359.-(1) Δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων δύναται να ασκούνται από διανομέα ασφαλιστικών προϊόντων ή, ανάλογα με την περίπτωση, διανομέα αντασφαλιστικών προϊόντων σύμφωνα με τις διατάξεις και υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο παρόν Μέρος.
(2) Οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές και οι αντασφαλιστικοί διαμεσολαβητές διακρίνονται σε ασφαλιστικούς ή αντασφαλιστικούς πράκτορες, σε μεσίτες ασφαλίσεων ή αντασφαλίσεων, σε ασφαλιστικούς ή αντασφαλιστικούς μεσάζοντες, σε ασφαλιστικούς ή αντασφαλιστικούς συμβούλους και σε συνδεδεμένους ασφαλιστικούς συμβούλους και δύνανται να ασκούν δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών προϊόντων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και εφόσον είναι εγγεγραμμένοι στο προς τούτο τηρούμενο αντίστοιχο Μητρώο, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 383.
(3) Οι δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητές δύνανται να ασκούν δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και εφόσον είναι εγγεγραμμένοι στο προς τούτο τηρούμενο αντίστοιχο Μητρώο, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 383.
(4)(α) Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι υπάλληλοι οποιασδήποτε τέτοιας επιχείρησης, καθώς και οι υπάλληλοι των νομικών προσώπων ασφαλιστικών διαμεσολαβητών που συμμετέχουν άμεσα στη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων ή στη διανομή αντασφαλιστικών προϊόντων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, καταχωρίζονται σε ειδικό αρχείο του Εφόρου, για σκοπούς παρακολούθησης και εποπτείας των απαιτούμενων, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, προσόντων τους.
(β) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, καθώς και τα νομικά πρόσωπα ασφαλιστικών διαμεσολαβητών που ασκούν δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών προϊόντων, εντός του πρώτου τριμήνου κάθε έτους υποβάλλουν στον Έφορο κατάσταση των υπαλλήλων τους που συμμετέχουν άμεσα στη διανομή ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών προϊόντων.
(5) Φυσικά πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους σε άλλο κράτος μέλος της Ένωσης και νομικά πρόσωπα που έχουν την καταστατική τους έδρα ή την κεντρική τους διοίκηση σε άλλο κράτος μέλος της Ένωσης δύνανται να ασκούν δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής ανταφαλιστικών προϊόντων, υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή ελεύθερης εγκατάστασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Τρίτου Κεφαλαίου του παρόντος Μέρους.
(6) Πρόσωπο το οποίο ασκεί δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) έως (5) αναφέρει ρητώς σε όλα τα έγγραφα που εκδίδει την ιδιότητά του και τον αριθμό του πιστοποιητικού εγγραφής που κατέχει.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 38(I)/2016
- 38(I)/2019
- 170(I)/2021
361.-(1) Κανένα πρόσωπο δεν αναλαμβάνει ή ασκεί διανομή ασφαλιστικών προϊόντων ή/και διανομή αντασφαλιστικών προϊόντων, εκτός εάν πληροί τις πιο κάτω προϋποθέσεις:
(α) Είναι εγγεγραμμένο σε ένα από τα Μητρώα, εφόσον πρόκειται για ασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή του οποίου η Δημοκρατία συνιστά το κράτος μέλος καταγωγής:
(β) διαθέτει ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 386, σε περίπτωση που το πρόσωπο είναι ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής∙
(γ) είναι ικανό και κατάλληλο, κατά την έννοια του εδαφίου (2), για την άσκηση των προβλεπόμενων στο παρόν εδάφιο εργασιών.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, πρόσωπο λογίζεται ως ικανό και κατάλληλο, εφόσον πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Διαθέτει κατάλληλες επαγγελματικές γνώσεις και ικανότητες, ανάλογα με τις εργασίες που προτίθεται να ασκεί, για την εκτέλεση των εργασιών του και την άσκηση των καθηκόντων του επαρκώς, στην ασφάλιση Γενικής Φύσεως ή στην ασφάλιση Ζωής ή σε σχέση με επενδυτικά προϊόντα που βασίζονται στην ασφάλιση και διαθέτει, ειδικότερα, τα προσόντα που καθορίζονται σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου(5).
(β) συμμορφώνεται, σε κάθε περίπτωση, προς τις σχετικές ελάχιστες απαιτήσεις επαγγελματικών γνώσεων και ικανοτήτων που καθορίζονται στο Έκτο Παράρτημα, εφόσον πρόκειται για ασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή:
(γ) συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις για συνεχή επαγγελματική κατάρτιση και εξέλιξη, όπως αυτές καθορίζονται ειδικότερα σε Κανονισμούς που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (5), προκειμένου να διατηρεί ικανοποιητικό επίπεδο απόδοσης, που αντιστοιχεί στο ρόλο που διαδραματίζει στη σχετική αγορά.
(δ) ενεργεί με ακεραιότητα και χαίρει καλής φήμης.
(3) Ο Έφορος κρίνει σε κάθε περίπτωση κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (2), λαμβάνοντας υπόψη κατά πόσο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διαθέτει εντιμότητα, καλή φήμη, ειδική γνώση και πείρα στον τομέα του και είναι καλής οικονομικής κατάστασης:
Νοείται ότι, για τους σκοπούς του εδαφίου (1) κανένα πρόσωπο-
(α) Δεν λογίζεται κατάλληλο σε περίπτωση που δεν διαθέτει λευκό ποινικό μητρώο ή που καταδικάστηκε για πλαστογραφία, κλοπή, απάτη, υπεξαίρεση, τοκογλυφία, αισχροκέρδεια, εκβίαση, δωροδοκία, λαθρεμπορία, απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, φόνο εκ προμελέτης, ανθρωποκτονία, βιασμό, αδικήματα ηθικής αισχρότητας ή άλλα συναφή προς τα ανωτέρω ποινικά αδικήματα∙
(β) δεν λογίζεται ότι είναι καλής οικονομικής κατάστασης σε περίπτωση που κηρύχθηκε σε πτώχευση και δεν έχει αποκατασταθεί:
(4) Για τους σκοπούς της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) και του εδαφίου (2), σε περίπτωση που η διανομή ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών προϊόντων γίνεται από ασφαλιστική επιχείρηση ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή από επιχείρηση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης, περιλαμβανομένης και επιχείρησης που ασκεί διαμεσολάβηση ως δευτερεύουσα δραστηριότητα, οι απαιτήσεις ικανότητας και καταλληλότητας δεν απαιτείται να πληρούνται από όλα τα φυσικά πρόσωπα που εργάζονται στην επιχείρηση, αλλά μόνο από τους διευθύνοντες της επιχείρησης, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων ή τη διανομή αντασφαλιστικών προϊόντων, καθώς και από τα πρόσωπα που εργάζονται στην επιχείρηση και συμμετέχουν άμεσα στη διανομή ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών προϊόντων.
(5) Για τους σκοπούς της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) και του εδαφίου (2), εκδίδονται Κανονισμοί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, οι οποίοι κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, που καθορίζουν μηχανισμούς για τον αποτελεσματικό έλεγχο και την αξιολόγηση των γνώσεων και της επάρκειας των διανομέων ασφαλιστικών προϊόντων και των διανομέων αντασφαλιστικών προϊόντων και τις απαιτήσεις συνεχούς επαγγελματικής κατάρτισης και εξέλιξης, οι οποίες, σε σχέση με τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές, τους αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές, τους υπαλλήλους τους και τους υπαλλήλους των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, δεν μπορούν σε κάθε περίπτωση να είναι λιγότερες από δεκαπέντε (15) ώρες επαγγελματικής κατάρτισης και εξέλιξης κατ’ έτος, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των προϊόντων που πωλούνται, τον τύπο του διανομέα, τον ρόλο που ασκούν και τη δραστηριότητα που πραγματοποιείται εντός του διανομέα ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών προϊόντων.
362.-(1) Για σκοπούς συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται για τη διανομή ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών προϊόντων από υπαλλήλους τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 361, ασφαλιστικές επιχειρήσεις και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εγκρίνουν, εφαρμόζουν και αναθεωρούν τακτικά εσωτερικές πολιτικές και κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες και διαθέτουν μία λειτουργία, ώστε να διασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή των εγκεκριμένων πολιτικών και διαδικασιών.
(2) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θεσπίζουν, διατηρούν και τηρούν επικαιροποιημένα αρχεία με όλα τα σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 361 στοιχεία, σε ό,τι αφορά τους υπαλλήλους τους, και, εφόσον η Δημοκρατία συνιστά το κράτος μέλος καταγωγής τους, κοινοποιούν στον Έφορο το όνομα του επικεφαλής της λειτουργίας που προβλέπεται στο εδάφιο (1) και του αναπληρωτή του, εφόσον τους ζητηθεί.
(3) Ασφαλιστικές επιχειρήσεις και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων δύνανται να χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες μόνο ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, αντασφαλιστικών διαμεσολαβητών ή συνδεδεμένων ασφαλιστικών συμβούλων ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητών που είναι εγγεγραμμένοι σε οικείο Μητρώο.
363.-(1) Ο Υπουργός διασφαλίζει τη δημοσίευση και επικαιροποίηση των σχετικών ισχυουσών κυπριακών νομοθετικών διατάξεων γενικού συμφέροντος που διέπουν την άσκηση δραστηριοτήτων διανομής ασφαλιστικών προϊόντων και διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων στη Δημοκρατία.
(2) Ο Έφορος αποτελεί το σημείο επαφής για την παροχή πληροφοριών σε οποιοδήποτε πρόσωπο αναφορικά με τις νομοθετικές διατάξεις που προβλέπονται στο εδάφιο (1).
(3) Ο Έφορος εκπληρώνει την υποχρέωση που επιβάλλεται στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών από το Άρθρο 11, παράγραφος 3 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97.
364.-(1) Ασφαλιστικός πράκτορας, ο οποίος είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, έχει ως κύρια δραστηριότητα δυνάμει σύμβασης πρακτόρευσης, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 372, τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων που προβλέπονται στο εδάφιο (4) για λογαριασμό μίας ή και περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, έναντι προμήθειας ή/και αμοιβής:
(2) Σε περίπτωση που οι εργασίες που προβλέπονται στο εδάφιο (4) ασκούνται από νομικό πρόσωπο εγγεγραμμένο δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου, το οποίο για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου καλείται εφεξής ως «εταιρεία ασφαλιστικής πρακτόρευσης», στην επωνυμία της εταιρείας περιλαμβάνεται υποχρεωτικά ο όρος «εταιρεία ασφαλιστικής πρακτόρευσης» ή γραμματικές παραλλαγές αυτού, υποδηλώνοντας τον σκοπό σύστασης της εταιρείας προς άσκηση εργασιών εταιρείας ασφαλιστικής πρακτόρευσης και δύναται να διατυπώνεται και σε άλλη γλώσσα, εκτός της ελληνικής, εφόσον η εταιρεία εγγράφεται με επωνυμία διατυπωμένη στη γλώσσα αυτή.
(3) Εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο, ο όρος «ασφαλιστικός πράκτορας» περιλαμβάνει και τους όρους «αντασφαλιστικός πράκτορας», «εταιρεία ασφαλιστικής πρακτόρευσης» και «εταιρεία αντασφαλιστικής πρακτόρευσης».
(4) Ο ασφαλιστικός πράκτορας δύναται να ασκεί τις ακόλουθες εργασίες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων:
(α) Παρουσιάζει, εισηγείται, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων·
(β) παρέχει κάθε αναγκαία βοήθεια ή συμβουλή κατά τη διάρκεια της ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης και ιδιαίτερα μετά τη δημιουργία δικαιώματος προς υποβολή απαίτησης·
(γ) εφόσον προβλέπεται στη σύμβαση πρακτόρευσης, εισπράττει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα τα οποία αποδίδει στη δικαιούχο ασφαλιστική επιχείρηση ή/και προβαίνει στον διακανονισμό απαιτήσεων, σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου.
365.-(1) Ο ασφαλιστικός πράκτορας τοποθετεί τις ασφαλίσεις που συνάπτει μόνο σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις τις οποίες εκπροσωπεί.
(2) Ο ασφαλιστικός πράκτορας τηρεί, χωριστά για κάθε ασφαλιστική επιχείρηση την οποία εκπροσωπεί, βιβλίο καταχώρισης των ασφαλιστικών συμβάσεων οι οποίες συνάπτονται μέσω αυτού, καθώς και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, βιβλίο είσπραξης ασφαλίστρων και βιβλίο διακανονισμού απαιτήσεων σχετικά με τις συμβάσεις αυτές:
(3) Τα τηρούμενα σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) βιβλία υπόκεινται σε επιθεώρηση και έλεγχο από τον Έφορο όποτε το κρίνει σκόπιμο, το δικαίωμα δε αυτό έχει και κάθε ασφαλιστική επιχείρηση, εκπροσωπούμενη από τον ασφαλιστικό πράκτορα, αλλά μόνο σε ό,τι αφορά τα βιβλία που αναφέρονται σε δικές της εργασίες.
(4) [Διαγράφηκε].
366.-(1) Μεσίτης ασφαλίσεων, ο οποίος είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, έχει ως κύρια δραστηριότητα, κατ’ εντολή οποιουδήποτε προσώπου, τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων που προβλέπονται στο εδάφιο (5) χωρίς να δεσμεύεται ως προς την επιλογή της ασφαλιστικής επιχείρησης:
(2) Σε περίπτωση που οι προβλεπόμενες στο εδάφιο (5) εργασίες ασκούνται από νομικό πρόσωπο, το πρόσωπο αυτό οφείλει να είναι εγγεγραμμένο δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου και, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου καλείται εφεξής ως «εταιρεία ασφαλειομεσιτών», στην επωνυμία δε της εταιρείας περιλαμβάνεται ο όρος «εταιρεία ασφαλειομεσιτών» ή γραμματικές παραλλαγές του όρου αυτού, υποδηλώνοντας τον σκοπό σύστασης της εταιρείας προς άσκηση εργασιών εταιρείας ασφαλειομεσιτών και δύναται να διατυπώνεται και σε άλλη γλώσσα, εκτός της ελληνικής, εφόσον η εταιρεία εγγράφεται με επωνυμία διατυπωμένη στη γλώσσα αυτή.
(3) Εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο, ο όρος «μεσίτης ασφαλίσεων» περιλαμβάνει και τους όρους «μεσίτης αντασφαλίσεων», «εταιρεία ασφαλειομεσιτών» και «εταιρεία αντασφαλειομεσιτών».
(4) Ο μεσίτης ασφαλίσεων έχει νομική και οικονομική ανεξαρτησία έναντι των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με τις οποίες συναλλάσσεται, χωρίς επηρεασμό δε των διατάξεων του άρθρου 394Δ σε περίπτωση που μεσίτης ασφαλίσεων έχει στενούς δεσμούς και οποιοδήποτε άλλο νομικό ή οικονομικό δεσμό με ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που δύναται να επηρεάσει την ελευθερία επιλογής του, γνωστοποιεί τούτο εγγράφως προς κάθε ενδιαφερόμενο για τη σύναψη ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής σύμβασης πρόσωπο, πριν από τη σύναψη της σύμβασης:
(5) Ο μεσίτης ασφαλίσεων ασκεί τις ακόλουθες εργασίες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων:
(α) Φέρνει σε επαφή το ενδιαφερόμενο προς σύναψη ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής κάλυψης πρόσωπο με ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές εργασίες για τη σύναψη ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων·
(β) προπαρασκευάζει ή/και εξασφαλίζει την αποδοχή της σύμβασης από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και από τον ασφαλισμένο·
(γ) παρέχει στους ασφαλισμένους κάθε αναγκαία βοήθεια ή συμβουλή πριν από ή κατά τη διάρκεια της ισχύος της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής σύμβασης και ιδιαίτερα μετά την έλευση του ασφαλιστικού κινδύνου·
(δ) εφόσον έχει γραπτή εξουσιοδότηση από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, εισπράττει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα και τα αποδίδει στη δικαιούχο ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή/και προβαίνει σε διακανονισμό απαιτήσεων, σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου.
367.-(1) Ο μεσίτης ασφαλίσεων, κατά την άσκηση των εργασιών του, έχει τις ακόλουθες υποχρεώσεις:
(α) Να υποβάλλει στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έγγραφο στο οποίο αναγράφονται οι προϋποθέσεις και οι όροι αποδοχής της ασφάλισης από την επιχείρηση, η οποία βεβαιώνει εγγράφως την αποδοχή της κάλυψης του κινδύνου·
(β) να εκδίδει βεβαίωση κάλυψης σύμφωνα με το προβλεπόμενο στην παράγραφο (α) έγγραφο, την οποία παραδίδει στον ασφαλισμένο·
(γ) να παραδίδει στον ασφαλισμένο το σχετικό ασφαλιστήριο ή, προκειμένου περί αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης, το σχετικό αποδεικτικό αντασφάλισης, αμέσως μετά την έκδοσή του, σε αντικατάσταση της βεβαίωσης κάλυψης.
(2) Ο μεσίτης ασφαλίσεων ευθύνεται έναντι των ασφαλισμένων μόνο για την πιστή τήρηση των έγγραφων εντολών τους.
(3) [Διαγράφηκε].
368.-(1) Ασφαλιστικός μεσάζων, ο οποίος είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, έχει ως κύρια δραστηριότητα δυνάμει σύμβασης μεσάζοντος, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 372, τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων τα οποία προβλέπονται στο εδάφιο (4), για λογαριασμό ενός ή περισσότερων ασφαλιστικών πρακτόρων ή μεσιτών ασφαλίσεων, έναντι προμήθειας ή αμοιβής:
(2) Σε περίπτωση που οι εργασίες που προβλέπονται στο εδάφιο (4) ασκούνται από νομικό πρόσωπο εγγεγραμμένο δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου, το οποίο για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου καλείται εφεξής ως «εταιρεία ασφαλιστικών μεσαζόντων», στην επωνυμία της εταιρείας περιλαμβάνεται υποχρεωτικά ο όρος «εταιρεία ασφαλιστικών μεσαζόντων» ή γραμματικές παραλλαγές του όρου αυτού, υποδηλώνοντας τον σκοπό σύστασης της εταιρείας προς άσκηση εργασιών εταιρείας ασφαλιστικών μεσαζόντων και δύναται να διατυπώνεται και σε άλλη γλώσσα, εκτός της ελληνικής, εφόσον η εταιρεία εγγράφεται με επωνυμία διατυπωμένη στη γλώσσα αυτή.
(3) Εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο, ο όρος «ασφαλιστικός μεσάζων» περιλαμβάνει και τους όρους «αντασφαλιστικός μεσάζων», «εταιρεία ασφαλιστικών μεσαζόντων» και «εταιρεία αντασφαλιστικών μεσαζόντων».
(4) Ο ασφαλιστικός μεσάζων ασκεί τις ακόλουθες εργασίες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων:
(α) Παρουσιάζει και επεξηγεί, για λογαριασμό του ασφαλιστικού πράκτορα ή του μεσίτη ασφαλίσεων για τον οποίο ενεργεί, ασφαλιστικές συμβάσεις, χωρίς να έχει το δικαίωμα υπογραφής των συμβάσεων:
(β) εισπράττει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα, εφόσον αυτό προβλέπεται στη σύμβαση μεσάζοντος και τα αποδίδει στον ασφαλιστικό πράκτορα ή μεσίτη ασφαλίσεων τον οποίο εκπροσωπεί, χωρίς να έχει το δικαίωμα να προβαίνει σε διακανονισμό απαιτήσεων σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου:
(5) [Διαγράφηκε].
369.-(1) Ασφαλιστικός σύμβουλος, ο οποίος είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, έχει ως κύρια δραστηριότητα δυνάμει σύμβασης ασφαλιστικού συμβούλου, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 372, τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων τα οποία προβλέπονται στο εδάφιο (4) για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων έναντι προμήθειας ή αμοιβής:
(2) Σε περίπτωση που οι εργασίες που προβλέπονται στο εδάφιο (4) ασκούνται από νομικό πρόσωπο εγγεγραμμένο δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου, το οποίο για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου καλείται εφεξής ως «εταιρεία ασφαλιστικών συμβούλων», στην επωνυμία της εταιρείας περιλαμβάνεται υποχρεωτικά ο όρος «εταιρεία ασφαλιστικών συμβούλων» ή γραμματικές παραλλαγές αυτού, υποδηλώνοντας τον σκοπό σύστασης της εταιρείας προς άσκηση εργασιών εταιρείας ασφαλιστικών συμβούλων και δύναται να διατυπώνεται και σε άλλη γλώσσα, εκτός της ελληνικής, εφόσον η εταιρεία εγγράφεται με επωνυμία διατυπωμένη στη γλώσσα αυτή.
(3) Εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο, ο όρος «ασφαλιστικός σύμβουλος» περιλαμβάνει και τους όρους «αντασφαλιστικός σύμβουλος», «εταιρεία ασφαλιστικών συμβούλων» και εταιρεία «αντασφαλιστικών συμβούλων».
(4) Ο ασφαλιστικός σύμβουλος ασκεί τις ακόλουθες εργασίες:
(α) Παρουσιάζει και επεξηγεί για λογαριασμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων για τις οποίες ενεργεί ασφαλιστικές συμβάσεις, χωρίς να έχει το δικαίωμα υπογραφής των συμβάσεων.
(β) εισπράττει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα, εφόσον αυτό προβλέπεται στη σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου, και τα αποδίδει στη δικαιούχο ασφαλιστική επιχείρηση, χωρίς να έχει το δικαίωμα να προβαίνει σε διακανονισμό απαιτήσεων σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου:
(5) [Διαγράφηκε].
370.-(1) Συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος, ο οποίος είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, προβαίνει στη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων που προβλέπονται στο εδάφιο (5), πέραν της κύριας επαγγελματικής δραστηριότητάς του και συμπληρωματικά προς αυτήν, για λογαριασμό μίας ασφαλιστικής επιχείρησης έναντι προμήθειας ή αμοιβής δυνάμει σύμβασης συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 372:
(2) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (1), ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος δύναται να ενεργεί για λογαριασμό περισσότερων της μίας ασφαλιστικών επιχειρήσεων, εφόσον ως προς καθεμιά από αυτές διαμεσολαβεί για την παροχή ασφαλιστικών καλύψεων που δεν είναι ανταγωνιστικές μεταξύ τους.
(3) Η σύμβαση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) καθορίζει κατά πόσο ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος ενεργεί υπό την πλήρη ευθύνη της ασφαλιστικής επιχείρησης για λογαριασμό της οποίας ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης και σε περίπτωση που στη σύμβαση προβλέπεται ότι ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος δεν ενεργεί υπό την πλήρη ευθύνη της ασφαλιστικής επιχείρησης, εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι διατάξεις του άρθρου 386.
(4) Ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος δεν δύναται να ασκεί εργασίες αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης.
(5) Ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος παρουσιάζει και επεξηγεί, για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία ενεργεί, ασφαλιστικές συμβάσεις, χωρίς να έχει τα δικαιώματα υπογραφής των συμβάσεων, είσπραξης των οφειλόμενων ασφαλίστρων ή διακανονισμού απαιτήσεων σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου:
(6) Ο Έφορος δύναται με Οδηγίες του να επιτρέπει σε συνδεδεμένους ασφαλιστικούς συμβούλους να προσυπογράφουν κατ’ εξαίρεση συγκεκριμένες κατηγορίες ασφαλιστικών συμβάσεων, υπό όρους που δύναται να καθορίζονται στις Οδηγίες του.
371.-(1) Δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής, ο οποίος είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο εκτός από πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων, όπως ορίζονται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημεία 1) και 2) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, αναλαμβάνει ή ασκεί επ’ αμοιβή δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ως δευτερεύουσα δραστηριότητα, δυνάμει σύμβασης δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή, όπως η σύμβαση αυτή προβλέπεται στο άρθρο 372, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Η διανομή ασφαλιστικών προϊόντων δεν αποτελεί την κύρια επαγγελματική δραστηριότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου·
(β) το φυσικό ή νομικό πρόσωπο διανέμει μόνο ορισμένα ασφαλιστικά προϊόντα που συμπληρώνουν ένα αγαθό ή μία υπηρεσία·
(γ) τα σχετικά ασφαλιστικά προϊόντα δεν καλύπτουν την ασφάλιση ζωής ή τους κινδύνους αστικής ευθύνης, εκτός εάν η εν λόγω κάλυψη συμπληρώνει το αγαθό ή την υπηρεσία που παρέχει ο διαμεσολαβητής ως την κύρια επαγγελματική δραστηριότητα του.
(2) Ο Έφορος δύναται με Οδηγίες του να καθορίζει κριτήρια ή/και να παρέχει διευκρινίσεις σχετικά με τον χαρακτηρισμό των εργασιών διαμεσολάβησης του δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή, ως συμπληρωματικών προς την κύρια δραστηριότητά του, κατά την έννοια των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (1).
(3) Δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (1), δύναται να ενεργεί για λογαριασμό περισσότερων της μίας ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή για λογαριασμό ενός ή περισσότερων ασφαλιστικών πρακτόρων ή μεσιτών ασφαλίσεων, εφόσον ως προς κάθε ασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστικό πράκτορα ή μεσίτη ασφαλίσεων διαμεσολαβεί για την παροχή ασφαλιστικών καλύψεων που δεν είναι ανταγωνιστικές μεταξύ τους.
(4) Δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής ενεργεί υπό την πλήρη ευθύνη της ασφαλιστικής επιχείρησης ή του ασφαλιστικού πράκτορα ή του μεσίτη ασφαλίσεων για λογαριασμό των οποίων ασκεί δραστηριότητα διανομής ασφαλιστικών προϊόντων, και, σε περίπτωση που ενεργεί για λογαριασμό περισσότερων της μίας ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή περισσότερων του ενός ασφαλιστικών πρακτόρων ή μεσιτών ασφαλίσεων, ενεργεί υπό την πλήρη ευθύνη των ασφαλιστικών επιχειρήσεων για τα προϊόντα που αφορούν εκάστην εξ αυτών ή των ασφαλιστικών πρακτόρων ή των μεσιτών ασφαλίσεων, ανάλογα με την περίπτωση.
(5) Δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής δεν δύναται να ασκεί εργασίες διανομής επενδυτικών προϊόντων βασισμένων σε ασφάλιση ή/και αντασφαλιστικών προϊόντων.
(6) Δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής παρουσιάζει και επεξηγεί, για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία ενεργεί ή του ασφαλιστικού πράκτορα ή του μεσίτη ασφαλίσεων, ανάλογα με την περίπτωση, ασφαλιστικές συμβάσεις, χωρίς να έχει δικαίωμα υπογραφής των συμβάσεων, είσπραξης των οφειλόμενων ασφαλίστρων ή διακανονισμού απαιτήσεων σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου:
(7) Ο Έφορος δύναται με Οδηγίες του να επιτρέπει σε δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητές να προσυπογράφουν κατ’ εξαίρεση συγκεκριμένες κατηγορίες ασφαλιστικών συμβάσεων υπό όρους και προϋποθέσεις που δύναται να καθορίζονται στις εν λόγω Οδηγίες του.
(8) Σε περίπτωση που οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Μέρους αναφέρεται σε ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή και ασφαλιστική επιχείρηση, αλλά όχι σε δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή, οι δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητές αποκλείονται από την άσκηση των δραστηριοτήτων στις οποίες αναφέρεται η εν λόγω διάταξη.
(9) [Διαγράφηκε].
372.-(1) Για την άσκηση δραστηριοτήτων διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων από ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή, ανάλογα με την περίπτωση, εξαιρουμένης της άσκησης εργασιών μεσίτη ασφαλίσεων, απαιτείται η προηγούμενη σύναψη σύμβασης διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων, η οποία, ανάλογα με την περίπτωση, αναφέρεται στο παρόντα Νόμο ως-
(α) Σύμβαση ασφαλιστικού πράκτορα (σύμβαση πρακτόρευσης)· ή
(β) σύμβαση ασφαλιστικού μεσάζοντος (σύμβαση μεσάζοντος)· ή
(γ) σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου· ή
(δ) σύμβαση συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου· ή
(ε) σύμβαση δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή.
(2) Η σύμβαση διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων καταρτίζεται εγγράφως, συνάπτεται μεταξύ του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή του αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή του δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή, ανάλογα με την περίπτωση, και των προσώπων για λογαριασμό των οποίων αυτός θα ενεργεί και καθορίζει ρητά τους όρους άσκησης των εργασιών αυτών, κατά τα οριζόμενα σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση.
(3) Η σύμβαση διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων δύναται να αποκλείει ή να περιορίζει το δικαίωμα του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή του αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή του δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή προς σύναψη παρόμοιας σύμβασης με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.
(4) Η σύμβαση διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων τίθεται σε ισχύ, όσον αφορά τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων ή τη διανομή αντασφαλιστικών προϊόντων, από την ημερομηνία εγγραφής του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή του αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή του δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή σε ένα από τα Μητρώα:
(5) Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη Δημοκρατία υπό το καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, εντός του πρώτου τριμήνου κάθε έτους, υποβάλλουν στον Έφορο κατάσταση των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών ή των αντασφαλιστικών διαμεσολαβητών ή των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών δευτερεύουσας δραστηριότητας οι οποίοι ενεργούν για λογαριασμό τους.
(6) Παράβαση των όρων της σύμβασης από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν επηρεάζει με οποιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματα των ασφαλισμένων.
(7) Σε περίπτωση που η σύμβαση διαμεσολάβησης παύσει να ισχύει για οποιοδήποτε λόγο, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής, καθώς και το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου ασκούνται οι εργασίες διαμεσολάβησης ανακοινώνουν, αμελλητί, εγγράφως το γεγονός αυτό στον Έφορο και αναφέρουν τους λόγους για τους οποίους έπαυσε να ισχύει η σύμβαση: