42. Το διοικητικό συμβούλιο της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης υπέχει την τελική ευθύνη για τη συμμόρφωση της σχετικής επιχείρησης με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, καθώς και με οποιεσδήποτε άλλες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις εκδίδονται είτε σε εθνικό είτε σε ευρωπαϊκό επίπεδο σε σχέση με την άσκηση ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών.
43. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να διαθέτουν αποτελεσματικό σύστημα διακυβέρνησης, το οποίο να εγγυάται την ορθή και συνετή διαχείριση των δραστηριοτήτων, να περιλαμβάνει τουλάχιστον μια κατάλληλη διαφανή οργανωτική δομή, με σαφή κατανομή και ορθό διαχωρισμό καθηκόντων, καθώς και έναν αποτελεσματικό μηχανισμό διασφάλισης της μετάδοσης των πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένης της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις που ορίζουν τα άρθρα 44 μέχρι 49 του παρόντος Νόμου, καθώς και τις διαδικασίες που ακολουθούν έτσι ώστε το σύστημα διακυβέρνησης να υπόκειται σε τακτική εσωτερική εξέταση από την επιχείρηση.
(2) Το σύστημα διακυβέρνησης του εδαφίου (1) θα πρέπει να είναι ανάλογο προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εργασιών της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.
(3) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές, σε σχέση τουλάχιστον με τη διαχείριση του κινδύνου, τον εσωτερικό έλεγχο, τους εσωτερικούς λογιστικούς ελέγχους και, κατά περίπτωση, την εξωτερική ανάθεση και λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για εφαρμογή των πολιτικών αυτών.
(4) Οι γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές του εδαφίου (3) επανεξετάζονται σε ετήσια, τουλάχιστον, βάση ενώ υπόκεινται στην προηγούμενη έγκριση του διοικητικού συμβουλίου και προσαρμόζονται σε κάθε σημαντική αλλαγή του εκάστοτε συστήματος ή τομέα.
(5) Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν εύλογα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν τη συνέχεια και την κανονικότητα των δραστηριοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης σχεδίων έκτακτης ανάγκης και για τον σκοπό αυτό, οι επιχειρήσεις εφαρμόζουν και χρησιμοποιούν κατάλληλα και αναλογικά συστήματα, μέσα και διαδικασίες.
(6) Ο Έφορος επαληθεύει το σύστημα διακυβέρνησης των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και αξιολογεί τους αναδυόμενους κινδύνους που επισημαίνονται από τις επιχειρήσεις, οι οποίοι ενδέχεται να επηρεάσουν τη χρηματοοικονομική τους ευρωστία και δύναται να ζητήσει από τις επιχειρήσεις, και αυτές οφείλουν να συμμορφώνονται, την αναθεώρηση ή τροποποίηση του συστήματος διακυβέρνησης έτσι ώστε αυτό να βελτιωθεί και ενδυναμωθεί προκειμένου να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 51 μέχρι 57 του παρόντος Νόμου.
(7) Ο Έφορος δύναται, όποτε κρίνει αυτό αναγκαίο, να ζητά από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις την υποβολή οποιωνδήποτε στοιχείων που αναφέρονται στα εδάφια (1) μέχρι (5) για σκοπούς άσκησης των εξουσιών του δυνάμει του εδαφίου (6).
(8) Δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε παραχώρηση από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δανείων ή προσωρινών παροχών, εξαιρουμένων των δανείων που χορηγούνται από ασφαλιστική επιχείρηση σε σχέση με ασφαλιστήρια ζωής μέσα στα πλαίσια της αξίας εξαγοράς τους, έστω και αν αυτά εξασφαλίζονται με υποθήκη, προσωπική εγγύηση ή άλλο τρόπο, σε οποιοδήποτε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης, διευθυντή, αντιπρόσωπο, αναλογιστή, ελεγκτή, ή υπάλληλο της επιχείρησης ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο ασκεί ουσιαστικά έλεγχο της επιχείρησης, ή σε οποιοδήποτε γονέα, σύζυγο, παιδί, αδελφό ή αδελφή των πιο πάνω ή σε οποιαδήποτε άλλη εταιρεία ή οργανισμό στον οποίο οποιοδήποτε από τα πιο πάνω πρόσωπα κατέχει θέση διοικητικού συμβούλου, διευθυντή, αντιπροσώπου, αναλογιστή, ελεγκτή, υπαλλήλου ή συνεταίρου ή άλλως πως ασκεί ουσιαστικό έλεγχο:
(i) σε σχέση με δάνεια που παραχωρούνται από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση σε οποιοδήποτε υπάλληλο της επιχείρησης, για τους σκοπούς και σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου και κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, ή
(ii) σε σχέση με δάνεια που παραχωρούνται από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση σε θυγατρική της εταιρεία ή σε άλλη εταιρεία που ανήκει στον ίδιο όμιλο, νοουμένου ότι τα εν λόγω δάνεια δεν θα παραχωρηθούν, άμεσα ή έμμεσα σε οποιαδήποτε από τα φυσικά πρόσωπα που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο και σε σχέση με τα οποία δυνάμει του παρόντος εδαφίου απαγορεύεται η χορήγηση δανείων από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.
44. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μεριμνούν ώστε όλα τα πρόσωπα, του διοικητικού συμβουλίου και οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα διοικούν ουσιαστικά την επιχείρηση ή ασκούν άλλου είδους βασικά καθήκοντα, να πληρούν ανά πάσα στιγμή τις ακόλουθες απαιτήσεις:
(α) Τα επαγγελματικά τους προσόντα, οι γνώσεις και η πείρα τους, τους επιτρέπουν να ασκούν υγιή και συνεπή διαχείριση (ικανότητα)∙ και
(β) είναι επαρκή από πλευράς υπόληψης και ακεραιότητας (ήθος).
(2) Ο Έφορος κρίνει σε κάθε περίπτωση εάν και κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις του εδαφίου (1), λαμβάνοντας ιδίως υπόψη κατά πόσο τα εν λόγω πρόσωπα διαθέτουν εντιμότητα, καλή φήμη, ειδική γνώση και πείρα στον τομέα τους και είναι καλής οικονομικής κατάστασης:
Νοείται ότι, σε κάθε περίπτωση, πρόσωπο του εδαφίου (1)-
(α) δεν λογίζεται ότι διαθέτει ήθος σε περίπτωση που καταδικάστηκε για πλαστογραφία, κλοπή, απάτη, υπεξαίρεση, τοκογλυφία, αισχροκέρδεια, εκβίαση, δωροδοκία, λαθρεμπορία, απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, φόνο εκ προμελέτης, ανθρωποκτονία, βιασμό, αδικήματα ηθικής αισχρότητας ή άλλα συναφή προς τα ανωτέρω ποινικά αδικήματα∙
(β) δεν λογίζεται ότι είναι καλής οικονομικής κατάστασης εάν κηρύχθηκε σε πτώχευση:
(3) Κανονισμοί που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, καθορίζουν τα αποδεικτικά που πρέπει να προσκομίζουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις προς απόδειξη της ικανότητας και καταλληλότητας των προσώπων του εδαφίου (1).
(4) Εκτός από τους διοικητικούς συμβούλους της ασφαλιστικής επιχείρησης που δεν ασκούν εκτελεστικά καθήκοντα, τα λοιπά μέλη του διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης οφείλουν να έχουν το συνήθη τόπο διαμονής τους στη Δημοκρατία:
(5) Στον Έφορο ανακοινώνεται η ταυτότητα των προσώπων του εδαφίου (1) της επιχείρησης κατά τον καθορισμένο τύπο, προς έγκριση, κατά την υποβολή της αιτήσεως προς χορήγηση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών.
(6)(α) Στον Έφορο επίσης ανακοινώνεται, προς έγκριση, κατά τον καθορισμένο τύπο, κάθε μεταγενέστερος διορισμός επιπρόσθετος ή εις αντικατάσταση άλλου, κάθε εκούσια αποχώρηση ή τερματισμός των υπηρεσιών ή αντικατάσταση και γενικά κάθε άλλη μεταβολή των προσώπων του εδαφίου (1), μέσα σε προθεσμία ενός μηνός αφότου επεσυνέβη ο διορισμός, αποχώρηση, τερματισμός υπηρεσιών ή άλλη μεταβολή. Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος ενίσταται στο διορισμό οποιουδήποτε προσώπου λόγω του ότι αυτό δεν πληροί τα απαραίτητα προσόντα, οφείλει να κοινοποιήσει δεόντως αιτιολογημένη απόφαση του στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την ημέρα της ανακοινώσεως του διορισμού:
(β) Η απορριπτική απόφαση του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο (α), δύναται να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος:
(7) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να ενημερώνουν τον Έφορο εάν οποιοδήποτε πρόσωπο του εδαφίου (1) έχει αποχωρήσει, παραιτηθεί, παυθεί ή αντικατασταθεί, και να κοινοποιούν παράλληλα οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την αξιολόγηση από τον Έφορο του κατά πόσον νέα πρόσωπα που έχουν ορισθεί για να αναλάβουν τη διοίκηση της επιχείρησης πληρούν τις απαιτήσεις ικανότητας και ήθους του παρόντος άρθρου.
(8) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (1), θεωρούνται-
(α) οι διοικητικοί σύμβουλοι της επιχείρησης, περιλαμβανομένου και του εκτελεστικού προέδρου και του διευθύνοντος συμβούλου·
(β) ο ανώτερος εκτελεστικός λειτουργός της επιχείρησης, που είναι υπεύθυνος για τη διεύθυνση όλων των ασφαλιστικών εργασιών της, μέσα στα πλαίσια των αποφάσεων του διοικητικού της συμβουλίου·
(γ) ο γενικός διευθυντής της επιχείρησης, εφ’ όσον τα καθήκοντά του δεν ασκούνται από ένα από τα αναφερόμενα στις πιο πάνω παραγράφους (α) και (β) πρόσωπα· και
(δ) οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, που κατά την κρίση του Εφόρου, λόγω της φύσεως των καθηκόντων που ασκεί στην επιχείρηση, είναι σε θέση να επηρεάσει τη λήψη αποφάσεων ή την όλη πολιτική της επιχείρησης.
45. (1)Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν αποτελεσματικό σύστημα διαχείρισης κινδύνων, το οποίο περιλαμβάνει στρατηγικές, διεργασίες και διαδικασίες αναφοράς που απαιτούνται για τον προσδιορισμό, τη μέτρηση, την παρακολούθηση, διαχείριση και αναφορά, σε συνεχή βάση, των κινδύνων, σε ατομικό και σε συνολικό επίπεδο, στους οποίους είναι ή θα μπορούσε να είναι εκτεθειμένες και τις αλληλεξαρτήσεις τους.
(2) Το σύστημα διαχείρισης των κινδύνων είναι αποτελεσματικό και ενσωματώνεται κατάλληλα στην οργανωτική δομή και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των προσώπων που διοικούν ουσιαστικά την επιχείρηση ή έχουν άλλες βασικές αρμοδιότητες.
(3) Το σύστημα διαχείρισης κινδύνων καλύπτει τους κινδύνους που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας, όπως ορίζεται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 107 του παρόντος Νόμου, καθώς και τους κινδύνους, οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται καθόλου ή δεν περιλαμβάνονται εξ ολοκλήρου στον υπολογισμό της απαίτησης αυτής και καλύπτει τουλάχιστον τα ακόλουθα πεδία:
(α) ανάληψη ασφαλιστικού κινδύνου και σύσταση προβλέψεων·
(β) διαχείριση ενεργητικού – παθητικού·
(γ) επενδύσεις, ιδίως θέσεις σε παράγωγα και παρόμοιες υποχρεώσεις·
(δ) διαχείριση κινδύνων ρευστότητας και συγκέντρωσης·
(ε) διαχείριση λειτουργικού κινδύνου·
(στ) αντασφάλιση και άλλες τεχνικές μείωσης του κινδύνου.
(4) Οι γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές για τη διαχείριση του κινδύνου που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 43 του παρόντος Νόμου, περιλαμβάνουν πολιτικές που συνδέονται με τις παραγράφους (α) έως (στ) του εν λόγω εδαφίου.
(5) Όταν ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν την προσαρμογή επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 81 ή την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 83 του παρόντος Νόμου, καταρτίζουν σχέδιο ρευστότητας με προβολές των εισερχόμενων και των εξερχόμενων ταμειακών ροών σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις που υπόκεινται στις προσαρμογές αυτές.
(6) Όσον αφορά τη διαχείριση ενεργητικού-παθητικού, οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αξιολογούν τακτικά-
(α) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων τους στις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η παρέκταση της σχετικής διαχρονικής διάρθρωσης επιτοκίων άνευ κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 80 του παρόντος Νόμου∙
(β) όταν εφαρμόζεται η προσαρμογή επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 81 του παρόντος Νόμου-
(i) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων τους στις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της προσαρμογής επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένου του υπολογισμού του βασικού πιστωτικού περιθωρίου που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 82 και την πιθανή επίπτωση που θα είχε στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαιά τους μια αναγκαστική πώληση περιουσιακών στοιχείων∙
(ii) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων τους σε αλλαγές στη σύνθεση του δεσμευμένου χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού∙
(iii) τον αντίκτυπο μιας μείωσης της προσαρμογής επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων στο μηδέν∙
(γ) όταν εφαρμόζεται η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 83 του παρόντος Νόμου-
(i) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων τους στις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας, και την πιθανή επίπτωση που θα είχε στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαιά τους μια αναγκαστική πώληση περιουσιακών στοιχείων∙
(ii) τον αντίκτυπο μιας μείωσης της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στο μηδέν.
(7) Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν τις αξιολογήσεις των παραγράφων (α),(β) και (γ) του εδαφίου (6) σε ετήσια βάση στον Έφορο, ως Μέρος των πληροφοριών που υποβάλλουν δυνάμει του άρθρου 38 του παρόντος Νόμου.
(8) Στις περιπτώσεις όπου η μείωση της προσαρμογής επιτοκίου, λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων ή της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στο μηδέν, θα είχε ως αποτέλεσμα τη μη συμμόρφωση προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, η επιχείρηση υποβάλλει επίσης ανάλυση των μέτρων που θα μπορούσε να εφαρμόσει σε τέτοια περίπτωση για να αποκαταστήσει το επίπεδο των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτει η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας ή να μειώσει το προφίλ κινδύνου της για να αποκατασταθεί η συμμόρφωση προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας.
(9) Όταν εφαρμόζεται η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 83 του παρόντος Νόμου, η τεκμηριωμένη πολιτική διαχείρισης κινδύνου που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 43 του παρόντος Νόμου, περιλαμβάνει πολιτική σχετικά με τα κριτήρια για την εφαρμογή της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας.
(10) Όσον αφορά τον επενδυτικό κίνδυνο, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν ότι συμμορφώνονται με τις διατάξεις του Έκτου Κεφαλαίου, Τμήμα 6 του παρόντος Μέρους.
(11) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις προβλέπουν λειτουργική θέση για τη διαχείριση του κινδύνου που θα είναι δομημένη με τέτοιο τρόπο ώστε να διευκολύνει την εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης του κινδύνου.
(12) Οι επιχειρήσεις ασφάλισης και αντασφάλισης, όταν χρησιμοποιούν εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας στον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων και της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας, για να αποφεύγουν την υπερβολική εξάρτηση από εξωτερικούς οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, αξιολογούν την καταλληλότητα αυτών των εξωτερικών αξιολογήσεων στο πλαίσιο της διαχείρισης κινδύνου τους, με τη χρήση πρόσθετων αξιολογήσεων όπου είναι πρακτικά δυνατόν, για να αποφεύγεται οποιαδήποτε αυτόματη εξάρτηση από εξωτερικές αξιολογήσεις. Η αναφερόμενη αξιολόγηση γίνεται σύμφωνα με εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που εκδίδει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
(13) Για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν μερικό ή πλήρες εσωτερικό υπόδειγμα εγκεκριμένο σύμφωνα με τα άρθρα 119 και 120 του παρόντος Νόμου, η λειτουργία διαχείρισης του κινδύνου καλύπτει τα ακόλουθα καθήκοντα:
(α) το σχεδιασμό και την εφαρμογή του εσωτερικού υποδείγματος·
(β) τη δοκιμή και την επικύρωση του εσωτερικού υποδείγματος·
(γ) την τεκμηρίωση του εσωτερικού υποδείγματος και τυχόν μεταγενέστερων τροποποιήσεών του·
(δ) την ανάλυση των επιδόσεων του εσωτερικού υποδείγματος και τη σύνταξη συνοπτικών εκθέσεων·
(ε) την ενημέρωση του διοικητικού συμβουλίου σχετικά με την επίδοση του εσωτερικού υποδείγματος, υποδεικνύοντας πεδία που χρειάζονται βελτίωση, και επίκαιρη ενημέρωση του οργάνου αυτού σχετικά με την πορεία των προσπαθειών βελτίωσης προηγουμένως επισημανθεισών αδυναμιών.
46. Στο πλαίσιο του συστήματος διαχείρισης του κινδύνου, κάθε ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση διεξάγει τη δική της εσωτερική εκτίμηση κινδύνου και φερεγγυότητας η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:
(α) τις συνολικές ανάγκες φερεγγυότητας, λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ κινδύνου της επιχείρησης τα εγκεκριμένα περιθώρια ανοχής του κινδύνου και την επιχειρηματική στρατηγική της επιχείρησης·
(β) τη συμμόρφωση, σε συνεχή βάση, με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, όπως προβλέπεται στο ‘Εκτο Κεφάλαιο, Τμήματα 4 και 5, του παρόντος Μέρους και με τις απαιτήσεις σχετικά με τις τεχνικές προβλέψεις, όπως προβλέπεται στο Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 2 του παρόντος Μέρους·
(γ) το μέγεθος απόκλισης του προφίλ κινδύνου της επιχείρησης από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, όπως ορίζεται στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 107 του παρόντος Νόμου που υπολογίζεται με την τυποποιημένη μέθοδο σύμφωνα με το ‘Εκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητα 2 του παρόντος Μέρους ή με το μερικό ή το πλήρες εσωτερικό της υπόδειγμα σύμφωνα με το ‘Εκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητα 3 του παρόντος Μέρους.
(2) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), η οικεία επιχείρηση διαθέτει διαδικασίες ανάλογες προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που ενυπάρχουν στην επιχειρηματική της δραστηριότητα και οι οποίες της επιτρέπουν να εντοπίζει και να αποτιμά καταλλήλως τους κινδύνους που αντιμετωπίζει βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα και στους οποίους θα μπορούσε να εκτεθεί και παρουσιάζει τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται στην υπό αναφορά αξιολόγηση.
(3) Όταν η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 81, την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 83 ή τα μεταβατικά μέτρα που αναφέρονται στα άρθρα 422 και 423 του παρόντος Νόμου, διεξάγει την αξιολόγηση συμμόρφωσης προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1), λαμβάνοντας και μη λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις προσαρμογές και τα μεταβατικά μέτρα.
(4) Στην περίπτωση που αναφέρεται η παράγραφος (γ) του εδαφίου (1), όταν χρησιμοποιείται εσωτερικό υπόδειγμα, η αξιολόγηση πραγματοποιείται μαζί με την αναπροσαρμογή, η οποία μετατρέπει τα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τον κίνδυνο σε μέτρηση κινδύνου και σε διαμόρφωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας.
(5) Η εκτίμηση ιδίου κινδύνου και φερεγγυότητας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της επιχειρηματικής στρατηγικής και λαμβάνεται υπόψη σε συνεχή βάση στις στρατηγικές αποφάσεις της επιχείρησης.
(6) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διενεργούν την αξιολόγηση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) τακτικά και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά από οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή στο προφίλ κινδύνου τους.
(7) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενημερώνουν τον Έφορο για τα αποτελέσματα της εσωτερικής εκτίμησης κινδύνου και φερεγγυότητας, στο πλαίσιο των πληροφοριών που διαβιβάζονται δυνάμει του άρθρου 38 του παρόντος Νόμου.
(8) Η αποτίμηση ιδίου κινδύνου και φερεγγυότητας δεν εξυπηρετεί στον υπολογισμό κεφαλαιακών απαιτήσεων:
47. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν αποτελεσματικό σύστημα εσωτερικού ελέγχου (“internal control”), το οποίο περιλαμβάνει, τουλάχιστον, διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου, κατάλληλες ρυθμίσεις πληροφόρησης σε όλα τα επίπεδα της επιχείρησης και λειτουργία συμμόρφωσης.
(2) Η λειτουργία συμμόρφωσης περιλαμβάνει την παροχή συμβουλών στο διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης για τη συμμόρφωση με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, καθώς επίσης και εκτίμηση του πιθανού αντικτύπου, τυχόν αλλαγών στο νομικό περιβάλλον στις πράξεις της οικείας επιχείρησης και τον προσδιορισμό και την εκτίμηση του κινδύνου συμμόρφωσης.
48. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν ουσιαστική λειτουργία εσωτερικού ελέγχου (“internal audit”), η οποία περιλαμβάνει αξιολόγηση της επάρκειας και της αποτελεσματικότητας του συστήματος εσωτερικού ελέγχου καθώς και άλλων στοιχείων του συστήματος διακυβέρνησης.
(2) Η λειτουργία εσωτερικού ελέγχου είναι αντικειμενική και ανεξάρτητη από τις επιχειρησιακές λειτουργίες.
(3) Τυχόν διαπιστώσεις και συστάσεις του εσωτερικού ελέγχου αναφέρονται στο διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης, το οποίο καθορίζει ποιες ενέργειες αναλαμβάνονται σε σχέση με κάθε ένα από τα συμπεράσματα και τις συστάσεις του εσωτερικού λογιστικού ελέγχου και διασφαλίζει την εκτέλεση των ενεργειών αυτών.
49. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις προβλέπουν αποτελεσματική αναλογιστική λειτουργία, η οποία-
(α) συντονίζει τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων·
(β) εξασφαλίζει την καταλληλότητα των μεθόδων και των υποκείμενων υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται, καθώς και των παραδοχών που γίνονται στον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων·
(γ) αξιολογεί την επάρκεια και ποιότητα των στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων·
(δ) συγκρίνει τις βέλτιστες εκτιμήσεις σε σχέση με τις εμπειρικές παρατηρήσεις·
(ε) πληροφορεί το διοικητικό συμβούλιο σχετικά με την αξιοπιστία και καταλληλότητα του υπολογισμού των τεχνικών προβλέψεων·
(στ) επιβλέπει τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 88 του παρόντος Νόμου·
(ζ) εκφράζει γνώμη για τη γενική πολιτική ανάληψης ασφαλιστικών κινδύνων∙
(η) εκφράζει γνώμη σχετικά με την καταλληλότητα των αντασφαλιστικών συμφωνιών· και
(θ) συμβάλλει στην αποτελεσματική εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 45, ιδίως σε σχέση με την υποδειγματοποίηση του κινδύνου στην οποία στηρίζεται ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων που αναφέρονται στο Έκτο Κεφάλαιο, τμήματα 4 και 5 του παρόντος Μέρους και της αξιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 46 του παρόντος Νόμου.
(2) Η αναλογιστική λειτουργία εκτελείται από πρόσωπα που διαθέτουν γνώση αναλογιστικών και οικονομικών μαθηματικών ανάλογη προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που είναι εγγενείς της επιχειρηματικής δραστηριότητας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, και τα οποία είναι σε θέση να αποδείξουν τη σχετική πείρα τους, σε σχέση με τα ισχύοντα επαγγελματικά και άλλου είδους πρότυπα, τα οποία καθορίζονται με Κανονισμούς που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση.
(3) Ο διορισμός του προσώπου που εκτελεί την αναλογιστική λειτουργία σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ανακοινώνεται εγγράφως στον Έφορο μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών από το διορισμό. Στο έγγραφο της ανακοίνωσης αναφέρονται η ημέρα του διορισμού, το όνομα και τα προσόντα του προσώπου που διορίζεται και το γεγονός ότι πληροί τις προϋποθέσεις του εδαφίου (2).
(4) Σε περίπτωση κατά την οποία τερματίζεται ο διορισμός του προσώπου που εκτελεί την αναλογιστική λειτουργία για οποιαδήποτε αιτία, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει υποχρέωση μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών να προβεί στο διορισμό άλλου, εις αντικατάστασή του.
(5) Ο τερματισμός του διορισμού του προσώπου που εκτελεί την αναλογιστική λειτουργία ανακοινώνεται εγγράφως στον Έφορο, από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και το ίδιο το πρόσωπο μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών, αφότου επεσυνέβη ο τερματισμός. Στο έγγραφο της ανακοίνωσης καθορίζονται οι λόγοι για τους οποίους τερματίστηκε ο διορισμός και ο Έφορος δύναται να ζητήσει περαιτέρω διευκρινήσεις για τους λόγους αυτούς, είτε από το ίδιο το πρόσωπο είτε από την ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.
(6) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος ενίσταται στο διορισμό του προσώπου που εκτελεί την αναλογιστική λειτουργία οφείλει να κοινοποιήσει εγγράφως την απόφασή του στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση , και σε τέτοια περίπτωση η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει υποχρέωση εντός τριάντα ημερών να διορίσει νέο πρόσωπο.
(7) Ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία παραλείπει, χωρίς εύλογη αιτία, να διορίσει πρόσωπο που εκτελεί αναλογιστική λειτουργία εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στο παρόν άρθρο, δεν επιτρέπεται να ασκεί νέες ασφαλιστικές εργασίες, μέχρις ότου προβεί σε τέτοιο διορισμό και οποιαδήποτε παράβαση των διατάξεων του παρόντος εδαφίου επισύρει την επιβολή διοικητικού προστίμου από τον Έφορο.
(8)(α) Η απόφαση του Εφόρου να μην εγκρίνει το πρόσωπο που θα εκτελεί αναλογιστική λειτουργία δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Γενικού Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξει του άρθρου 347 του παρόντος Νόμου:
(β) Η απορριπτική απόφαση του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο (α), δύναται να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος:
50. (1) Ανεξάρτητα από το κατά πόσο οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αναθέτουν εξωτερικά επιχειρησιακές λειτουργίες ή άλλου είδους ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές δραστηριότητες, αυτές εξακολουθούν να έχουν την πλήρη ευθύνη εκπλήρωσης όλων των υποχρεώσεών τους δυνάμει του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση ή οποιωνδήποτε άλλων εκτελεστικών μέτρων εκδίδονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
(2) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, έχουν υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι τυχόν εξωτερική ανάθεση κρίσιμων ή σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών ή δραστηριοτήτων τους δεν αναλαμβάνεται με τρόπο που να οδηγεί σε κάποια από τις κατωτέρω καταστάσεις:
(α) ουσιώδη μείωση της ποιότητας του συστήματος διακυβέρνησης της σχετικής επιχείρησης·
(β) αδικαιολόγητη αύξηση του λειτουργικού κινδύνου·
(γ) μείωση της ικανότητας του Εφόρου να παρακολουθεί την εκπλήρωση των υποχρεώσεων από την επιχείρηση·
(δ) υπονόμευση της συνεχούς και ικανοποιητικής παροχής υπηρεσιών προς τους αντισυμβαλλομένους.
(3) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν υποχρέωση να ενημερώνουν εγκαίρως τον Έφορο πριν από την εξωτερική ανάθεση κρίσιμων ή σημαντικών λειτουργιών ή δραστηριοτήτων, καθώς και για τυχόν μεταγενέστερες σημαντικές αλλαγές σε σχέση με τις λειτουργίες ή δραστηριότητες αυτές.
(4) Ο Έφορος δύναται, σε περίπτωση που κρίνει ότι η εξωτερική ανάθεση κρίσιμων ή σημαντικών λειτουργιών ή δραστηριοτήτων της επιχείρησης οδηγεί στις καταστάσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (2), να μην επιτρέψει την εξωτερική ανάθεση και να καλέσει την επιχείρηση όπως ακυρώσει οποιαδήποτε συμφωνία εξωτερικής ανάθεσης. Παράλειψη συμμόρφωσης με την απόφαση του Εφόρου που λαμβάνεται δυνάμει του παρόντος εδαφίου, επισύρει την επιβολή διοικητικού προστίμου από τον Έφορο.
51. (1) Ο Έφορος, κατά την άσκηση του εποπτικού ελέγχου δυνάμει του παρόντος Τμήματος, εφαρμόζει τις κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις αναφορικά με-
(α) τα στοιχεία των συστημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 43, 45, 47 και 49 του παρόντος Νόμου και ιδίως των τομέων που καλύπτονται από τη διαχείριση στοιχείων ενεργητικού-παθητικού και την επενδυτική πολιτική, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 45, των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων∙
(β) τις λειτουργίες που αναφέρονται στα άρθρα 45, 47, 48 και 49 του παρόντος Νόμου.
(2) Ο Έφορος κατά την άσκηση του εποπτικού ελέγχου δυνάμει του παρόντος Τμήματος, εφαρμόζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, αναφορικά με-
(α) τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 44 του παρόντος Νόμου και τις σχετικές λειτουργίες∙
(β) τους όρους για εξωτερική ανάθεση, ειδικότερα σε παρόχους υπηρεσιών εγκαταστημένους σε τρίτες χώρες.
(3) Ο Έφορος, κατά την άσκηση εποπτείας αναφορικά με την εσωτερική εκτίμηση κινδύνου και φερεγγυότητας που πρέπει να διεξάγουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 46, εφαρμόζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα.
52. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν υποχρέωση να δημοσιοποιούν, σε ετήσια βάση, έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική τους κατάσταση, λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που απαιτούνται στο εδάφιο (3) και τις αρχές που παρατίθενται στο εδάφιο (4) του άρθρου 38 του παρόντος Νόμου.
(2) Η αναφερόμενη στο εδάφιο (1) έκθεση περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες, είτε αυτούσιες είτε με παραπομπές σε πληροφορίες αντίστοιχες, ως προς τη φύση και την έκταση, που δημοσιοποιούνται δυνάμει άλλων διατάξεων του παρόντος Νόμου:
(α) την περιγραφή της δραστηριότητας και των επιδόσεων της επιχείρησης·
(β) την περιγραφή του συστήματος διακυβέρνησης και εκτίμηση της καταλληλότητάς του για το προφίλ κινδύνου της επιχείρησης·
(γ) την περιγραφή, χωριστά για κάθε κατηγορία κινδύνου, της έκθεσης στον κίνδυνο, της συγκέντρωσης κινδύνων, της μείωσης του κινδύνου και της ευαισθησίας στον κίνδυνο·
(δ) την περιγραφή, χωριστά για τα στοιχεία του ενεργητικού, τις τεχνικές προβλέψεις, και τις λοιπές υποχρεώσεις, των βάσεων και μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την αποτίμησή τους, με επεξήγηση τυχόν σημαντικών διαφορών στις βάσεις και τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την αποτίμησή τους σε οικονομικές καταστάσεις·
(ε) την περιγραφή της διαχείρισης των κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον των ακολούθων:
(i) της διάρθρωσης και του ύψους των ιδίων κεφαλαίων, καθώς και της ποιότητάς τους·
(ii) των ποσών των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων και των απαιτήσεων κεφαλαιακής επάρκειας·
(iii) της επιλογής που προβλέπεται στο άρθρο 417 του παρόντος Νόμου για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας·
(iv) πληροφοριών που επιτρέπουν την ορθή κατανόηση των κυριότερων διαφορών μεταξύ των παραδοχών στις οποίες βασίζεται η τυποποιημένη μέθοδος και εκείνων του εσωτερικού υποδείγματος που χρησιμοποιεί από την επιχείρηση για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας·
(v) του ποσού τυχόν μη συμμόρφωσης με τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις ή τυχόν σημαντικής μη συμμόρφωσης με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, ακόμα και εάν στη συνέχεια επιλύθηκαν τα προβλήματα, με επεξήγηση της προέλευσης και των επιπτώσεων, καθώς και των ενδεχόμενων μέτρων αποκατάστασης που έχουν ληφθεί.
(3) Όταν εφαρμόζεται η προσαρμογή επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 81 του παρόντος Νόμου, η περιγραφή που αναφέρεται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) περιλαμβάνει περιγραφή της προσαρμογής λόγω αντιστοίχισης και του χαρτοφυλακίου των υποχρεώσεων και των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων στα οποία εφαρμόζεται η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης, καθώς και ποσοτική έκφραση του αντικτύπου που θα είχε στην οικονομική θέση της επιχείρησης η μεταβολή της προσαρμογής λόγω αντιστοίχισης στο μηδέν καθώς επίσης και δήλωση για το αν χρησιμοποιείται από την επιχείρηση η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 83 και ποσοτική έκφραση του αντικτύπου που θα είχε στην οικονομική θέση της επιχείρησης η μεταβολή της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στο μηδέν.
(4) Η περιγραφή που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i), της παραγράφου (ε) του εδαφίου (2) περιλαμβάνει ανάλυση οποιωνδήποτε σημαντικών αλλαγών σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο αναφοράς και επεξήγηση ενδεχόμενων σοβαρών διαφορών, σε σχέση με την αξία των στοιχείων αυτών στις οικονομικές καταστάσεις, και σύντομη περιγραφή της δυνατότητας μεταφοράς κεφαλαίων.
(5) Η δημοσιοποίηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (ε) του εδαφίου (2) εμφανίζει χωριστά το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητες 2 και 3 του παρόντος Μέρους και οποιεσδήποτε πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 40 ή τον αντίκτυπο των ειδικών παραμέτρων που η ασφαλιστική ή η αντασφαλιστική επιχείρηση καλείται να χρησιμοποιεί σύμφωνα με το άρθρο 117 του παρόντος Νόμου, παράλληλα με συνοπτικές πληροφορίες σχετικά με την αιτιολόγησή τους από τον Έφορο:
(6) Η δημοσιοποίηση των απαιτήσεων κεφαλαιακής επάρκειας συνοδεύεται, κατά περίπτωση, από ένδειξη ότι το τελικό τους ύψος εξακολουθεί να υπόκειται σε εποπτική αξιολόγηση από τον Έφορο.
53. Με την επιφύλαξη του άρθρου 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, ο Έφορος παρέχει σε ετήσια βάση τις ακόλουθες πληροφορίες στην EIOPA:
(α) Τη μέση πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση ανά επιχείρηση και την κατανομή των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων που επιβλήθηκαν από την εποπτική αρχή κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, ως ποσοστό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας. Τα στοιχεία αυτά εμφανίζονται χωριστά για τα εξής:
(i) τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις∙
(ii) τις επιχειρήσεις ασφάλισης Ζωής∙
(iii) τις επιχειρήσεις ασφάλισης Γενικής Φύσεως∙
(iv) τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις ασφαλίσεις Ζωής και Γενικής Φύσεως∙
(v) για τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις˙
(β) για καθεμιά από τις δημοσιοποιήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του παρόντος άρθρου, το ποσοστό των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων που επιβάλλονται βάσει των παραγράφων (α), (β) και (γ) αντίστοιχα του εδαφίου (1) του άρθρου 40 του παρόντος Νόμου˙
(γ) τον αριθμό των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που επωφελούνται από περιορισμό στη συχνότητα της εποπτικής αναφοράς και τον αριθμό των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που εξαιρούνται από την αναλυτική υποβολή πληροφοριών ανά στοιχείο που αναφέρεται στα εδάφια (6) και (7) του άρθρου 38 του παρόντος Νόμου, μαζί με τον όγκο των κεφαλαιακών απαιτήσεών τους, των ασφαλίστρων τους, των τεχνικών προβλέψεων και των στοιχείων ενεργητικού τους, υπολογισμένων αντίστοιχα ως ποσοστών του συνολικού όγκου των κεφαλαιακών απαιτήσεων, των ασφαλίστρων, των τεχνικών προβλέψεων και των στοιχείων ενεργητικού των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων του κράτους μέλους˙
(δ) τον αριθμό των ομίλων που επωφελούνται από περιορισμό στη συχνότητα της εποπτικής αναφοράς και τον αριθμό των ομίλων που εξαιρούνται από την αναλυτική υποβολή πληροφοριών ανά στοιχείο που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 293 του παρόντος Νόμου, μαζί με τον όγκο των κεφαλαιακών απαιτήσεών τους, των ασφαλίστρων τους, των τεχνικών προβλέψεων και των στοιχείων ενεργητικού τους, υπολογισμένων αντίστοιχα ως ποσοστών του συνολικού όγκου των κεφαλαιακών απαιτήσεων, των ασφαλίστρων, των τεχνικών προβλέψεων και των στοιχείων ενεργητικού όλων των ομίλων.
54. (1) Ο Έφορος επιτρέπει στις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να μην δημοσιεύουν πληροφορίες στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) εάν με τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών αυτών οι ανταγωνιστές της επιχείρησης αποκτούν σημαντικό αδικαιολόγητο πλεονέκτημα·
(β) εάν προβλέπονται υποχρεώσεις προς τους αντισυμβαλλόμενους ή άλλου είδους συμβατικές σχέσεις ο οποίες δεσμεύουν την επιχείρηση για την τήρηση του απορρήτου ή της εμπιστευτικότητας.
(2) Σε περίπτωση που ο Έφορος επιτρέψει τη μη δημοσιοποίηση πληροφοριών, οι επιχειρήσεις αναφέρουν το γεγονός αυτό στην έκθεση για τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση, εξηγώντας τους λόγους.
(3) Ο Έφορος επιτρέπει στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν δημοσιοποιήσεις –ή να αναφέρονται σε αυτές– που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με άλλες διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ευρωπαϊκού δικαίου, στο βαθμό που οι δημοσιοποιήσεις αυτές ισοδυναμούν με τις πληροφορίες που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 52 του παρόντος Νόμου, τόσο ως προς τη φύση τους όσο και ως προς το πεδίο τους.
(4) Οι διατάξεις των εδαφίων (1) και (2), δεν εφαρμόζονται στις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (2) του άρθρου 52 του παρόντος Νόμου.
55. (1) Σε περίπτωση σοβαρών εξελίξεων που επηρεάζουν σημαντικά τη συνάφεια των πληροφοριών που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με τα άρθρα 51 και 54 του παρόντος Νόμου, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δημοσιεύουν τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με τη φύση και τα αποτελέσματα των εξελίξεων αυτών.
(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), ως σοβαρές εξελίξεις θεωρούνται τουλάχιστον τα πιο κάτω:
(α) Όταν παρατηρείται μη συμμόρφωση με τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις και ο Έφορος είτε θεωρεί ότι η επιχείρηση δεν θα είναι σε θέση να υποβάλει εφαρμόσιμο βραχυπρόθεσμο οικονομικό σχέδιο είτε δεν λαμβάνει τέτοιου είδους σχέδιο εντός ενός μηνός από την ημερομηνία που παρατηρήθηκε η μη συμμόρφωση, και σε τέτοια περίπτωση ο Έφορος απαιτεί από την οικεία επιχείρηση να δημοσιοποιήσει άμεσα το μέγεθος της μη συμμόρφωσης, μαζί με επεξήγηση της προέλευσης και των συνεπειών, συμπεριλαμβανομένων τυχόν διορθωτικών μέτρων που έχουν ληφθεί. Εάν, παρά το βραχυπρόθεσμο οικονομικό σχέδιο που είχε αρχικά θεωρηθεί εφαρμόσιμο, δεν έχει επιλυθεί το πρόβλημα της μη συμμόρφωσης με τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις εντός τριών μηνών από τη στιγμή που παρατηρήθηκαν, το γεγονός αυτό δημοσιοποιείται στο τέλος της περιόδου αυτής, μαζί με επεξήγηση της προέλευσης και των επιπτώσεων, συμπεριλαμβανομένων τυχόν διορθωτικών μέτρων που έχουν ληφθεί καθώς και περαιτέρω μέτρων που έχουν προγραμματισθεί.
(β) όταν παρατηρείται σημαντική μη συμμόρφωση με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και ο Έφορος δεν λαμβάνει εφαρμόσιμο σχέδιο ανάκαμψης εντός δύο μηνών από την ημερομηνία που παρατηρήθηκε η μη συμμόρφωση, και σε τέτοια περίπτωση ο Έφορος απαιτεί από την οικεία επιχείρηση να δημοσιοποιήσει άμεσα το ποσό της μη συμμόρφωσης, μαζί με επεξήγηση της προέλευσης και των συνεπειών, συμπεριλαμβανομένων τυχόν διορθωτικών μέτρων που έχουν ληφθεί. Εάν, παρά το σχέδιο ανάκαμψης που είχε αρχικά θεωρηθεί εφαρμόσιμο, δεν έχει επιλυθεί το πρόβλημα της μη συμμόρφωσης με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας εντός έξι μηνών από τη στιγμή που παρατηρήθηκαν, το γεγονός αυτό δημοσιοποιείται στο τέλος της περιόδου αυτής, μαζί με επεξήγηση της προέλευσης και των επιπτώσεων, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν διορθωτικών μέτρων που έχουν ληφθεί καθώς και περαιτέρω διορθωτικών μέτρων που έχουν προγραμματισθεί.
(3) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δημοσιοποιούν, σε εκούσια βάση, οιαδήποτε πληροφορία ή επεξήγηση συνδεόμενη με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική τους κατάσταση, η δημοσιοποίηση της οποίας δεν απαιτείται ήδη σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) και των άρθρων 52 και 54 του παρόντος Νόμου.
56. (1) Κάθε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση διαθέτει τα ενδεδειγμένα συστήματα και δομές προκειμένου να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στα άρθρα 59 και 61, καθώς και στο εδάφιο (1) του άρθρου 62 του παρόντος Νόμου, και να διαθέτουν γραπτώς τεκμηριωμένη πολιτική που να εξασφαλίζει τη διαρκή καταλληλότητα πληροφοριών που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με τα άρθρα 59, 61 και 62.
(2) Η έκθεση για τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση αποτελεί αντικείμενο έγκρισης από το διοικητικό συμβούλιο της ασφαλιστικής ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης και δημοσιεύεται μόνο μετά την έγκριση αυτή.
57. Κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας δυνάμει του παρόντος Τμήματος, ο Έφορος εφαρμόζει τις σχετικές κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις και τα σχετικά εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα.
58. (1) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (στο εξής, "υποψήφιος αγοραστής"), το οποίο, μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή, κατά την έννοια του παρόντος Νόμου, στο κεφάλαιο ή στα δικαιώματα ψήφου μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, την ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του 20%, του 30% ή του 50%, ή ώστε η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση (προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής), απευθύνει, καταρχάς, κοινοποίηση εγγράφως στον Έφορο για έγκριση, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής, καθώς και τις προβλεπόμενες στο εδάφιο (4) του άρθρου 60 του παρόντος Νόμου σχετικές πληροφορίες.
(2) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο αποφασίζει να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, υποχρεούται να απευθύνει, καταρχάς, γραπτή κοινοποίηση στον Έφορο, προσδιορίζοντας το ύψος της συμμετοχής μετά την προτιθέμενη διάθεση από το εν λόγω πρόσωπο.
(3) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αναφέρεται στο εδάφιο (2) και το οποίο αποφασίζει να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, προκειμένου η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από το κατώτατα όρια του 20%, 30% ή 50 % ή προκειμένου η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να παύσει να είναι θυγατρική, υποχρεούται, ομοίως, να απευθύνει γραπτή κοινοποίηση στον Έφορο για την απόφασή του προσδιορίζοντας το ύψος της προτιθέμενης διάθεσης από το εν λόγω πρόσωπο.
59. (1) Ο Έφορος, αμέσως και εν πάση περιπτώσει εντός δύο εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης που απαιτείται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 58 του παρόντος Νόμου, καθώς και σε περίπτωση ενδεχόμενης μεταγενέστερης παραλαβής των πληροφοριών που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, ενημερώνει εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή για την παραλαβή τους καθώς και αναφορικά με την ημερομηνία της λήξης της περιόδου αξιολόγησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2).
(2) Ο Έφορος αποφασίζει εντός μέγιστης περιόδου εξήντα εργασίμων ημερών ("περίοδος αξιολόγησης") από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων τα οποία απαιτείται να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση, βάσει του καθορισμένου τύπου που προβλέπεται στο εδάφιο (4) του άρθρου 60 του παρόντος Νόμου, προκειμένου να διενεργήσει την αξιολόγηση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του ιδίου άρθρου 60 ("η αξιολόγηση"):
(α) Να ζητά πληροφορίες για την ταυτότητα των φυσικών προσώπων, τα οποία άμεσα ή έμμεσα ελέγχουν, κατά την έννοια του άρθρου 2 του παρόντος Νόμου, το νομικό αυτό πρόσωπο∙ και
(β) να ζητά τη γνωστοποίηση των οικονομικών του καταστάσεων, τόσον κατά το χρόνο κτήσεως της ειδικής συμμετοχής όσον και μετέπειτα, εφόσον κρίνεται αναγκαίο από τον Έφορο, καθώς και όταν καθιστά την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση θυγατρική του, προς το σκοπό ελέγχου της χρηματοοικονομικής του κατάστασης:
(3) Ο Έφορος δύναται, εάν κρίνει αυτό απαραίτητο, κατά την περίοδο αξιολόγησης, και εν πάση περιπτώσει όχι μετά την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα της περιόδου αυτής, να απαιτεί εγγράφως περαιτέρω πληροφορίες, οι οποίες καθορίζονται συγκεκριμένα, και οι οποίες είναι αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης:
(4) Ο Έφορος δύναται να παρατείνει τη διακοπή της περιόδου αξιολόγησης που αναφέρεται στην πρώτη επιφύλαξη του εδαφίου (3) έως τριάντα εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής:
(α) είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο τρίτης χώρας∙ ή
(β) είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δεν υπόκειται σε εποπτεία δυνάμει του παρόντος Νόμου ή δυνάμει του περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου του 2012 ή τον περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμο του 2007 ή του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου του 2007, όπως οι Νόμοι αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.
(5)(α) Εάν ο Έφορος, μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησής του, αποφασίσει να μην εγκρίνει την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, ενημερώνει εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο εργασίμων ημερών, και χωρίς να υπερβούν την περίοδο αξιολόγησης που αναφέρεται στο εδάφιο (2), εκθέτοντας τους λόγους της απόφασης αυτής:
(β) Η απόφαση του Εφόρου να μην εγκρίνει την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Γενικού Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 347 του παρόντος Νόμου:
(γ) Η απορριπτική απόφαση του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο (β), δύναται να προσβληθεί με προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος:
(6) Εάν ο Έφορος δεν αντιταχθεί εγγράφως στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, εντός της περιόδου αξιολόγησης, τότε η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.
(7) Ο Έφορος, εφόσον εγκρίνει την απόκτηση ειδικής συμμετοχής δύναται να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνει την προθεσμία αυτή, εφόσον το κρίνει αναγκαίο.
(8) Ο Έφορος δεν δύναται να επιβάλλει απαιτήσεις για την κοινοποίηση και για την έγκριση άμεσης ή έμμεσης απόκτησης δικαιωμάτων ψήφου ή κεφαλαίου αυστηρότερες από τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο.
(9) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (3), οι υποψήφιοι αγοραστές οφείλουν να συμπεριλαμβάνουν στην κοινοποίησή τους τις πληροφορίες που καθορίζονται στο εδάφιο (4) του άρθρου 60 του παρόντος Νόμου, σύμφωνα με τα σχετικά ρυθμιστικά πρότυπα.
(10) Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται τα ρυθμιστικά σχετικά πρότυπα αναφορικά με τις προσαρμογές των κριτηρίων που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 60 και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα αναφορικά με τις διαδικασίες, μορφότυπους και υποδείγματα για τη διαδικασία διαβούλευσης μεταξύ των σχετικών εποπτικών αρχών όπως καθορίζεται στο άρθρο 61 του παρόντος Νόμου.
60. (1) Κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 58 και των πληροφοριών που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 59 του παρόντος Νόμου, ο Έφορος, προκειμένου να εξασφαλίσει την ορθή και συνετή διοίκηση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, αξιολογεί την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και την ορθότητα της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση όλα τα ακόλουθα κριτήρια:
(α) Τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή·
(β) τη φήμη και την πείρα οποιουδήποτε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής·
(γ) τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκούνται από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής·
(δ) την ικανότητα της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης να ανταποκρίνεται και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας δυνάμει του παρόντος Νόμου, και, ανάλογα με την περίπτωση, άλλων νόμων ή οδηγιών που εκδίδονται από τον Έφορο, και ιδίως, οδηγιών που ρυθμίζουν θέματα αναφορικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, ιδίως δε το κατά πόσον ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος, διαθέτει δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εποπτικών αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ τους∙
(ε) Το κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια των περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμων του 2007 έως 2014, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.
(2) Ο Έφορος δύναται να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι’ αυτό, με βάση τα κριτήρια του εδαφίου (1), ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις.
(3) Ο Έφορος δεν επιβάλλει εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί, ούτε επιτρέπεται να εξετάζει την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.
(4) Ο Έφορος γνωστοποιεί κατά τον καθορισμένο τύπο τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να του υποβάλλονται κατά την κοινοποίηση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 58 του παρόντος Νόμου, ο οποίος δεν μπορεί να περιλαμβάνει πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με την προληπτική αξιολόγηση και οι οποίες είναι ανάλογες και προσαρμοσμένες στη φύση του υποψηφίου αγοραστή και της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής.
(5) Παρά τις διατάξεις των εδαφίων (1) μέχρι (4) του άρθρου 59 του παρόντος Νόμου, εάν κοινοποιηθούν στον Έφορο δύο ή περισσότερες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στην ίδια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ο Έφορος αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αγοραστές αμερόληπτα.
61. (1) Ο Έφορος, κατά την αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής, διαβουλεύεται εκτενώς με τις οικείες εποπτικές αρχές άλλου κράτους μέλους, εφόσον ο υποψήφιος αγοραστής είναι:
(α) Πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, εταιρεία επενδύσεων (ΕΠΕΥ) ή εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια του περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου του 2012, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής∙
(β) η μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ΕΠΕΥ ή εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής· ή
(γ) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ΕΠΕΥ ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής.
(2) Σε περίπτωση που η εποπτική αρχή άλλου κράτους μέλους ζητά διαβούλευση αναφορικά με κοινοποίηση ειδικής συμμετοχής σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που υπάγεται στην εποπτεία της και ο υποψήφιος αγοραστής υπάγεται στην εποπτεία του Εφόρου ή στην χρηματοπιστωτική εποπτεία άλλης αρχής στη Δημοκρατία, ο Έφορος παρέχει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κάθε ουσιαστική ή σχετική πληροφορία για την αξιολόγηση της απόκτησης, διαβιβάζει, κατόπιν αιτήματος της άλλης εποπτικής αρχής κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιεί, με δική του πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες, επισημαίνοντας τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις του.
62. (1) Οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που υπάγονται στην εποπτεία του Εφόρου, γνωστοποιούν στον Έφορο, μόλις ενημερωθούν σχετικά, τις αποκτήσεις ή εκποιήσεις συμμετοχών στο κεφάλαιό τους, οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν τα αντίστοιχα ποσοστά συμμετοχής πέραν των ποσοστών που αναφέρονται στο άρθρο 58 και στα εδάφια (1) έως (7) του άρθρου 59 του παρόντος Νόμου.
(2) Οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που υπάγονται στην εποπτεία του Εφόρου, γνωστοποιούν επίσης στον Έφορο, τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος, τα ονόματα των μετόχων ή μελών που κατέχουν ειδικές συμμετοχές, καθώς και το ύψος των συμμετοχών αυτών, όπως προκύπτουν, μεταξύ άλλων, από τα στοιχεία που συγκεντρώνονται κατά την ετήσια γενική συνέλευση των μετόχων ή μελών, ή από τις πληροφορίες που περιέρχονται σε γνώση τους δυνάμει των κανονιστικών διατάξεων που διέπουν τις εταιρείες των οποίων οι μετοχές έχουν εισαχθεί σε χρηματιστήριο.
63. (1) Εφόσον κατά την κρίση του Εφόρου, η επιρροή των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 58 του παρόντος Νόμου είναι δυνατόν να αποβεί σε βάρος της συνετής και ορθής διαχείρισης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, στην οποία επιδιώκεται απόκτηση ειδικής συμμετοχής ή αύξησή της, ο Έφορος λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για τερματισμό της κατάστασης αυτής, και για το σκοπό αυτό, ο Έφορος γνωστοποιεί στα επηρεαζόμενα πρόσωπα τις ειδικότερες ενέργειες ή παραλείψεις τους ή τις παράλληλες δραστηριότητές τους σε άλλους τομείς που κατά την κρίση του είναι δυνατό να αποβούν σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και, αφού ακούσει τις απόψεις τους, τους υποδεικνύει τη λήψη κατάλληλων διορθωτικών μέτρων εντός ορισμένης προθεσμίας.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία πραγματοποιείται ειδική συμμετοχή ή αυξάνεται υφιστάμενη ειδική συμμετοχή πάνω από τα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 58 του παρόντος Νόμου, είτε χωρίς να ανακοινωθεί εκ των προτέρων στον Έφορο, είτε χωρίς να εγκριθεί η πραγματοποίησή της, πέραν από οποιαδήποτε άλλα μέτρα που δυνατό να λαμβάνονται από τον Έφορο δυνάμει του εδαφίου (5), παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή αυτή.
(3) Ο Έφορος, με απόφασή του, δύναται να επιβάλλει στους κατόχους των ειδικών συμμετοχών που παραβιάζουν τις διατάξεις του παρόντος άρθρου περί ειδικής συμμετοχής, τις ακόλουθες κυρώσεις μεμονωμένα ή σωρευτικά-
(α) διοικητικό πρόστιμο μέχρι ποσοστού 10% της αξίας των μετοχών που μεταβιβάστηκαν, χωρίς να τηρηθούν οι διατάξεις των προηγούμενων άρθρων του παρόντος Τμήματος·
(β) αποκλεισμό των προσώπων αυτών από το Διοικητικό συμβούλιο της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και από οποιαδήποτε διευθυντική θέση στην εταιρεία αυτή για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, προκειμένου περί φυσικών προσώπων.
(4) Σε περίπτωση κατά την οποία παραλείπεται η ανακοίνωση στον Έφορο της αλλαγής της ταυτότητας φυσικού προσώπου, που ελέγχει νομικό πρόσωπο με ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική εταιρεία, αυτοδικαίως παύει να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή του νομικού προσώπου, στο δε φυσικό πρόσωπο ο Έφορος δύναται να επιβάλει την κύρωση που προβλέπεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (3).
(5) Σε περίπτωση κατά την οποία παραβιάζεται η υποχρέωση προς ανακοίνωση δυνάμει του παρόντος άρθρου, ο Έφορος δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο ύψους μέχρι ποσοστού 5% της αξίας των μετοχών που μεταβιβάστηκαν χωρίς προηγούμενη ανακοίνωση.
(6) Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης φυσικού ή νομικού προσώπου, που κατέχει άμεσα ή έμμεσα ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική επιχείρηση, με τις διατάξεις του εδαφίου (1), ο Έφορος δύναται να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για τον τερματισμό της δυσμενούς επιρροής που ασκούν τα πρόσωπα αυτά στη διαχείριση της εταιρείας και ειδικότερα–
(α) να διατάσσει την απομάκρυνσή τους από το διοικητικό συμβούλιο της ασφαλιστικής επιχείρησης και από οποιαδήποτε διευθυντική θέση σε αυτήν·
(β) να αναστέλλει, μέχρι να αρθούν οι συνθήκες που επέβαλαν τη λήψη των συγκεκριμένων μέτρων, την άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τις μετοχές που κατέχουν τα πρόσωπα αυτά·
(γ) να απαγορεύει οποιαδήποτε νέα συναλλαγή ασφαλιστικής επιχείρησης με τα πρόσωπα αυτά καθώς και να κηρύσσει ληξιπρόθεσμα και αμέσως απαιτητά τα δάνεια που έχουν λάβει όλα τα πιο πάνω πρόσωπα από την ασφαλιστική εταιρεία.
(7)(α) Οποιαδήποτε απόφαση του Εφόρου που λαμβάνεται δυνάμει του παρόντος άρθρου δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Γενικού Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 347 του παρόντος Νόμου:
(β) Η απορριπτική απόφαση του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο (α), δύναται να προσβληθεί με προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος:
64. (1) Για τους σκοπούς του παρόντος Τμήματος, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου που καθορίζονται στα άρθρα 28 και 30 των περί των Προϋποθέσεων Διαφάνειας (Κινητές Αξίες προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά) Νόμων του 2007 έως (Αρ. 2) του 2014, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, καθώς και οι όροι για την άθροισή τους που προβλέπονται στο εδάφιο (4) του άρθρου 32 και στο εδάφιο (1) του άρθρου 34 των εν λόγω Νόμων.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Τμήματος, δεν λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή οι μετοχές, τις οποίες τυχόν κατέχουν ΕΠΕΥ ή πιστωτικά ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή/και τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το σημείο 6 του Μέρους Ι του Τρίτου Παραρτήματος των περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμων του 2007 μέχρι 2014, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω δικαιώματα, αφενός, δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και, αφετέρου, εφόσον μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.
65. (1) Με την επιφύλαξη των εξεταστικών εξουσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δυνάμει του άρθρου 226 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), ο Έφορος, οι Βοηθοί Έφοροι καθώς και κάθε πρόσωπο της Υπηρεσίας ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ασκεί ή έχει ασκήσει οποιαδήποτε δραστηριότητα για λογαριασμό του Εφόρου, καθώς και οι ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες που ενεργούν εξ ονόματος του Εφόρου, δεσμεύονται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 135 του Ποινικού Κώδικα, οι εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες λαμβάνουν τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (1), κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεν γνωστοποιούνται σε άλλο πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνον σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή και κατά τρόπο ώστε να μην είναι δυνατόν να αναγνωρισθούν συγκεκριμένες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2), όταν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει εκκαθαριστεί ή είναι σε διαδικασία εκκαθάρισης, οι εμπιστευτικές πληροφορίες που δεν αφορούν τους τρίτους που συμμετέχουν στις προσπάθειες διάσωσής της μπορούν να αποκαλύπτονται στα πλαίσια αστικών αγωγών.
66. (1) Οι διατάξεις του άρθρου 65 του παρόντος Νόμου, δεν εμποδίζουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του Εφόρου και των εποπτικών αρχών άλλων κρατών μελών, υπόκεινται όμως στην υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου που αναφέρεται στο άρθρο 65.
(2) Ο Έφορος συνεργάζεται με την EIOPA για τους σκοπούς εφαρμογής του παρόντος Νόμου και παρέχει χωρίς καθυστέρηση στην EIOPA όλες τις πληροφορίες που της είναι απαραίτητες για να επιτελέσει το έργο της σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.
67. (1) Η Δημοκρατία δύναται να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας με τρίτες χώρες που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του Εφόρου και των εποπτικών αρχών τρίτων χωρών, καθώς και με αρχές ή όργανα τρίτων χωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 69 του παρόντος Νόμου, μόνον αν οι πληροφορίες που πρόκειται να αποκαλυφθούν καλύπτονται στην τρίτη χώρα, όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο, από εγγυήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο παρόν Τμήμα και νοουμένου ότι η ανταλλαγή πληροφοριών εξυπηρετεί την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων των εν λόγω αρχών ή οργάνων.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία οι πληροφορίες που πρόκειται να αποκαλυφθούν από τον Έφορο σε τρίτη χώρα προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν αποκαλύπτονται παρά μόνον μετά από ρητή συμφωνία της εποπτικής αρχής του κράτους μέλους αυτού και ενδεχομένως μόνον για τους σκοπούς για τους οποίους συμφωνεί αυτή η αρχή.
(3) Ο Έφορος ανταλλάζει πληροφορίες με εποπτικές αρχές τρίτων χωρών, με τις οποίες συνάπτει συμφωνίες η ΕIOPA, σύμφωνα με τα όσα διαλαμβάνονται σε τέτοιες συμφωνίες.
68. (1) Με την επιφύλαξη των εξεταστικών εξουσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δυνάμει του άρθρου 226 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), ο Έφορος, όταν δέχεται εμπιστευτικές πληροφορίες σύμφωνα με τα άρθρα 65 ή 66 του παρόντος Νόμου, μπορεί να τις χρησιμοποιεί μόνον κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών του και για τους πιο κάτω σκοπούς:
(α) Για τον έλεγχο της τήρησης των όρων ανάληψης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής δραστηριότητας και για τη διευκόλυνση της παρακολούθησης της άσκησης της δραστηριότητας αυτής, ιδίως όσον αφορά την παρακολούθηση των τεχνικών προβλέψεων, των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων, των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, και του συστήματος διακυβέρνησης·
(β) για την επιβολή κυρώσεων, περιλαμβανομένων καταγγελιών στις οποίες προβαίνει ο Έφορος, σε οποιεσδήποτε άλλες αρμόδιες αρχές, συνδέσμους, οργανισμούς ή σώματα στη Δημοκρατία ή στο εξωτερικό κατά την άσκηση των εποπτικών του αρμοδιοτήτων και της υποχρέωσης συνεργασίας του με άλλες εποπτικές αρχές σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου∙
(γ) για σκοπούς κάθε διοικητικής, αστικής ή ποινικής διαδικασίας, στην οποία εμπλέκεται ο Έφορος, είτε ως διάδικος είτε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο∙
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), επιτρέπεται η ανακοίνωση εμπιστευτικών πληροφοριών από τον Έφορο και οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί εκ Μέρους και κατ΄εντολήν του, εφόσον ο Έφορος αποφασίσει ότι για λόγους δημοσίου συμφέροντος ή προστασίας των ασφαλισμένων ή διαφάνειας επιβάλλεται να δημοσιοποιεί αυτούσια ή περιληπτικά οποιεσδήποτε αποφάσεις ή πορίσματά του, περιλαμβανομένων αποφάσεων για επιβολή διοικητικών προστίμων, που λαμβάνει ή συντάσσει αντίστοιχα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση και οδηγιών και δυνάμει της κειμένης νομοθεσίας∙
69. (1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 65 και 68 του παρόντος Νόμου, επιτρέπεται-
(α) Η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του Εφόρου και των Βοηθών Εφόρων ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου ή εμπειρογνώμονα της Υπηρεσίας, για την εκπλήρωση των εποπτικών καθηκόντων τους·
(β) η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του Εφόρου και των Βοηθών Εφόρων ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου και εμπειρογνώμονα ο οποίος συμβάλλεται με τον Έφορο στα πλαίσια της άσκησης των εποπτικών του καθηκόντων∙
(γ) η ανταλλαγή πληροφοριών, για την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων τους, μεταξύ του Εφόρου και των πιο κάτω αρχών της Δημοκρατίας:
(i) Της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου και της Αρχής Εποπτείας των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών·
(ii) των εκκαθαριστών ή οποιωνδήποτε άλλων προσώπων που συμμετέχουν στην εκκαθάριση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και σε άλλες παρεμφερείς διαδικασίες·
(iii) των ελεγκτών, στους οποίους έχει ανατεθεί ο κατά νόμον έλεγχος των λογαριασμών των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και των άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων·
(iv) αρχών αρμόδιων για την εποπτεία των υπόχρεων οντοτήτων που αναφέρονται στο Άρθρο 2, παράγραφος 1, σημεία 1) και 2) της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, αναφορικά με τη συμμόρφωση με τον περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο ή κατά περίπτωση, την Οδηγία (ΕΕ) 2015/849.
(δ) η διαβίβαση, προς τα όργανα στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση διαδικασιών αναγκαστικής εκκαθάρισης ή προς ταμεία εγγύησης, των απαραίτητων πληροφοριών για την εκτέλεση του έργου τους.
(2) Η ανταλλαγή πληροφοριών που αναφέρεται στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (1) μπορεί επίσης να λαμβάνει χώρα και μεταξύ των εν λόγω αρχών διαφορετικών κρατών μελών και σε κάθε περίπτωση οι πληροφορίες που λαμβάνονται από τις εν λόγω αρχές, όργανα και πρόσωπα υπόκεινται στην υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου που αναφέρεται στο άρθρο 65 του παρόντος Νόμου.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4) και ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 65 μέχρι 68 του παρόντος Νόμου, επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του Εφόρου και των πιο κάτω αρχών ή προσώπων:
(α) Του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, ως αρμόδιας αρχής για την εκκαθάριση ασφαλιστικών επιχειρήσεων, αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και σε σχέση με άλλες παρεμφερείς διαδικασίες·
(β) της Επιτροπής Δημόσιας Εποπτείας κατά την έννοια των περί Ελεγκτών και Υποχρεωτικών Ελέγχων των Ετήσιων και των Ενοποιημένων Λογαριασμών Νόμων του 2009 και 2013, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, υπεύθυνης για την εποπτεία των προσώπων τα οποία είναι επιφορτισμένα με τον κατά νόμον έλεγχο των λογαριασμών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, των πιστωτικών ιδρυμάτων, των εταιρειών επενδύσεων και των λοιπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων·
(γ) των ανεξάρτητων αναλογιστών ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που ασκούν δυνάμει του παρόντος Νόμου εποπτεία επ’ αυτών, καθώς και των οργάνων που είναι υπεύθυνα για την επιτήρηση των αναλογιστών αυτών.
(4) Η ανταλλαγή των πληροφοριών του εδαφίου (3) επιτρέπεται εφόσον κατά την κρίση του Εφόρου συντρέχουν οι ακόλουθες κατ’ ελάχιστο προϋποθέσεις:
(α) Οι πληροφορίες πρέπει να προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής της εποπτείας ή του κατά νόμο ελέγχου, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο εδάφιο (3)·
(β) οι διαβιβαζόμενες πληροφορίες υπόκεινται στην υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου του άρθρου 65 του παρόντος Νόμου·
(γ) όταν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν πρέπει να αποκαλύπτονται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των εποπτικών αρχών από τις οποίες προέρχονται και, εφόσον ενδείκνυται, μόνον για τους σκοπούς ως προς τους οποίους οι εν λόγω αρχές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.
(5) Ο Έφορος γνωστοποιεί στην Επιτροπή και στις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών την ταυτότητα των αρχών, προσώπων ή οργάνων που μπορούν να δέχονται πληροφορίες δυνάμει των εδαφίων (3) και (4).
(6) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 65 μέχρι 68 του παρόντος Νόμου και με στόχο τη σταθερότητα και την ακεραιότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του Εφόρου και του Εφόρου Εταιρειών, εφόσον συντρέχουν οι πιο κάτω προϋποθέσεις:
(α) οι πληροφορίες πρέπει να προορίζονται για τον εντοπισμό και τη διερεύνηση παραβάσεων και του σκοπούς που καθορίζονται στο παρόν εδάφιο·
(β) οι διαβιβαζόμενες πληροφορίες υπόκεινται στην υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου του άρθρου 65 του παρόντος Νόμου·
(γ) όταν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν μπορούν να αποκαλύπτονται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των εποπτικών αρχών από τις οποίες προέρχονται και, εφόσον ενδείκνυται, μόνον για τους σκοπούς ως προς τους οποίους οι εν λόγω αρχές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους:
(7) Ο Έφορος ανακοινώνει στην Επιτροπή και στις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών την ταυτότητα των αρχών, προσώπων ή οργάνων που μπορούν να δέχονται πληροφορίες δυνάμει του εδαφίου (6).
70. (1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 65 και 68 του παρόντος Νόμου, και με επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), επιτρέπεται η αποκάλυψη ορισμένων πληροφοριών από τον Έφορο και σε άλλες αρχές της δημόσιας υπηρεσίας, που είναι αρμόδιες για τη νομοθεσία περί εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, των επενδυτικών υπηρεσιών και των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και σε οποιουσδήποτε λειτουργούς ή πρόσωπα ενεργούν εν ονόματι των υπηρεσιών αυτών.
(2) Η αποκάλυψη που προβλέπεται στο εδάφιο (1) είναι δυνατή μόνο αν απαιτείται για λόγους προληπτικού ελέγχου:
71. (1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 65 έως 70 του παρόντος Νόμου, ο Έφορος μπορεί να διαβιβάζει πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής τους στους ακόλουθους φορείς:
(α) τις κεντρικές τράπεζες του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), και σε άλλους οργανισμούς με παρόμοια αποστολή υπό την ιδιότητά τους ως νομισματικών αρχών, όταν αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των εκ του νόμου καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένων της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της συναφούς παροχής ρευστότητας, της εποπτείας συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού, και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος∙
(β) εφόσον κρίνεται σκόπιμο, σε άλλες δημόσιες αρχές στη Δημοκρατία επιφορτισμένες με την εποπτεία συστημάτων πληρωμών∙ και
(γ) στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), εφόσον οι πληροφορίες αυτές είναι σημαντικές για την επιτέλεση των καθηκόντων του.
(2) Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένης της κατάστασης έκτακτης ανάγκης κατά την έννοια του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, ο Έφορος δύναται να διαβιβάζει αμελλητί πληροφορίες στις κεντρικές τράπεζες του ΕΣΣΚ, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, αν οι πληροφορίες αυτές είναι σημαντικές για την άσκηση των εκ του νόμου καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένων της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της συναφούς παροχής ρευστότητας, της εποπτείας συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος, και στο ΕΣΣΚ, αν αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των καθηκόντων του.
(3) Ο Έφορος δύναται να ζητά πληροφορίες για σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 68 του παρόντος Νόμου, από τις αρχές ή τις οντότητες των εδαφίων (1) και (2):
72. (1) Αναφορικά με την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 345 του παρόντος Νόμου, ο Έφορος, οι Βοηθοί Έφοροι και κάθε μέλος της Υπηρεσίας ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ασκεί ή έχει ασκήσει οποιαδήποτε δραστηριότητα για λογαριασμό του Εφόρου, θεωρούνται, για τους σκοπούς του Ποινικού Κώδικα, ως δημόσιοι λειτουργοί:
73. (1) Ο Έφορος, κατά την άσκηση των εποπτικών του αρμοδιοτήτων, λαμβάνει υπόψη του τη διάσταση, σχετική με την Ένωση.
(2) Ο Έφορος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, λαμβάνει υπόψη τη σύγκλιση των μέσων και των μεθόδων εποπτείας που χρησιμοποιεί στην εφαρμογή των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών απαιτήσεων, οι οποίες έχουν θεσπιστεί με βάση την Οδηγία 2009/138/ΕΚ και όπως αυτές έχουν ενσωματωθεί στον παρόντα Νόμο. και για τον σκοπό αυτό-
(α) Συμμετέχει είτε αυτοπροσώπως είτε διά εκπροσώπου του στις δραστηριότητες της EIOPA∙
(β) καταβάλλει κάθε προσπάθεια για να συμμορφώνεται προς τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις της EIOPA σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και αναφέρει τους λόγους σε περίπτωση που δεν το πράξει·
(γ) διασφαλίζει ότι η άσκηση των αρμοδιοτήτων του δυνάμει του παρόντος Νόμου, δεν παρεμποδίζει την άσκηση των καθηκόντων του ως μέλος της EIOPA ή βάσει της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.
74.-(1) Οι Ετήσιοι και Ενοποιημένοι Λογαριασμοί των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ελέγχονται από ελεγκτές δυνάμει του περί Ελεγκτών και Υποχρεωτικών Ελέγχων των Ετήσιων και των Ενοποιημένων Λογαριασμών Νόμου του 2009, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Οι ελεγκτές στο πλαίσιο του ελέγχου τους δυνάμει του εδαφίου (1), ελέγχουν τις πληροφορίες που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 38 του παρόντος Νόμου, οι οποίες καθορίζονται με Οδηγίες του Εφόρου, μετά από διαβούλευση με τους εμπλεκόμενους φορείς, εξαιρουμένων των πληροφοριών, σε σχέση με το σύστημα διακυβέρνησης που εφαρμόζουν οι επιχειρήσεις, των κινδύνων που αντιμετωπίζουν και των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων και υποβάλλουν ξεχωριστή έκθεση σε σχέση με αυτές.
(3) Τα περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται στις πληροφορίες που υποβάλλονται από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 38 του παρόντος Νόμου, για τη δεύτερη και την τέταρτη τριμηνία του οικονομικού έτους θα ελέγχονται από τους ελεγκτές, οι οποίοι θα υποβάλλουν σχετική έκθεση.
(4) Οι ελεγκτές, οι οποίοι, δυνάμει του εδαφίου (1), διενεργούν έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων λογαριασμών των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή κάθε άλλη νόμιμη αποστολή στα πλαίσια των καθηκόντων τους, υποχρεούνται να γνωστοποιούν άμεσα στον Έφορο αναφορικά με την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που ελέγχουν κάθε απόφαση ή πραγματικό περιστατικό που αφορά την επιχείρηση αυτή, που περιέρχεται στη γνώση τους κατά την άσκηση των ως άνω καθηκόντων και που είναι δυνατόν να έχει ως αποτέλεσμα-
(α) ουσιώδη παράβαση των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων οι οποίες καθορίζουν τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας, ή διέπουν ειδικά την άσκηση των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων ασφάλισης και αντασφάλισης·
(β) να θίξει τη συνέχιση της λειτουργίας της εκάστοτε ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης·
(γ) την άρνηση της επικύρωσης των λογαριασμών ή τη διατύπωση επιφυλάξεων·
(δ) τη μη συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας·
(ε) τη μη συμμόρφωση προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις.
(5) Οι ελεγκτές έχουν επίσης την ίδια υποχρέωση που προβλέπεται στο εδάφιο (1), σε ό,τι αφορά σε πραγματικά περιστατικά και σε αποφάσεις των οποίων λαμβάνουν γνώση στο πλαίσιο της άσκησης καθηκόντων τους σε επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς απορρέοντες από σχέση ελέγχου με την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στην οποία τα πρόσωπα αυτά έχουν αναλάβει τα εν λόγω καθήκοντα.
(6) Η καλή τη πίστει γνωστοποίηση στον Έφορο γεγονότων ή αποφάσεων που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (4) από τους ελεγκτές ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων δεν αποτελεί παράβαση τυχόν περιορισμού γνωστοποίησης πληροφοριών που επιβάλλεται από σύμβαση ή νομοθετική ή κανονιστική ή διοικητική διάταξη και δε συνεπάγεται οποιαδήποτε ευθύνη για τα πρόσωπα αυτά.
(7)(α) Σε περίπτωση σοβαρής παραβίασης των καθηκόντων του ελεγκτή, ο Έφορος με δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του, δύναται να απαιτήσει από την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση, τον άμεσο τερματισμό του διορισμού του ελεγκτή, και η επιχείρηση υποχρεούται να συμμορφωθεί:
(β) Η απορριπτική απόφαση του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο (α), δύναται να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος:
(8) Παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου από οποιοδήποτε πρόσωπο επισύρει την επιβολή διοικητικού προστίμου από τον Έφορο σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους ΙΧ του παρόντος Νόμου.