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα

150. (1) Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις καθορίζουν συμπληρώνουν τους τύπους έκτακτων αντίξοων καταστάσεων και καθορίζουν τους παράγοντες και τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη η EIOPA όταν διαπιστώνει την ύπαρξη έκτακτων αντίξοων καταστάσεων και ο Έφορος όταν αποφασίζει την παράταση της περιόδου ανάκαμψης σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 145 του παρόντος Νόμου.

(2) Ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα εξειδικεύουν το σχέδιο ανάκαμψης που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 145 και το πρόγραμμα χρηματοδότησης που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 146 και στο άρθρο 148, με τη δέουσα προσοχή για την αποφυγή φαινομένων φιλοκυκλικότητας.

Ανάκληση της άδειας και προσωρινή άδεια για διακανονισμό συμβολαίων

151. (1) Ο Έφορος δύναται να ανακαλεί την άδεια που έχει χορηγήσει σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, σε περίπτωση που -

(α) η συγκεκριμένη επιχείρηση δεν πληροί πλέον τους όρους χορήγησης άδειας που παραχωρείται δυνάμει των άρθρων 14 και 19 του παρόντος Νόμου∙

(β) η συγκεκριμένη επιχείρηση δεν κάνει χρήση της άδειας εντός δωδεκαμήνου, παραιτείται ρητά από αυτήν ή παύει να ασκεί τις δραστηριότητές της για περίοδο μεγαλύτερη του εξαμήνου.

(γ) η συγκεκριμένη επιχείρηση αθετεί σοβαρά τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση ή οποιωνδήποτε κατ΄εξουσιοδότηση πράξεων ή ρυθμιστικών ή εκτελεστικών τεχνικών προτύπων και ιδιαίτερα στις πιο κάτω περιπτώσεις:

(i) η συγκεκριμένη επιχείρηση καταδικάζεται τελεσίδικα για το προβλεπόμενο στο άρθρο 403 του παρόντος Νόμου ποινικό αδίκημα έκδοσης ψευδών λογαριασμών·

(ii) η συγκεκριμένη επιχείρηση δεν εφαρμόσει μέσα σε προθεσμία σαράντα δύο ημερών τελεσίδικη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε εναντίον της·

(iii) η επιχείρηση δεν ικανοποιεί πλέον οποιεσδήποτε από τις διατάξεις του Τέταρτου Κεφαλαίου του παρόντος Νόμου·

(iv) η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, ανακαλείται από την αρμόδια εποπτική αρχή της τρίτης χώρας, όπου έχει την έδρα της·

(v) δημιουργήθηκαν μετά την έκδοση της άδειας στενοί δεσμοί κατά την έννοια του παρόντος Νόμου με οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο και η επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με οδηγίες του Εφόρου για άρση των στενών δεσμών·

(vi) η επιχείρηση βρίσκεται σε διαδικασία εκκαθάρισης.

(2) Ο Έφορος ανακαλεί την άδεια που έχει χορηγήσει σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση αν η επιχείρηση δεν πληροί τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις και εφόσον ο Έφορος κρίνει ότι το υποβληθέν πρόγραμμα χρηματοδότησης είναι καταφανώς ανεπαρκές ή η εν λόγω επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με το εγκεκριμένο πρόγραμμα εντός τριών μηνών από τη στιγμή της διαπίστωσης της μη συμμόρφωσης προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις.

(3) Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας δυνάμει των εδαφίων (1) και (2), ο Έφορος ενημερώνει σχετικά τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών, οι οποίες λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να εμποδίσουν την εν λόγω ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να αναλάβει νέες εργασίες στο έδαφός τους, και την EIOPA.

(4) Ο Έφορος λαμβάνει, σε συνεργασία με τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών, κάθε κατάλληλο μέτρο για τη διασφάλιση των συμφερόντων των δικαιούχων και περιορίζει ιδίως την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων ενεργητικού της ασφαλιστικής επιχείρησης, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 147 του παρόντος Νόμου.

(5) Ο Έφορος δύναται, εφόσον κρίνει αυτό απαραίτητο και για σκοπούς προστασίας των συμφερόντων των δικαιούχων και αντισυμβαλλομένων, μετά την ανάκληση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών, να παραχωρεί υπό όρους και προϋποθέσεις, που κρίνει αναγκαίες, στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ειδική άδεια κατά τον καθορισμένο τύπο αποκλειστικά για τη συνέχιση σε ισχύ των υφιστάμενων συμβολαίων, το διακανονισμό των εκκρεμουσών απαιτήσεων και για να συνεχίσει να εισπράττει τα οφειλόμενα προς αυτήν ασφάλιστρα και να ικανοποιεί τις ανειλημμένες υποχρεώσεις της, κατά το συνήθη τρόπο διεξαγωγής των εργασιών της.

(6) Σε καμία περίπτωση η άδεια που παραχωρείται δυνάμει του εδαφίου (5) δεν ισοδυναμεί με άδεια άσκησης ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών και ο Έφορος καθορίζει στην εν λόγω άδεια του όρους και προϋποθέσεις υπό τις οποίες αυτή παραχωρείται καθώς και τη διάρκεια ισχύος της.

Δικαίωμα ακρόασης πριν από την απόφαση ανάκλησης της άδειας

152. (1) Προτού προβεί στην έκδοση της απόφασής του προς ανάκληση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών, ο Έφορος οφείλει να κοινοποιήσει εγγράφως την πρόθεσή του προς τούτο στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, να παραθέσει τους λόγους, που κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο άρθρο, δικαιολογούν την απόφασή του, και να ενημερώσει την επιχείρηση αναφορικά με δικαίωμά της να ακουστεί διά των εκπροσώπων της, όπως αυτό προβλέπεται στο εδάφιο (4) εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας.

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), ο Έφορος δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις που δικαιολογούνται από λόγους δημοσίου συμφέροντος και ιδιαίτερα για την προστασία των ασφαλισμένων και του κοινού εν γένει, να διατάξει με την κοινοποίηση που αναφέρεται στο εδάφιο (1), την άμεση αναστολή εργασιών της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, μέχρι την ολοκλήρωση της προβλεπόμενης στο παρόν άρθρο διαδικασίας.

(3) Η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, προς την οποία κοινοποιήθηκε η πρόθεση ανάκλησης άδειας σύμφωνα με το παρόν άρθρο, έχει το δικαίωμα εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από την κοινοποίηση της έγγραφης πρόθεσης ανάκλησης άδειας, να προβεί σε γραπτές, και εφόσον το επιθυμεί και σε προφορικές, παραστάσεις προς τον Έφορο:

Νοείται ότι σε περίπτωση που κοινοποιήθηκε συγχρόνως στην επιχείρηση και απόφαση του Εφόρου προς αναστολή των εργασιών της, οφείλει να συμμορφωθεί αμέσως προς την απόφαση αναστολής.

(4) Κατά την υποβολή έγγραφων ή προφορικών παραστάσεων, η επιχείρηση έχει το δικαίωμα να εκπροσωπείται αυτοπροσώπως ή μέσω δικηγόρου ή νομικού συμβούλου ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου θεωρεί σκόπιμο να την εκπροσωπήσει.

(5) Ο Έφορος οφείλει να λάβει υπόψη τις παραστάσεις αυτές, πριν προβεί στην έκδοση της τελικής απόφασής του προς ανάκληση ή μη της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών και εκδίδει την τελική του απόφαση εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

(6)(α) Ο Έφορος κοινοποιεί την τελική του απόφαση στην επιχείρηση, η οποία πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη και σε περίπτωση που αυτή είναι αρνητική, την ενημερώνει για το δικαίωμά της να προσβάλει την απόφαση με προσφυγή ενώπιον του Γενικού Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 347 του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι η πιο πάνω απόφαση του Εφόρου για ανάκληση άδειας δύναται να προσβληθεί απευθείας με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.

(β) Η απορριπτική απόφαση του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο (α), δύναται να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος:

Νοείται ότι, εκκρεμούσης της απόφασης του Γενικού Διευθυντή, ουδεμία προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος μπορεί να ασκηθεί.

Δημοσίευση της ανάκλησης της άδειας

153. (1) Η ανάκληση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, όταν αυτή καταστεί οριστική, είτε λόγω παρελεύσεως άπρακτης της προθεσμίας προς προσφυγή στον Γενικό Διευθυντή, είτε λόγω επικυρώσεως της αποφάσεως του Εφόρου από τον Γενικό Διευθυντή, δημοσιεύεται κατά τον καθορισμένο τύπο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και σε δύο τουλάχιστον ημερήσιες εφημερίδες παγκύπριας κυκλοφορίας και παράγει τα αποτελέσματά της από την ημερομηνία δημοσίευσης, καθώς επίσης και στην ιστοσελίδα της Υπηρεσίας.

(2) Η απόφαση του Γενικού Διευθυντή, με την οποία, είτε επικυρώνει είτε ακυρώνει την απόφαση του Εφόρου για ανάκληση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών κατόπιν προσφυγής, δημοσιεύεται σε δύο τουλάχιστον ημερήσιες εφημερίδες παγκύπριας κυκλοφορίας, καθώς επίσης και αυτούσια στην ιστοσελίδα της Υπηρεσίας.

Απαγόρευση εκδόσεως νέων ασφαλιστηρίων μετά την ανάκληση της άδειας ή μετά την απόφαση του Εφόρου προς αναστολή εργασιών

154. (1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 156 του παρόντος Νόμου, απαγορεύεται η έκδοση νέων ασφαλιστηρίων ή η σύναψη νέων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων ή η άσκηση ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών εν γένει από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, της οποίας ανακλήθηκε η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών ή στην οποία κοινοποιήθηκε απόφαση του Εφόρου προς αναστολή των εργασιών της, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 152 του παρόντος Νόμου.

(2) Αφού ενημερωθεί από την αρμόδια εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, ο Έφορος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να εμποδίσει ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, της οποίας η άδεια έχει ανακληθεί από εποπτική αρχή άλλου κράτους μέλους ή της οποίας η άδεια έχει λήξει σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους καταγωγής, από του να αναλάβει νέες εργασίες στη Δημοκρατία.

Τροποποίηση επωνυμίας

155. Ασφαλιστική επιχείρηση, της οποίας ανακλήθηκε για οποιοδήποτε λόγο η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, σε περίπτωση κατά την οποία θα συνεχίσει να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο ή σε περίπτωση που της παραχωρηθεί ειδική προσωρινή άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 151 του παρόντος Νόμου, οφείλει να τροποποιήσει την επωνυμία της και να διαγράψει από αυτήν οτιδήποτε υποδηλώνει την άσκηση ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών.

Μερική ανάκληση και περιορισμός της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών μόνο σε ένα ή περισσότερους κλάδους

156. (1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 154 του παρόντος Νόμου, ο Έφορος δύναται, εφόσον κρίνει αυτό σκόπιμο, αντί να προβεί σε εξολοκλήρου ανάκληση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών, να ανακαλέσει μερικώς την άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών σε ένα ή περισσότερους ασφαλιστικούς κλάδους και να περιορίσει την ισχύ της άδειας για τους λοιπούς.

(2) Στην περίπτωση αυτή, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση οφείλει-

(α) να μη συνομολογεί νέες ασφαλιστικές συμβάσεις που καλύπτουν κινδύνους, που εμπίπτουν στον κλάδο για τον οποίο ανακλήθηκε η άδεια·

(β) να μην τροποποιεί οποιεσδήποτε ασφαλιστικές συμβάσεις, που αφορούν την ασφάλιση Γενικής Φύσεως και τελούν σε ισχύ κατά το χρόνο ανακλήσεως της άδειας για την ασφάλιση αυτή, έτσι ώστε να αυξάνονται οι υποχρεώσεις της·

(γ) να μην τροποποιεί, με οποιοδήποτε τρόπο, ασφαλιστικές συμβάσεις, που αφορούν ασφάλιση Ζωής και τελούν σε ισχύ κατά το χρόνο ανακλήσεως της άδειας για την ασφάλιση αυτή, έτσι ώστε να αυξάνονται οι υποχρεώσεις της.

(3) Εφόσον ο Έφορος αποφασίσει τη μερική ανάκληση και περιορισμό της ισχύος της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, προβαίνει σε τροποποίηση της άδειας που αρχικά χορηγήθηκε και εκδίδει νέο έντυπο άδειας, κατά τον καθορισμένο τύπο.

(4) Οι διατάξεις των άρθρων 151, 152, 153, 154, 155, καθώς και του παρόντος άρθρου, οι οποίες αφορούν την ανάκληση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών, εφαρμόζονται κατ΄αναλογία και στην περίπτωση μερικής ανακλήσεως και περιορισμού της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών.

Επιστροφή άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών σε περίπτωση ανάκλησης ή τροποποίησής της

157. Ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, της οποίας η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών ανακαλείται ή τροποποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 151 και 156, οφείλει να επιστρέψει στον Έφορο την άδεια αυτή, καθώς και κάθε πιστοποιημένο αντίγραφό της, μόλις της κοινοποιηθεί η απόφαση ανάκλησης ή το αργότερο μόλις δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η απόφαση περί ανακλήσεως ή τροποποιήσεως της άδειας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών έχει απωλεσθεί ή καταστραφεί και η επιστροφή της καθίσταται αδύνατη, η ασφαλιστική επιχείρηση οφείλει διά του Γραμματέα ή Διευθυντή της να προβεί σε σχετική ένορκη δήλωση, την οποία υποβάλλει στον Έφορο.