ΤΜΗΜΑ 4 - ΕΙΔΙΚΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ
Απόκτηση ή παύση ή μείωση συμμετοχών

58. (1) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (στο εξής, "υποψήφιος αγοραστής"), το οποίο, μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή, κατά την έννοια του παρόντος Νόμου, στο κεφάλαιο ή στα δικαιώματα ψήφου μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, την ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του 20%, του 30% ή του 50%, ή ώστε η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση (προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής), απευθύνει, καταρχάς, κοινοποίηση εγγράφως στον Έφορο για έγκριση, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής, καθώς και τις προβλεπόμενες στο εδάφιο (4) του άρθρου 60 του παρόντος Νόμου σχετικές πληροφορίες.

(2) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο αποφασίζει να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, υποχρεούται να απευθύνει, καταρχάς, γραπτή κοινοποίηση στον Έφορο, προσδιορίζοντας το ύψος της συμμετοχής μετά την προτιθέμενη διάθεση από το εν λόγω πρόσωπο.

(3) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αναφέρεται στο εδάφιο (2) και το οποίο αποφασίζει να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, προκειμένου η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από το κατώτατα όρια του 20%, 30% ή 50 % ή προκειμένου η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να παύσει να είναι θυγατρική, υποχρεούται, ομοίως, να απευθύνει γραπτή κοινοποίηση στον Έφορο για την απόφασή του προσδιορίζοντας το ύψος της προτιθέμενης διάθεσης από το εν λόγω πρόσωπο.

Περίοδος αξιολόγησης

59. (1) Ο Έφορος, αμέσως και εν πάση περιπτώσει εντός δύο εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης που απαιτείται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 58 του παρόντος Νόμου, καθώς και σε περίπτωση ενδεχόμενης μεταγενέστερης παραλαβής των πληροφοριών που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, ενημερώνει εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή για την παραλαβή τους καθώς και αναφορικά με την ημερομηνία της λήξης της περιόδου αξιολόγησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2).

(2) Ο Έφορος αποφασίζει εντός μέγιστης περιόδου εξήντα εργασίμων ημερών ("περίοδος αξιολόγησης") από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων τα οποία απαιτείται να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση, βάσει του καθορισμένου τύπου που προβλέπεται στο εδάφιο (4) του άρθρου 60 του παρόντος Νόμου, προκειμένου να διενεργήσει την αξιολόγηση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του ιδίου άρθρου 60 ("η αξιολόγηση"):

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία ο κάτοχος της ειδικής συμμετοχής είναι νομικό πρόσωπο, ο Έφορος έχει τις ακόλουθες εξουσίες:

(α) Να ζητά πληροφορίες για την ταυτότητα των φυσικών προσώπων, τα οποία άμεσα ή έμμεσα ελέγχουν, κατά την έννοια του άρθρου 2 του παρόντος Νόμου, το νομικό αυτό πρόσωπο∙ και

(β) να ζητά τη γνωστοποίηση των οικονομικών του καταστάσεων, τόσον κατά το χρόνο κτήσεως της ειδικής συμμετοχής όσον και μετέπειτα, εφόσον κρίνεται αναγκαίο από τον Έφορο, καθώς και όταν καθιστά την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση θυγατρική του, προς το σκοπό ελέγχου της χρηματοοικονομικής του κατάστασης:

Νοείται περαιτέρω ότι, για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο της ταυτότητας των φυσικών προσώπων, τα οποία κατέχουν ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ο Έφορος δύναται να απαιτεί όπως συγκεκριμένα ποσοστά του συνόλου των μετοχών με δικαίωμα ψήφου ανήκουν σε ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα, που τυγχάνουν της προηγούμενης εγκρίσεως του Εφόρου:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, εντός της προθεσμίας των εξήντα ημερών, ο Έφορος δικαιούται να διεξάγει έρευνες για την καταλληλότητα ή την επαλήθευση της καταλληλότητας των προσώπων, τα οποία προτίθενται να αποκτήσουν συμμετοχή, συμπεριλαμβανομένων και των φυσικών προσώπων, τα οποία ελέγχουν τα συμμετέχοντα νομικά πρόσωπα, προς διασφάλιση της χρηστής διαχείρισης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και για το σκοπό αυτό ο Έφορος δύναται να συνεργάζεται με άλλες αρμόδιες αρχές εντός και εκτός Δημοκρατίας.

(3) Ο Έφορος δύναται, εάν κρίνει αυτό απαραίτητο, κατά την περίοδο αξιολόγησης, και εν πάση περιπτώσει όχι μετά την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα της περιόδου αυτής, να απαιτεί εγγράφως περαιτέρω πληροφορίες, οι οποίες καθορίζονται συγκεκριμένα, και οι οποίες είναι αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης:

Νοείται ότι, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από τον Έφορο και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, διακόπτεται η περίοδος αξιολόγησης, σε κάθε περίπτωση όχι για περίοδο πέραν των είκοσι εργάσιμων ημερών:

Νοείται περαιτέρω ότι ο Έφορος έχει διακριτική ευχέρεια να απαιτεί περαιτέρω πληροφορίες ή διευκρινίσεις χωρίς όμως αυτό να καταλήγει σε οποιαδήποτε περαιτέρω διακοπή της περιόδου αξιολόγησης.

(4) Ο Έφορος δύναται να παρατείνει τη διακοπή της περιόδου αξιολόγησης που αναφέρεται στην πρώτη επιφύλαξη του εδαφίου (3) έως τριάντα εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής:

(α) είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο τρίτης χώρας∙ ή

(β) είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δεν υπόκειται σε εποπτεία δυνάμει του παρόντος Νόμου ή δυνάμει του περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου του 2012 ή τον περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμο του 2007 ή του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου του 2007, όπως οι Νόμοι αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.

(5)(α) Εάν ο Έφορος, μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησής του, αποφασίσει να μην εγκρίνει την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, ενημερώνει εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο εργασίμων ημερών, και χωρίς να υπερβούν την περίοδο αξιολόγησης που αναφέρεται στο εδάφιο (2), εκθέτοντας τους λόγους της απόφασης αυτής:

Νοείται ότι, η δέουσα αιτιολόγηση της απόφασης μπορεί να δημοσιοποιείται κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή, ενώ ο Έφορος δύναται, ανεξάρτητα από αίτημα του υποψήφιου αγοραστή, να προβαίνει στη δημοσιοποίηση της άρνησης παραχώρησης έγκρισης.

(β) Η απόφαση του Εφόρου να μην εγκρίνει την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Γενικού Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 347 του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι η πιο πάνω απόφαση του Εφόρου δύναται να προσβληθεί απευθείας με προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

(γ) Η απορριπτική απόφαση του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο (β), δύναται να προσβληθεί με προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος:

Νοείται ότι, εκκρεμούσης της απόφασης του Γενικού Διευθυντή, ουδεμία προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος μπορεί να ασκηθεί.

(6) Εάν ο Έφορος δεν αντιταχθεί εγγράφως στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, εντός της περιόδου αξιολόγησης, τότε η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.

(7) Ο Έφορος, εφόσον εγκρίνει την απόκτηση ειδικής συμμετοχής δύναται να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνει την προθεσμία αυτή, εφόσον το κρίνει αναγκαίο.

(8) Ο Έφορος δεν δύναται να επιβάλλει απαιτήσεις για την κοινοποίηση και για την έγκριση άμεσης ή έμμεσης απόκτησης δικαιωμάτων ψήφου ή κεφαλαίου αυστηρότερες από τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο.

(9) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (3), οι υποψήφιοι αγοραστές οφείλουν να συμπεριλαμβάνουν στην κοινοποίησή τους τις πληροφορίες που καθορίζονται στο εδάφιο (4) του άρθρου 60 του παρόντος Νόμου, σύμφωνα με τα σχετικά ρυθμιστικά πρότυπα.

(10) Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται τα ρυθμιστικά σχετικά πρότυπα αναφορικά με τις προσαρμογές των κριτηρίων που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 60 και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα αναφορικά με τις διαδικασίες, μορφότυπους και υποδείγματα για τη διαδικασία διαβούλευσης μεταξύ των σχετικών εποπτικών αρχών όπως καθορίζεται στο άρθρο 61 του παρόντος Νόμου.

Αξιολόγηση

60. (1) Κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 58 και των πληροφοριών που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 59 του παρόντος Νόμου, ο Έφορος, προκειμένου να εξασφαλίσει την ορθή και συνετή διοίκηση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, αξιολογεί την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και την ορθότητα της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

(α) Τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή·

(β) τη φήμη και την πείρα οποιουδήποτε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής·

(γ) τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκούνται από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής·

(δ) την ικανότητα της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης να ανταποκρίνεται και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας δυνάμει του παρόντος Νόμου, και, ανάλογα με την περίπτωση, άλλων νόμων ή οδηγιών που εκδίδονται από τον Έφορο, και ιδίως, οδηγιών που ρυθμίζουν θέματα αναφορικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, ιδίως δε το κατά πόσον ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος, διαθέτει δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εποπτικών αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ τους∙

(ε) Το κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια των περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμων του 2007 έως 2014, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.

(2) Ο Έφορος δύναται να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι’ αυτό, με βάση τα κριτήρια του εδαφίου (1), ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις.

(3) Ο Έφορος δεν επιβάλλει εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί, ούτε επιτρέπεται να εξετάζει την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.

(4) Ο Έφορος γνωστοποιεί κατά τον καθορισμένο τύπο τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να του υποβάλλονται κατά την κοινοποίηση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 58 του παρόντος Νόμου, ο οποίος δεν μπορεί να περιλαμβάνει πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με την προληπτική αξιολόγηση και οι οποίες είναι ανάλογες και προσαρμοσμένες στη φύση του υποψηφίου αγοραστή και της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής.

(5) Παρά τις διατάξεις των εδαφίων (1) μέχρι (4) του άρθρου 59 του παρόντος Νόμου, εάν κοινοποιηθούν στον Έφορο δύο ή περισσότερες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στην ίδια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ο Έφορος αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αγοραστές αμερόληπτα.

Απόκτηση συμμετοχής από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που υπάγονται σε ρυθμιστικό πλαίσιο

61. (1) Ο Έφορος, κατά την αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής, διαβουλεύεται εκτενώς με τις οικείες εποπτικές αρχές άλλου κράτους μέλους, εφόσον ο υποψήφιος αγοραστής είναι:

(α) Πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, εταιρεία επενδύσεων (ΕΠΕΥ) ή εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια του περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου του 2012, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής∙

(β) η μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ΕΠΕΥ ή εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής· ή

(γ) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ΕΠΕΥ ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής.

(2) Σε περίπτωση που η εποπτική αρχή άλλου κράτους μέλους ζητά διαβούλευση αναφορικά με κοινοποίηση ειδικής συμμετοχής σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που υπάγεται στην εποπτεία της και ο υποψήφιος αγοραστής υπάγεται στην εποπτεία του Εφόρου ή στην χρηματοπιστωτική εποπτεία άλλης αρχής στη Δημοκρατία, ο Έφορος παρέχει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κάθε ουσιαστική ή σχετική πληροφορία για την αξιολόγηση της απόκτησης, διαβιβάζει, κατόπιν αιτήματος της άλλης εποπτικής αρχής κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιεί, με δική του πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες, επισημαίνοντας τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις του.

Ενημέρωση του Εφόρου από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις

62. (1) Οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που υπάγονται στην εποπτεία του Εφόρου, γνωστοποιούν στον Έφορο, μόλις ενημερωθούν σχετικά, τις αποκτήσεις ή εκποιήσεις συμμετοχών στο κεφάλαιό τους, οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν τα αντίστοιχα ποσοστά συμμετοχής πέραν των ποσοστών που αναφέρονται στο άρθρο 58 και στα εδάφια (1) έως (7) του άρθρου 59 του παρόντος Νόμου.

(2) Οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που υπάγονται στην εποπτεία του Εφόρου, γνωστοποιούν επίσης στον Έφορο, τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος, τα ονόματα των μετόχων ή μελών που κατέχουν ειδικές συμμετοχές, καθώς και το ύψος των συμμετοχών αυτών, όπως προκύπτουν, μεταξύ άλλων, από τα στοιχεία που συγκεντρώνονται κατά την ετήσια γενική συνέλευση των μετόχων ή μελών, ή από τις πληροφορίες που περιέρχονται σε γνώση τους δυνάμει των κανονιστικών διατάξεων που διέπουν τις εταιρείες των οποίων οι μετοχές έχουν εισαχθεί σε χρηματιστήριο.

Ειδικές συμμετοχές και εξουσίες του Εφόρου

63. (1) Εφόσον κατά την κρίση του Εφόρου, η επιρροή των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 58 του παρόντος Νόμου είναι δυνατόν να αποβεί σε βάρος της συνετής και ορθής διαχείρισης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, στην οποία επιδιώκεται απόκτηση ειδικής συμμετοχής ή αύξησή της, ο Έφορος λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για τερματισμό της κατάστασης αυτής, και για το σκοπό αυτό, ο Έφορος γνωστοποιεί στα επηρεαζόμενα πρόσωπα τις ειδικότερες ενέργειες ή παραλείψεις τους ή τις παράλληλες δραστηριότητές τους σε άλλους τομείς που κατά την κρίση του είναι δυνατό να αποβούν σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και, αφού ακούσει τις απόψεις τους, τους υποδεικνύει τη λήψη κατάλληλων διορθωτικών μέτρων εντός ορισμένης προθεσμίας.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία πραγματοποιείται ειδική συμμετοχή ή αυξάνεται υφιστάμενη ειδική συμμετοχή πάνω από τα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 58 του παρόντος Νόμου, είτε χωρίς να ανακοινωθεί εκ των προτέρων στον Έφορο, είτε χωρίς να εγκριθεί η πραγματοποίησή της, πέραν από οποιαδήποτε άλλα μέτρα που δυνατό να λαμβάνονται από τον Έφορο δυνάμει του εδαφίου (5), παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή αυτή.

(3) Ο Έφορος, με απόφασή του, δύναται να επιβάλλει στους κατόχους των ειδικών συμμετοχών που παραβιάζουν τις διατάξεις του παρόντος άρθρου περί ειδικής συμμετοχής, τις ακόλουθες κυρώσεις μεμονωμένα ή σωρευτικά-

(α) διοικητικό πρόστιμο μέχρι ποσοστού 10% της αξίας των μετοχών που μεταβιβάστηκαν, χωρίς να τηρηθούν οι διατάξεις των προηγούμενων άρθρων του παρόντος Τμήματος·

(β) αποκλεισμό των προσώπων αυτών από το Διοικητικό συμβούλιο της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και από οποιαδήποτε διευθυντική θέση στην εταιρεία αυτή για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, προκειμένου περί φυσικών προσώπων.

(4) Σε περίπτωση κατά την οποία παραλείπεται η ανακοίνωση στον Έφορο της αλλαγής της ταυτότητας φυσικού προσώπου, που ελέγχει νομικό πρόσωπο με ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική εταιρεία, αυτοδικαίως παύει να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή του νομικού προσώπου, στο δε φυσικό πρόσωπο ο Έφορος δύναται να επιβάλει την κύρωση που προβλέπεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (3).

(5) Σε περίπτωση κατά την οποία παραβιάζεται η υποχρέωση προς ανακοίνωση δυνάμει του παρόντος άρθρου, ο Έφορος δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο ύψους μέχρι ποσοστού 5% της αξίας των μετοχών που μεταβιβάστηκαν χωρίς προηγούμενη ανακοίνωση.

(6) Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης φυσικού ή νομικού προσώπου, που κατέχει άμεσα ή έμμεσα ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική επιχείρηση, με τις διατάξεις του εδαφίου (1), ο Έφορος δύναται να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για τον τερματισμό της δυσμενούς επιρροής που ασκούν τα πρόσωπα αυτά στη διαχείριση της εταιρείας και ειδικότερα–

(α) να διατάσσει την απομάκρυνσή τους από το διοικητικό συμβούλιο της ασφαλιστικής επιχείρησης και από οποιαδήποτε διευθυντική θέση σε αυτήν·

(β) να αναστέλλει, μέχρι να αρθούν οι συνθήκες που επέβαλαν τη λήψη των συγκεκριμένων μέτρων, την άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τις μετοχές που κατέχουν τα πρόσωπα αυτά·

(γ) να απαγορεύει οποιαδήποτε νέα συναλλαγή ασφαλιστικής επιχείρησης με τα πρόσωπα αυτά καθώς και να κηρύσσει ληξιπρόθεσμα και αμέσως απαιτητά τα δάνεια που έχουν λάβει όλα τα πιο πάνω πρόσωπα από την ασφαλιστική εταιρεία.

(7)(α) Οποιαδήποτε απόφαση του Εφόρου που λαμβάνεται δυνάμει του παρόντος άρθρου δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Γενικού Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 347 του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι η πιο πάνω απόφαση του Εφόρου δύναται να προσβληθεί απευθείας με προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

(β) Η απορριπτική απόφαση του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο (α), δύναται να προσβληθεί με προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος:

Νοείται ότι, εκκρεμούσης της απόφασης του Γενικού Διευθυντή, ουδεμία προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος μπορεί να ασκηθεί.

Δικαιώματα ψήφου

64. (1) Για τους σκοπούς του παρόντος Τμήματος, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου που καθορίζονται στα άρθρα 28 και 30 των περί των Προϋποθέσεων Διαφάνειας (Κινητές Αξίες προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά) Νόμων του 2007 έως (Αρ. 2) του 2014, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, καθώς και οι όροι για την άθροισή τους που προβλέπονται στο εδάφιο (4) του άρθρου 32 και στο εδάφιο (1) του άρθρου 34 των εν λόγω Νόμων.

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Τμήματος, δεν λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή οι μετοχές, τις οποίες τυχόν κατέχουν ΕΠΕΥ ή πιστωτικά ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή/και τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το σημείο 6 του Μέρους Ι του Τρίτου Παραρτήματος των περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμων του 2007 μέχρι 2014, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω δικαιώματα, αφενός, δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και, αφετέρου, εφόσον μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.