138. Όποιος καταστρέφει, ζημιώνει ή βεβηλώνει τόπο λατρείας ή αντικείμενο που θεωρείται ιερό από οποιαδήποτε τάξη προσώπων, με σκοπό ύβρισης με τέτοιο τρόπο της θρησκείας οποιασδήποτε τάξης προσώπων ή εν γνώσει του ότι τέτοιες πράξεις ενδέχεται να θεωρηθούν από ορισμένη τάξη προσώπων ως ύβριση της θρησκείας τους, είναι ένοχος πλημμελήματος.
139. Όποιος εκούσια διαταράσσει θρησκευτική συνάθροιση που συνήλθε νόμιμα για λατρεία ή τελετή, είναι ένοχος πλημμελήματος.
140. Κάθε πρόσωπο που έχει την πρόθεση να θίξει τα αισθήματα ή να υβρίσει τη θρησκεία οποιουδήποτε προσώπου, ή γνωρίζει ότι ενδέχεται να θιγούν τα αισθήματα ή να υβριστεί η θρησκεία οποιουδήποτε προσώπου, εισέρχεται παράνομα σε τόπο λατρείας ή σε τόπο ταφής ή σε τόπο προορισμένο για τη διενέργεια νεκρώσιμων τελετών ή για την τοποθέτηση των λειψάνων των νεκρών, ή όποιος επιδεικνύει ασέβεια στο λείψανο νεκρού ή παρενοχλεί πρόσωπα συναθροισμένα σε νεκρώσιμο τελετή, είναι ένοχος πλημμελήματος.
141. Όποιος ξεστομίζει λέξη ή δημιουργεί ήχο ώστε να ακούγεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή προβαίνει σε χειρονομία ενώπιον του ή τοποθετεί οποιοδήποτε αντικείμενο ενώπιον του, με την εσκεμμένη πρόθεση να θίξει τα θρησκευτικά αισθήματα τέτοιου προσώπου, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου.
142.-(1) Όποιος δημοσιεύει βιβλίο, φυλλάδιο, άρθρο ή επιστολή σε εφημερίδα ή περιοδικό, το οποίο εκλαμβάνεται από τάξη προσώπων ως δημόσια ύβριση της θρησκείας τους, με σκοπό να εξευτελίσει αυτή τη θρησκεία ή να σκανδαλίσει ή να εξυβρίσει αυτούς που πρεσβεύουν αυτή τη θρησκεία, είναι ένοχος πλημμελήματος.
(2) Ποινική δίωξη για ποινικό αδίκημα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου αυτού, δεν ασκείται παρά μόνο από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή με την έγκριση του.
143. Όποιος κατεδαφίζει, καταστρέφει, καταγκρεμίζει ή προξενεί ζημιά σε κτίριο ή μνημείο που προορίζεται για δημόσια χρήση ή για καλλωπισμό ή κόβει ή καταστρέφει ή προξενεί ζημιά σε δένδρα που είναι φυτευμένα σε δημόσιο χώρο, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει εκατό πενήντα λίρες ή σε φυλάκιση τριών μηνών.
144. Όποιος έρχεται σε παράνομη συνουσία διά κολπικής, πρωκτικής ή στοματικής διείσδυσης του πέους στο σώμα άλλου προσώπου, χωρίς τη συναίνεσή του ή με συναίνεση η οποία δόθηκε υπό το κράτος βίας, απειλής ή φόβου είναι ένοχος κακουργήματος που καλείται βιασμός και υπόκειται στην ποινή φυλάκισης διά βίου.
146. Όποιος αποπειράται βιασμό, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δέκα χρόνων.
146Α. Όποιος προβαίνει σε οποιαδήποτε κολπική, πρωκτική ή στοματική διείσδυση σεξουαλικής φύσεως στο σώμα άλλου προσώπου με οποιοδήποτε μέρος του σώματος ή αντικείμενο, χωρίς τη συναίνεσή του ή με συναίνεση η οποία δόθηκε υπό το κράτος βίας, απειλής ή φόβου είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
146Β. Όποιος αποπειράται σεξουαλική κακοποίηση διά διείσδυσης είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
146Γ. Όποιος εξαναγκάζει άλλον με τη χρήση βίας, απειλής ή φόβου σε διάπραξη βιασμού εναντίον τρίτου προσώπου είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
146Δ. Όποιος εξαναγκάζει άλλον με τη χρήση βίας, απειλής ή φόβου σε διάπραξη σεξουαλικής κακοποίησης διά διείσδυσης εναντίον τρίτου προσώπου είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
146Ε. Όποιος εξαναγκάζει άλλον με τη χρήση βίας, απειλής ή φόβου σε διάπραξη συνουσίας ή άλλων πράξεων σεξουαλικού χαρακτήρα είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη.
147. Όποιος έρχεται σε συνουσία με γυναίκα και είναι σε γνώση του ότι αυτή είναι εγγονή, θυγατέρα, αδελφή ή μητέρα του, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος της αιμομιξίας και υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων, ανεξάρτητα αν η συνουσία έγινε με ή χωρίς τη συναίνεση της παθούσας.
148. Όποιος με σκοπό το γάμο ή τη συνουσία με αυτό ή με άλλο απαγάγει ή κατακρατεί γυναίκα χωρίς τη θέληση της, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
149. Όποιος παράνομα αποχωρίζει νεαρή γυναίκα άγαμη, που έχει ηλικία κάτω των δεκαέξι χρονών, από την επίβλεψη ή την προστασία του πατέρα της ή της μητέρας της ή άλλου προσώπου που έχει τη νόμιμη φροντίδα ή μέριμνα τέτοιας νεαρής γυναίκας και εναντίον της θέλησης τους, είναι ένοχος πλημμελήματος.
150. Όποιος με τη χρήση εξαναγκασμού πείθει άλλο να παντρευτεί, παρά τη θέληση του, είναι ένοχος πλημμελήματος.
151. Όποιος παράνομα και άσεμνα επιτίθεται εναντίον γυναίκας, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια.
152. Όποιος παράνομα και άσεμνα επιτίθεται σε άντρα, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια.
153.-(1) Όποιος παράνομα έρχεται σε συνουσία με νεαρή γυναίκα που έχει ηλικία κάτω των δεκατριών χρόνων, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
(2) Όποιος αποπειράται να έρθει σε παράνομη συνουσία με νεαρή γυναίκα που έχει ηλικία κάτω των δεκατριών χρόνων, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων.
154. Όποιος παράνομα έρχεται σε συνουσία ή αποπειράται παράνομη συνουσία με νεαρή γυναίκα που έχει ηλικία δεκατριών ή άνω και κάτω των δεκαεπτά χρόνων, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια:
Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η συνουσία ή η απόπειρα διάπραξής της, δε θεωρείται παράνομη, και δε διαπράττεται αδίκημα κατά παράβαση του άρθρου, σε περίπτωση που κατά το χρόνο διάπραξης, νεαρή γυναίκα είναι παντρεμένη με τον άντρα που έρχεται ή αποπειράται να έρθει σε συνουσία μαζί της.
155. Όποιος, γνωρίζει ότι γυναίκα έχει νοητική ή/και ψυχική αναπηρία, έρχεται σε παράνομη συνουσία ή αποπειράται παράνομη συνουσία μαζί της κάτω από περιστάσεις που δεν ανάγονται σε βιασμό, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δεκατέσσερα χρόνια.
156.-(1)Όποιος ή όποια-
(α) διατηρεί, διευθύνει ή οπωσδήποτε συμμετέχει ή βοηθά στην διεύθυνση οίκου ανοχής ή
(β) είναι ενοικιαστής, μισθωτής, κάτοχος ή υπεύθυνος υποστατικού, σε γνώση του επιτρέπει να χρησιμοποιηθεί αυτό ή μέρος αυτού ως οίκος ανοχής ή για τη συστηματική άσκηση πορνείας ή
(γ) είναι ο εκμισθωτής ή ιδιοκτήτης ή αντιπρόσωπος του, εκμισθώνει οποιοδήποτε υποστατικό ή μέρος του σε γνώση του ότι αυτό δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως οίκος ανοχής ή συμμετέχει εκούσια στη συνεχή χρήση του ως οίκο ανοχής,
είναι ένοχος πλημμελήματος.
(2) (α) Σε καταδίκη του ενοικιαστού, μισθωτού ή του κατόχου υποστατικού για το ότι είναι σε γνώση του ότι επέτρεψε χρήση του υποστατικού ή μέρος αυτού, ως οίκο ανοχής, ο ιδιοκτήτης ή ο εκμισθωτής δικαιούται να απαιτήσει από τον καταδικασθέντα με αυτό τον τρόπο, να εκχωρήσει τη μίσθωση ή άλλη σύμβαση δυνάμει της οποίας κατέχει το υποστατικό που έχει αναφερθεί πιο πάνω, σε άλλο πρόσωπο με την έγκριση του ιδιοκτήτη ή του εκμισθωτή, μη μπορώντας αυτός να αρνηθεί να δώσει τέτοια έγκριση χωρίς βάσιμο λόγο για αυτό στην περίπτωση που ο καταδικασθείς ήθελε παραλείψει να προβεί εντός τριών μηνών στην εκχώρηση της μίσθωσης ή της σύμβασης σύμφωνα με τα πιο πάνω, ο ιδιοκτήτης ή ο εκμισθωτής δικαιούται να τερματίσει τέτοια μίσθωση ή σύμβαση, χωρίς όμως βλάβη των δικαιωμάτων ή των μέσων θεραπείας που αποκτήθηκαν από οποιοδήποτε συμβαλλόμενο μέρος πριν από τέτοιο τερματισμό. Αν ο ιδιοκτήτης ή ο εκμισθωτής ήθελε προβεί σύμφωνα με τα πιο πάνω σε τερματισμό της μίσθωσης ή άλλης σύμβασης ενοικίασης, το Δικαστήριο, το οποίο καταδίκασε τον ενοικιαστή, μισθωτή ή κάτοχο, έχει εξουσία να εκδώσει συνοπτικό διάταγμα για παράδοση κατοχής στον ιδιοκτήτη ή εκμισθωτή.
(β) αν ο ιδιοκτήτης ή ο εκμισθωτής όταν λάβει γνώση τέτοιας καταδίκης, παραλείψει να ασκήσει τα δικαιώματα του δυνάμει των προηγούμενων διατάξεων του εδαφίου αυτού, έπειτα όμως κατά τη διάρκεια της ισχύος της μίσθωσης ή της σύμβασης, διαπραχτεί και πάλι τέτοιο αδίκημα σε συνάφεια με το υποστατικό, ο ιδιοκτήτης ή ο εκμισθωτής θεωρείται ότι ήταν εν γνώσει του ότι παρείχε συνδρομή ή ότι παρακίνησε τη διάπραξη τέτοιου ποινικού αδικήματος, εκτός αν αποδείξει ότι πήρε κάθε εύλογο μέτρο για πρόληψη της επανάληψης του.
(γ) αν ο ιδιοκτήτης ή ο εκμισθωτής, αφού άσκησε τις χορηγούμενες σε αυτόν εξουσίες από το άρθρο αυτό, τερμάτισε τη μίσθωση ή άλλη σύμβαση, έπειτα όμως συνήψε νέα σύμβαση με τον ίδιο ή για όφελος του ιδίου προσώπου, χωρίς να μεριμνήσει να εισαχτεί σε αυτή κάθε εύλογη πρόνοια για πρόληψη της επανάληψης ποινικού αδικήματος όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω, αυτός θεωρείται ότι παρέλειψε να ασκήσει τα δικαιώματα του δυνάμει των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου αυτού, κάθε τέτοιο αδίκημα που διαπράχτηκε κατά τη διάρκεια της ισχύος μεταγενέστερης μίσθωσης ή σύμβασης, για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, θεωρείται ότι διαπράχτηκε κατά τη διάρκεια της ισχύος τέτοιας προηγούμενης.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, θεωρείται επίσης ως οίκος ανοχής, υποστατικό που χρησιμοποιείται από πρόσωπα για σεξουαλικές πράξεις ομοφυλοφιλίας υπό περιστάσεις συνεπεία των οποίων αν αυτό χρησιμοποιείτο για σεξουαλικές πράξεις ετεροφυλίας, θα θεωρείτο ως οίκος ανοχής για τους εν λόγω σκοπούς.
157. Όποιος-
(α) προάγει γυναίκα, που έχει ηλικία κάτω των είκοσι ενός χρόνων σε παράνομη σαρκική επαφή με ένα ή περισσότερα πρόσωπα, είτε στη Δημοκρατία είτε αλλού ή
(β) προάγει γυναίκα σε κοινή πορνεία, είτε στη Δημοκρατία είτε αλλού ή
(γ) προάγει γυναίκα να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία, με σκοπό να γίνει τρόφιμη σε οίκο ανοχής αλλού ή
(δ) προάγει γυναίκα να γίνει, για το σκοπό άσκησης πορνείας τρόφιμη σε οίκο ανοχής, στη Δημοκρατία ή αλλού,
είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη.
Νοείται ότι κανένας δεν καταδικάζεται για ποινικό αδίκημα δυνάμει του άρθρου αυτού βάσει της μαρτυρίας ενός μόνο μάρτυρα, εκτός αν τέτοια μαρτυρία ενισχύεται σε ουσιώδες σημείο της από άλλο ενοχοποιητικό αποδεικτικό στοιχείο για τον κατηγορούμενο.
158. Όποιος επιτρέπει σε παιδί ή νεαρό πρόσωπο ηλικίας τεσσάρων μέχρι δεκαέξι χρόνων το οποίο είναι υπό την επίβλεψη, μέριμνα ή φροντίδα του, να διαμένει ή να συχνάζει σε οίκο ανοχής, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τετρακόσιες πενήντα λίρες ή σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή και στις δύο αυτές ποινές.
159. Όποιος ή όποια-
(α) με απειλές ή με εκφοβισμό οποιουδήποτε είδους, προάγει γυναίκα σε παράνομη σαρκική επαφή με άντρα ή άντρα σε παράνομη σαρκική επαφή με άντρα, είτε στη Δημοκρατία είτε αλλού ή
(β) με ψευδείς παραστάσεις προάγει γυναίκα σε παράνομη σαρκική επαφή με άντρα ή άντρα σε παράνομη σαρκική επαφή με άντρα, είτε στη Δημοκρατία είτε αλλού ή
(γ) χορηγεί σε γυναίκα ή προκαλεί τη γυναίκα να πάρει οποιοδήποτε φάρμακο ή άλλο πράγμα με σκοπό να ναρκώσει τη γυναίκα ή να εξουδετερώσει τη δύναμη της για αντίσταση, ώστε να δοθεί η δυνατότητα σε άντρα, συγκεκριμένο ή όχι να έρθει σε παράνομη συνουσία με αυτή· ή
(δ) χορηγεί σε άντρα ή προκαλεί τον άντρα να πάρει οποιοδήποτε φάρμακο ή άλλο πράγμα με σκοπό να ναρκώσει τον άντρα ή να εξουδετερώσει τη δύναμή του για αντίσταση, ώστε να δοθεί η δυνατότητα σε άντρα, συγκεκριμένο ή μη να έρθει σε παράνομη συνουσία με αυτό,
είναι ένοχος πλημμελήματος:
Νοείται ότι, κανένας δεν καταδικάζεται για ποινικό αδίκημα δυνάμει του άρθρου αυτού βάσει της μαρτυρίας ενός μόνο μάρτυρα, εκτός αν η μαρτυρία αυτή ενισχύεται σε ουσιώδες σημείο της από άλλο ενοχοποιητικό αποδεικτικό στοιχείο για τον κατηγορούμενο.
160. Ο ιδιοκτήτης ή ο κάτοχος υποστατικού ή αυτός που έχει, συμμετέχει ή βοηθά στη διεύθυνση ή τον έλεγχο υποστατικού, ο οποίος υποκινεί ή σε γνώση του ανέχεται νεαρή γυναίκα, που έχει ηλικία κάτω των δεκατριών χρόνων, να καταφεύγει σε τέτοιο υποστατικό ή να παραμένει σε αυτό με σκοπό να έρθει σε παράνομη συνουσία οποιοσδήποτε άντρας με αυτή, είτε τέτοια συνουσία σκοπεύεται με συγκεκριμένο άντρα ή αόριστα, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων:
Νοείται ότι αποτελεί επαρκή υπεράσπιση σε κατηγορία που προσάχθηκε δυνάμει του άρθρου αυτού, αν αποδειχτεί στο Δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος είχε εύλογη αιτία να πιστεύει ότι η παθούσα ήταν ηλικίας δεκαέξι ή περισσότερων χρόνων.
161. Ο ιδιοκτήτης ή ο κάτοχος υποστατικού ή αυτός που έχει, συμμετέχει ή βοηθά στη διεύθυνση ή τον έλεγχο υποστατικού, ο οποίος υποκινεί ή σε γνώσει του ανέχεται νεαρή γυναίκα, που έχει ηλικία άνω των δεκατριών και κάτω των δεκαέξι χρόνων να καταφεύγει σε τέτοιο υποστατικό ή να παραμένει σε αυτό για το σκοπό να έρθει σε παράνομη συνουσία οποιοσδήποτε άντρας με αυτή, είτε τέτοια συνουσία σκοπεύεται με συγκεκριμένο άντρα ή αόριστα, είναι ένοχος πλημμελήματος:
Νοείται ότι αποτελεί επαρκή υπεράσπιση σε κατηγορία που προσάχτηκε δυνάμει του άρθρου αυτού, αν αποδειχτεί στο Δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος είχε εύλογη αιτία να πιστεύει ότι η παθούσα ήταν ηλικίας δεκαέξι χρόνων ή περισσότερων χρόνων.
162. Όποιος κατακρατεί γυναίκα χωρίς τη θέληση της-
(α) σε υποστατικό με σκοπό να έρθει σε παράνομη συνουσία με αυτή, οποιοσδήποτε άντρας, συγκεκριμένος ή όχι ή
(β) σε οίκο ανοχής,
είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια.
Είναι ένοχος παράνομης κατακράτησης γυναίκας όποιος με σκοπό εξαναγκασμού ή υποκίνησης γυναίκας που βρίσκεται σε οποιοδήποτε υποστατικό για το σκοπό παράνομης σαρκικής επαφής ή σε οίκο ανοχής, να παραμείνει σε τέτοιο υποστατικό ή οίκο ανοχής, κατακρατεί είδη ένδυσης ή άλλο περιουσιακό στοιχείο που ανήκει σε αυτή ή απειλεί ότι δυνατόν να πάρει δικαστικά μέτρα εναντίον της, αν αυτή αναχωρήσει παίρνοντας είδη ένδυσης που δανείστηκαν ή που δόθηκαν σε αυτή από τον ίδιο ή κατόπι οδηγιών του.
Κανένα δικαστικό μέτρο, αστικής ή ποινικής φύσης δεν λαμβάνεται εναντίον γυναίκας διότι πήρε μαζί της ή βρέθηκε να κατέχει είδος ένδυσης απαραίτητο για να μπορέσει να εγκαταλείψει τέτοιο υποστατικό ή οίκο ανοχής.
- ΚΕΦ.154
- 99(I)/1996
163. Ο δικαστής ο οποίος, κατόπι ένορκης καταγγελίας που γίνεται ενώπιον του από γονέα, συγγενή ή κηδεμόνα γυναίκας ή από οποιοδήποτε άλλο που ενεργεί κατά την κρίση του δικαστή με καλή πίστη για το συμφέρον της γυναίκας, ήθελε κρίνει ότι υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι η εν λόγω γυναίκα κατακρατείται από οποιοδήποτε παράνομα για ανήθικους σκοπούς σε οποιοδήποτε τόπο εντός της δικαιοδοσίας του, δύναται να εκδώσει ένταλμα που να εξουσιοδοτεί το κατονομαζόμενο πρόσωπο στο ένταλμα να διεξάγει έρευνες για ανεύρεση της και όταν ανευρεθεί αυτή, να τη μεταφέρει και να την κρατήσει σε ασφαλισμένο τόπο μέχρι να γίνει δυνατή η προσαγωγή της ενώπιον δικαστή, ο τελευταίος αυτός δύναται να μεριμνήσει για να παραδοθεί η παθούσα στους γονείς ή στους κηδεμόνες της ή να τύχει άλλης μεταχείρισης όπως οι περιστάσεις το επιτρέπουν ή απαιτούν.
Ο δικαστής που εκδίδει τέτοιο ένταλμα δύναται με το ίδιο ή άλλο ένταλμα να μεριμνήσει για τη σύλληψη προσώπου που κατηγορείται για την παράνομη κατακράτηση γυναίκας και την προσαγωγή του ενώπιον δικαστή, καθώς και για τη λήψη δικαστικών μέτρων για την τιμωρία του σύμφωνα με το νόμο.
Η κατακράτηση γυναίκας θεωρείται ότι ενεργήθηκε παράνομα για ανήθικους σκοπούς αν αυτή ενεργήθηκε για το σκοπό να έρθει σε παράνομη συνουσία με αυτή, οποιοσδήποτε άντρας, συγκεκριμένος ή όχι, και-
(α) η παθούσα έχει ηλικία κάτω των δεκαέξι χρόνων ή
(β) προκειμένου για νεαρή γυναίκα που έχει ηλικία δεκαέξι χρόνων ή άνω, και κάτω των δεκαοκτώ χρόνων, εφόσον η παθούσα κατακρατείται χωρίς τη θέληση της ή χωρίς τη θέληση του πατέρα ή της μητέρας ή άλλου που έχει τη νόμιμη φροντίδα ή τη μέριμνα της ή
(γ) αν αυτή έχει ηλικία δεκαοκτώ χρόνων ή άνω και κατακρατείται με αυτό τον τρόπο χωρίς τη θέληση της.
Ο εξουσιοδοτημένος με ένταλμα που εκδόθηκε δυνάμει του παρόντος άρθρου, στη διεξαγωγή έρευνας για ανεύρεση γυναίκας που κατακρατείται όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, δύναται να εισέλθει (σε περίπτωση ανάγκης με τη βία) στην αναφερόμενη κατοικία στο ένταλμα, κτίριο ή άλλο τόπο και να απομακρύνει από αυτό την παθούσα:
Νοείται πάντοτε ότι κάθε ένταλμα που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου αυτού το οποίο εξουσιοδοτεί τη διεξαγωγή έρευνας για ανεύρεση γυναίκας σε οποιαδήποτε κατοικία, κτίριο ή άλλο τόπο απευθύνεται σε όργανο της τάξης και εκτελείται από τέτοιο όργανο.
164.-(1) Όποιος ή όποια που-
(α) εν γνώσει του ζει εξ' ολοκλήρου ή μερικώς από κέρδη πορνείας, που ασκείται μεταξύ προσώπων είτε του ιδίου ή διαφορετικού φύλου·
(β) επιδίδεται σε άγρα πελατών είτε του ιδίου είτε άλλου φύλου σε δημόσιο χώρο επίμονα ή παρενοχλεί φορτικά για ανήθικους σκοπούς, οποιοδήποτε πρόσωπο, είτε του ίδιου είτε του άλλου φύλου,
είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη.
(2) Ο δικαστής ο οποίος κατόπι ένορκης καταγγελίας, ήθελε κρίνει ότι υπάρχει λόγος για υποψία ότι κατοικία ή μέρος κατοικίας χρησιμοποιείται από γυναίκα ή άντρα για την άσκηση πορνείας σε αυτή και ότι πρόσωπο το οποίο διαμένει ή συχνάζει σε αυτή την κατοικία ζει εξολοκλήρου ή μερικώς από τα κέρδη άσκησης πορνείας από την εν λόγω γυναίκα ή τον εν λόγω άντρα δύναται να εκδώσει διάταγμα που να εξουσιοδοτεί οποιοδήποτε όργανο τήρησης της τάξης να εισέλθει και να ερευνήσει την κατοικία και να συλλάβει το πιο πάνω αναφερόμενο πρόσωπο.
(3) Εφόσον ήθελε αποδειχτεί ότι κάποιο πρόσωπο συζούσε με πόρνη ή ότι συστηματικά συναναστρέφεται με πόρνη ή ότι ασκούσε έλεγχο στις κινήσεις ή καθωδηγούσε ή επηρέαζε τις κινήσεις πόρνης, με τέτοιο τρόπο που φανερώνει ότι το πρόσωπο αυτό, άντρας ή γυναίκα, παρέχει συνδρομή, παρακινεί ή εξαναγκάζει την άσκηση πορνείας από πόρνη με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή γενικά αυτός ή αυτή θεωρείται ότι γνωρίζει ότι ζει από τα κέρδη πορνείας εκτός αν ικανοποιήσει το Δικαστήριο για το αντίθετο.
- ΚΕΦ.154
- 99(I)/1996
- 145(I)/2002
165. Η γυναίκα η οποία ήθελε αποδειχτεί ότι, για το σκοπό κέρδους, ασκούσε έλεγχο στις κινήσεις, καθοδηγούσε ή επηρέαζε τις κινήσεις πόρνης, με τέτοιο τρόπο που φανερώνει ότι αυτή παρείχε συνδρομή παρακινούσε ή εξανάγκαζε την άσκηση πορνείας από την άλλη γυναίκα με οποιοδήποτε πρόσωπο ή γενικά, είναι ένοχη πλημμελήματος.
166. Όποιος συνωμοτεί με άλλο για να υποκινήσει γυναίκα ή άντρα να επιτρέψει σε οποιοδήποτε πρόσωπο να έρθει σε παράνομη συνουσία με αυτή ή αυτόν, με ψευδείς παραστάσεις ή με άλλα δόλια μέσα, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
167. Όποιος, με σκοπό να επιφέρει αποβολή σε οποιαδήποτε γυναίκα, που κυοφορεί ή όχι, χορηγεί παράνομα σε αυτή ή προκαλεί ώστε αυτή να πάρει δηλητήριο ή άλλο επιβλαβές πράγμα ή χρησιμοποιεί βία οποιουδήποτε είδους, ή οποιουδήποτε άλλου μέσου, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων.
168. Γυναίκα που κυοφορεί ή όχι, η οποία με σκοπό να επιφέρει αποβολή στον εαυτό της, παίρνει παράνομα δηλητήριο ή άλλο επιβλαβές πράγμα, ή χρησιμοποιεί βία οποιουδήποτε είδους ή οποιουδήποτε άλλου μέσου ή επιτρέπει να χορηγηθεί σε αυτή ή να χρησιμοποιηθεί πάνω της ο,τιδήποτε από τα αναφερόμενα πιο πάνω, είναι ένοχη κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
169. Όποιος εφοδιάζει παράνομα ή προμηθεύει ο,τιδήποτε σε άλλο, ο οποίος γνωρίζει ότι αυτό σκοπεύεται να χρησιμοποιηθεί παράνομα για να επιφέρει αποβολή σε γυναίκα που κυοφορεί ή όχι, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
169Α. (1) Παρά τις διατάξεις των άρθρων 167, 168 και 169, κανένα πρόσωπο δεν θα θεωρείται ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται από αυτά, όταν η εγκυμοσύνη τερματίζεται με τη συναίνεση της εγκύου από ιατρό μαιευτήρα-γυναικολόγο με τη συμμετοχή αναισθησιολόγου, όλων εγγεγραμμένων σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου, σε οργανωμένη νοσηλευτική μονάδα και εφόσον συντρέχει μια από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Δεν έχουν συμπληρωθεί δώδεκα (12) εβδομάδες εγκυμοσύνης·
(β) η εγκυμοσύνη είναι αποτέλεσμα βιασμού, σεξουαλικής κακοποίησης ενήλικης ή ανήλικης ή σεξουαλικής κακοποίησης γυναίκας με νοητική αναπηρία ή αιμομιξίας και εφόσον δεν έχουν συμπληρωθεί δεκαεννέα (19) εβδομάδες εγκυμοσύνης και νοουμένου ότι δηλώσει ενυπόγραφα ενώπιον του ιατρού ότι η εγκυμοσύνη είναι αποτέλεσμα βιασμού, σεξουαλικής κακοποίησης ή αιμομιξίας:
(γ) κατόπιν γνωμοδότησης αρμόδιου ιατρού εγγεγραμμένου με βάση τις διατάξεις του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου σύμφωνα με την οποία παρουσιάζονται, με σύγχρονα μέσα προγεννητικής διάγνωσης, ενδείξεις ανωμαλίας του εμβρύου που επάγονται τη γέννηση νεογνού με παθολογικά προβλήματα·
(δ) κατόπιν γνωμοδότησης αρμόδιου ιατρού εγγεγραμμένου σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου ότι υπάρχει αναπότρεπτος κίνδυνος για τη ζωή της εγκύου ή κίνδυνος σοβαρής βλάβης της σωματικής ή ψυχικής υγείας αυτής:
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο όρος “ανήλικη” έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο “παιδί”, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 της Σύμβασης περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού των Ηνωμένων Εθνών, η οποία κυρώθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία με τον περί της Σύμβασης περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Κυρωτικό) Νόμο.
169Β. Πρόσωπο το οποίο δημόσια ή με την κυκλοφορία εγγράφων, εικόνων ή παραστάσεων αναγγέλλει ή διαφημίζει, έστω και συγκαλυμμένα, φάρμακα ή άλλα αντικείμενα ή τρόπους ως κατάλληλους να προκαλέσουν τεχνητό τερματισμό της εγκυμοσύνης ή με τον ίδιο τρόπο προσφέρει υπηρεσίες δικές του ή άλλου για την εκτέλεση ή την υποβοήθηση τεχνητού τερματισμού της εγκυμοσύνης είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης μέχρι δύο έτη:
170. Εκτός αν διαφορετικά ορίζεται ρητά, στην περίπτωση ποινικών αδικημάτων που διαπράχτηκαν σε σχέση με γυναίκα ή κορίτσι που έχει ηλικία κατώτερη από την ορισμένη, είναι αδιάφορο ότι ο κατηγορούμενος δεν εγνώριζε ότι η γυναίκα ή κορίτσι ήταν κάτω από την ηλικία εκείνη ή ότι επίστευε ότι δεν ήταν κάτω από εκείνη την ηλικία.
171.—(1) Η διάπραξη, ή η απόπειρα διάπραξης συνουσίας μεταξύ αντρών, συνιστά πλημμέλημα, εφόσον ένα από τα πρόσωπα είναι ηλικίας κάτω των δεκαεπτά χρόνων.
(2) Όποιος διαπράττει αδίκημα κατά παράβαση του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια.
- ΚΕΦ.154
- 40(I)/1998
- 77(I)/2000
- 145(I)/2002
172. Όποιος διά βίας έρχεται σε συνουσία με άλλον είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων ετών.
- ΚΕΦ.154
- 40(I)/1998
- 77(I)/2000
173.-Όποιος αποπειράται να διαπράξει το αδίκημα που καθορίζεται στο άρθρο 172 είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά ετών.
- ΚΕΦ.154
- 40(I)/1998
- 77(I)/2000
- 145(I)/2002
174.—(1) Όποιος διά βίας ή μη, έρχεται σε συνουσία με νεαρό άντρα που έχει ηλικία κάτω των δεκατριών χρόνων, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
(2) Όποιος αποπειράται να διαπράξει αδίκημα κατά παράβαση του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης δεκατεσσάρων χρόνων.
(3) Όποιος, γνωρίζοντας ότι άλλος άντρας είναι άτομο με νοητική ή/και ψυχική αναπηρία, έρχεται ή αποπειράται να έλθει σε παράνομη συνουσία μαζί του κάτω από περιστάσεις που δε συνιστούν αδίκημα κατά παράβαση του άρθρου 172, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δεκατέσσερα χρόνια.
- ΚΕΦ.154
- 40(I)/1998
- 77(I)/2000
- 145(I)/2002
- 72(I)/2017
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- ΚΕΦ.154
- 145(I)/2002
175. Όποιος έρχεται σε συνουσία με ζώο, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
176. Όποιος διενεργεί δημόσια άσεμνη πράξη, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων.
177.-(1) Όποιος σε δημόσιο τόπο προβάλλει κάποιο ανήθικο θέαμα ή παράσταση, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Κανένας δεν καταδικάζεται για ποινικό αδίκημα που διαπράχτηκε κατά παράβαση του εδαφίου (1), αν αποδείξει ότι το θέαμα ή η παράσταση για την οποία προσάπτεται κατηγορία έγινε ή εκτελέστηκε για δημόσιο συμφέρον.
178. Όποιος εσκεμμένα και με δόλο προκαλεί σε γυναίκα που δεν είναι νόμιμα παντρεμένη μαζί του την πίστη, ότι αυτή είναι νόμιμα παντρεμένη μαζί του και υπό το κράτος τέτοιας πίστης να συζεί ή να έρχεται σε συνουσία μαζί του, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δέκα χρόνων.
179. Σύζυγος ο οποίος ενώ ζει ο άλλος σύζυγος, κάνει γάμο στη Δημοκρατία ή σε οποιανδήποτε άλλη χώρα, ο οποίος είναι άκυρος για το λόγο ότι έγινε ενώ ζούσε ο άλλος από τους συζύγους, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων:
Νοείται ότι αποτελεί επαρκή υπεράσπιση σε κατηγορία που έχει προσαχθεί δυνάμει του άρθρου αυτού η απόδειξη-
(α) ότι ο προηγούμενος γάμος κηρύχτηκε άκυρος από αρμόδιο Δικαστήριο ή αρμόδια εκκλησιαστική αρχή ή
(β) η συνεχής απουσία του προηγούμενου συζύγου κατά το χρόνο που γίνεται ο μεταγενέστερος γάμος, για περίοδο επτά αμέσως προηγούμενων χρόνων, χωρίς γνώση ή πληροφορία ότι ο προηγούμενος σύζυγος ζούσε κατά την πιο πάνω αναφερόμενη περίοδο ή
(γ) το δίκαιο που διέπει τον προσωπικό θεσμό του, επιτρέπει την πολυγαμία.
- ΚΕΦ.154
- 169(I)/2000
180. Όποιος ανέντιμα ή με δόλιο σκοπό υποβάλει τον εαυτό του σε τελετή γάμου, ενώ γνωρίζει ότι η τελετή αυτή δεν τον καθιστά νόμιμα παντρεμένο, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.
181. Όποιος παράνομα εγκαταλείπει ή εκθέτει παιδί που έχει ηλικία κάτω των δύο χρόνων, ώστε η ζωή του να τεθεί σε κίνδυνο ή η υγεία του να βλαφτεί ή ενδέχεται να βλαφτεί μόνιμα, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.
182. Αυτός που έχει ηλικία άνω των δεκαεπτά χρόνων και έχει επαρκείς πόρους, ο οποίος εσκεμμένα παραμελεί ή αρνείται να δίνει επαρκή τροφή, ιματισμό, ιατρική περίθαλψη ή στέγη σε οποιοδήποτε από τους γονείς του, που αδυνατεί να μεριμνήσει για τον εαυτό του λόγω πνευματικής ή σωματικής αδυναμίας ή προχωρημένης ηλικίας, είναι ένοχος πλημμελήματος.
(2) Σε περίπτωση καταδίκης προσώπου δυνάμει του άρθρου αυτού το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα που να προβλέπει ότι οποιαδήποτε περιουσία εγγεγραμμένη στο όνομα του καταδικασθέντος ή που κατέχεται από αυτό, η οποία δυνατόν να προέρχεται από δωρεά που έγινε από το γονέα του, θα επαναμεταβιβαστεί ή θα επαναπαραδοθεί στο γονέα, το διάταγμα που εκδίδεται με αυτό τον τρόπο συνιστά επαρκή εξουσιοδότηση για το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας του Υπουργείου Εσωτερικών να προβεί σε κάθε αναγκαία τροποποίηση της σχετικής εγγραφής, νοουμένου ότι δεν θα επηρεαστούν δυσμενώς δικαιώματα τρίτων.
183.-(1) Το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου καταδικάζεται κάποιος για ποινικό αδίκημα δυνάμει του άρθρου 182, δύναται, αντί οποιασδήποτε άλλης ποινής, να εκδώσει διάταγμα (στο εξής θα αναφέρεται στο άρθρο αυτό ως “διάταγμα διατροφής”) που επιβάλλει υποχρέωση στον καταδικασθέντα για διατροφή του γονέα του το διάταγμα διατροφής δύναται να περιλαμβάνει πρόνοια ότι ο καταδικασθείς οφείλει να καταβάλλει στο γονέα, ή σε υπάλληλο του Δικαστηρίου ή σε άλλο πρόσωπο για χρήση του γονέα τέτοιο εβδομαδιαίο ποσό, που να μην υπερβαίνει τις τρεις λίρες, το οποίο το Δικαστήριο ήθελε κρίνει εύλογο, λαμβανομένων υπόψη των πόρων του καταδικασθέντος.
(2) Το Δικαστήριο δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να τροποποιεί, μεταβάλλει, αναστέλλει ή να ακυρώνει το διάταγμα διατροφής, με την αίτηση κάθε ενδιαφερόμενου, να προβαίνει κάθε φορά στη μείωση ή την αύξηση ή του ποσού που πρέπει να καταβάλλεται κάθε εβδομάδα, αλλά ούτως ώστε σε κάθε περίπτωση, να μην υπερβαίνει αυτό τις τρεις λίρες.
(3) Αν κάποιο πρόσωπο χωρίς βάσιμη αιτία, παραλείψει να συμμορφωθεί σε πρόνοια διατάγματος διατροφής με εβδομαδιαίες πληρωμές, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει την είσπραξη των καθυστερημένων πληρωμών σύμφωνα και τηρουμένων των περί εισπράξεως προστίμου διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή οποιουδήποτε νόμου που τροποποιεί ή τον αντικαθιστά περιλαμβανομένης και της εξουσίας για φυλάκιση του υπαίτιου, αντί της έκδοσης εντάλματος εκτέλεσης νοείται ότι δεν δύναται να εκδοθεί διάταγμα για την είσπραξη καθυστερημένων πληρωμών οι οποίες έπρεπε να καταβληθούν πριν από έξι μήνες προηγουμένως από την έκδοση του διατάγματος.
(4) Εκτός εάν το Δικαστήριο ορίσει διαφορετικά, το ένταλμα εκτέλεσης ή φυλάκισης που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (3) του άρθρου αυτού, καθόλου δεν επηρεάζει την ισχύ και το αποτέλεσμα του διατάγματος διατροφής.
184. Όποιος είναι σύμφωνα με το νόμο υποχρεωμένος να παρέχει την αναγκαία διατροφή, ιματισμό ή στέγη σε μαθητευόμενο ή υπηρέτη του, εσκεμμένα και χωρίς νόμιμη δικαιολογία αρνείται ή παραμελεί να παρέχει αυτά ή παράνομα και κακόβουλα προξενεί ή βοηθά να προξενηθεί σωματική βλάβη στο μαθητευόμενο ή υπηρέτη του, ώστε η ζωή του να τεθεί σε κίνδυνο ή η υγεία του να βλαφτεί ή ενδέχεται να βλαφτεί μόνιμα, είναι ένοχος πλημμελήματος.
185. Όποιος με σκοπό αποστέρησης του γονέα, κηδεμόνα ή άλλου που έχει τη νόμιμη φροντίδα ή μέριμνα παιδιού που έχει ηλικία κάτω των δεκατεσσάρων χρόνων, από την κατοχή τέτοιου παιδιού-
(α) με βία ή με δόλο απομακρύνει ή παρασύρει να τον ακολουθήσει ή κατακρατεί το παιδί ή
(β) ενώ γνωρίζει τα πιο πάνω, αποδέχεται ή παρέχει άσυλο σε παιδί,
είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
Αποτελεί υπεράσπιση σε κατηγορία για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα που ορίζεται στο άρθρο αυτό η απόδειξη ότι το κατηγορούμενο πρόσωπο διεκδικούσε με καλή πίστη δικαίωμα κατοχής του παιδιού ή προκειμένου για εξώγαμο τέκνο, ότι είναι η μητέρα του ή ότι διεκδικούσε την πατρότητα του παιδιού.
186. Όποιος διενεργεί πράξη που δεν είναι εξουσιοδοτημένη από το νόμο ή παραλείπει να εκτελέσει καθήκον που επιβάλλεται από το νόμο και συνέπεια αυτού προκαλεί οποιαδήποτε κοινή βλάβη ή κίνδυνο ή ενόχληση ή παρεμποδίζει ή προκαλεί ενόχληση στο κοινό κατά την άσκηση κοινών δικαιωμάτων, διενεργεί πλημμέλημα, το οποίο καλείται κοινή οχληρία και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου.
Είναι αδιάφορο ότι η πράξη ή παράλειψη για την οποία πρόκειται, διευκολύνει μεγαλύτερο μέρος του κοινού παρά το ενοχλημένο από αυτή, το γεγονός όμως ότι διευκολύνει τη νόμιμη άσκηση των δικαιωμάτων μέρους του κοινού είναι δυνατόν να φανερώνει ότι τέτοια πράξη ή παράλειψη δεν είναι οχληρία για οποιοδήποτε μέρος του κοινού.
186Α. Ο συμπεριφερόμενος σε δημόσιο χώρο κατά τρόπο που προκαλεί διασάλευση της ειρήνης είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός μηνός ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εβδομήντα πέντε λίρες ή και στις δύο ποινές.
187.-(1) Κανένας δεν χρησιμοποιεί ή θέτει σε λειτουργία ή προκαλεί ή επιτρέπει τη χρήση από άλλο ή τη λειτουργία τηλεβόα, μεγαφώνου, ενισχυτή ήχου ή άλλου οργάνου που αυτόματα, μηχανικά ή ηλεκτρικά ενισχύει ή μεταδίδει ενισχυμένο ήχο-
(α) σε δημόσιο χώρο ή
(β) σε οποιοδήποτε άλλο χώρο με τέτοιο τρόπο ή κάτω από περιστάσεις ώστε ο ενισχυμένος ήχος με αυτό τον τρόπο, να προκαλεί οχληρία σε οποιοδήποτε δημόσιο ή άλλο χώρο,
παρά μόνο δυνάμει άδειας που εκδίδεται από τον Έπαρχο ή από πρόσωπο που εξουσιοδοτεί ο Έπαρχος για αυτό, και σύμφωνα με τους τυχόν συνημμένους όρους σε τέτοια άδεια:
Νοείται ότι δεν απαιτείται άδεια για τη χρήση ή τη λειτουργία-
(α) τηλεβόα, μεγαφώνου ή ενισχυτή ήχου τοποθετημένου εντός εκκλησίας ή τεμένους αποκλειστικά και μόνο για το σκοπό αναμετάδοσης θρησκευτικής λειτουργίας ή τελετής, που γίνεται σύμφωνα με τους καθιερωμένους θρησκευτικούς τύπους τέτοιας εκκλησίας ή τεμένους, εφόσον ο ενισχυμένος ήχος με αυτό τον τρόπο δε δύναται να ακουστεί σε οποιοδήποτε άλλο δημόσιο χώρο
(β) οργάνου που χρησιμοποιείται ή που λειτουργεί αποκλειστικά για την προβολή κινηματογραφικής ταινίας σε οποιοδήποτε χώρο ή υποστατικό που έχει άδεια για αυτό, εφόσον ο ενισχυμένος ήχος με αυτό τον τρόπο δε δύναται να ακουστεί σε οποιοδήποτε άλλο δημόσιο χώρο:
Νοείται περαιτέρω ότι, το παρóν εδάφιο δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση εκπομπής ήχου από κέντρα αναψυχής που εμπίπτουν στις διατάξεις του περί Κέντρων Αναψυχής (Άδειες Εκπομπής Ήχου) Νόμου του 2007.
(2) Όποιος διενεργεί κατά παράβαση του εδαφίου (1) ή όρου που αναφέρεται σε άδεια που εκδόθηκε δυνάμει αυτού, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση έξι μηνών ή και στις δύο ποινές, το δε Δικαστήριο που εκδικάζει τέτοιο ποινικό αδίκημα δύναται να διατάξει κατάσχεση εκείνου του οργάνου που αφορούσε το ποινικό αδίκημα που διαπράχτηκε ή στέρηση της άδειας που προβλέπεται στο εδάφιο (1) για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα:
Νοείται ότι, σε περίπτωση προηγούμενης καταδίκης ιδιοκτήτη κέντρου αναψυχής για το ίδιο αδίκημα, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει στέρηση της εν λόγω άδειας για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες.
(3) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν υποκαθιστούν τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή διοικητικής πράξης που αφορούν τη χρήση ή τη λειτουργία των αναφερόμενων οργάνων σε αυτές, αλλά εφαρμόζονται επιπρόσθετα με αυτές όμως με τέτοιο τρόπο ώστε κανένας δεν τιμωρείται δύο φορές βάσει των ίδιων γεγονότων.
(4) Όταν υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε δημόσιο χώρο διαπράττεται το ποινικό αδίκημα που προνοείται από το εδάφιο (1) του άρθρου αυτού, κάθε αστυνομικός μπορεί-
(α) να εισέλθει στο δημόσιο χώρο και να ζητήσει από τον ιδιοκτήτη ή τον έχοντα την ευθύνη του χώρου τούτου την άμεση συμμόρφωση προς τις πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού και
(β) σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του ιδιοκτήτη ή του έχοντα την ευθύνη του δημοσίου χώρου σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου αυτού, να εισέλθει και να επιδώσει στον ιδιοκτήτη ή τον έχοντα την ευθύνη του χώρου τούτου γραπτή ειδοποίηση σύμφωνα με τον τύπο που καθορίζεται στο Παράρτημα Α του Νόμου αυτού και
(γ) σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τη γραπτή προειδοποίηση που προνοείται από την παράγραφο (β) του εδαφίου αυτού, να εισέλθει και ερευνήσει το χώρο αυτό, χωρίς ένταλμα έρευνας και παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου.
(5) Οποιοδήποτε όργανο, από τα αναφερόμενα στο εδάφιο (1) του άρθρου αυτού για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παράσχει απόδειξη σχετικά με τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος που προνοείται από το εδάφιο (1) του άρθρου αυτού, μπορεί να κατασχεθεί και να μεταφερθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και να τύχει μεταχείρισης με τον ίδιο τρόπο που θα τύγχανε, αν ήταν πράγμα που κατασχέθηκε κατά τη διάρκεια έρευνας δυνάμει εντάλματος.
(6) Για οποιοδήποτε μεταγενέστερο αδίκημα το οποίο διαπράττεται δυνάμει του εδαφίου (1) μέσα σε διάστημα εικοσιτεσσάρων ωρών από την ημερομηνία επίδοσης γραπτής ειδοποίησης δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (4), ισχύουν οι διατάξεις της παραγράφου (γ) του εδαφίου (4), χωρίς να χρειάζεται η επίδοση δεύτερης ειδοποίησης.
- ΚΕΦ.154
- 3(I)/1996
- 45(I)/1998
- 126(I)/2007
- 43(Ι)/2016
188. Τα πιο κάτω πρόσωπα, δηλαδή-
(α) η κοινή πόρνη η συμπεριφερόμενη με αταξία ή άσεμνα σε δημόσιο χώρο
(β) ο περιπλανώμενος ή αυτός που εγκαθίσταται σε δημόσιο χώρο για να ζητιανεύει ή για να μαζεύει ελεημοσύνη ή αυτός που προκαλεί ή που παρακινεί ή που ενθαρρύνει παιδί ή παιδιά να ενεργούν με τον τρόπο αυτό
(γ) άντρας που επιδιώκει να πάρει πελάτες ή που παρενοχλεί φορτικά για ανήθικους σκοπούς σε δημόσιο χώρο
(δ) χωρίς νόμιμη δικαιολογία διενεργεί άσεμνη πράξη σε δημόσιο χώρο,
θεωρούνται ως πρόσωπα οκνηρά και ζουν ακατάστατη ζωή, υπόκεινται σε φυλάκιση ενός μηνός ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εβδομήντα πέντε λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
188Α.-(1) Πρόσωπο το οποίο σε οποιοδήποτε δημόσιο χώρο, περιλαμβανομένων των μεταφορικών μέσων δημόσιας χρήσης, με οποιοδήποτε τρόπο, μέθοδο ή μέσο, περιλαμβανομένης της προσφοράς ανταλλάγματος σε είδος, παροτρύνει και παρενοχλεί άλλο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων να αποδεχθεί ή να απορρίψει ταξιδιωτική ή μεταφορική υπηρεσία, υπηρεσία εστίασης ή ψυχαγωγίας ή τουριστικού καταλύματος, προϊόντα εμπορικού καταστήματος ή άλλες υπηρεσίες εμπορικής φύσεως, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000) ή και στις δύο αυτές ποινές:
(2) Πρόσωπο για λογαριασμό ή προς όφελος του οποίου άλλο πρόσωπο σε οποιοδήποτε δημόσιο χώρο, περιλαμβανομένων των μεταφορικών μέσων δημόσιας χρήσης, με οποιοδήποτε τρόπο, μέθοδο ή μέσο, περιλαμβανομένης της προσφοράς ανταλλάγματος σε είδος, παροτρύνει και παρενοχλεί άλλο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων να αποδεχθεί ή να απορρίψει ταξιδιωτική ή μεταφορική υπηρεσία, υπηρεσία εστίασης ή ψυχαγωγίας ή τουριστικού καταλύματος, προϊόντα εμπορικού καταστήματος ή άλλες υπηρεσίες εμπορικής φύσεως, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(3) Σε περίπτωση μεταγενέστερης καταδίκης του ιδίου προσώπου για αδίκημα δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2), μέσα σε περίοδο δύο (2) ετών από την προηγούμενη καταδίκη, το αδίκημα τιμωρείται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(4) Επιπρόσθετα οποιασδήποτε ποινής που επιβάλλεται δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1), (2) και (3), το Δικαστήριο δύναται επί τη καταδίκη οποιουδήποτε προσώπου για αδίκημα δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2) να διατάξει τη διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης προς όφελος της οποίας διαπράχθηκε το αδίκημα, για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες.
(5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο όρος «επιχείρηση» σημαίνει ταξιδιωτική ή μεταφορική υπηρεσία, υπηρεσία εστίασης ή ψυχαγωγίας, τουριστικό κατάλυμα, εμπορικό κατάστημα ή άλλες υπηρεσίες εμπορικής φύσεως.
189. Τα πιο κάτω πρόσωπα, δηλαδή-
(α) ο καταδικασθείς για δεύτερη φορά για αδίκημα δυνάμει του άρθρου 188
(β) ο περιπλανώμενος και με την επίδειξη πληγών ή παραμόρφωσης του που προσπαθεί να πάρει ή να μαζεύει ελεημοσύνη
(γ) ο περιφερόμενος συλλέγοντας ή εισπράττοντας ελεημοσύνη, ή προσπαθεί με ψευδείς ή δόλιες παραστάσεις να προκαλέσει την καταβολή οποιασδήποτε φύσης ή είδους αγαθοεργών εισφορών
(δ) κάθε ύποπτο πρόσωπο ή που έχει τη φήμη κλέφτη ο οποίος δεν έχει εμφανείς πόρους συντήρησης αδυνατεί δε να δίνει επαρκείς εξηγήσεις για τον εαυτό του
(ε) αυτός που ανευρίσκεται περιπλανώμενος εντός, ή κοντά σε υποστατικό ή σε οδό ή οδική αρτηρία ή σε οποιοδήποτε χώρο παρακείμενο σε αυτή ή σε δημόσιο χώρο, σε χρόνο και κάτω υπό τέτοιες περιστάσεις, ώστε να συμπεραίνεται ότι η παρουσία του εκεί οφείλεται σε παράνομο ή ταραχοποιό σκοπό,
θεωρούνται ως αλήτες και περιπλανώμενοι, είναι δε ένοχοι πλημμελήματος και υπόκεινται σε πρώτη καταδίκη σε φυλάκιση τριών μηνών, σε κάθε δε μεταγενέστερη καταδίκη σε φυλάκιση ενός χρόνου.
190. Όποιος παράνομα ή από αμέλεια διενεργεί πράξη, η οποία ενδέχεται και την οποία γνωρίζει ή έχει λόγο να πιστεύει ότι ενδέχεται, να διαδώσει τη μόλυνση από οποιαδήποτε νόσο επικίνδυνη για τη ζωή, είναι ένοχος πλημμελήματος.
191. Όποιος εκούσια αλλοιώνει ή μολύνει το νερό δημόσιας πηγής ή υδατοδεξαμενής, έτσι ώστε αυτό να γίνεται λιγότερο κατάλληλο για τη συνηθισμένη του χρήση, είναι ένοχος πλημμελήματος.
192. Όποιος εκούσια μολύνει την ατμόσφαιρα σε οποιοδήποτε χώρο έτσι ώστε αυτή να γίνεται επιβλαβής στην υγεία προσώπων που κατοικούν ή διεξάγουν εργασία στη γειτονική περιοχή ή που χρησιμοποιούν δημόσια διάβαση, είναι ένοχος πλημμελήματος.
193. Όποιος κατά την άσκηση επιτηδεύματος ή με άλλο τρόπο, προκαλεί ισχυρούς θόρυβους ή ενοχλητικές ή ανθυγιεινές οσμές σε τέτοιους χώρους και κάτω από τέτοιες περιστάσεις ώστε να προκαλεί ενόχληση σε σημαντικό αριθμό προσώπων κατά την άσκηση των κοινών τους δικαιωμάτων, διαπράττει το ποινικό αδίκημα της κοινής οχληρίας και τιμωρείται ανάλογα.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- ΚΕΦ.154
- 84(I)/2003
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- ΚΕΦ.154
- 84(I)/2003
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- ΚΕΦ.154
- 84(I)/2003
202Α.-(1) Όποιος προσβάλλει τη μνήμη αποθανόντα με κακόβουλη ή βάναυση εξύβριση, είναι ένοχος πλημελήμματος και τιμωρείται με φυλάκιση ενός χρόνου.
(2) Καμιά ποινική δίωξη δεν προχωρεί βάσει του άρθρου αυτού παρά μόνο κατόπι καταγγελίας που γίνεται από συγγενή του αποθανόντα.
Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού “συγγενής” περιλαμβάνει τον επιζώντα σύζυγο και τους κατ’ ευθεία ή από πλάγιο βαθμό συγγενείς μέχρι και του τρίτου βαθμού συμπεριλαμβανομένου.