286.-(1) Μεταξύ των εποπτικών αρχών των ενδιαφερομένων κρατών μελών ορίζεται μία μοναδική αρχή εποπτείας, υπεύθυνη για το συντονισμό και την άσκηση της εποπτείας του ομίλου η αρχή εποπτείας του ομίλου. Ο Έφορος αποτελεί την αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου στις πιο κάτω περιπτώσεις:
(α) Όταν ο Έφορος είναι η αρμόδια εποπτική αρχή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου για όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε ένα όμιλο.
(β) όταν ο Έφορος έχει χορηγήσει άδεια δυνάμει του παρόντος Νόμου στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που ηγείται του ομίλου·
(γ) όταν του ομίλου δεν ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και -
(i) όταν η μητρική ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και ο Έφορος έχει χορηγήσει άδεια δυνάμει του παρόντος Νόμου στην ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών·
(ii) όταν περισσότερες της μιας ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ένωση έχουν ως μητρική τους την ίδια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών με έδρα τη Δημοκρατία, και μία από τις επιχειρήσεις αυτές έχει λάβει επίσης άδεια από τον Έφορο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου·
(iii) όταν επικεφαλής του ομίλου βρίσκονται περισσότερες της μιας ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου ή εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που έχουν τις έδρες τους σε διαφορετικά κράτη μέλη, περιλαμβανομένης της Δημοκρατίας, και υπάρχει ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση σε καθένα από αυτά τα κράτη μέλη, εφόσον η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα τη Δημοκρατία έχει το υψηλότερο σύνολο ισολογισμού·
(iv) όταν περισσότερες της μιας ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ένωση, περιλαμβανομένης της Δημοκρατίας, έχουν ως μητρική τους την ίδια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, και καμία από τις επιχειρήσεις αυτές δεν έχει λάβει άδεια στο κράτος μέλος στο οποίο η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών έχει την έδρα της, εφόσον ο Έφορος αδειοδότησε την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει το υψηλότερο σύνολο ισολογισμού· ή
(v) όταν ο όμιλος είναι όμιλος χωρίς μητρική επιχείρηση, ή σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση που δεν αναφέρεται στις παραγράφους (i) μέχρι (iv), εφόσον ο Έφορος έχει αδειοδοτήσει την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με το υψηλότερο σύνολο ισολογισμού.
(2) Σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, μετά από αίτημα οποιασδήποτε ενδιαφερόμενης εποπτικής αρχής, δύναται να λαμβάνεται κοινή απόφαση των εποπτικών αρχών και να καθορίζεται ως εποπτική αρχή του ομίλου, εποπτική αρχή άλλου κράτους μέλους αντί του Εφόρου, παρά το γεγονός ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του εδαφίου (1), εάν θα ήταν απρόσφορο η εποπτεία να ασκείται από τον Έφορο, λαμβανομένης υπόψη της δομής του ομίλου και της σχετικής βαρύτητας των δραστηριοτήτων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στις διάφορες χώρες. Η απόφαση δυνάμει του παρόντος εδαφίου λαμβάνεται σύμφωνα με τις διατάξεις και τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 247, παράγραφος 4 και παράγραφος 5 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.
(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2), ο Έφορος δύναται να ζητεί την έναρξη συζήτησης σχετικά με την καταλληλότητα των κριτηρίων του παρόντος άρθρου, λαμβάνοντας υπόψη ότι τέτοιες συζητήσεις δεν λαμβάνουν χώρα πάνω από μια φορά κατ’ έτος.
(4) Οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να καταλήξουν σε κοινή απόφαση σχετικά με την επιλογή του επόπτη ομίλου μέσα σε τρεις (3) μήνες από την υποβολή του αιτήματος για συζήτηση, παρέχοντας το δικαίωμα στον όμιλο να εκφράσει την γνώμη του, πριν λάβουν την απόφασή τους, και σε περίπτωση που ο Έφορος ορίζεται ως επόπτης ομίλου, διαβιβάζει την κοινή απόφαση στον όμιλο μαζί με πλήρη αιτιολόγηση.
(5) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση και συντρέχουν οι προϋποθέσεις του εδαφίου (1), ο Έφορος ασκεί τα καθήκοντα του επόπτη.
(6) Τα κριτήρια που ορίζονται στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου αυτού δυνατόν να εξειδικεύονται περαιτέρω με κατ' εξουσιοδότηση πράξεις της Επιτροπής.
287.-(1) Σε περίπτωση που ο Έφορος είναι η αρχή εποπτείας του ομίλου, έχει τις πιο κάτω εξουσίες και υποχρεώσεις:
(α) Τον συντονισμό της συγκέντρωσης και διάδοσης των χρήσιμων ή ουσιωδών πληροφοριών κατά τη συνήθη πορεία των δραστηριοτήτων και σε επείγουσες καταστάσεις, συμπεριλαμβανομένης της διάδοσης πληροφοριών που είναι σημαντικές για το εποπτικό έργο της εποπτικής αρχής·
(β) τον εποπτικό έλεγχο και την εκτίμηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης του ομίλου·
(γ) την εκτίμηση της συμμόρφωσης του ομίλου με τους κανόνες για τη φερεγγυότητα και τη συγκέντρωση των κινδύνων και τις εντός του ομίλου συναλλαγές σύμφωνα με τα άρθρα 256 μέχρι 284 του παρόντος Νόμου·
(δ) την αξιολόγηση του συστήματος διακυβέρνησης του ομίλου, όπως ορίζεται στο άρθρο 285, και του κατά πόσον τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της συμμετέχουσας επιχείρησης πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 44 και 297 του παρόντος Νόμου∙
(ε) τον προγραμματισμό και τον συντονισμό, με τακτικές συνεδριάσεις τουλάχιστον σε ετήσια βάση, ή άλλα ενδεδειγμένα μέσα, των εποπτικών δραστηριοτήτων σε συνεχή βάση καθώς και σε έκτακτες καταστάσεις, σε συνεργασία με τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, λαμβανομένων επίσης υπόψη της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των ενυπαρχόντων κινδύνων της επιχειρηματικής δραστηριότητας όλων των επιχειρήσεων που απαρτίζουν τον όμιλο·
(στ) άλλα καθήκοντα, μέτρα και αποφάσεις που ανατίθενται στον Έφορο, ως αρχή εποπτείας του ομίλου, δυνάμει του παρόντος Νόμου ή που απορρέουν από την εφαρμογή του παρόντος Νόμου, ιδίως τη διεξαγωγή της διαδικασίας για την επικύρωση οποιουδήποτε εσωτερικού υποδείγματος σε επίπεδο ομίλου, όπως αναφέρεται στα άρθρα 269 και 272 του παρόντος Νόμου, και τη διεξαγωγή της διαδικασίας έγκρισης της εφαρμογής του καθεστώτος που θεσπίζεται με τα άρθρα 276 μέχρι 279.
(2) Σε περίπτωση που ο Έφορος είναι η αρχή εποπτείας του ομίλου, προεδρεύει του Σώματος Εποπτικών Αρχών που συστήνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 248 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, στο οποίο συμμετέχουν οι εποπτικές αρχές όλων των κρατών μελών στα οποία εδρεύουν όλες οι θυγατρικές επιχειρήσεις και η ΕΙΟΡΑ σύμφωνα με το άρθρο 21 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ.1094/201· το Σώμα Εποπτικών Αρχών διασφαλίζει ότι η συνεργασία, η ανταλλαγή πληροφοριών και οι διαδικασίες διαβούλευσης μεταξύ των εποπτικών αρχών του Σώματος εφαρμόζονται αποτελεσματικά σύμφωνα με το Τέταρτο Μέρος του παρόντος Νόμου, με στόχο την προώθηση της σύγκλισης των αντίστοιχων αποφάσεων και δραστηριοτήτων τους∙ στο Σώμα συμμετέχουν και οι εποπτικές αρχές σημαντικών υποκαταστημάτων και συνδεδεμένων επιχειρήσεων, ωστόσο η συμμετοχή τους περιορίζεται στην επίτευξη του στόχου της αποτελεσματικής ανταλλαγής πληροφοριών:
(3) Σε περίπτωση που ο Έφορος δεν έχει εκτελέσει τα καθήκοντα τα οποία αναφέρονται στο εδάφιο (1) ή τα μέλη του Σώματος Εποπτών δεν συνεργάζονται στον βαθμό ο οποίος απαιτείται στο εδάφιο (2), οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, περιλαμβανομένου του Εφόρου, μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην EIOPA και να ζητήσει τη βοήθειά της, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010. Στην περίπτωση αυτή, η EIOPA μπορεί να ενεργήσει σύμφωνα με τις εξουσίες που της εκχωρεί το εν λόγω άρθρο.
(4) Με την επιφύλαξη οποιουδήποτε μέτρου που θεσπίζεται σύμφωνα με την Οδηγία 2009/138/ΕΚ αναφορικά με το Σώμα Εποπτών, η συγκρότηση και λειτουργία του Σώματος βασίζεται σε συμφωνίες συντονισμού που συνάπτει η εποπτική αρχή του ομίλου με τις άλλες ενδιαφερόμενες αρχές και σε περίπτωση διάστασης απόψεων σχετικά με τις ρυθμίσεις συντονισμού, κάθε μέλος του Σώματος Εποπτών μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην EIOPA και να ζητήσει τη βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ.1094/2010. Στην περίπτωση αυτή, η EIOPA μπορεί να ενεργήσει σύμφωνα με τις εξουσίες που της εκχωρεί το εν λόγω άρθρο. Ο Έφορος, ως επόπτης ομίλου, λαμβάνει την τελική του απόφαση σύμφωνα με την απόφαση της EIOPA και διαβιβάζει την απόφαση στις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.
(5) [Διαγράφηκε].
(6) Με την επιφύλαξη οποιουδήποτε μέτρου λαμβάνεται δυνάμει της Οδηγίας 2009/138ΕΚ, η συμφωνία συντονισμού που αναφέρεται στο εδάφιο (4) προσδιορίζει τις διαδικασίες αναφορικά με -
(α) τη διαδικασία λήψης αποφάσεων μεταξύ των αρμόδιων εποπτικών αρχών σύμφωνα με τα άρθρα 269, 271 και 286 του παρόντος Νόμου·
(β) τη διαβούλευση που αναφέρεται στο εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου και στο εδάφιο (5) του άρθρου 256.
(7) Με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων και των καθηκόντων του Εφόρου, ως επόπτη ομίλου και των άλλων εποπτικών αρχών, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και την Οδηγία 2009/138/ΕΚ, οι συντονιστικές διευθετήσεις μπορούν να προβλέπουν πρόσθετα καθήκοντα για τον Έφορο ως επόπτη ομίλου, τις άλλες εποπτικές αρχές ή την EIOPA, στις περιπτώσεις που αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την αποτελεσματικότερη εποπτεία του ομίλου και δεν θα εμπόδιζε τις εποπτικές δραστηριότητες των μελών του Σώματος εποπτών σε σχέση με τις επιμέρους αρμοδιότητές τους, καθώς επίσης και-
(α) για τη διαβούλευση μεταξύ των αρμόδιων εποπτικών αρχών, ιδίως σύμφωνα με τα άρθρα 251 έως 288, 257 έως 259, 265, 282 έως 285, 289, 295, 299 και 301 του παρόντος Νόμου·
(β) για τη συνεργασία με τις υπόλοιπες εποπτικές αρχές.
(8) Ο Έφορος, ως η εποπτική αρχή του ομίλου, διαβιβάζει στην EIOPA τις πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία του Σώματος Εποπτών και τις τυχόν δυσχέρειες που αντιμετώπισε έτσι ώστε να ληφθούν υπόψη από την EIOPA κατά την αξιολόγηση της επιχειρησιακής λειτουργίας των Σωμάτων των εποπτικών αρχών δυνάμει της παραγράφου 6, του άρθρου 248 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.
(9)(α) Σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων μπορούν να καθορίζουν την επιχειρησιακή λειτουργία των σωμάτων εποπτικών αρχών με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές που εκδίδει η EIOPA δυνάμει της παραγράφου 6, του άρθρου 248 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.
(β) Σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων καθορίζουν το συντονισμό της εποπτείας ομίλων για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου.
(γ) Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις καθορίζουν τα σχετικά με τον ορισμό του όρου “σημαντικό υποκατάστημα”.
288.-(1) Ο Έφορος, είτε ως αρχή εποπτείας του ομίλου είτε ως αρμόδια εποπτική αρχή για μεμονωμένες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε ένα όμιλο, συνεργάζεται στενά με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, ιδίως κατά τις περιπτώσεις στις οποίες κάποια από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες.
(2)(α) Με την επιφύλαξη των σχετικών αρμοδιοτήτων του, ο Έφορος, είτε ως αρχή εποπτείας του ομίλου είτε ως αρμόδια εποπτική αρχή για μεμονωμένες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε ένα όμιλο, ανταλλάζει πληροφορίες με τις εποπτικές αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, ανεξάρτητα από το αν είναι εγκατεστημένες ή όχι στο ίδιο κράτος μέλος, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι όλες οι εποπτικές αρχές, συμπεριλαμβανομένης της αρχής εποπτείας του ομίλου, έχουν στη διάθεσή τους την ίδια ποσότητα ουσιαστικών πληροφοριών, για να καθίσταται δυνατή και να διευκολύνεται η επιτέλεση των εποπτικών καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος Νόμου και της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, και στο πλαίσιο αυτό ο Έφορος και οι άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και ο επόπτης ομίλου, ανάλογα με την περίπτωση, διαβιβάζουν αμοιβαία και χωρίς καθυστέρηση κάθε ουσιαστική πληροφορία μόλις καθίσταται διαθέσιμη, ή ανταλλάσσουν πληροφορίες όποτε τους ζητηθεί. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, πληροφορίες σχετικά με ενέργειες του ομίλου και των εποπτικών αρχών, καθώς και πληροφορίες που παρέχονται από τον όμιλο.
(β) Ο Έφορος ως η αρμόδια εποπτική αρχή του ομίλου, διαβιβάζει στις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και στην ΕΙΟΡΑ όλες τις σχετικές με τον όμιλο πληροφορίες σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21, των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 52 και των εδαφίων (2), (3) και (4) του άρθρου 293, και, ιδίως τις πληροφορίες που αφορούν στη νομική δομή του ομίλου, στο πλαίσιο διακυβέρνησης και στην οργανωτική δομή αυτού
(2α) Ο Έφορος ως αρχή εποπτείας του ομίλου διαβιβάζει στις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και στην ΕΙΟPΑ όλες τις σχετικές με τον όμιλο πληροφορίες σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21, του εδαφίου (2) του άρθρου 52 και του άρθρου 293 του παρόντος Νόμου και ιδίως εκείνες που αφορούν τη νομική δομή του ομίλου, το πλαίσιο διακυβέρνησης και την οργανωτική δομή του ομίλου.
(3) Σε περίπτωση που η αρμόδια εποπτική αρχή δεν έχει διαβιβάσει τις σχετικές πληροφορίες ή που αίτημα για συνεργασία, ιδίως όσον αφορά ανταλλαγή ουσιαστικών πληροφοριών, έχει απορριφθεί ή δεν έχει διεκπεραιωθεί μέσα σε δύο εβδομάδες, ο Έφορος δύναται να παραπέμψει το θέμα στην EIOPA, η οποία με την επιφύλαξη του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, δύναται να ενεργήσει σύμφωνα με τις εξουσίες που της ανατίθενται με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.
(4) Ο Έφορος, είτε ως αρμόδια εποπτική αρχή υπεύθυνη για την εποπτεία επιμέρους ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ενός ομίλου είτε ως αρχή εποπτείας του ομίλου, δύναται να καλεί αμέσως σε συνεδρίαση όλες τις εποπτικές αρχές που συμμετέχουν στην εποπτεία του ομίλου τουλάχιστον στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Όταν λάβει γνώση τυχόν σημαντικής παραβίασης των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας ή παραβίασης των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων μιας επιμέρους ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης· ή
(β) όταν λάβει γνώση τυχόν σημαντικής παραβίασης των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου βάσει ενοποιημένων δεδομένων ή των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου, σύμφωνα με τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται σύμφωνα με τον Μέρος IV, Δεύτερο Κεφάλαιο, Τμήμα 1, Ενότητα 4 του παρόντος Νόμου·
(γ) σε περίπτωση που προκύπτουν άλλες εξαιρετικές περιστάσεις.
(5) Τα στοιχεία τα οποία, σε συστηματική βάση, πρέπει να συγκεντρώνονται από τον Έφορο, ως αρχή εποπτείας του ομίλου και να διαβιβάζονται στις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές ή, σε περίπτωση που ο Έφορος ενεργεί ως εποπτική αρχή μεμονωμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που ανήκει σε όμιλο, τα στοιχεία που αυτός πρέπει να διαβιβάζει στην αρχή εποπτείας του ομίλου όπως επίσης και τα στοιχεία που είναι ουσιώδη ή συναφή για την εποπτεία σε επίπεδο ομίλου, καθορίζονται με εκτελεστικά μέτρα της Επιτροπής.
(6) Ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα καθορίζουν-
(α) τα στοιχεία τα οποία πρέπει να συγκεντρώνονται σε συστηματική βάση από τον επόπτη ομίλου και να κοινοποιούνται στις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές ή να διαβιβάζονται στον επόπτη ομίλου από τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές·
(β) τα στοιχεία που είναι ουσιώδη ή συναφή με την εποπτεία σε επίπεδο ομίλου, με σκοπό την ενίσχυση της σύγκλισης της εποπτικής αναφοράς.
(7) Εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα καθορίζουν τις διαδικασίες, μορφότυπους, υποδείγματα για την υποβολή πληροφοριών στον επόπτη ομίλου, καθώς και της διαδικασίας για τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ εποπτικών αρχών όπως καθορίζεται στο παρόν άρθρο.
289. (1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 287 του παρόντος Νόμου, ο Έφορος, είτε ως αρμόδια εποπτική αρχή ομίλου είτε ως αρμόδια εποπτική αρχή μεμονωμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που ανήκει σε όμιλο, στις περιπτώσεις που μια απόφαση είναι σημαντική για τα εποπτικά καθήκοντα άλλων εποπτικών αρχών, πριν να λάβει τη συγκεκριμένη απόφαση, διαβουλεύεται στο πλαίσιο του Σώματος Εποπτών, σχετικά με τα κατωτέρω:
(α) Μεταβολές στη μετοχική διάρθρωση, στην οργανωτική ή στη διοικητική δομή των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ενός ομίλου, οι οποίες απαιτούν την έγκριση ή την άδεια εποπτικών αρχών·
(β) την απόφαση σχετικά με παράταση της περιόδου ανάκαμψης δυνάμει ων εδαφίων (3) και (4) του άρθρου 145 του παρόντος Νόμου·
(γ) σημαντικές κυρώσεις ή έκτακτα μέτρα που πρόκειται να λάβει, συμπεριλαμβανομένων της επιβολής πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης στην κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας δυνάμει του άρθρου 40 και της επιβολής οποιουδήποτε περιορισμού στη χρήση εσωτερικού υποδείγματος για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας δυνάμει του Μέρους ΙΙ, Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητα 3.
(2) Για τους σκοπούς των εδαφίων (β) και (γ) του εδαφίου (1), ο Έφορος ζητά σε κάθε περίπτωση τη γνώμη του επόπτη ομίλου.
(3) Ο Έφορος, όταν αποφασίζει σε σχέση με θέματα που καθορίζονται στο εδάφιο (1) και η απόφασή του βασίζεται σε πληροφορίες που λαμβάνονται από άλλες εποπτικές αρχές, διαβουλεύεται με τις άλλες εποπτικές αρχές πριν να λάβει την εν λόγω απόφασή του.
(4) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 287 του παρόντος Νόμου, ο Έφορος δύναται να αποφασίσει να μην προβεί σε διαβουλεύσεις σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης ή όταν οι διαβουλεύσεις αυτές ενδέχεται να υπονομεύσουν την αποτελεσματικότητα της απόφασης, αλλά ενημερώνει αμελλητί τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.
290. (1) Ο Έφορος, ως αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου δύναται να καλεί τις εποπτικές αρχές των κρατών μελών στα οποία έχει την έδρα της η μητρική επιχείρηση, και οι οποίες δεν ασκούν οι ίδιες την εποπτεία του ομίλου, να ζητήσουν από τη μητρική επιχείρηση οποιαδήποτε χρήσιμη πληροφορία για την άσκηση των συντονιστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 286 του παρόντος Νόμου, και να του διαβιβάσουν τις πληροφορίες αυτές.
(2) Ο Έφορος, ως αρχή εποπτείας του ομίλου, όταν χρειάζεται τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 293 του παρόντος Νόμου, οι οποίες έχουν ήδη παρασχεθεί σε άλλη εποπτική αρχή, απευθύνεται στην εν λόγω αρχή, στο μέτρο του δυνατού, προκειμένου να αποφευχθεί επικάλυψη των πληροφοριών που διαβιβάζονται στις διάφορες αρχές οι οποίες συμμετέχουν στην εποπτεία.
(3) Ο Έφορος, ως αρμόδια αρχή εποπτείας της μητρικής επιχείρησης, η οποία έχει την έδρα της στη Δημοκρατία και η οποία δεν ασκεί η ίδια την εποπτεία του ομίλου, παραχωρεί οποιεσδήποτε χρήσιμες πληροφορίες στην αρχή της εποπτείας του ομίλου για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της.
291.-(1) Όταν μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και είτε ένα πιστωτικό ίδρυμα ή μια επιχείρηση επενδύσεων ή και τα δύο, συνδέονται άμεσα ή έμμεσα ή έχουν κοινή συμμετέχουσα επιχείρηση, ο Έφορος συνεργάζεται στενά με τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των άλλων αυτών επιχειρήσεων.
(2) Με την επιφύλαξη των αντιστοίχων αρμοδιοτήτων τους, οι αρχές αυτές ανταλλάσσουν μεταξύ τους κάθε πληροφορία η οποία ενδέχεται να απλοποιήσει το έργο τους.
292. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του Εφόρου και των εποπτικών αρχών άλλων κρατών μελών καθώς και μεταξύ του Εφόρου και άλλων αρχών όπως καθορίζεται στα άρθρα 288 έως 291 του παρόντος Νόμου και οι πληροφορίες που λαμβάνονται στο πλαίσιο της εποπτείας του ομίλου, και ιδίως οποιαδήποτε ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του Εφόρου και εποπτικών αρχών ή άλλων αρχών που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο καλύπτονται από τις διατάξεις του άρθρου 345.
293. (1) Τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που περιλαμβάνονται στο πεδίο της εποπτείας του ομίλου και οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις και συμμετέχουσες επιχειρήσεις τους, ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες οι οποίες είναι χρήσιμες για την άσκηση της εποπτείας του ομίλου.
(2) Ο Έφορος, ως αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου, καθώς επίσης και οποιαδήποτε αρμόδια αρχή εποπτείας ομίλου άλλης από τον Έφορο, έχουν πρόσβαση σε οιαδήποτε πληροφορία χρήσιμη για τους σκοπούς της εποπτείας αυτής, ανεξάρτητα από τη φύση της σχετικής επιχείρησης και για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, εφαρμόζονται κατ΄αναλογία οι διατάξεις του άρθρου 38 του παρόντος Νόμου.
(3) Ο Έφορος, εφόσον ενεργεί ως επόπτης ομίλου, δύναται να περιορίζει την τακτική εποπτική αναφορά στο επίπεδο του ομίλου, αν η συχνότητά της είναι μεγαλύτερη της ετήσιας, όταν όλες οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που συμμετέχουν στον όμιλο επωφελούνται από τον συγκεκριμένο περιορισμό σύμφωνα με το εδάφιο (7) του άρθρου 38 του παρόντος Νόμου, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας του ομίλου.
(4) Ο Έφορος, εφόσον ενεργεί ως επόπτης ομίλου, δύναται να να χορηγεί εξαίρεση από την υποβολή λεπτομερών πληροφοριών ανά στοιχείο στο επίπεδο του ομίλου, όταν όλες οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που συμμετέχουν στον όμιλο επωφελούνται από τη συγκεκριμένη εξαίρεση σύμφωνα με το εδάφιο (11) του άρθρου 38, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας του ομίλου και τον στόχο της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
(5) Οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές μπορούν να απευθύνονται απευθείας στις επιχειρήσεις του ομίλου προκειμένου να λάβουν τις αναγκαίες πληροφορίες, μόνον εφόσον οι πληροφορίες αυτές έχουν ζητηθεί από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που υπόκειται σε εποπτεία σε επίπεδο ομίλου και δεν έχουν παρασχεθεί από την επιχείρηση αυτή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.
294.-(1) Ο Έφορος έχει εξουσία όπως, για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Μέρους, είτε άμεσα είτε μέσω προσώπων τα οποία εξουσιοδοτεί για το σκοπό αυτό, προβαίνει σε επιτόπια εξακρίβωση των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 293 του παρόντος Νόμου στις εγκαταστάσεις οποιασδήποτε των ακολούθων:
(α) της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που υπόκειται στην εποπτεία του ομίλου·
(β) των συνδεδεμένων επιχειρήσεων της εν λόγω ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης·
(γ) των μητρικών επιχειρήσεων της εν λόγω ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης·
(δ) των συνδεδεμένων επιχειρήσεων μητρικής επιχείρησης της εν λόγω ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.
(2) Όταν ο Έφορος επιθυμεί, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να εξακριβώσει τις πληροφορίες σχετικά με μια επιχείρηση, ρυθμιζόμενη ή μη, η οποία ανήκει σε όμιλο και βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, υποβάλλει αίτημα προς τις εποπτικές αρχές του άλλου αυτού κράτους μέλους να προβούν στην εξακρίβωση:
(3) Σε περίπτωση που δεν έχει δοθεί συνέχεια εντός δύο εβδομάδων σε αίτημα του Εφόρου προς άλλη εποπτική αρχή για τη διενέργεια εξακρίβωσης σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) ή σε περίπτωση που ο Έφορος αδυνατεί πρακτικά να ασκήσει το δικαίωμά του για συμμετοχή σύμφωνα με το εδάφιο (2), ο Έφορος δύναται να παραπέμψει το θέμα στην EIOPA και να ζητήσει τη βοήθεια της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, η οποία μπορεί να ενεργήσει σύμφωνα με τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται με το εν λόγω άρθρο.
(4) Σε περίπτωση που αρμόδια εποπτική αρχή άλλου κράτους μέλους υποβάλει αίτημα προς τον Έφορο για εξακρίβωση πληροφοριών σχετικά με επιχείρηση που βρίσκεται στη Δημοκρατία, ο Έφορος ανταποκρίνεται σε αυτό, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, είτε με την άμεση διεξαγωγή της εξακρίβωσης, είτε επιτρέποντας σε ελεγκτή ή εμπειρογνώμονα να προβεί στην εξακρίβωση αυτή είτε παρέχοντας τη δυνατότητα στην αρχή η οποία υπέβαλε το αίτημα να τη διενεργήσει η ίδια και ενημερώνει την αρχή εποπτείας του ομίλου αναφορικά με τις ενέργειές του.
295.-(1) Οι συμμετέχουσες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και οι εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών οφείλουν να δημοσιεύουν, σε ετήσια βάση, έκθεση για τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση σε επίπεδο ομίλου και για το σκοπό αυτό εφαρμόζονται κατ΄αναλογία τα άρθρα 52, 54, 55 και 56 του παρόντος Νόμου.
(2) Συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών δύναται, με την επιφύλαξη της συμφωνίας του Εφόρου, εφόσον είναι η αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου ή της αρχής εποπτείας του ομίλου εφόσον είναι άλλη από τον Έφορο, να δημοσιεύει ενιαία έκθεση για τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάστασή της, η οποία περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
(α) Τις πληροφορίες στο επίπεδο του ομίλου που πρέπει να δημοσιεύονται σύμφωνα με το εδάφιο (1)·
(β) τις πληροφορίες για οποιαδήποτε από τις θυγατρικές του ομίλου, που πρέπει να είναι διακριτές και αναγνωρίσιμες και να δημοσιεύονται σύμφωνα με τα άρθρα 52, 54, 55 και (3) Σε περίπτωση που ο Έφορος είναι η αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου, πριν δώσει τη συγκατάθεσή του, ζητεί τη γνώμη και λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις και τυχόν επιφυλάξεις των μελών του σώματος αρχών εποπτείας.
(4) Όταν η έκθεση που αναφέρεται στο εδάφιο (2) δεν περιλαμβάνει τις πληροφορίες, τις οποίες η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια σε θυγατρική του ομίλου απαιτεί από συγκρίσιμες επιχειρήσεις να παρέχουν και εφόσον η παράλειψη αυτή είναι ουσιαστική, ο Έφορος, εφόσον είναι η οικεία εποπτική αρχή, έχει την εξουσία να απαιτήσει από τη σχετική θυγατρική να δημοσιοποιήσει τις αναγκαίες πρόσθετες πληροφορίες.
(5)(α) Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις καθορίζουν για την περαιτέρω εξειδίκευση των πληροφοριών που πρέπει να κοινοποιούνται και των προθεσμιών για την ετήσια κοινοποίηση των πληροφοριών όσον αφορά την ενιαία έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση σύμφωνα με το εδάφιο (2) και την έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση σύμφωνα με το εδάφιο (1).
(β) Εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα καθορίζουν τις διαδικασίες, τους μορφοτύπους και τα υποδείγματα για τη δημοσιοποίηση της ενιαίας έκθεσης και της έκθεσης φερεγγυότητας και χρηματοοικονομικής κατάστασης ομίλου, όπως καθορίζεται στο παρόν άρθρο.
296. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και οι μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών οφείλουν να δημοσιοποιούν, σε επίπεδο ομίλου, σε ετήσια βάση, τη νομική, τη διοικητική και την οργανωτική τους διάρθρωση, συμπεριλαμβανομένης περιγραφής όλων των θυγατρικών τους, των σημαντικών συνδεδεμένων επιχειρήσεών τους και των σημαντικών υποκαταστημάτων τους.
297. Όλα τα πρόσωπα που διευθύνουν ουσιαστικά τις δραστηριότητες ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 44.
298.-(1) Εάν οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενός ομίλου οι οποίες δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 256 έως 285 του παρόντος Νόμου, ή παρά το γεγονός ότι πληρούν τις εν λόγω απαιτήσεις προκύπτουν κίνδυνοι για τη φερεγγυότητα ή εάν οι εντός του ομίλου συναλλαγές ή οι συγκεντρώσεις κινδύνων αποτελούν απειλή για τη χρηματοοικονομική θέση των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, λαμβάνονται, το συντομότερο δυνατόν, τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διορθωθεί η κατάσταση-
(α) από τον Έφορο, εφόσον είναι η αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου, όσον αφορά τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου ή τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών·
(β) από τον Έφορο ως εποπτική αρχή μεμονωμένης ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης που ανήκει στον όμιλο και υπάγεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, στην εποπτεία του Εφόρου.
(2) Στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1), εφόσον η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών δεν έχει την έδρα της στη Δημοκρατία, ο Έφορος ως αρχή εποπτείας του ομίλου, ενημερώνει τις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους στο οποίο έχει την έδρα της η επιχείρηση για τις διαπιστώσεις του, προκειμένου να μπορέσουν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα.
(3) Σε περίπτωση που η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δεν έχει την έδρα της στη Δημοκρατία και ο Έφορος είναι η αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου, ο Έφορος ενημερώνει τις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, για τις διαπιστώσεις του προκειμένου να μπορέσουν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (4), ο Έφορος δύναται να καθορίζει με οδηγίες τα μέτρα τα οποία μπορούν να λαμβάνονται σε σχέση με τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και συντονίζουν, όπου ενδείκνυται, τα μέτρα που λαμβάνονται.
(4) Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις δύνανται να καθορίζουν λεπτομέρειες για τον συντονισμό των μέτρων επιβολής που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.
(5) Τηρουμένων των διατάξεων του Μέρους IX του παρόντος Νόμου αναφορικά με τα ποινικά αδικήματα, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος Μέρους από ασφαλιστική επιχείρηση χαρτοφυλακίου, ο Έφορος, είτε ως αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου είτε ως αρμόδια εποπτική αρχή της ασφαλιστικής επιχείρησης μέλους του ομίλου, ανάλογα με την περίπτωση, επιβάλλει στην επιχείρηση ή/και στο πρόσωπο που ασκεί ουσιαστικά τη διοίκησή της διοικητικό πρόστιμο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 399 και 400 του παρόντος Νόμου.
(6) Ο Έφορος, συνεργάζεται στενά με τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών προκειμένου να εξασφαλίσει ότι οι ποινές και διοικητικό πρόστιμο του εδαφίου (5) είναι αποτελεσματικά, ιδίως όταν η κεντρική διοίκηση ή η κύρια εγκατάσταση ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου δεν ευρίσκεται στον ίδιο τόπο με την έδρα της.