ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
Αρμόδια εποπτική αρχή

30. (1) Ο Έφορος Ασφαλίσεων αποτελεί την αρμόδια εποπτική αρχή των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στη Δημοκρατία και ασκεί όλες τις αρμοδιότητες και εξουσίες που του παραχωρούνται από τον παρόντα Νόμο με στόχο την προστασία των αντισυμβαλλομένων και των δικαιούχων ασφαλίσματος.

(2) Ο Έφορος Ασφαλίσεων προΐσταται της Υπηρεσίας, η οποία διαθέτει επί συνεχούς βάσης όλα τα μέσα για την εφαρμογή του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένου του αναγκαίου έμπειρου και ικανού προσωπικού σε όλες τις αναγκαίες βαθμίδες και ειδικότητες. Κατά την άσκηση των καθηκόντων της για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος Νόμου, η Υπηρεσία ενεργεί σε κάθε περίπτωση εξ’ ονόματος και κατ’ εντολήν του Εφόρου.

(3) Ο Έφορος Ασφαλίσεων επικουρείται στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του από Βοηθούς Εφόρους, οι οποίοι υπάγονται διοικητικά στον Έφορο:

Νοείται ότι ο αριθμός των θέσεων Βοηθών Εφόρων καθορίζεται στον εκάστοτε περί Προϋπολογισμού Νόμο, υπό το κεφάλαιο που αφορά την Υπηρεσία.

(4) Μετά την αφυπηρέτηση των υπηρετούντων, κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, Εφόρου και Βοηθών Εφόρων ή την κένωση των συγκεκριμένων θέσεων με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, η πλήρωσή τους θα γίνεται από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως (Αρ.2) του 2014, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, με σύμβαση πενταετούς διάρκειας ή μικρότερης, ώστε οι υπηρετούντες να μην υπερβούν την ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης που ισχύει για τους δημόσιους υπαλλήλους:

Νοείται ότι η σύμβαση Εφόρου και Βοηθού Εφόρου δύναται να ανανεωθεί, από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, μετά από εισήγηση της αρμόδιας, για τον Έφορο και Βοηθό Έφορο, αρχής, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, για ακόμη μια μόνο πενταετή περίοδο ή μικρότερη, ώστε οι κάτοχοι των θέσεων αυτών να μην υπερβούν την ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης που ισχύει για τους δημόσιους υπαλλήλους.

(5) Σε περίπτωση διορισμού στη θέση Εφόρου ή στη θέση Βοηθού Εφόρου μόνιμου κρατικού υπαλλήλου, ο υπάλληλος θεωρείται ότι απουσιάζει από τα καθήκοντά του με άδεια χωρίς απολαβές για λόγους δημόσιου συμφέροντος για όλη τη διάρκεια της σύμβασης:

Νοείται ότι καθ΄ όλη τη διάρκεια της σύμβασης ο Έφορος και Βοηθός Έφορος δεν διεκπεραιώνουν τις αρμοδιότητες, τις εξουσίες και τα καθήκοντα της δημοσιοϋπαλληλικής τους θέσης.

(6) Ο διορισμός Εφόρου και Βοηθού Εφόρου δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(7) Σε περίπτωση απουσίας του Εφόρου ή κένωσης της θέσης και μέχρι την κανονική πλήρωσή της, είναι δυνατό να διοριστεί Βοηθός Έφορος ή Ανώτερος Λειτουργός Ελέγχου Ασφαλιστικών Εταιρειών για να ασκεί αναπληρωτικά τα καθήκοντα του Έφόρου, μετά από πρόταση της αρμόδιας για τον Έφορο αρχής, σύμφωνα με τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο. Ο αναπληρωτικός διορισμός Εφόρου δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(8) Ο Έφορος και Βοηθός Έφορος υπηρετούν υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης και υπόκεινται κατά τα λοιπά στους ίδιους όρους και υποχρεώσεις που ισχύουν για τους δημόσιους υπαλλήλους, σύμφωνα με τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο και τους σχετικούς Κανονισμούς.

(9) Ο Έφορος και Βοηθός Έφορος δεν επιτρέπεται να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα ή εργασία ή να ασχολούνται ή να κατέχουν αξίωμα σε επιχείρηση οποιασδήποτε φύσης ή να δέχονται με πληρωμή οποιαδήποτε άλλη απασχόληση πέραν των καθηκόντων τους. Η απαγόρευση αυτή συνεχίζει να ισχυεί σε σχέση με ασφαλιστικές/αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου και άλλες συνδεδεμένες με αυτές τις επιχειρήσεις οντότητες, μέχρι δυο χρόνια μετά την αφυπηρέτηση ή την αποχώρηση από τη θέση Εφόρου ή Βοηθού Εφόρου.

(10) Ο Έφορος, ο Βοηθός Έφορος και οι λειτουργοί της Υπηρεσίας εφαρμόζουν τον παρόντα Νόμο με πλήρη ανεξαρτησία.

Γενικές αρμοδιότητες Εφόρου και εποπτικές εξουσίες

31. (1) Ο Έφορος έχει τις ακόλουθες γενικές αρμοδιότητες και εξουσίες, τις οποίες ασκεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση ή Οδηγιών ή των κατ’ εξουσιοδότηση εκδιδόμενων πράξεων ή των ρυθμιστικών ή εκτελεστικών τεχνικών προτύπων:

(α) Χορηγεί, αναστέλλει ή ανακαλεί άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου˙

(β) εποπτεύει τη λειτουργία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, στις οποίες παραχωρεί άδεια άσκησης ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών, μεριμνά για την τήρηση των υποχρεώσεών τους και γενικά για την τήρηση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και οποιωνδήποτε κατ΄εξουσιοδότηση πράξεων ή ρυθμιστικών ή εκτελεστικών τεχνικών προτύπων εκδίδονται δυνάμει της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, ή αποφάσεων Δικαστηρίων σε ό,τι αφορά στις δραστηριότητές τους, προς το συμφέρον των ασφαλισμένων και των δικαιούχων˙

(γ) συνεργάζεται με τις εποπτικές αρχές άλλων κρατών μελών ή τις ανάλογες εποπτικές αρχές τρίτων χωρών για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος Νόμου, της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ και οποιωνδήποτε κατ΄εξουσιοδότηση πράξεων ή ρυθμιστικών ή εκτελεστικών τεχνικών προτύπων εκδίδονται δυνάμει της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

(δ) συμμετέχει στις εργασίες της «Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων» (EIOPA) καθώς και σε οποιαδήποτε άλλα σώματα ή οργανισμούς που συστήνονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση αναφορικά με τα θέματα της ασφάλισης ή της αντασφάλισης ή της διαμεσολάβησης καθώς και σε οποιουσδήποτε άλλους διεθνείς οργανισμούς που ασχολούνται με τα εν λόγω ή άλλα συναφή θέματα·

(ε) ασκεί οποιαδήποτε άλλη εξουσία ή αρμοδιότητα του παραχωρείται από τον παρόντα ή οποιοδήποτε άλλο νόμο ή Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτών και επιβάλλει τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο διοικητικές κυρώσεις·

(στ) προβαίνει στη λήψη κάθε άλλου μέτρου αναγκαίου προκειμένου -

(i) να διασφαλισθεί η συμμόρφωση προς τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που ισχύουν στη Δημοκρατία και στα άλλα κράτη μέλη, όπου αυτό εφαρμόζεται∙ και

(ii) να αποφευχθεί ή εξαλειφθεί κάθε ανωμαλία που τυχόν θα έθιγε τα συμφέροντα των ασφαλισμένων∙

(ζ) εκδίδει οδηγίες αναφορικά με γενικά, ειδικά ή συγκεκριμένα θέματα που αφορούν στην εφαρμογή του παρόντος Νόμου, άλλα από αυτά που ρυθμίζονται με κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις ή με ρυθμιστικά ή εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα καθώς επίσης και οδηγίες σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις κατά την έννοια του παρόντος Νόμου.

(2) Η δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) εποπτική αρμοδιότητα του Εφόρου περιλαμβάνει ειδικότερα, τις πιο κάτω εξουσίες:

(α) Την εξουσία λήψης οποιωνδήποτε προληπτικών και επανορθωτικών μέτρων προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, προκειμένου να διασφαλίζει τη συμμόρφωση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων προς τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που ισχύουν στη Δημοκρατία και στην Ένωση·

(β) την εξουσία να λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, συμπεριλαμβανομένων μέτρων διοικητικής ή οικονομικής φύσεως, έναντι των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και των μελών τους διοικητικού τους συμβουλίου˙

(γ) την εξουσία να απαιτεί όλες τις αναγκαίες πληροφορίες σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και ειδικότερα τις διατάξεις του άρθρου 38·

(δ) την εξουσία να διαμορφώνει, επιπλέον του υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας και όταν αυτό ενδείκνυται, και τα απαιτούμενα ποσοτικά εργαλεία, στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης, προκειμένου να αξιολογεί την ικανότητα των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να αντιμετωπίζουν πιθανά γεγονότα ή μελλοντικές μεταβολές στις οικονομικές συνθήκες που θα μπορούσαν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στη συνολική χρηματοοικονομική της κατάσταση καθώς και την εξουσία να απαιτεί να πραγματοποιούνται οι σχετικές δοκιμές από τις επιχειρήσεις·

(ε) την εξουσία να διενεργεί επιτόπιες έρευνες στους χώρους των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 37 και 395 του παρόντος Νόμου·

(στ) την εξουσία να εξετάζει τις πληροφορίες που υποβλήθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38 και, εφόσον κρίνει ότι οι πληροφορίες αυτές περιέχουν ανακριβή ή ελλειπή στοιχεία, να καλεί την ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να παράσχει τις απαιτούμενες εξηγήσεις και να προβεί σε διόρθωση ή συμπλήρωση των στοιχείων αυτών μέσα στην προθεσμία που τάσσεται προς τούτου από τον Έφορο·

την εξουσία επιβολής κυρώσεων κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 395 και 399 του παρόντος Νόμου, σε περίπτωση

(ζ) που η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση παραλείψει να συμμορφωθεί μέσα στην τακτή προθεσμία που καθορίζεται στην παράγραφο (στ) του εδαφίου (2).

(3) Οι εποπτικές εξουσίες του Εφόρου ασκούνται σε εύθετο χρόνο και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας.

(4) Οι εξουσίες έναντι των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, που αναφέρονται στο εδάφιο (2) ισχύουν επίσης και για τις δραστηριότητες ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων τις οποίες έχουν αναθέσει εξωτερικά.

Διατήρηση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και της προκυκλικότητας

32. (1) Με την επιφύλαξη των γενικών αρμοδιοτήτων του, όπως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 31 του παρόντος Νόμου, ο Έφορος κατά την άσκηση των εποπτικών του εξουσιών εξετάζει προσεκτικά τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών του στη σταθερότητα των αντίστοιχων χρηματοοικονομικών συστημάτων στη Δημοκρατία και στην Ένωση, ιδίως σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που διαθέτει τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

(2) Σε περιόδους ασυνήθιστων κινήσεων στις χρηματοοικονομικές αγορές, ο Έφορος λαμβάνει υπόψη τα ενδεχόμενα προκυκλικά αποτελέσματα των ενεργειών τους.

Γενικές αρχές της εποπτείας

33. (1) Η ασκούμενη από τον Έφορο εποπτεία βασίζεται σε προβλεπτική προσέγγιση, επικεντρωμένη στους κινδύνους και περιλαμβάνει την εξακρίβωση, επί συνεχούς βάσεως, της ορθής λειτουργίας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων και τη συμμόρφωση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων προς τις διατάξεις περί εποπτείας.

(2) Η εποπτεία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων περιλαμβάνει κατάλληλο συνδυασμό δραστηριοτήτων εκτός των χώρων της επιχείρησης και επιτόπιων ελέγχων.

(3) Ο Έφορος εξασφαλίζει την εφαρμογή των απαιτήσεων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο κατά τρόπο ανάλογο προς τη φύση, την πολυπλοκότητα και την κλίμακα των ενυπαρχόντων κινδύνων στις δραστηριότητες των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

(4) Ο Έφορος ασκεί την εποπτική του αρμοδιότητα σύμφωνα με τις κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις, τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα.

Πεδίο εφαρμογής της εποπτείας από τον Έφορο

34. (1) Η χρηματοοικονομική εποπτεία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένης της εποπτείας των δραστηριοτήτων που αυτές ασκούν μέσω υποκαταστημάτων ή υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, υπόκειται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εφόρου.

(2) Η χρηματοοικονομική εποπτεία δυνάμει του εδαφίου (1) περιλαμβάνει την εξακρίβωση, για το σύνολο των δραστηριοτήτων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, της κατάστασης της φερεγγυότητάς της, της σύστασης τεχνικών προβλέψεων, των στοιχείων του ενεργητικού της, των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων και της άσκησης των εργασιών της σύμφωνα με τις υγιείς ασφαλιστικές αρχές, ως αυτές καθορίζονται στο εδάφιο (3), και σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και σύμφωνα με τις διατάξεις που θεσπίζονται σε ενωσιακό επίπεδο δυνάμει της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2), «υγιείς ασφαλιστικές αρχές» σημαίνει τις αρχές εκείνες που έχουν κατ’ έθιμο ή άλλως πως καθιερωθεί σε σχέση με την ασφάλιση ή αντασφάλιση και αφορούν στη συνέπεια και τον επαγγελματισμό που πρέπει να επιδεικνύεται από μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στις συναλλαγές της με τους δικαιούχους, τους συνεργάτες της και εν γένει το κοινό, ιδιαίτερα δε κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της και την ικανοποίηση των απαιτήσεων των δικαιούχων.

(4) Σε περίπτωση που οι σχετικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν λάβει την άδεια να καλύπτουν τους κινδύνους που κατατάσσονται στον Κλάδο βοήθειας (κλάδος 18 στο Μέρος Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος), η εποπτεία επεκτείνεται επίσης στον έλεγχο των τεχνικών μέσων που διαθέτουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις αυτές για την καλή εκτέλεση των εργασιών βοήθειας που έχουν δεσμευθεί να πραγματοποιήσουν, στον βαθμό που το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής προβλέπει τον έλεγχο των εν λόγω μέσων.

(5) Σε περίπτωση κατά την οποία ο κίνδυνος ή η ασφαλιστική υποχρέωση βρίσκεται στη Δημοκρατία ή, στην περίπτωση αντασφαλιστικής επιχείρησης που η Δημοκρατία είναι το κράτος μέλος υποδοχής, εφόσον ο Έφορος έχει λόγους να θεωρεί ότι οι δραστηριότητες μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης θα μπορούσαν να αποβούν επιβλαβείς για την οικονομική ευρωστία της επιχείρησης, ενημερώνει τις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εν λόγω επιχείρησης.

(6) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος ενημερωθεί από τις εποπτικές αρχές άλλου κράτους μέλους ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του εδαφίου (3) αναφορικά με ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που υπάγονται στην εποπτεία του, ο Έφορος εξακριβώνει εάν η επιχείρηση τηρεί τις αρχές της συνετής διαχείρισης όπως καθορίζονται στον παρόντα Νόμο.

Διαφάνεια και υπευθυνότητα

35. (1) Ο Έφορος εκτελεί τα καθήκοντά του με διαφάνεια και υπευθυνότητα, με δέουσα μέριμνα για την προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών.

(2) Ο Έφορος διασφαλίζει τη δημοσιοποίηση των ακόλουθων πληροφοριών:

(α) των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων, καθώς και των γενικών οδηγιών, στον τομέα των ασφαλιστικών κανονιστικών ρυθμίσεων·

(β) των γενικών κριτηρίων και μεθόδων που χρησιμοποιούνται κατά τη διαδικασία εποπτικής εξέτασης, που προβλέπεται στο άρθρο 39 του παρόντος Νόμου, συμπεριλαμβανομένων των μέσων που αναπτύσσονται σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 31 του παρόντος Νόμου˙

(γ) συγκεντρωτικών στατιστικών δεδομένων που αφορούν βασικές πτυχές της εφαρμογής του προληπτικού πλαισίου·

(δ) του τρόπου εφαρμογής των εναλλακτικών λύσεων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο·

(ε) των στόχων της εποπτείας, καθώς και των βασικών λειτουργιών και δραστηριοτήτων της.

(3) Η δημοσιοποίηση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) πρέπει να επαρκεί για την πραγματοποίηση σύγκρισης μεταξύ των εποπτικών προσεγγίσεων που ακολουθούν οι εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών.

(4) Οι πληροφορίες του εδαφίου (1) πρέπει να επικαιροποιούνται τακτικά, να δημοσιοποιούνται και να διατίθενται συγκεντρωμένες στην ηλεκτρονική διεύθυνση του Εφόρου σύμφωνα με τις βασικές παραμέτρους για τη δημοσιοποίηση συγκεντρωτικών δεδομένων που καθορίζονται με κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις και σχετικά εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό των υποδειγμάτων και της δομής των δημοσιοποιήσεων.

Απαγόρευση απόρριψης συμβάσεων αντασφάλισης ή αντεκχώρησης

36. (1) Ο Έφορος δεν απορρίπτει μια αντασφαλιστική σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ αντασφαλιστικής επιχείρησης ή άλλης ασφαλιστικής επιχείρησης που υπάγεται στην εποπτεία του και άλλης αντασφαλιστικής ή ασφαλιστικής επιχείρησης η οποία έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος μέλος, για λόγους που συνδέονται άμεσα με την οικονομική ευρωστία της αντισυμβαλλόμενης αντασφαλιστικής ή ασφαλιστικής επιχείρησης.

(2) Ο Έφορος δεν απορρίπτει σύμβαση αντεκχώρησης η οποία συνάπτεται μεταξύ αντασφαλιστικής επιχείρησης που υπάγεται στην εποπτεία του και αντασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικής επιχείρησης η οποία έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος μέλος, για λόγους συνδεόμενους άμεσα με την οικονομική ευρωστία της αντισυμβαλλόμενης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

Εποπτεία των υποκαταστημάτων με έδρα σε άλλο κράτος μέλος

37. (1) Σε περίπτωση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος μέλος και η οποία ασκεί τις δραστηριότητές της μέσω υποκαταστήματος στη Δημοκρατία, οι εποπτικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής μπορούν, αφού ενημερώσουν τον Έφορο, να προβαίνουν οι ίδιες ή μέσω εντεταλμένων γι’ αυτό το σκοπό προσώπων, σε επιτόπιες εξακριβώσεις των πληροφοριών που είναι αναγκαίες για να εξασφαλίζεται η χρηματοπιστωτική εποπτεία της επιχείρησης και ο Έφορος μπορεί να συμμετέχει στις εξακριβώσεις αυτές:

Νοείται ότι σε τέτοιες από κοινού εξακριβώσεις δύναται να συμμετέχει και η ΕΙΟΡΑ.

(2) Ο Έφορος, αφού ενημερώσει τις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, δύναται να προβαίνει ο ίδιος ή μέσω εντεταλμένων γι’ αυτόν τον σκοπό προσώπων, σε επιτόπιες εξακριβώσεις των πληροφοριών που είναι αναγκαίες για να εξασφαλίζεται η χρηματοπιστωτική εποπτεία των επιχειρήσεων που υπάγονται στην εποπτεία του δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και οι οποίες ασκούν δραστηριότητες μέσω υποκαταστήματος σε άλλο κράτος μέλος, και σε τέτοια περίπτωση οι εποπτικές αρχές του κράτους μέλους υποδοχής δύνανται να συμμετέχουν στις εξακριβώσεις αυτές:

Νοείται ότι σε τέτοιες από κοινού εξακριβώσεις δύναται να συμμετέχει και η EIOPA.

(3) Σε περίπτωση που ο Έφορος έχει ενημερώσει τις εποπτικές αρχές τους κράτους μέλους υποδοχής, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2), ότι προτίθεται να διενεργήσει επιτόπιες επαληθεύσεις και του απαγορεύεται να ασκήσει το δικαίωμά του για διενέργεια τέτοιων επιτόπιων επαληθεύσεων, ή σε περίπτωση που οι εποπτικές αρχές του κράτους μέλους υποδοχής αδυνατούν να ασκήσουν στην πράξη το δικαίωμά τους για συμμετοχή σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2), ο Έφορος μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην EIOPA και να ζητήσει τη βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

Παρεχόμενες πληροφορίες για σκοπούς εποπτείας

38. (1) Ο Έφορος, λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους της εποπτείας, όπως αυτοί καθορίζονται στα άρθρα 30 και 32 του παρόντος Νόμου, απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις όπως του υποβάλλουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τους σκοπούς της εποπτείας, κατά την εφαρμογή της διαδικασίας που καθορίζεται στο άρθρο 39 του παρόντος Νόμου, οι οποίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τα πιο κάτω:

(α) Την αξιολόγηση του συστήματος διακυβέρνησης που εφαρμόζουν οι επιχειρήσεις, των δραστηριοτήτων που ασκούν, των αρχών αποτίμησης που εφαρμόζουν για σκοπούς φερεγγυότητας, των κινδύνων που αντιμετωπίζουν και των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων, καθώς και της κεφαλαιακής τους δομής, των αναγκών τους σε κεφάλαια και της διαχείρισης του κεφαλαίου τους·

(β) τη λήψη των όποιων ενδεδειγμένων αποφάσεων επιβάλλονται από την άσκηση των εποπτικών δικαιωμάτων και καθηκόντων τους.

(2) Ο Έφορος έχει εξουσία να -

(α) Καθορίζει με οδηγίες του τη φύση, την έκταση και τον μορφότυπο των πληροφοριών που αναφέρονται στο εδάφιο (1), τις οποίες απαιτεί όπως υποβάλλουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά τις ακόλουθες χρονικές στιγμές:

(i) κατά προκαθορισμένες περιόδους·

(ii) σε περίπτωση προκαθορισμένων γεγονότων·

(iii) κατά τη διάρκεια ερευνών σχετικά με την κατάσταση μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης·

(β) να λαμβάνει κάθε πληροφορία σχετικά με τις συμβάσεις που ευρίσκονται στην κατοχή διαμεσολαβητών ή σχετικά με τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί με τρίτους· και

(γ) να ζητεί πληροφορίες από εξωτερικούς εμπειρογνώμονες, όπως ελεγκτές και αναλογιστές.

(3) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) περιλαμβάνουν τα εξής:

(α) ποιοτικά ή ποσοτικά στοιχεία, ή κάθε κατάλληλο συνδυασμό τους·

(β) στοιχεία που αφορούν το ιστορικό, τη σημερινή κατάσταση ή την προβλεπόμενη κατάσταση, ή κάθε κατάλληλο συνδυασμό τους· και

(γ) δεδομένα από εσωτερικές ή εξωτερικές πηγές, ή κάθε κατάλληλο συνδυασμό τους.

(4) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) πληρούν τις ακόλουθες αρχές:

(α) αντικατοπτρίζουν τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της συγκεκριμένης επιχείρησης και ιδίως τους κινδύνους που ενυπάρχουν σε αυτές·

(β) είναι προσβάσιμες, πλήρεις από κάθε σημαντική άποψη, συγκρίσιμες και να έχουν χρονική συνέπεια· και

(γ) είναι σχετικές με το θέμα, αξιόπιστες και κατανοητές.

(5) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να διαθέτουν κατάλληλα συστήματα και δομές, προκειμένου να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των εδαφίων (1) μέχρι (4), καθώς και τεκμηριωμένη πολιτική, εγκεκριμένη από το διοικητικό συμβούλιό τους, ώστε να εξασφαλίζεται συνεχώς η καταλληλότητα των πληροφοριών που υποβάλλονται.

(6) O Έφορος απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις την υποβολή βεβαίωσης ότι έχουν συμμορφωθεί πλήρως με τις διατάξεις του περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου του 1996, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, αναφορικά με τον διορισμό λειτουργού συμμόρφωσης και κάθε άλλο μέτρο το οποίο οφείλουν να λαμβάνουν για την εφαρμογή του εν λόγω Νόμου.

(7) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (5) του άρθρου 136 του παρόντος Νόμου, όταν οι προκαθορισμένες περίοδοι της υποπαραγράφου (i) της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) είναι μικρότερες του ενός έτους, ο Έφορος δύναται να περιορίζει την εποπτική αναφορά, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) όταν η υποβολή των πληροφοριών αυτών θα ήταν επαχθής σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας της επιχείρησης∙

(β) όταν οι πληροφορίες υποβάλλονται τουλάχιστον σε ετήσια βάση.

(8) Ο Έφορος δεν περιορίζει τη συχνότητα της εποπτικής αναφοράς που γίνεται συχνότερα από μία φορά το έτος για ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ανήκουν σε ομίλους υπό την έννοια του εδαφίου (1) του άρθρου 250 του παρόντος Νόμου, εκτός αν η επιχείρηση μπορεί να πείσει τον Έφορο ότι η συχνότερη από μία φορά το έτος εποπτική αναφορά αντενδείκνυται δεδομένων της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας του ομίλου.

(9) Ο περιορισμός της συχνότητας της εποπτικής αναφοράς προβλέπεται μόνο για επιχειρήσεις που δεν αντιπροσωπεύουν πάνω από το 20% της αγοράς ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων Ζωής και Γενικής Φύσεως στη Δημοκρατία, αντίστοιχα, όπου το μερίδιο αγοράς του κλάδου Γενικής Φύσεως βασίζεται σε εγγεγραμμένα μεικτά ασφάλιστρα και το μερίδιο του κλάδου Ζωής βασίζεται σε ακαθάριστες τεχνικές προβλέψεις.

(10) Ο Έφορος δίνει προτεραιότητα στις μικρότερες επιχειρήσεις κατά τον καθορισμό της επιλεξιμότητας των επιχειρήσεων για τους πιο πάνω αναφερόμενους περιορισμούς.

(11) Ο Έφορος δύναται να περιορίζει τη συχνότητα της εποπτικής αναφοράς ή να εξαιρεί ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις από την υποβολή πληροφοριών ανά στοιχείο, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) η υποβολή των πληροφοριών αυτών θα ήταν επαχθής σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας της επιχείρησης∙

(β) η υποβολή των πληροφοριών αυτών δεν είναι αναγκαία για την αποτελεσματική εποπτεία της επιχείρησης∙

(γ) η εξαίρεση δεν υπονομεύει τη σταθερότητα των αντίστοιχων χρηματοπιστωτικών συστημάτων στην Ένωση∙ και

(δ) η επιχείρηση είναι σε θέση να παρέχει τις πληροφορίες όποτε της ζητείται.

(12) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (11), ο Έφορος δεν εξαιρεί από την υποβολή αναλυτικών πληροφοριών ανά στοιχείο ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ανήκουν σε όμιλο υπό την έννοια του εδαφίου (1) του άρθρου 250 του παρόντος Νόμου, εκτός αν η επιχείρηση μπορεί να πείσει την εποπτική αρχή ότι η υποβολή πληροφοριών ανά στοιχείο αντενδείκνυται δεδομένων της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας του ομίλου, και λαμβανομένου υπόψη του στόχου της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

(13) Η δυνάμει του εδαφίου (11) εξαίρεση από την υποβολή αναλυτικών πληροφοριών ανά στοιχείο προβλέπεται μόνο για επιχειρήσεις που δεν αντιπροσωπεύουν πάνω από το 20 % της αγοράς ασφαλίσεων ή αντασφαλίσεων Ζωής και Γενικής Φύσεως της Δημοκρατίας, αντίστοιχα, όπου το μερίδιο αγοράς της ασφάλισης Γενικής Φύσεως βασίζεται σε εγγεγραμμένα μεικτά ασφάλιστρα και το μερίδιο της ασφάλισης Ζωής βασίζεται σε ακαθάριστες τεχνικές προβλέψεις.

(14) Ο Έφορος δίνει προτεραιότητα στις μικρότερες επιχειρήσεις κατά τον καθορισμό της επιλεξιμότητας των επιχειρήσεων για τις εξαιρέσεις αυτές.

(15) Για τους σκοπούς των εδαφίων (7) μέχρι (14), στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης, ο Έφορος εξετάζει αν η υποβολή πληροφοριών θα ήταν επαχθής σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων της επιχείρησης, λαμβάνοντας υπόψη τουλάχιστον τα εξής:

(α) τον όγκο των ασφαλίστρων, των τεχνικών προβλέψεων και των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης∙

(β) τη διακύμανση των απαιτήσεων και των παροχών που καλύπτει η επιχείρηση∙

(γ) τους κινδύνους που συνεπάγονται οι επενδύσεις της επιχείρησης∙

(δ) το επίπεδο των συγκεντρώσεων κινδύνου∙

(ε) το συνολικό αριθμό των κατηγοριών ασφαλίσεων Ζωής και Γενικής Φύσεως για τις οποίες έχει δοθεί άδεια λειτουργίας∙

(στ) τις πιθανές επιπτώσεις της διαχείρισης των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα∙

(ζ) τα συστήματα και τις δομές της επιχείρησης για την παροχή πληροφοριών για σκοπούς εποπτείας και την τεκμηριωμένη πολιτική που αναφέρεται στο εδάφιο (5)∙

(η) την καταλληλότητα του συστήματος διακυβέρνησης της επιχείρησης∙

(θ) το επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας και την ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση∙

(ι) το αν η επιχείρηση είναι εξαρτημένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που καλύπτει μόνο κινδύνους οι οποίοι συνδέονται με τον βιομηχανικό ή εμπορικό όμιλο στον οποίο ανήκει.

(16) Ο Έφορος ασκεί την εποπτική του αρμοδιότητα δυνάμει του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με τις κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις, τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα εποπτικής αναφοράς σε σχέση με τα υποδείγματα για την υποβολή πληροφοριών στις εποπτικές αρχές και τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις για την περαιτέρω διευκρίνιση των μεθόδων που χρησιμοποιούνται στον καθορισμό των μεριδίων αγοράς που αναφέρονται στα εδάφια (9) και (13) του παρόντος άρθρου.

(17) Κάθε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση οφείλει να διατηρεί πλήρη λογιστικά βιβλία και δικαιολογητικά στοιχεία καθώς και μητρώα και άλλες πληροφορίες βάσει των οποίων ετοιμάζονται οι πληροφορίες που προβλέπονται στο παρόν άρθρο για περίοδο τουλάχιστον επτά ετών, τα οποία θα τίθενται στη διάθεση του Εφόρου προς επιθεώρηση και έλεγχο οποτεδήποτε αυτός το απαιτήσει.

(18) Κανονισμοί, οι οποίοι κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, καθορίζουν κατά περίπτωση τέλη που καταβάλλονται από τις επιχειρήσεις κατά την υποβολή των στοιχείων του παρόντος άρθρου, για σκοπούς εποπτείας του Εφόρου.

Διαδικασία εποπτικής εξέτασης

39. (1) Ο Έφορος ελέγχει και αξιολογεί τις στρατηγικές, διεργασίες και διαδικασίες πληροφόρησης, που έχουν καθιερωθεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, προκειμένου να συμμορφωθούν προς τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(2) Ο έλεγχος και η αξιολόγηση του εδαφίου (1) περιλαμβάνουν την αξιολόγηση των ποιοτικών απαιτήσεων σχετικά με το σύστημα διακυβέρνησης, την αξιολόγηση των κινδύνων που αντιμετωπίζουν ή ενδέχεται να αντιμετωπίσουν οι σχετικές επιχειρήσεις και την αξιολόγηση της ικανότητας των εν λόγω επιχειρήσεων να προβαίνουν σε εκτίμηση αυτών των κινδύνων, λαμβανομένου υπόψη του περιβάλλοντος στο οποίο λειτουργούν οι επιχειρήσεις.

(3) Ο Έφορος ελέγχει και αξιολογεί ιδίως τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις που αφορούν τα εξής:

(α) το σύστημα διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένης της αποτίμησης του ιδίου κινδύνου και της φερεγγυότητας, που προβλέπεται στο Τέταρτο Κεφάλαιο, Τμήμα 2 του παρόντος Μέρους·

(β) τις τεχνικές προβλέψεις, που προβλέπονται στο Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 2 του παρόντος Μέρους·

(γ) τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, που προβλέπονται στο Έκτο Κεφάλαιο, Τμήματα 4 και 5 του παρόντος Μέρους·

(δ) τους επενδυτικούς κανόνες που προβλέπονται στο Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 6 του παρόντος Μέρους·

(ε) την ποιότητα και την ποσότητα των ιδίων κεφαλαίων, που προβλέπονται στο Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 3 του παρόντος Μέρους·

(στ) σε περίπτωση που η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση χρησιμοποιεί πλήρες ή μερικό εσωτερικό υπόδειγμα, τη συνεχή συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις για πλήρη και μερικά εσωτερικά υποδείγματα, που προβλέπονται στο Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητα 3 του παρόντος Μέρους.

(4) Ο Έφορος διαθέτει κατάλληλα εργαλεία παρακολούθησης, τα οποία του παρέχουν τη δυνατότητα να επισημαίνει την όποια επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και να παρακολουθεί τον τρόπο επανόρθωσης αυτής της κατάστασης.

(5) Ο Έφορος ελέγχει και αξιολογεί την επάρκεια των μεθόδων και πρακτικών τις οποίες εφαρμόζουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, προκειμένου να επισημαίνουν τα πιθανά γεγονότα ή μελλοντικές μεταβολές στις οικονομικές συνθήκες που θα μπορούσαν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στη συνολική χρηματοοικονομική κατάσταση των σχετικών επιχειρήσεων καθώς και την ικανότητα των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να ανταπεξέρχονται στην περίπτωση τέτοιων πιθανών γεγονότων ή μελλοντικών μεταβολών στις οικονομικές συνθήκες.

(6) Ο Έφορος δύναται να απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να αποκαθιστούν τις αδυναμίες ή τις ελλείψεις που επισημάνθηκαν κατά τη διαδικασία εποπτικής εξέτασης.

(7) Οι έλεγχοι και αξιολογήσεις που διενεργούνται από τον Έφορο δυνάμει των εδαφίων (1), (3), και (4) διεξάγονται σε τακτική βάση και σε συχνότητα που καθορίζεται από τον Έφορο, ανάλογα με την περίπτωση, ο οποίος καθορίζει επίσης το αντικείμενο των εν λόγω εξετάσεων και αξιολογήσεων, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

Πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση

40. (1) Μετά από τη διαδικασία εποπτικού ελέγχου, ο Έφορος δύναται, σε εξαιρετικές περιστάσεις και με αιτιολογημένη απόφασή του, να επιβάλλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Όταν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης , αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, όπως υπολογίζεται με τον κανονικό τύπο, σύμφωνα με το ‘Εκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητα 2 του παρόντος Μέρους και:

(i) η απαίτηση για χρήση εσωτερικού υποδείγματος σύμφωνα με το άρθρο 126 του παρόντος Νόμου είναι ακατάλληλη ή έχει αποδειχτεί αναποτελεσματική· ή

(ii) ενώ καταρτίζεται μερικό ή πλήρες εσωτερικό υπόδειγμα, σύμφωνα με το άρθρο 126·

(β) όταν συμπεραίνει ότι το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, όπως υπολογίζεται με εσωτερικό υπόδειγμα ή μερικό εσωτερικό υπόδειγμα σύμφωνα με το Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητα 3 του παρόντος Μέρους, διότι ορισμένοι ποσοτικοποιήσιμοι κίνδυνοι δεν λαμβάνονται επαρκώς υπόψη και η προσαρμογή του υποδείγματος ώστε να αντικατοπτρίζει καλύτερα το δεδομένο προφίλ κινδύνου δεν πραγματοποιήθηκε μέσα σε κατάλληλο χρονικό διάστημα·

(γ) όταν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το σύστημα διακυβέρνησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τα πρότυπα που καθορίζονται στο Τέταρτο Κεφάλαιο, Τμήμα 2 του παρόντος Μέρους, ότι οι εν λόγω αποκλίσεις την εμποδίζουν να είναι σε θέση να εντοπίσει, να αποτιμήσει, να παρακολουθήσει, να διαχειρισθεί και να αναφέρει ορθά τους κινδύνους, στους οποίους εκτίθεται ή θα μπορούσε να εκτεθεί, και η εφαρμογή, καθ’ αυτήν, άλλων μέτρων δεν φαίνεται πιθανό ότι θα αποκαταστήσει επαρκώς τις ελλείψεις μέσα σε κατάλληλο χρονικό διάστημα˙

(δ) όταν η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 81, την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 83 ή τα μεταβατικά μέτρα που αναφέρονται στα άρθρα 422 και 423 του παρόντος Νόμου, και ο Έφορος συμπεραίνει ότι το προφίλ κινδύνου της συγκεκριμένης επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζονται οι ανωτέρω προσαρμογές και μεταβατικά μέτρα.

(2)(α) Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1), η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση υπολογίζεται κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση της επιχείρησης προς τις διατάξεις των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 107 του παρόντος Νόμου.

(β) Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1), η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση πρέπει να είναι ανάλογη προς τους σημαντικούς κινδύνους που απορρέουν από τις ελλείψεις οι οποίες προκαλούν τη λήψη απόφασης της αρχής εποπτείας για τον καθορισμό της προσαύξησης.

(γ) Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1), η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση είναι ανάλογη προς τους σημαντικούς κινδύνους που απορρέουν από την παρέκκλιση η οποία αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο.

(3) Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (1), ο Έφορος μεριμνά ώστε η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποκαταστήσει τις ελλείψεις που οδήγησαν στην επιβολή της πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης.

(4) O Έφορος επανεξετάζει τουλάχιστον μία φορά το χρόνο την πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση, που αναφέρεται στο εδάφιο (1), και αποφασίζει την άρση της όταν η επιχείρηση έχει αποκαταστήσει τις ελλείψεις που οδήγησαν στην επιβολή της.

(5) H κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένης της πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης που επιβλήθηκε, αντικαθιστά την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας που κρίθηκε ανεπαρκής:

Νοείται ότι, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας δεν περιλαμβάνει τις πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο (γ), του εδαφίου (1) για τον υπολογισμό του περιθωρίου κινδύνου που αναφέρεται στο εδάφιο (9) του άρθρου 79 του παρόντος Νόμου.

(6) Ο Έφορος ασκεί την εποπτική του αρμοδιότητα δυνάμει του παρόντος άρθρου σύμφωνα με τις κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις αναφορικά με τις λεπτομέρειες σχετικά με τις περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να επιβληθεί πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση και μεθοδολογίες υπολογισμού των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που καθορίζουν τις διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τον καθορισμό, τον υπολογισμό και την κατάργηση πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων.

Εποπτεία των αρμοδιοτήτων και των δραστηριοτήτων με εξωτερική ανάθεση

41. (1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 50 του παρόντος Νόμου, ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που αναθέτουν εξωτερικά μια αρμοδιότητα ή μια δραστηριότητα ασφάλισης ή αντασφάλισης, οφείλουν να εξασφαλίζουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:-

(α) ο πάροχος υπηρεσιών συνεργάζεται με τον Έφορο όσον αφορά την αρμοδιότητα ή τη δραστηριότητα που έχει ανατεθεί εξωτερικά·

(β) οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και οι ελεγκτές τους αποδεικνύουν στον Έφορο ότι έχουν ουσιαστική πρόσβαση στα δεδομένα που αφορούν τις αρμοδιότητες και τις δραστηριότητες που έχουν ανατεθεί εξωτερικά στα οποία και ο Έφορος έχει ουσιαστική επίσης πρόσβαση·

(γ) Ο Έφορος έχει ουσιαστική πρόσβαση στις εγκαταστάσεις του παρόχου των υπηρεσιών με τον ίδιο τρόπο που έχει πρόσβαση στις εγκαταστάσεις της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(2) Σε περίπτωση που ο πάροχος υπηρεσιών βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, ο Έφορος διενεργεί ο ίδιος, ή μέσω προσώπων τα οποία διορίζει για το σκοπό αυτό, επιτόπιους ελέγχους στις εγκαταστάσεις του παρόχου των υπηρεσιών, αφού πρώτα ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους του παρόχου υπηρεσιών πριν από τη διεξαγωγή του επιτόπιου ελέγχου:

Νοείται ότι, σε περίπτωση οντότητας που δεν υπόκειται σε εποπτεία, αρμόδια αρχή θεωρείται η εποπτική αρχή του κράτους μέλους του παρόχου των υπηρεσιών:

Νοείται περαιτέρω ότι, ο Έφορος δύναται να αναθέτει την αρμοδιότητα για τη διενέργεια των εν λόγω επιτόπιων ελέγχων στις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο πάροχος υπηρεσιών.

(3) Στις περιπτώσεις επιτόπιων ελέγχων δυνάμει του εδαφίου (2), εάν ο Έφορος παρά το γεγονός ότι έχει ενημερώσει την κατάλληλη αρχή του κράτους μέλους του παρόχου υπηρεσιών ότι προτίθεται να διενεργήσει επιτόπια επιθεώρηση ή διενεργεί επιτόπια επιθεώρηση και αδυνατεί στην πράξη να ασκήσει το δικαίωμά του για τη διενέργεια αυτής της επιτόπιας επιθεώρησης, δύναται να παραπέμπει το θέμα στην EIOPA και να ζητήσει τη βοήθειά της σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

(4) Σε περίπτωση ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που υπόκεινται σε εποπτική αρχή άλλου κράτους μέλους και οι οποίες αναθέτουν εξωτερικά μια αρμοδιότητα ή μια δραστηριότητα ασφάλισης ή αντασφάλισης σε πάροχο υπηρεσιών που βρίσκεται στη Δημοκρατία, ο Έφορος δύναται να ασκεί τη διενέργεια των επιτόπιων ελέγχων του παρόχου των υπηρεσιών εφόσον κάτι τέτοιο του ανατεθεί από την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης:

Νοείται ότι, σε περίπτωση οντότητας που δεν υπόκειται σε εποπτεία, αρμόδια αρχή θεωρείται ο Έφορος.

(5) Στις περιπτώσεις επιτόπιων ελέγχων που γίνονται από κοινού μεταξύ του Εφόρου και εποπτικής αρχής άλλου κράτους μέλους δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δικαιούται να συμμετέχει και η EIOPA.