Κεφάλαιο Β - Προϋποθέσεις και διαδικασίες για τη χορήγηση και τη διατήρηση άδειας λειτουργίας
Αρχικό κεφάλαιο και ίδια κεφάλαια

9.-(1) Η εταιρεία που ζητεί άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών οφείλει να έχει αρχικό κεφάλαιο τουλάχιστον-

(α) 20 χιλιάδων ευρώ, όταν προτίθεται να παρέχει τις υπηρεσίες πληρωμών του σημείου 6 του Παραρτήματος·

(β) 50 χιλιάδων ευρώ, όταν προτίθεται να παρέχει την υπηρεσία πληρωμών του σημείου 7 του Παραρτήματος· και

(γ) 125 χιλιάδων ευρώ, όταν προτίθεται να παρέχει οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες πληρωμών των σημείων 1 έως 5 του Παραρτήματος.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να καθορίζει με οδηγία της τη σύνθεση του αρχικού κεφαλαίου.

(3) Το ίδρυμα πληρωμών υποχρεούται να διαθέτει καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του ίδια κεφάλαια, την σύνθεση των οποίων καθορίζει με οδηγία της η Κεντρική Τράπεζα.

(4)(α) Η Κεντρική Τράπεζα καθορίζει για έκαστο ίδρυμα πληρωμών τις μεθόδους για τον υπολογισμό του ελάχιστου ύψους των ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο εδάφιο (3), με οδηγία της η οποία συνιστά ατομική διοικητική πράξη και την οποία διαβιβάζει στο σχετικό ίδρυμα πληρωμών.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να τροποποιεί ή να αντικαθιστά οδηγία της που αναφέρεται στη παράγραφο (α) με άλλην οδηγία που συνιστά ατομική διοικητική πράξη και την οποία διαβιβάζει στο σχετικό ίδρυμα πληρωμών με σκοπό -

(i) να καθορίζει άλλη μέθοδο για τον υπολογισμό του ελάχιστου ύψους ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο εδάφιο (3),

(ii) να υποδεικνύει τον τρόπο εφαρμογής της εκάστοτε καθορισμένης μεθόδου υπολογισμού, ή/και

(iii) αφού αξιολογήσει τις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου, τις βάσεις δεδομένων σχετικά με τον κίνδυνο ζημίας και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου του ιδρύματος πληρωμών, να αυξάνει έως 20% ή να μειώνει έως 20% το ελάχιστο ύψος ιδίων κεφαλαίων που προκύπτει από την εκάστοτε καθορισμένη μέθοδο.

(5) Έκαστο ίδρυμα πληρωμών, στο οποίο απευθύνεται οδηγία που αναφέρεται στο εδάφιο (4), οφείλει να συμμορφώνεται με αυτήν.

(6) Τηρουμένων των προϋποθέσεων που η Κεντρική Τράπεζα ήθελε ορίσει με οδηγία της, η Κεντρική Τράπεζα δύναται, κατά παρέκκλιση από το εδάφιο (4), να εξαιρεί από την υποχρέωση εφαρμογής μεθόδου για τον υπολογισμό ελάχιστου ύψους ιδίων κεφαλαίων, ίδρυμα πληρωμών που περιλαμβάνεται στην πραγματοποιούμενη σε ενοποιημένη βάση εποπτεία της τράπεζας ή του συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος, που αποτελεί τη μητρική επιχείρηση. Η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί την εν λόγω εξαίρεση με οδηγία της η οποία συνιστά ατομική διοικητική πράξη και την οποία διαβιβάζει στο σχετικό ίδρυμα πληρωμών.

(7) Τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος πληρωμών δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να μειωθούν κάτω από το επίπεδο του αρχικού κεφαλαίου κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1).

Απαιτήσεις διασφάλισης

10.-(1)(α) Τα ιδρύματα πληρωμών υποχρεούνται να διασφαλίζουν τα χρηματικά ποσά που λαμβάνουν από τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών ή μέσω άλλου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής. Όταν ένα τμήμα των χρηματικών ποσών που λαμβάνει το ίδρυμα πληρωμών πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για μελλοντικές πράξεις πληρωμής και το υπόλοιπο ποσό πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για υπηρεσίες άλλες εκτός των υπηρεσιών πληρωμών, το τμήμα των χρηματικών ποσών που προορίζεται για μελλοντικές πράξεις πληρωμής υπόκειται στις απαιτήσεις διασφάλισης του παρόντος άρθρου.

(β) Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο (α), αν το τμήμα χρηματικών ποσών που προορίζεται για μελλοντικές πράξεις πληρωμής, κατά τα προβλεπόμενα στην εν λόγω παράγραφο, κυμαίνεται ή δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων, οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας δύναται να προβλέπει ότι -

(i) το σχετικό ίδρυμα πληρωμών δύναται να αιτείται την έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας ώστε οι απαιτήσεις διασφάλισης να αφορούν ένα αντιπροσωπευτικό τμήμα των χρηματικών ποσών που λαμβάνει το ίδρυμα πληρωμών, και

(ii) η Κεντρική Τράπεζα δύναται να χορηγεί τέτοιαν έγκριση εφόσον ικανοποιείται ότι το αντιπροσωπευτικό αυτό τμήμα εκτιμάται εύλογα βάσει ιστορικών δεδομένων.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται με οδηγίες-

(α) να καθορίζει τη μέθοδο υπολογισμού των διασφαλιστέων χρηματικών ποσών∙

(β) να περιορίζει την υποχρέωση διασφάλισης θέτοντας, κατά χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, ανώτατο όριο μη διασφαλιστέων χρηματικών ποσών∙

(γ) να καθορίζει τους τρόπους διασφάλισης∙

(δ) να ορίζει ότι, σε περίπτωση που το ίδρυμα πληρωμών διαλύεται ή/και τίθεται υπό εκκαθάριση, τα διασφαλιστέα χρηματικά ποσά διαχωρίζονται από την περιουσία του ιδρύματος πληρωμών και παραδίνονται στους δικαιούχους τους∙ και

(ε) να εξαιρεί από την υποχρέωση διασφάλισης τα ιδρύματα πληρωμών, τα οποία δεν ασκούν άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες εκτός από την παροχή υπηρεσιών πληρωμών.

Κατάρτιση και έλεγχος οικονομικών καταστάσεων

11.-(1) Κάθε ίδρυμα πληρωμών υποχρεούται να καταρτίζει οικονομικές καταστάσεις όπως η Κεντρική Τράπεζα ήθελε καθορίσει με οδηγία της:

Νοείται ότι, για σκοπούς εποπτείας του ιδρύματος πληρωμών, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να καθορίζει, εξειδικεύει και διευκρινίζει με οδηγίες της κάθε θέμα σχετικό με τη σύνταξη οικονομικών καταστάσεων ως προς τις υπηρεσίες πληρωμών και ως προς άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες τις οποίες ασκεί το ίδρυμα πληρωμών.

(2) Ο ελεγκτής ιδρύματος πληρωμών υποχρεούται να γνωστοποιεί ταχέως στην Κεντρική Τράπεζα κάθε απόφαση ή γεγονός που αφορά το ίδρυμα πληρωμών, των οποίων έλαβε γνώση κατά τον έλεγχό του και η οποία ή το οποίο είναι δυνατόν-

(α) να αποτελέσει ουσιαστική παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων οι οποίες θέτουν τις προϋποθέσεις άδειας λειτουργίας ή διέπουν την παροχή υπηρεσιών πληρωμών∙

(β) να επηρεάσει τη συνεχή λειτουργία του ιδρύματος πληρωμών∙ ή

(γ) να οδηγήσει σε άρνηση της έγκρισης των λογαριασμών ή σε διατύπωση επιφυλάξεων.

(3) Η αναφερόμενη στο εδάφιο (2) υποχρέωση ισχύει για ελεγκτή ιδρύματος πληρωμών όσον αφορά τα γεγονότα ή τις αποφάσεις των οποίων έλαβε γνώση κατά τον έλεγχο μιας επιχείρησης που έχει στενούς δεσμούς απορρέοντες από δεσμό ελέγχου με το ίδρυμα πληρωμών, κατά την έννοια που αποδίδεται στους όρους «στενοί δεσμοί» και «δεσμός ελέγχου», τηρουμένων των αναλογιών, στο άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου.

(4) Η υποχρέωση εμπιστευτικότητας στην οποία τυχόν υπόκειται ελεγκτής ιδρύματος πληρωμών δεν θα θεωρείται ότι παραβιάζεται με την καλόπιστη γνωστοποίηση προς την Κεντρική Τράπεζα των πιο πάνω γεγονότων και αποφάσεων. Η γνωστοποίηση αυτή δεν συνεπάγεται καμία ευθύνη του ελεγκτή.

Δραστηριότητες

12.-(1) Με την επιφύλαξη του ισχύοντος δικαίου, τα ιδρύματα πληρωμών επιτρέπεται να ασκούν, πέραν της παροχής υπηρεσιών πληρωμών, εμπορική δραστηριότητα ή επιχείρηση, περιλαμβανομένης της λειτουργίας συστημάτων πληρωμών η οποία λειτουργία συμμορφούται με την οδηγία που η Κεντρική Τράπεζα εκδίδει δυνάμει του άρθρου 5, με σκοπό την εναρμόνιση με το Άρθρο 28 της Οδηγίας 2007/64/ΕΚ.

(2) Παρά τυχόν απαίτηση προηγούμενης αδειοδότησης για την άσκηση δεδομένης δραστηριότητας, τα ιδρύματα πληρωμών επιτρέπεται να παρέχουν λειτουργικές και στενά συνδεόμενες επικουρικές υπηρεσίες προς εξυπηρέτηση της παρεχόμενης υπηρεσίας πληρωμών. Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να εξειδικεύει το παρόν εδάφιο με οδηγία της.

(3) Τα ιδρύματα πληρωμών απαγορεύεται -

(α) να διεξάγουν εργασίες αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων κατά την έννοια των άρθρων 2 και 3(1) του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου ή των άρθρων 2 και 41Α(1) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου∙ και

(β) να τηρούν λογαριασμούς πληρωμών που δεν χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για εκτέλεση πράξεων πληρωμών όταν παρέχουν υπηρεσία πληρωμών:

Νοείται ότι η παραλαβή χρηματικών ποσών από τους χρήστες για την εκτέλεση πράξης πληρωμής, δεν συνιστά αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων, που αναφέρονται στην παράγραφο (α), ούτε ηλεκτρονικό χρήμα, κατά την έννοια του περί Ιδρυμάτων Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμου.

(4) Τα ιδρύματα πληρωμών επιτρέπεται να χορηγούν πίστωση σε σχέση με τις υπηρεσίες πληρωμών των σημείων 4, 5 ή 7 του Παραρτήματος εφόσον τηρούν όρους που η Κεντρική Τράπεζα ήθελε ορίσει με οδηγίες της.

Λήψη απόφασης

13. Η Κεντρική Τράπεζα οφείλει, εντός τριών μηνών από την παραλαβή δεόντως συμπληρωμένης αίτησης για χορήγηση άδειας λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών, να αποφασίσει επί της αίτησης και να ενημερώσει την αιτήτρια για τη χορήγηση άδειας ή την απόρριψη της αίτησης. Η αίτηση θεωρείται δεόντως συμπληρωμένη μόνο στις περιπτώσεις που περιλαμβάνει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες και συνοδεύεται από όλα τα στοιχεία και έντυπα που ορίζονται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 7. Η απόρριψη της αίτησης αιτιολογείται κατάλληλα.

Μεταβολές στα στοιχεία που συνυποβλήθηκαν με την αίτηση

14. Καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του, το ίδρυμα πληρωμών οφείλει να γνωστοποιεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος στην Κεντρική Τράπεζα οποιαδήποτε μεταβολή επηρεάζει την ακρίβεια των πληροφοριών, στοιχείων και εντύπων που υποβάλλονται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 7.

Επέκταση άδειας λειτουργίας

15. Σε περίπτωση που ίδρυμα πληρωμών επιθυμεί την επέκταση της άδειας λειτουργίας σε πρόσθετες υπηρεσίες πληρωμών, υποβάλλει σχετική αίτηση στην Κεντρική Τράπεζα η οποία συνοδεύεται από πληροφορίες, στοιχεία και έντυπα κατά τα προβλεπόμενα δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 7. Η Κεντρική Τράπεζα αποφασίζει επί της αίτησης κατά τις διατάξεις του παρόντος Μέρους.

Παύση ισχύος της άδειας λειτουργίας

16.-(1) Άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών παύει αυτοδικαίως να ισχύει στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Όπου ίδρυμα πληρωμών δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός 12 μηνών από την ημερομηνία έκδοσής της:

Νοείται ότι, εάν ίδρυμα πληρωμών κάνει μερική χρήση της άδειας λειτουργίας, η άδεια παύει να ισχύει ως προς εκείνες τις υπηρεσίες για τις οποίες δεν έχει γίνει χρήση της άδειας·

(β) όπου ίδρυμα πληρωμών παραιτείται ρητώς από την άδεια λειτουργίας·

(γ) όπου ίδρυμα πληρωμών δεν έχει παράσχει υπηρεσίες πληρωμών για περίοδο μεγαλύτερη από έξι μήνες:

Νοείται ότι, εάν ίδρυμα πληρωμών δεν έχει παράσχει όλες τις υπηρεσίες πληρωμών για τις οποίες έχει λάβει άδεια λειτουργίας, η άδεια παύει να ισχύει ως προς εκείνες τις υπηρεσίες που δεν έχουν παρασχεθεί.

(2) Το ίδρυμα πληρωμών οφείλει να ενημερώσει την Κεντρική Τράπεζα σχετικά με την παύση ισχύος της άδειας λειτουργίας.

Ανάκληση άδειας λειτουργίας

17.-(1) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του άρθρου 54 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ανακαλέσει εν όλω ή εν μέρει την άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών σε περίπτωση κατά την οποία το ίδρυμα πληρωμών-

(α) εξασφάλισε τη χορήγηση άδειας λειτουργίας βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιοδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο·

(β) δεν συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του παρόντος Μέρους·

(γ) θα αποτελούσε απειλή για τη σταθερότητα του συστήματος πληρωμών αν συνέχιζε τις εργασίες του σχετικά με τις υπηρεσίες πληρωμών.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να εξειδικεύει τη διαδικασία η οποία θα ακολουθείται για ανάκληση άδειας λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών.

(3) Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας αιτιολογείται, κοινοποιείται στο ίδρυμα πληρωμών, καταχωρίζεται στο μητρώο του άρθρου 8 και δημοσιοποιείται.

(4) Μετά την εν όλω ανάκληση της άδειας λειτουργίας, η επιχείρηση παραμένει υπό την εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας, μέχρις ότου η Κεντρική Τράπεζα ικανοποιηθεί ότι έπαυσε η παροχή υπηρεσιών πληρωμών και τακτοποιήθηκαν όλες οι σχετικές υποχρεώσεις.

Αναστολή άδειας λειτουργίας και προθεσμία προς συμμόρφωση

18. Η Κεντρική Τράπεζα δύναται, αντί ανάκλησης ή άμεσα με την έναρξη διαδικασίας ανάκλησης, να αναστείλει εν όλω ή εν μέρει άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών. Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να τάσσει προθεσμία προς συμμόρφωση, μετά την άπρακτη πάροδο της οποίας αναστέλλει ή/και ανακαλεί την άδεια λειτουργίας.