356.-(1) Για τους σκοπούς των διατάξεων του παρόντος Μέρους, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«αμοιβή» σημαίνει προμήθεια, τέλος, επιβάρυνση ή άλλη πληρωμή, συμπεριλαμβανομένου κάθε είδους οικονομικού οφέλους ή οποιουδήποτε άλλου χρηματικού ή μη χρηματικού οφέλους ή κινήτρου, που προτείνεται ή παρέχεται σε σχέση με τις δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων·
«αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο άλλο από την αντασφαλιστική επιχείρηση ή τους υπαλλήλους της, το οποίο αναλαμβάνει ή ασκεί επ’ αμοιβή τη δραστηριότητα διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων·
«ασφαλιστικός διαμεσολαβητής» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο αναλαμβάνει ή ασκεί επ’ αμοιβή δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων, αλλά δεν περιλαμβάνει ασφαλιστική επιχείρηση, τους υπαλλήλους ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή·
«ασφαλιστικός διαμεσολαβητής που ασκεί ως δευτερεύουσα δραστηριότητα την ασφαλιστική διαμεσολάβηση» ή «δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τις διατάξεις του άρθρου 371˙
«διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων» σημαίνει ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή ή ασφαλιστική επιχείρηση·
«διανομή αντασφαλιστικών προϊόντων» σημαίνει τις δραστηριότητες παροχής συμβουλών, πρότασης ή διενέργειας εργασιών προπαρασκευής για τη σύναψη συμβάσεων αντασφάλισης, τις δραστηριότητες σύναψής τους ή τις δραστηριότητες παροχής βοήθειας κατά τη διαχείριση και την εκτέλεση των συμβάσεων, ιδίως σε περίπτωση που γεννηθεί αξίωση, περιλαμβανομένων των δραστηριοτήτων που αναλαμβάνονται από αντασφαλιστική επιχείρηση χωρίς την παρέμβαση αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή·
«διανομή ασφαλιστικών προϊόντων» σημαίνει τις δραστηριότητες παροχής συμβουλών, πρότασης, διενέργειας εργασιών προπαρασκευής, για τη σύναψη συμβάσεων ασφάλισης, τις δραστηριότητες σύναψής τους ή τις δραστηριότητες παροχής βοήθειας κατά τη διαχείριση και την εκτέλεση των συμβάσεων, ιδίως σε περίπτωση που γεννηθεί αξίωση, περιλαμβανομένης της παροχής πληροφοριών σχετικά με μία ή περισσότερες ασφαλιστικές συμβάσεις, βάσει κριτηρίων που επιλέγονται από τον πελάτη μέσω ιστότοπου ή άλλου μέσου και την παροχή καταλόγου κατάταξης ασφαλιστικών προϊόντων, συμπεριλαμβανομένης της σύγκρισης των τιμών και των προϊόντων, ή την παροχή έκπτωσης επί της τιμής ασφαλιστικής σύμβασης, όταν ο πελάτης είναι σε θέση να συνάψει, άμεσα ή έμμεσα, ασφαλιστική σύμβαση χρησιμοποιώντας ιστότοπο ή άλλο μέσο·
«διευθύνων» σημαίνει φυσικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο στη διοικητική δομή νομικού προσώπου για τις δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων∙
«επενδυτικό προϊόν βασιζόμενο σε ασφάλιση» ή «βασιζόμενο σε ασφάλιση επενδυτικό προϊόν» σημαίνει ασφαλιστικό προϊόν που έχει αξία κατά την ημερομηνία λήξης ή αξία εξαγοράς και, η αξία κατά την ημερομηνία λήξης ή η αξία εξαγοράς είναι συνολικά ή μερικώς εκτεθειμένη, άμεσα ή έμμεσα, σε διακυμάνσεις της αγοράς, αλλά δεν περιλαμβάνονται:
(α) ασφαλιστικά προϊόντα του κλάδου ασφάλισης Γενικής Φύσεως, όπως ορίζονται στο Μέρος Α του Πρώτου Παρατήματος (Κλάδοι ασφάλισης Γενικής Φύσεως)˙
(β) προϊόντα κλάδου ασφάλισης ζωής, όπου τα οφέλη από τη σύμβαση είναι πληρωτέα μόνο σε περίπτωση θανάτου ή ανικανότητας λόγω τραυματισμού, ασθένειας ή αναπηρίας·
(γ) συνταξιοδοτικά προϊόντα για τα οποία, σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο, έχει αναγνωριστεί ότι έχουν ως πρωταρχικό σκοπό την παροχή εισοδήματος στον επενδυτή κατά τη συνταξιοδότησή του και δίνουν στον επενδυτή το δικαίωμα σε ορισμένες παροχές·
(δ) επίσημα αναγνωρισμένα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά ταμεία που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων άλλων Μερών του παρόντος Νόμου∙
(ε) ατομικά συνταξιοδοτικά προϊόντα για τα οποία απαιτείται με βάση το κυπριακό δίκαιο, περιλαμβανομένου του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, χρηματοδοτική συνεισφορά του εργοδότη και στα οποία ο εργαζόμενος ή ο εργοδότης δεν έχει δυνατότητα επιλογής ως προς το συνταξιοδοτικό προϊόν ή τον πάροχο˙
«επιχείρηση εργασιών διαμεσολάβησης τρίτης χώρας» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων σε τρίτη χώρα στην οποία διαμένει ή έχει την έδρα του, ανάλογα με την περίπτωση, ανεξάρτητα από τη νομική της μορφή∙
«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001» σημαίνει την πράξη της Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2000 σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών»∙
«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013» σημαίνει την πράξη της Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Εκτελεστικό Κανονισμό (ΕΕ) 2016/2227 της Επιτροπής της 9ης Δεκεμβρίου 2016∙
«κράτος μέλος καταγωγής» σημαίνει-
(α) σε περίπτωση που ο διαμεσολαβητής είναι φυσικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο διαμένει·
(β) σε περίπτωση που ο διαμεσολαβητής είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική του έδρα ή, σε περίπτωση που δεν υφίσταται καταστατική έδρα δυνάμει του εθνικού δικαίου που το διέπει, το κράτος μέλος όπου βρίσκεται η κεντρική του διοίκηση·
«κράτος μέλος υποδοχής» σημαίνει το κράτος μέλος στο οποίο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής έχει μόνιμη παρουσία ή εγκατάσταση ή παρέχει υπηρεσίες και το οποίο δεν είναι το κράτος μέλος καταγωγής του·
«κύριος τόπος επιχειρηματικής δραστηριότητας» σημαίνει τον τόπο από τον οποίο ασκείται η διοίκηση επί της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας·
«Μητρώο» σημαίνει οποιοδήποτε από τα Μητρώα που προβλέπονται στο άρθρο 383·
«μόνιμο μέσο» σημαίνει κάθε εργαλείο το οποίο-
(α)παρέχει στον πελάτη τη δυνατότητα να αποθηκεύει πληροφορίες που απευθύνονται προσωπικά σε αυτόν, κατά τρόπο ώστε να μπορεί να έχει πρόσβαση σε αυτές μελλοντικά, για επαρκές χρονικό διάστημα για τους σκοπούς των πληροφοριών∙ και
(β)επιτρέπει την αμετάβλητη αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών∙
«Οδηγία (ΕΕ) 2016/97» σημαίνει την πράξη της Ένωσης με τίτλο «Οδηγία (ΕΕ) 2016/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Ιανουαρίου 2016 σχετικά με τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων (αναδιατύπωση)»∙
«συμβουλή» σημαίνει την παροχή προσωπικής σύστασης σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήματός του είτε με πρωτοβουλία του διανομέα ασφαλιστικών προϊόντων, σε σχέση με μία ή περισσότερες ασφαλιστικές συμβάσεις·
«υποκατάστημα» σημαίνει πρακτορείο ή υποκατάστημα διαμεσολαβητή, ο οποίος βρίσκεται στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από το κράτος μέλος καταγωγής του.
(2) Για σκοπούς ερμηνείας των όρων «διανομή ασφαλιστικών προϊόντων» και «διανομή αντασφαλιστικών προϊόντων», οι ακόλουθες δραστηριότητες δεν θεωρούνται διανομή ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών προϊόντων:
(α) Η περιστασιακή παροχή πληροφοριών στο πλαίσιο άλλης επαγγελματικής δραστηριότητας, σε περίπτωση που-
(i) ο πάροχος δεν λαμβάνει πρόσθετα μέτρα για να βοηθήσει στη σύναψη ή στην εκτέλεση ασφαλιστικής σύμβασης,
(ii) σκοπός της δραστηριότητας δεν είναι η παροχή βοήθειας στον πελάτη για τη σύναψη ή την εκτέλεση αντασφαλιστικής σύμβασης∙
(β) η κατ’ επάγγελμα διαχείριση των αξιώσεων ασφαλιστικής επιχείρησης ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ο διακανονισμός ζημιών και η εκτίμηση των ζημιών από εμπειρογνώμονα·
(γ) η απλή παροχή δεδομένων και πληροφοριών σχετικά με τους δυνητικούς ασφαλισμένους στους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές ή στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, σε περίπτωση που ο πάροχος δεν λαμβάνει πρόσθετα μέτρα για να βοηθήσει στη σύναψη ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής σύμβασης·
(δ) η απλή παροχή πληροφοριών σχετικά με τα ασφαλιστικά ή αντασφαλιστικά προϊόντα ή τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή τον αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή την ασφαλιστική επιχείρηση ή την αντασφαλιστική επιχείρηση στους δυνητικούς ασφαλισμένους, σε περίπτωση που ο πάροχος δεν λαμβάνει πρόσθετα μέτρα για να βοηθήσει στη σύναψη ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής σύμβασης.
357.-(1) Το παρόν Μέρος θεσπίζει κανόνες αναφορικά με την ανάληψη και άσκηση δραστηριοτήτων διανομής ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών προϊόντων στη Δημοκρατία.
(2) Οι διατάξεις του παρόντος Μέρους εφαρμόζονται σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι εγκατεστημένο στη Δημοκρατία ή επιθυμεί να εγκατασταθεί στη Δημοκρατία, προκειμένου να αναλάβει και να ασκήσει τη διανομή ασφαλιστικών ή/και αντασφαλιστικών προϊόντων.
(3) Οι διατάξεις του παρόντος Μέρους δεν εφαρμόζονται σε δευτε-ρεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητές που ασκούν τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων, όταν πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Η ασφάλιση είναι συμπληρωματική προς το αγαθό ή την υπηρεσία που παρέχεται από προμηθευτή, σε περίπτωση που η ασφάλιση καλύπτει-
(i) τον κίνδυνο βλάβης, απώλειας ή ζημιάς αγαθού ή τη μη χρήση της υπηρεσίας που παρέχει ο προμηθευτής˙ ή
(ii) τη ζημιά ή απώλεια αποσκευών και τους άλλους κινδύνους που σχετίζονται με ταξίδι για το οποίο έγινε κράτηση από τον προμηθευτή·
(β) το ποσό των ασφαλίστρων που καταβλήθηκε για το ασφαλιστικό προϊόν δεν υπερβαίνει τα εξακόσια ευρώ (€600), υπολογιζόμενο αναλογικά σε ετήσια βάση·
(γ) ανεξαρτήτως των διατάξεων της παραγράφου (β), σε περίπτωση που η ασφάλιση είναι συμπληρωματική προς υπηρεσία που προβλέπεται στην παράγραφο (α) και η διάρκεια της υπηρεσίας είναι ίση ή μικρότερη των τριών (3) μηνών, το ποσό των ασφαλίστρων που καταβλήθηκε κατ’ άτομο δεν υπερβαίνει τα διακόσια ευρώ (€200).
(4) Σε περίπτωση που ασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ασκεί δραστηριότητα διανομής μέσω δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή, ο οποίος εξαιρείται από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Μέρους σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3), η ασφαλιστική επιχείρηση ή ο διαμεσολαβητής διασφαλίζουν ότι-
(α) Tίθενται στη διάθεση του πελάτη, πριν από τη σύναψη της σύμβασης, πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα και τη διεύθυνσή τους και με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 394ΙΗ, οι οποίες επιτρέπουν στους πελάτες και σε άλλους ενδιαφερομένους να υποβάλουν καταγγελίες·
(β) υπάρχουν κατάλληλες και αναλογικές διευθετήσεις με σκοπό τη συμμόρφωση προς τις διατάξεις των άρθρων 394Γ και 394Ι και την εξέταση των απαιτήσεων και των αναγκών του πελάτη πριν από την πρόταση της σύμβασης·
(γ) το έγγραφο με τις πληροφορίες για το ασφαλιστικό προϊόν που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του άρθρου 394ΣΤ παρέχεται στον πελάτη πριν από τη σύναψη της σύμβασης.
(5) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν εφαρμόζονται όσον αφορά τις δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών προϊόντων σε σχέση με κινδύνους και υποχρεώσεις εκτός της Ένωσης.
358.-(1) Ο Έφορος τηρεί Μητρώα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους και αποφασίζει αναφορικά με την εγγραφή σε ή τη διαγραφή από αυτά οποιουδήποτε προσώπου, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους.
(2) Ο Έφορος παρακολουθεί την αγορά διανομής ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών προϊόντων, περιλαμβανομένης της αγοράς για συμπληρωματικά ασφαλιστικά προϊόντα τα οποία διατίθενται στην αγορά, διανέμονται ή πωλούνται στη Δημοκρατία ή από τη Δημοκρατία, εποπτεύει τη δραστηριότητα διανομής ασφαλιστικών προϊόντων και της διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων και των διανομέων ασφαλιστικών προϊόντων ή αντασφαλιστικών προϊόντων και, όταν ενδείκνυται, επιβάλλει τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο κυρώσεις:
(3) Τηρουμένης της υποχρέωσης του Εφόρου για τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 65, ο Έφορος ανταλλάζει πληροφορίες με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών αναφορικά με τους διανομείς ασφαλιστικών προϊόντων και τους διανομείς αντασφαλιστικών προϊόντων, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97, και ειδικότερα πληροφορίες αναφορικά με-
(α) Tην καλή φήμη, τις επαγγελματικές γνώσεις και ικανότητες των διανομέων ασφαλιστικών προϊόντων και των διανομέων αντασφαλιστικών προϊόντων, κατά τη διεργασία εγγραφής στα Μητρώα, σε διαρκή βάση∙
(β) την επιβολή οποιωνδήποτε κυρώσεων ή άλλων μέτρων σε διανομείς ασφαλιστικών προϊόντων και σε διανομείς αντασφαλιστικών προϊόντων, πληροφορίες οι οποίες ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα τη διαγραφή των εν λόγω διανομέων από το οικείο Μητρώο.
(4) Ο Έφορος ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά τα οριζόμενα στο Άρθρο 12, παράγραφος 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97, καθώς και σχετικά με τις γενικής φύσης δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι διανομείς ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών προϊόντων κατά την εγκατάστασή τους ή κατά την άσκηση δραστηριοτήτων διανομής ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών προϊόντων σε τρίτη χώρα.
(5) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου που αφορούν στις εξουσίες του Εφόρου κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας σε σχέση με τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, και στην εποπτεία που ασκείται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους.
(6) Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών του, ο Έφορος συνεργάζεται με τις εποπτικές αρχές άλλων κρατών μελών ή με τις ανάλογες εποπτικές αρχές τρίτων χωρών σε ό,τι αφορά την εποπτεία της άσκησης δραστηριοτήτων διανομής ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών προϊόντων και με την EIOPA.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 38(I)/2016
- 38(I)/2019
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 38(I)/2016
- 38(I)/2019
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 38(I)/2016
- 38(I)/2019
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 38(I)/2016
- 38(I)/2019
359.-(1) Δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων δύναται να ασκούνται από διανομέα ασφαλιστικών προϊόντων ή, ανάλογα με την περίπτωση, διανομέα αντασφαλιστικών προϊόντων σύμφωνα με τις διατάξεις και υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο παρόν Μέρος.
(2) Οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές και οι αντασφαλιστικοί διαμεσολαβητές διακρίνονται σε ασφαλιστικούς ή αντασφαλιστικούς πράκτορες, σε μεσίτες ασφαλίσεων ή αντασφαλίσεων, σε ασφαλιστικούς ή αντασφαλιστικούς μεσάζοντες, σε ασφαλιστικούς ή αντασφαλιστικούς συμβούλους και σε συνδεδεμένους ασφαλιστικούς συμβούλους και δύνανται να ασκούν δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών προϊόντων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και εφόσον είναι εγγεγραμμένοι στο προς τούτο τηρούμενο αντίστοιχο Μητρώο, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 383.
(3) Οι δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητές δύνανται να ασκούν δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και εφόσον είναι εγγεγραμμένοι στο προς τούτο τηρούμενο αντίστοιχο Μητρώο, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 383.
(4)(α) Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι υπάλληλοι οποιασδήποτε τέτοιας επιχείρησης, καθώς και οι υπάλληλοι των νομικών προσώπων ασφαλιστικών διαμεσολαβητών που συμμετέχουν άμεσα στη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων ή στη διανομή αντασφαλιστικών προϊόντων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, καταχωρίζονται σε ειδικό αρχείο του Εφόρου, για σκοπούς παρακολούθησης και εποπτείας των απαιτούμενων, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, προσόντων τους.
(β) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, καθώς και τα νομικά πρόσωπα ασφαλιστικών διαμεσολαβητών που ασκούν δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών προϊόντων, εντός του πρώτου τριμήνου κάθε έτους υποβάλλουν στον Έφορο κατάσταση των υπαλλήλων τους που συμμετέχουν άμεσα στη διανομή ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών προϊόντων.
(5) Φυσικά πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους σε άλλο κράτος μέλος της Ένωσης και νομικά πρόσωπα που έχουν την καταστατική τους έδρα ή την κεντρική τους διοίκηση σε άλλο κράτος μέλος της Ένωσης δύνανται να ασκούν δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής ανταφαλιστικών προϊόντων, υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή ελεύθερης εγκατάστασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Τρίτου Κεφαλαίου του παρόντος Μέρους.
(6) Πρόσωπο το οποίο ασκεί δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) έως (5) αναφέρει ρητώς σε όλα τα έγγραφα που εκδίδει την ιδιότητά του και τον αριθμό του πιστοποιητικού εγγραφής που κατέχει.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 38(I)/2016
- 38(I)/2019
- 170(I)/2021
361.-(1) Κανένα πρόσωπο δεν αναλαμβάνει ή ασκεί διανομή ασφαλιστικών προϊόντων ή/και διανομή αντασφαλιστικών προϊόντων, εκτός εάν πληροί τις πιο κάτω προϋποθέσεις:
(α) Είναι εγγεγραμμένο σε ένα από τα Μητρώα, εφόσον πρόκειται για ασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή του οποίου η Δημοκρατία συνιστά το κράτος μέλος καταγωγής:
(β) διαθέτει ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 386, σε περίπτωση που το πρόσωπο είναι ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής∙
(γ) είναι ικανό και κατάλληλο, κατά την έννοια του εδαφίου (2), για την άσκηση των προβλεπόμενων στο παρόν εδάφιο εργασιών.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, πρόσωπο λογίζεται ως ικανό και κατάλληλο, εφόσον πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Διαθέτει κατάλληλες επαγγελματικές γνώσεις και ικανότητες, ανάλογα με τις εργασίες που προτίθεται να ασκεί, για την εκτέλεση των εργασιών του και την άσκηση των καθηκόντων του επαρκώς, στην ασφάλιση Γενικής Φύσεως ή στην ασφάλιση Ζωής ή σε σχέση με επενδυτικά προϊόντα που βασίζονται στην ασφάλιση και διαθέτει, ειδικότερα, τα προσόντα που καθορίζονται σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου(5).
(β) συμμορφώνεται, σε κάθε περίπτωση, προς τις σχετικές ελάχιστες απαιτήσεις επαγγελματικών γνώσεων και ικανοτήτων που καθορίζονται στο Έκτο Παράρτημα, εφόσον πρόκειται για ασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή:
(γ) συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις για συνεχή επαγγελματική κατάρτιση και εξέλιξη, όπως αυτές καθορίζονται ειδικότερα σε Κανονισμούς που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (5), προκειμένου να διατηρεί ικανοποιητικό επίπεδο απόδοσης, που αντιστοιχεί στο ρόλο που διαδραματίζει στη σχετική αγορά.
(δ) ενεργεί με ακεραιότητα και χαίρει καλής φήμης.
(3) Ο Έφορος κρίνει σε κάθε περίπτωση κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (2), λαμβάνοντας υπόψη κατά πόσο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διαθέτει εντιμότητα, καλή φήμη, ειδική γνώση και πείρα στον τομέα του και είναι καλής οικονομικής κατάστασης:
Νοείται ότι, για τους σκοπούς του εδαφίου (1) κανένα πρόσωπο-
(α) Δεν λογίζεται κατάλληλο σε περίπτωση που δεν διαθέτει λευκό ποινικό μητρώο ή που καταδικάστηκε για πλαστογραφία, κλοπή, απάτη, υπεξαίρεση, τοκογλυφία, αισχροκέρδεια, εκβίαση, δωροδοκία, λαθρεμπορία, απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, φόνο εκ προμελέτης, ανθρωποκτονία, βιασμό, αδικήματα ηθικής αισχρότητας ή άλλα συναφή προς τα ανωτέρω ποινικά αδικήματα∙
(β) δεν λογίζεται ότι είναι καλής οικονομικής κατάστασης σε περίπτωση που κηρύχθηκε σε πτώχευση και δεν έχει αποκατασταθεί:
(4) Για τους σκοπούς της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) και του εδαφίου (2), σε περίπτωση που η διανομή ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών προϊόντων γίνεται από ασφαλιστική επιχείρηση ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή από επιχείρηση ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης, περιλαμβανομένης και επιχείρησης που ασκεί διαμεσολάβηση ως δευτερεύουσα δραστηριότητα, οι απαιτήσεις ικανότητας και καταλληλότητας δεν απαιτείται να πληρούνται από όλα τα φυσικά πρόσωπα που εργάζονται στην επιχείρηση, αλλά μόνο από τους διευθύνοντες της επιχείρησης, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων ή τη διανομή αντασφαλιστικών προϊόντων, καθώς και από τα πρόσωπα που εργάζονται στην επιχείρηση και συμμετέχουν άμεσα στη διανομή ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών προϊόντων.
(5) Για τους σκοπούς της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) και του εδαφίου (2), εκδίδονται Κανονισμοί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, οι οποίοι κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, που καθορίζουν μηχανισμούς για τον αποτελεσματικό έλεγχο και την αξιολόγηση των γνώσεων και της επάρκειας των διανομέων ασφαλιστικών προϊόντων και των διανομέων αντασφαλιστικών προϊόντων και τις απαιτήσεις συνεχούς επαγγελματικής κατάρτισης και εξέλιξης, οι οποίες, σε σχέση με τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές, τους αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές, τους υπαλλήλους τους και τους υπαλλήλους των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, δεν μπορούν σε κάθε περίπτωση να είναι λιγότερες από δεκαπέντε (15) ώρες επαγγελματικής κατάρτισης και εξέλιξης κατ’ έτος, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των προϊόντων που πωλούνται, τον τύπο του διανομέα, τον ρόλο που ασκούν και τη δραστηριότητα που πραγματοποιείται εντός του διανομέα ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών προϊόντων.
362.-(1) Για σκοπούς συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται για τη διανομή ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών προϊόντων από υπαλλήλους τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 361, ασφαλιστικές επιχειρήσεις και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εγκρίνουν, εφαρμόζουν και αναθεωρούν τακτικά εσωτερικές πολιτικές και κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες και διαθέτουν μία λειτουργία, ώστε να διασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή των εγκεκριμένων πολιτικών και διαδικασιών.
(2) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θεσπίζουν, διατηρούν και τηρούν επικαιροποιημένα αρχεία με όλα τα σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 361 στοιχεία, σε ό,τι αφορά τους υπαλλήλους τους, και, εφόσον η Δημοκρατία συνιστά το κράτος μέλος καταγωγής τους, κοινοποιούν στον Έφορο το όνομα του επικεφαλής της λειτουργίας που προβλέπεται στο εδάφιο (1) και του αναπληρωτή του, εφόσον τους ζητηθεί.
(3) Ασφαλιστικές επιχειρήσεις και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων δύνανται να χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες μόνο ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, αντασφαλιστικών διαμεσολαβητών ή συνδεδεμένων ασφαλιστικών συμβούλων ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητών που είναι εγγεγραμμένοι σε οικείο Μητρώο.
363.-(1) Ο Υπουργός διασφαλίζει τη δημοσίευση και επικαιροποίηση των σχετικών ισχυουσών κυπριακών νομοθετικών διατάξεων γενικού συμφέροντος που διέπουν την άσκηση δραστηριοτήτων διανομής ασφαλιστικών προϊόντων και διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων στη Δημοκρατία.
(2) Ο Έφορος αποτελεί το σημείο επαφής για την παροχή πληροφοριών σε οποιοδήποτε πρόσωπο αναφορικά με τις νομοθετικές διατάξεις που προβλέπονται στο εδάφιο (1).
(3) Ο Έφορος εκπληρώνει την υποχρέωση που επιβάλλεται στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών από το Άρθρο 11, παράγραφος 3 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97.
364.-(1) Ασφαλιστικός πράκτορας, ο οποίος είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, έχει ως κύρια δραστηριότητα δυνάμει σύμβασης πρακτόρευσης, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 372, τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων που προβλέπονται στο εδάφιο (4) για λογαριασμό μίας ή και περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, έναντι προμήθειας ή/και αμοιβής:
(2) Σε περίπτωση που οι εργασίες που προβλέπονται στο εδάφιο (4) ασκούνται από νομικό πρόσωπο εγγεγραμμένο δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου, το οποίο για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου καλείται εφεξής ως «εταιρεία ασφαλιστικής πρακτόρευσης», στην επωνυμία της εταιρείας περιλαμβάνεται υποχρεωτικά ο όρος «εταιρεία ασφαλιστικής πρακτόρευσης» ή γραμματικές παραλλαγές αυτού, υποδηλώνοντας τον σκοπό σύστασης της εταιρείας προς άσκηση εργασιών εταιρείας ασφαλιστικής πρακτόρευσης και δύναται να διατυπώνεται και σε άλλη γλώσσα, εκτός της ελληνικής, εφόσον η εταιρεία εγγράφεται με επωνυμία διατυπωμένη στη γλώσσα αυτή.
(3) Εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο, ο όρος «ασφαλιστικός πράκτορας» περιλαμβάνει και τους όρους «αντασφαλιστικός πράκτορας», «εταιρεία ασφαλιστικής πρακτόρευσης» και «εταιρεία αντασφαλιστικής πρακτόρευσης».
(4) Ο ασφαλιστικός πράκτορας δύναται να ασκεί τις ακόλουθες εργασίες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων:
(α) Παρουσιάζει, εισηγείται, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων·
(β) παρέχει κάθε αναγκαία βοήθεια ή συμβουλή κατά τη διάρκεια της ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης και ιδιαίτερα μετά τη δημιουργία δικαιώματος προς υποβολή απαίτησης·
(γ) εφόσον προβλέπεται στη σύμβαση πρακτόρευσης, εισπράττει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα τα οποία αποδίδει στη δικαιούχο ασφαλιστική επιχείρηση ή/και προβαίνει στον διακανονισμό απαιτήσεων, σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου.
365.-(1) Ο ασφαλιστικός πράκτορας τοποθετεί τις ασφαλίσεις που συνάπτει μόνο σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις τις οποίες εκπροσωπεί.
(2) Ο ασφαλιστικός πράκτορας τηρεί, χωριστά για κάθε ασφαλιστική επιχείρηση την οποία εκπροσωπεί, βιβλίο καταχώρισης των ασφαλιστικών συμβάσεων οι οποίες συνάπτονται μέσω αυτού, καθώς και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, βιβλίο είσπραξης ασφαλίστρων και βιβλίο διακανονισμού απαιτήσεων σχετικά με τις συμβάσεις αυτές:
(3) Τα τηρούμενα σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) βιβλία υπόκεινται σε επιθεώρηση και έλεγχο από τον Έφορο όποτε το κρίνει σκόπιμο, το δικαίωμα δε αυτό έχει και κάθε ασφαλιστική επιχείρηση, εκπροσωπούμενη από τον ασφαλιστικό πράκτορα, αλλά μόνο σε ό,τι αφορά τα βιβλία που αναφέρονται σε δικές της εργασίες.
(4) [Διαγράφηκε].
366.-(1) Μεσίτης ασφαλίσεων, ο οποίος είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, έχει ως κύρια δραστηριότητα, κατ’ εντολή οποιουδήποτε προσώπου, τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων που προβλέπονται στο εδάφιο (5) χωρίς να δεσμεύεται ως προς την επιλογή της ασφαλιστικής επιχείρησης:
(2) Σε περίπτωση που οι προβλεπόμενες στο εδάφιο (5) εργασίες ασκούνται από νομικό πρόσωπο, το πρόσωπο αυτό οφείλει να είναι εγγεγραμμένο δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου και, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου καλείται εφεξής ως «εταιρεία ασφαλειομεσιτών», στην επωνυμία δε της εταιρείας περιλαμβάνεται ο όρος «εταιρεία ασφαλειομεσιτών» ή γραμματικές παραλλαγές του όρου αυτού, υποδηλώνοντας τον σκοπό σύστασης της εταιρείας προς άσκηση εργασιών εταιρείας ασφαλειομεσιτών και δύναται να διατυπώνεται και σε άλλη γλώσσα, εκτός της ελληνικής, εφόσον η εταιρεία εγγράφεται με επωνυμία διατυπωμένη στη γλώσσα αυτή.
(3) Εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο, ο όρος «μεσίτης ασφαλίσεων» περιλαμβάνει και τους όρους «μεσίτης αντασφαλίσεων», «εταιρεία ασφαλειομεσιτών» και «εταιρεία αντασφαλειομεσιτών».
(4) Ο μεσίτης ασφαλίσεων έχει νομική και οικονομική ανεξαρτησία έναντι των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με τις οποίες συναλλάσσεται, χωρίς επηρεασμό δε των διατάξεων του άρθρου 394Δ σε περίπτωση που μεσίτης ασφαλίσεων έχει στενούς δεσμούς και οποιοδήποτε άλλο νομικό ή οικονομικό δεσμό με ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που δύναται να επηρεάσει την ελευθερία επιλογής του, γνωστοποιεί τούτο εγγράφως προς κάθε ενδιαφερόμενο για τη σύναψη ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής σύμβασης πρόσωπο, πριν από τη σύναψη της σύμβασης:
(5) Ο μεσίτης ασφαλίσεων ασκεί τις ακόλουθες εργασίες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων:
(α) Φέρνει σε επαφή το ενδιαφερόμενο προς σύναψη ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής κάλυψης πρόσωπο με ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές εργασίες για τη σύναψη ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων·
(β) προπαρασκευάζει ή/και εξασφαλίζει την αποδοχή της σύμβασης από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και από τον ασφαλισμένο·
(γ) παρέχει στους ασφαλισμένους κάθε αναγκαία βοήθεια ή συμβουλή πριν από ή κατά τη διάρκεια της ισχύος της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής σύμβασης και ιδιαίτερα μετά την έλευση του ασφαλιστικού κινδύνου·
(δ) εφόσον έχει γραπτή εξουσιοδότηση από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, εισπράττει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα και τα αποδίδει στη δικαιούχο ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή/και προβαίνει σε διακανονισμό απαιτήσεων, σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου.
367.-(1) Ο μεσίτης ασφαλίσεων, κατά την άσκηση των εργασιών του, έχει τις ακόλουθες υποχρεώσεις:
(α) Να υποβάλλει στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έγγραφο στο οποίο αναγράφονται οι προϋποθέσεις και οι όροι αποδοχής της ασφάλισης από την επιχείρηση, η οποία βεβαιώνει εγγράφως την αποδοχή της κάλυψης του κινδύνου·
(β) να εκδίδει βεβαίωση κάλυψης σύμφωνα με το προβλεπόμενο στην παράγραφο (α) έγγραφο, την οποία παραδίδει στον ασφαλισμένο·
(γ) να παραδίδει στον ασφαλισμένο το σχετικό ασφαλιστήριο ή, προκειμένου περί αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης, το σχετικό αποδεικτικό αντασφάλισης, αμέσως μετά την έκδοσή του, σε αντικατάσταση της βεβαίωσης κάλυψης.
(2) Ο μεσίτης ασφαλίσεων ευθύνεται έναντι των ασφαλισμένων μόνο για την πιστή τήρηση των έγγραφων εντολών τους.
(3) [Διαγράφηκε].
368.-(1) Ασφαλιστικός μεσάζων, ο οποίος είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, έχει ως κύρια δραστηριότητα δυνάμει σύμβασης μεσάζοντος, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 372, τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων τα οποία προβλέπονται στο εδάφιο (4), για λογαριασμό ενός ή περισσότερων ασφαλιστικών πρακτόρων ή μεσιτών ασφαλίσεων, έναντι προμήθειας ή αμοιβής:
(2) Σε περίπτωση που οι εργασίες που προβλέπονται στο εδάφιο (4) ασκούνται από νομικό πρόσωπο εγγεγραμμένο δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου, το οποίο για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου καλείται εφεξής ως «εταιρεία ασφαλιστικών μεσαζόντων», στην επωνυμία της εταιρείας περιλαμβάνεται υποχρεωτικά ο όρος «εταιρεία ασφαλιστικών μεσαζόντων» ή γραμματικές παραλλαγές του όρου αυτού, υποδηλώνοντας τον σκοπό σύστασης της εταιρείας προς άσκηση εργασιών εταιρείας ασφαλιστικών μεσαζόντων και δύναται να διατυπώνεται και σε άλλη γλώσσα, εκτός της ελληνικής, εφόσον η εταιρεία εγγράφεται με επωνυμία διατυπωμένη στη γλώσσα αυτή.
(3) Εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο, ο όρος «ασφαλιστικός μεσάζων» περιλαμβάνει και τους όρους «αντασφαλιστικός μεσάζων», «εταιρεία ασφαλιστικών μεσαζόντων» και «εταιρεία αντασφαλιστικών μεσαζόντων».
(4) Ο ασφαλιστικός μεσάζων ασκεί τις ακόλουθες εργασίες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων:
(α) Παρουσιάζει και επεξηγεί, για λογαριασμό του ασφαλιστικού πράκτορα ή του μεσίτη ασφαλίσεων για τον οποίο ενεργεί, ασφαλιστικές συμβάσεις, χωρίς να έχει το δικαίωμα υπογραφής των συμβάσεων:
(β) εισπράττει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα, εφόσον αυτό προβλέπεται στη σύμβαση μεσάζοντος και τα αποδίδει στον ασφαλιστικό πράκτορα ή μεσίτη ασφαλίσεων τον οποίο εκπροσωπεί, χωρίς να έχει το δικαίωμα να προβαίνει σε διακανονισμό απαιτήσεων σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου:
(5) [Διαγράφηκε].
369.-(1) Ασφαλιστικός σύμβουλος, ο οποίος είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, έχει ως κύρια δραστηριότητα δυνάμει σύμβασης ασφαλιστικού συμβούλου, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 372, τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων τα οποία προβλέπονται στο εδάφιο (4) για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων έναντι προμήθειας ή αμοιβής:
(2) Σε περίπτωση που οι εργασίες που προβλέπονται στο εδάφιο (4) ασκούνται από νομικό πρόσωπο εγγεγραμμένο δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου, το οποίο για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου καλείται εφεξής ως «εταιρεία ασφαλιστικών συμβούλων», στην επωνυμία της εταιρείας περιλαμβάνεται υποχρεωτικά ο όρος «εταιρεία ασφαλιστικών συμβούλων» ή γραμματικές παραλλαγές αυτού, υποδηλώνοντας τον σκοπό σύστασης της εταιρείας προς άσκηση εργασιών εταιρείας ασφαλιστικών συμβούλων και δύναται να διατυπώνεται και σε άλλη γλώσσα, εκτός της ελληνικής, εφόσον η εταιρεία εγγράφεται με επωνυμία διατυπωμένη στη γλώσσα αυτή.
(3) Εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο, ο όρος «ασφαλιστικός σύμβουλος» περιλαμβάνει και τους όρους «αντασφαλιστικός σύμβουλος», «εταιρεία ασφαλιστικών συμβούλων» και εταιρεία «αντασφαλιστικών συμβούλων».
(4) Ο ασφαλιστικός σύμβουλος ασκεί τις ακόλουθες εργασίες:
(α) Παρουσιάζει και επεξηγεί για λογαριασμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων για τις οποίες ενεργεί ασφαλιστικές συμβάσεις, χωρίς να έχει το δικαίωμα υπογραφής των συμβάσεων.
(β) εισπράττει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα, εφόσον αυτό προβλέπεται στη σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου, και τα αποδίδει στη δικαιούχο ασφαλιστική επιχείρηση, χωρίς να έχει το δικαίωμα να προβαίνει σε διακανονισμό απαιτήσεων σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου:
(5) [Διαγράφηκε].
370.-(1) Συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος, ο οποίος είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, προβαίνει στη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων που προβλέπονται στο εδάφιο (5), πέραν της κύριας επαγγελματικής δραστηριότητάς του και συμπληρωματικά προς αυτήν, για λογαριασμό μίας ασφαλιστικής επιχείρησης έναντι προμήθειας ή αμοιβής δυνάμει σύμβασης συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 372:
(2) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (1), ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος δύναται να ενεργεί για λογαριασμό περισσότερων της μίας ασφαλιστικών επιχειρήσεων, εφόσον ως προς καθεμιά από αυτές διαμεσολαβεί για την παροχή ασφαλιστικών καλύψεων που δεν είναι ανταγωνιστικές μεταξύ τους.
(3) Η σύμβαση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) καθορίζει κατά πόσο ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος ενεργεί υπό την πλήρη ευθύνη της ασφαλιστικής επιχείρησης για λογαριασμό της οποίας ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης και σε περίπτωση που στη σύμβαση προβλέπεται ότι ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος δεν ενεργεί υπό την πλήρη ευθύνη της ασφαλιστικής επιχείρησης, εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι διατάξεις του άρθρου 386.
(4) Ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος δεν δύναται να ασκεί εργασίες αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης.
(5) Ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος παρουσιάζει και επεξηγεί, για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία ενεργεί, ασφαλιστικές συμβάσεις, χωρίς να έχει τα δικαιώματα υπογραφής των συμβάσεων, είσπραξης των οφειλόμενων ασφαλίστρων ή διακανονισμού απαιτήσεων σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου:
(6) Ο Έφορος δύναται με Οδηγίες του να επιτρέπει σε συνδεδεμένους ασφαλιστικούς συμβούλους να προσυπογράφουν κατ’ εξαίρεση συγκεκριμένες κατηγορίες ασφαλιστικών συμβάσεων, υπό όρους που δύναται να καθορίζονται στις Οδηγίες του.
371.-(1) Δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής, ο οποίος είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο εκτός από πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων, όπως ορίζονται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημεία 1) και 2) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, αναλαμβάνει ή ασκεί επ’ αμοιβή δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ως δευτερεύουσα δραστηριότητα, δυνάμει σύμβασης δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή, όπως η σύμβαση αυτή προβλέπεται στο άρθρο 372, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Η διανομή ασφαλιστικών προϊόντων δεν αποτελεί την κύρια επαγγελματική δραστηριότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου·
(β) το φυσικό ή νομικό πρόσωπο διανέμει μόνο ορισμένα ασφαλιστικά προϊόντα που συμπληρώνουν ένα αγαθό ή μία υπηρεσία·
(γ) τα σχετικά ασφαλιστικά προϊόντα δεν καλύπτουν την ασφάλιση ζωής ή τους κινδύνους αστικής ευθύνης, εκτός εάν η εν λόγω κάλυψη συμπληρώνει το αγαθό ή την υπηρεσία που παρέχει ο διαμεσολαβητής ως την κύρια επαγγελματική δραστηριότητα του.
(2) Ο Έφορος δύναται με Οδηγίες του να καθορίζει κριτήρια ή/και να παρέχει διευκρινίσεις σχετικά με τον χαρακτηρισμό των εργασιών διαμεσολάβησης του δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή, ως συμπληρωματικών προς την κύρια δραστηριότητά του, κατά την έννοια των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (1).
(3) Δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (1), δύναται να ενεργεί για λογαριασμό περισσότερων της μίας ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή για λογαριασμό ενός ή περισσότερων ασφαλιστικών πρακτόρων ή μεσιτών ασφαλίσεων, εφόσον ως προς κάθε ασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστικό πράκτορα ή μεσίτη ασφαλίσεων διαμεσολαβεί για την παροχή ασφαλιστικών καλύψεων που δεν είναι ανταγωνιστικές μεταξύ τους.
(4) Δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής ενεργεί υπό την πλήρη ευθύνη της ασφαλιστικής επιχείρησης ή του ασφαλιστικού πράκτορα ή του μεσίτη ασφαλίσεων για λογαριασμό των οποίων ασκεί δραστηριότητα διανομής ασφαλιστικών προϊόντων, και, σε περίπτωση που ενεργεί για λογαριασμό περισσότερων της μίας ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή περισσότερων του ενός ασφαλιστικών πρακτόρων ή μεσιτών ασφαλίσεων, ενεργεί υπό την πλήρη ευθύνη των ασφαλιστικών επιχειρήσεων για τα προϊόντα που αφορούν εκάστην εξ αυτών ή των ασφαλιστικών πρακτόρων ή των μεσιτών ασφαλίσεων, ανάλογα με την περίπτωση.
(5) Δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής δεν δύναται να ασκεί εργασίες διανομής επενδυτικών προϊόντων βασισμένων σε ασφάλιση ή/και αντασφαλιστικών προϊόντων.
(6) Δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής παρουσιάζει και επεξηγεί, για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία ενεργεί ή του ασφαλιστικού πράκτορα ή του μεσίτη ασφαλίσεων, ανάλογα με την περίπτωση, ασφαλιστικές συμβάσεις, χωρίς να έχει δικαίωμα υπογραφής των συμβάσεων, είσπραξης των οφειλόμενων ασφαλίστρων ή διακανονισμού απαιτήσεων σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου:
(7) Ο Έφορος δύναται με Οδηγίες του να επιτρέπει σε δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητές να προσυπογράφουν κατ’ εξαίρεση συγκεκριμένες κατηγορίες ασφαλιστικών συμβάσεων υπό όρους και προϋποθέσεις που δύναται να καθορίζονται στις εν λόγω Οδηγίες του.
(8) Σε περίπτωση που οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Μέρους αναφέρεται σε ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή και ασφαλιστική επιχείρηση, αλλά όχι σε δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή, οι δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητές αποκλείονται από την άσκηση των δραστηριοτήτων στις οποίες αναφέρεται η εν λόγω διάταξη.
(9) [Διαγράφηκε].
372.-(1) Για την άσκηση δραστηριοτήτων διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων από ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή, ανάλογα με την περίπτωση, εξαιρουμένης της άσκησης εργασιών μεσίτη ασφαλίσεων, απαιτείται η προηγούμενη σύναψη σύμβασης διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων, η οποία, ανάλογα με την περίπτωση, αναφέρεται στο παρόντα Νόμο ως-
(α) Σύμβαση ασφαλιστικού πράκτορα (σύμβαση πρακτόρευσης)· ή
(β) σύμβαση ασφαλιστικού μεσάζοντος (σύμβαση μεσάζοντος)· ή
(γ) σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου· ή
(δ) σύμβαση συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου· ή
(ε) σύμβαση δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή.
(2) Η σύμβαση διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων καταρτίζεται εγγράφως, συνάπτεται μεταξύ του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή του αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή του δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή, ανάλογα με την περίπτωση, και των προσώπων για λογαριασμό των οποίων αυτός θα ενεργεί και καθορίζει ρητά τους όρους άσκησης των εργασιών αυτών, κατά τα οριζόμενα σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση.
(3) Η σύμβαση διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων δύναται να αποκλείει ή να περιορίζει το δικαίωμα του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή του αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή του δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή προς σύναψη παρόμοιας σύμβασης με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.
(4) Η σύμβαση διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων τίθεται σε ισχύ, όσον αφορά τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων ή τη διανομή αντασφαλιστικών προϊόντων, από την ημερομηνία εγγραφής του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή του αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή του δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή σε ένα από τα Μητρώα:
(5) Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη Δημοκρατία υπό το καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, εντός του πρώτου τριμήνου κάθε έτους, υποβάλλουν στον Έφορο κατάσταση των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών ή των αντασφαλιστικών διαμεσολαβητών ή των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών δευτερεύουσας δραστηριότητας οι οποίοι ενεργούν για λογαριασμό τους.
(6) Παράβαση των όρων της σύμβασης από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν επηρεάζει με οποιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματα των ασφαλισμένων.
(7) Σε περίπτωση που η σύμβαση διαμεσολάβησης παύσει να ισχύει για οποιοδήποτε λόγο, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής, καθώς και το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου ασκούνται οι εργασίες διαμεσολάβησης ανακοινώνουν, αμελλητί, εγγράφως το γεγονός αυτό στον Έφορο και αναφέρουν τους λόγους για τους οποίους έπαυσε να ισχύει η σύμβαση:
373.-(1) Ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής ο οποίος προτίθεται να ασκήσει τις δραστηριότητές του για πρώτη φορά στο έδαφος άλλου κράτους μέλους υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, γνωστοποιεί τις ακόλουθες πληροφορίες στον Έφορο:
(α) Το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση και, ανάλογα με την περίπτωση, τον αριθμό μητρώου του∙
(β) το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη στα οποία προτίθεται να ασκήσει δραστηριότητες∙
(γ) την κατηγορία στην οποία εμπίπτει και, κατά περίπτωση, την επωνυμία κάθε ασφαλιστικής επιχείρησης ή αντασφαλιστικής επιχείρησης την οποία εκπροσωπεί·
(δ) τους σχετικούς ασφαλιστικούς κλάδους στους οποίους προτίθεται να δραστηριοποιηθεί, εφόσον απαιτείται.
(2) Ο Έφορος γνωστοποιεί τις πληροφορίες που προβλέπονται στο εδάφιο (1), εντός ενός μηνός από την παραλαβή τους, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής και ενημερώνει εγγράφως τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, τον αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή τον δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή ότι οι πληροφορίες έχουν παραληφθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής και ότι δύναται να αρχίσει τις δραστηριότητές του στο κράτος μέλος υποδοχής.
(3) Ανάλογα με την περίπτωση, ο Έφορος ενημερώνει ταυτόχρονα τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή τον αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή τον δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή ότι οι πληροφορίες, αναφορικά με τις νομοθετικές διατάξεις που ισχύουν στο κράτος μέλος υποδοχής που προβλέπονται στο Άρθρο 11, παράγραφος 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97 είναι διαθέσιμες με τα μέσα που προβλέπονται στο Άρθρο 11, παράγραφοι 3 και 4 της εν λόγω Οδηγίας και, ότι ο διαμεσολαβητής οφείλει να συμμορφωθεί με τις εν λόγω διατάξεις, προκειμένου να αρχίσει τις δραστηριότητές του στο κράτος μέλος υποδοχής.
(4) Σε περίπτωση αλλαγής σε οποιοδήποτε από τα στοιχεία που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής κοινοποιεί την αλλαγή στον Έφορο τουλάχιστον έναν μήνα πριν επιφέρει την αλλαγή και ο Έφορος ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, μόλις αυτό είναι εφικτό και όχι αργότερα από έναν μήνα από την ημερομηνία που λαμβάνει την κοινοποίηση από τον διαμεσολαβητή.
(5) Ο Έφορος εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στη Δημοκρατία, ως κράτος μέλος, από το Άρθρο 3, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97.
374.-(1) Ο Έφορος, σε περίπτωση που ενημερωθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ότι ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής, ο οποίος ασκεί δραστηριότητες στο έδαφος του εν λόγω κράτους υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους, αξιολογεί τις πληροφορίες που έλαβε από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, λαμβάνει, το συντομότερο δυνατόν και ανάλογα με την περίπτωση, τα ενδεδειγμένα μέτρα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου για να διορθώσει την κατάσταση και ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για κάθε μέτρο που έλαβε.
(2) Ο Έφορος κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) δύναται να ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 5, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97.
375.-(1) Ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, αντασφαλιστικός διαμεσο-λαβητής ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος και ασκεί δραστηριότητα ασφαλιστικής διαμεσολάβησης σε άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους καταγωγής αυτού, η οποία εναρμονίζεται με την Οδηγία (ΕΕ) 2016/97, δύναται να αναλάβει και να ασκήσει για πρώτη φορά τις δραστηριότητές του στη Δημοκρατία, εφόσον ο Έφορος ενημερωθεί προηγουμένως από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής για την πρόθεση του αιτουμένου και o Έφορος επιβεβαιώνει χωρίς καθυστέρηση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής την παραλαβή των σχετικών πληροφοριών.
(2) Ο Έφορος, αποκλειστικά για λόγους πληροφόρησης των ενδιαφερομένων να συνάψουν ασφάλιση, δύναται να καταχωρίζει ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή, ο οποίος ασκεί δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων στη Δημοκρατία σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), σε ειδικό αρχείο που τηρεί αναφορικά με ασκούντες δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.
376.-(1) Σε περίπτωση που ο Έφορος έχει λόγους να θεωρεί ότι ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής, ο οποίος ασκεί δραστηριότητες στη Δημο-κρατία υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97, γνωστοποιεί τις διαπιστώσεις αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής και την καλεί να τον ενημερώσει αναφορικά με τα μέτρα που πρόκειται να λάβει.
(2) Σε περίπτωση που, παρά τα ληφθέντα από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής μέτρα ή επειδή τα μέτρα αυτά αποδείχτηκαν ανεπαρκή ή δεν έχουν ληφθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής εξακολουθεί να ενεργεί κατά τρόπο σαφώς επιζήμιο για τα συμφέροντα των καταναλωτών στη Δημοκρατία, σε μεγάλη κλίμακα, ή για την εύρυθμη λειτουργία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών αγορών, ο Έφορος δύναται, αφού ενημερώσει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου για την πρόληψη νέων παρατυπιών και, εφόσον είναι απόλυτα αναγκαίο, να παρεμποδίσει το πρόσωπο να συνεχίσει να ασκεί νέες δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων στη Δημοκρατία.
(3) Ο Έφορος κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2), δύναται να ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 5, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97.
(4) Οι διατάξεις των εδαφίων (1) έως (3) δεν θίγουν την εξουσία του Εφόρου να λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για την αποτροπή παρατυπιών ή την επιβολή κυρώσεων για παρατυπίες που διαπράττονται στη Δημοκρατία, σε περίπτωση που είναι απαραίτητη η λήψη άμεσων μέτρων, προκειμένου να προστατευτούν τα δικαιώματα των καταναλωτών, περιλαμβανομένης της εξουσίας παρεμπόδισης ασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή από την άσκηση νέας δραστηριότητας στη Δημοκρατία.
(5) Ο Έφορος γνωστοποιεί εγγράφως με αιτιολογημένη απόφασή του στον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, στον αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή στον δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή κάθε μέτρο που λαμβάνει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και το οποίο κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αυτού, στην EIOPA και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
377.-(1) Ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής, ο οποίος προτίθεται να κάνει χρήση της ελευθερίας εγκατάστασης με την ίδρυση υποκαταστήματος ή έχοντας μόνιμη παρουσία στο έδαφος άλλου κράτους μέλους γνωστοποιεί τούτο στον Έφορο και διαβιβάζει σε αυτόν τις ακόλουθες πληροφορίες:
(α) Το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση και, ανάλογα με την περίπτωση, τον αριθμό μητρώου του·
(β) το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου προτίθεται να ιδρύσει υποκατάστημα ή να έχει μόνιμη παρουσία·
(γ) την κατηγορία του και, ανάλογα με την περίπτωση, την επωνυμία κάθε ασφαλιστικής επιχείρησης ή αντασφαλιστικής επιχείρησης την οποία εκπροσωπεί·
(δ) τους σχετικούς ασφαλιστικούς κλάδους, εφόσον απαιτείται·
(ε) τη διεύθυνση στο κράτος μέλος υποδοχής από την οποία μπορούν να ζητηθούν έγγραφα·
(στ) το όνομα κάθε αρμοδίου για τη διοίκηση του υποκαταστήματος ή της μόνιμης παρουσίας του:
(2) Εκτός εάν ο Έφορος έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της οργανωτικής διάρθρωσης ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή του αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή του δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή, λαμβανομένων υπόψη των δραστηριοτήτων διανομής που προτίθεται να ασκήσει, γνωστοποιεί τις πληροφορίες που προβλέπονται στο εδάφιο (1) στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, εντός ενός μηνός από την παραλαβή τους, και ενημερώνει εγγράφως τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, τον αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή τον δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή για τη λήψη των πληροφοριών από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής.
(3) Ο Έφορος γνωστοποιεί στον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή στον αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή στον δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή τις πληροφορίες που γνωστοποιούνται σε αυτόν από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 6, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97 και τον ενημερώνει ότι δύναται να αρχίσει τη δραστηριότητά του στο κράτος μέλος υποδοχής, υπό τον όρο ότι συμμορφώνεται προς τις νομοθετικές διατάξεις του κράτους μέλους υποδοχής που του έχουν γνωστοποιηθεί.
(4) Σε περίπτωση που ο Έφορος δεν γνωστοποιήσει τις νομοθετικές διατάξεις που προβλέπονται στο εδάφιο (3) στον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή στον αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή στον δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή εντός ενός μηνός από την ημερομηνία παραλαβής από το κράτος μέλος υποδοχής των πληροφοριών που προβλέπονται στο εδάφιο (1), ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής δύναται να εγκαταστήσει το υποκατάστημα και να αρχίσει να ασκεί τη δραστηριότητά του.
(5) Σε περίπτωση που ο Έφορος αρνείται να κοινοποιήσει τις πληροφορίες που προβλέπονται στο εδάφιο (1) στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησης στον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, στον αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή στον δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή εντός ενός μηνός από την παραλαβή όλων των πληροφοριών που προβλέπονται στο εδάφιο (1).
(6) Σε περίπτωση αλλαγής σε οποιοδήποτε από τα στοιχεία που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, ο αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής κοινοποιεί την αλλαγή στον Έφορο τουλάχιστον έναν μήνα πριν επιφέρει την αλλαγή και ο Έφορος ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, μόλις είναι εφικτό και όχι αργότερα από έναν μήνα από την ημερομηνία παραλαβής των πληροφοριών.
(7) Ο Έφορος παρέχει αμελλητί στην EIOPA τις σχετικές πληροφορίες αναφορικά με τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές, τους αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές ή τους δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητές που προτίθενται να ασκήσουν διασυνοριακές δραστηριότητες σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
(8)(α) Παράλειψη του Εφόρου να γνωστοποιήσει τις πληροφορίες που προβλέπονται στο εδάφιο (1) στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) ή άρνηση του Εφόρου να γνωστοποιήσει τις εν λόγω πληροφορίες σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (5) δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Γενικού Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 347:
(β) Απορριπτική απόφαση του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) δύναται να προσβληθεί με προσφυγή σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
378.-(1) Σε περίπτωση που ο Έφορος ενημερωθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ότι ασφαλιστικός ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής, για τον οποίο η Δημοκρατία συνιστά κράτος μέλος καταγωγής και ο οποίος ασκεί δραστηριότητες στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής μέσω ελευθερίας εγκατάστασης, παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των διατάξεων της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97 και του παρόντος Νόμου και, εάν η εν λόγω αρμόδια αρχή δεν υπέχει ευθύνη σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 7, παράγραφος 2 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97, ο Έφορος, αφού αξιολογήσει τις πληροφορίες που έλαβε, λαμβάνει, όπου αυτό εφαρμόζεται, το συντομότερο δυνατόν, τα ενδεδειγμένα μέτρα για να διορθώσει την κατάσταση και ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για κάθε μέτρο που έλαβε.
(2) Ο Έφορος κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) δύναται να ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 8, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97.
379.-(1) Ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής που έχει κράτος μέλος καταγωγής άλλο από τη Δημοκρατία δύναται να αναλάβει και να ασκεί δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων και διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων στη Δημοκρατία μέσω ελευθερίας εγκατάστασης, με την ίδρυση υποκαταστήματος ή έχοντας μόνιμη παρουσία στη Δημοκρατία, εφόσον ο Έφορος ενημερωθεί προηγουμένως συναφώς από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 6, παράγραφος 2 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97 και εφόσον παρέλθει ένας μήνας από τη σχετική ενημέρωση, ο δε Έφορος επιβεβαιώνει χωρίς καθυστέρηση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής την παραλαβή των σχετικών πληροφοριών:
(2) Εντός ενός μηνός από την παραλαβή των πληροφοριών που προβλέπονται στο εδάφιο (1), ο Έφορος γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής τις νομοθετικές διατάξεις που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 363, κατά τους προβλεπόμενους στο Άρθρο 11, παράγραφος 3 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97 και στο εδάφιο (2) του άρθρου 363 τρόπους.
(3) Ο Έφορος, αποκλειστικά για λόγους πληροφόρησης των ενδιαφερομένων να συνάψουν ασφάλιση, καταχωρίζει ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή, ο οποίος ασκεί δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων στη Δημοκρατία σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), σε ειδικό αρχείο που τηρεί αναφορικά με ασκούντες δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης:
380.-(1) Ο Έφορος δύναται να λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα σε περίπτωση που διαπιστώνει ότι ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής, ο οποίος ασκεί δραστηριότητες υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης στη Δημοκρατία, ως κράτος μέλος υποδοχής, παραβαίνει τις διατάξεις των άρθρων 394Γ έως 394ΙΖ.
(2) Σε περίπτωση που ο Έφορος έχει λόγους να θεωρεί ότι ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής, ο οποίος ασκεί δραστηριότητες υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης στη Δημοκρατία, ως κράτος μέλος υποδοχής, παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των διατάξεων της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97 και του παρόντος Μέρους και, εφόσον ο Έφορος δεν υπέχει ευθύνη σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 381, γνωστοποιεί τις διαπιστώσεις αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.
(3) Σε περίπτωση που, παρά τα ληφθέντα από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής μέτρα ή επειδή τα μέτρα αυτά αποδείχθηκαν ανεπαρκή ή δεν έχουν ληφθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής εξακολουθεί να ενεργεί κατά τρόπο σαφώς επιζήμιο για τα συμφέροντα των καταναλωτών στη Δημοκρατία, σε μεγάλη κλίμακα, ή για την εύρυθμη λειτουργία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών αγορών, ο Έφορος δύναται, αφού ενημερώσει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου για την πρόληψη νέων παρατυπιών και, εφόσον είναι απόλυτα αναγκαίο, να παρεμποδίσει το πρόσωπο να συνεχίσει να ασκεί νέες δραστηριότητες στη Δημοκρατία.
(4) Ο Έφορος, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) δύναται να ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 8, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97.
(5) Οι διατάξεις των εδαφίων (2) έως (4) δεν θίγουν την εξουσία του Εφόρου να λαμβάνει κατάλληλα μέτρα, που δεν εισάγουν διακρίσεις, για την αποτροπή παρατυπιών ή την επιβολή κυρώσεων για παρατυπίες που διαπράττονται στη Δημοκρατία, σε περίπτωση που είναι απολύτως απαραίτητη η λήψη άμεσων μέτρων, προκειμένου να προστατευτούν τα δικαιώματα των καταναλωτών και εφόσον τα ισοδύναμα μέτρα του κράτους μέλους καταγωγής είναι ανεπαρκή ή ανύπαρκτα, περιλαμβανομένης της εξουσίας παρεμπόδισης άσκησης νέας δραστηριότητας στη Δημοκρατία από τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, τον αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή τον δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή.
(6) Ο Έφορος γνωστοποιεί εγγράφως με αιτιολογημένη απόφασή του στον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, στον αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή στον δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή κάθε μέτρο που λαμβάνει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, το οποίο κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, στην EIOPA και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
381.-(1) Σε περίπτωση που ο κύριος τόπος επιχειρηματικής δραστηριότητας ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή, του οποίου το κράτος μέλος καταγωγής είναι η Δημοκρατία, βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, ο Έφορος δύναται να συμφωνήσει με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής όπως αυτή ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής όσον αφορά τις διατάξεις των κεφαλαίων IV, V, VI και VII της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97 και, σε τέτοια περίπτωση, ενημερώνει σχετικά και χωρίς καθυστέρηση τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, τον αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή τον δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή και την EIOPA.
(2) Σε περίπτωση που ο κύριος τόπος επιχειρηματικής δραστηριότητας ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή, του οποίου το κράτος μέλος καταγωγής είναι άλλο από τη Δημοκρατία, βρίσκεται στη Δημοκρατία, ο Έφορος δύναται να συμφωνήσει με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής όπως ο ίδιος ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής όσον αφορά τις διατάξεις των κεφαλαίων IV, V, VI και VII της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97.
(3) Ο Έφορος, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής-
(α) Διασφαλίζει ότι οι υπηρεσίες που παρέχονται από την εγκατάσταση στη Δημοκρατία πληρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα κεφάλαια V και VI της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97 και στα μέτρα που θεσπίζονται δυνάμει αυτών∙
(β) δύναται να εξετάζει τις ρυθμίσεις εγκατάστασης και να ζητεί τις απαραίτητες αλλαγές, ώστε να μπορεί να επιβάλλει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα κεφάλαια V και VI της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97 και τα μέτρα που θεσπίζονται δυνάμει αυτών, όσον αφορά τις υπηρεσίες ή τις δραστηριότητες που προβλέπονται από την εγκατάσταση στη Δημοκρατία.
382.-(1) Οι διατάξεις του παρόντος Μέρους δεν θίγουν την εξουσία του Εφόρου να λαμβάνει, εφόσον είναι απόλυτα αναγκαίο, κατάλληλα μέτρα τα οποία προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και τα οποία δεν εισάγουν διακρίσεις, για την επιβολή κυρώσεων για παρατυπίες που διαπράττονται στη Δημοκρατία, οι οποίες είναι αντίθετες με τις νομοθετικές διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 363, από διαμεσολαβητές άλλων κρατών μελών που ασκούν δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή ελευθερίας εγκατάστασης, περιλαμβανομένης της απαγόρευσης άσκησης νέων δραστηριοτήτων από τέτοιους διαμεσολαβητές στη Δημοκρατία.
(2) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (1), οι διατάξεις του παρόντος Μέρους δεν θίγουν την εξουσία του Εφόρου να λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να παρεμποδίζει διανομέα ασφαλιστικών προϊόντων εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος να ασκεί δραστηριότητα στη Δημοκρατία υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή, όπου εφαρμόζεται, ελευθερίας εγκατάστασης, σε περίπτωση που-
(α) Η σχετική δραστηριότητα κατευθύνεται εξ ολοκλήρου ή κυρίως στη Δημοκρατία, με μοναδικό σκοπό την αποφυγή της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου που θα ίσχυαν, εάν ο εν λόγω διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων είχε την κατοικία του ή την έδρα του στη Δημοκρατία∙ και
(β) η δραστηριότητά του θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τη σωστή λειτουργία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών αγορών στη Δημοκρατία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών.
(3) Σε περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (2), ο Έφορος, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, δύναται να λάβει σε σχέση με τον εν λόγω διανομέα ασφαλιστικών προϊόντων όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου για την προστασία των δικαιωμάτων των καταναλωτών στη Δημοκρατία.
(4) Ο Έφορος, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1), (2) ή (3) δύναται να ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 9, παράγραφος 2, τρίτη πρόταση της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97.
383.-(1) Ο Έφορος τηρεί τα ακόλουθα Μητρώα εγγραφής προσώπων για τα οποία η Δημοκρατία συνιστά κράτος μέλος καταγωγής και τα οποία ασκούν εργασίες διαμεσολάβησης:
(α) Προκειμένου περί φυσικών προσώπων·
(i) Μητρώο Ασφαλιστικών Πρακτόρων, Ασφαλιστικών Μεσαζόντων και Ασφαλιστικών Συμβούλων·
(ii) Μητρώο Μεσιτών Ασφαλίσεων·
(iii) Μητρώο Συνδεδεμένων Ασφαλιστικών Συμβούλων·
(iv) Μητρώο Δευτερεύουσας Δραστηριότητας Διαμεσολαβητών∙
(β) προκειμένου περί νομικών προσώπων-
(i) Μητρώο Εταιρειών Ασφαλιστικής Πρακτόρευσης, Εταιρειών Ασφαλιστικών Μεσαζόντων και Εταιρειών Ασφαλιστικών Συμβούλων ·
(ii) Μητρώο Εταιρειών Ασφαλειομεσιτών·
(iii) Μητρώο Εταιρειών Συνδεδεμένων Ασφαλιστικών Συμβούλων·
(iv) Μητρώο Εταιρειών Δευτερεύουσας Δραστηριότητας Διαμεσολαβητών.
(2) Στα Μητρώα που προβλέπονται στο εδάφιο (1) εγγράφονται οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές, οι αντασφαλιστικοί διαμεσολαβητές, οι συνδεδεμένοι ασφαλιστικοί σύμβουλοι και οι δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητές αδιακρίτως εάν ασκούν εργασίες ασφαλιστικής διαμεσολάβησης ή αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης.
(3) Η εγγραφή στα Μητρώα που προβλέπονται στο εδάφιο (1) γίνεται κατόπιν υποβολής αίτησης κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 390.
(4) Ο Έφορος διατηρεί επιγραμμικό σύστημα υποβολής αίτησης για εγγραφή, το οποίο είναι εύκολα προσβάσιμο και επιτρέπει τη συμπλήρωση του εντύπου αίτησης εγγραφής σε απευθείας σύνδεση.
(5) Ο Έφορος καταρτίζει ενιαίο σημείο πληροφόρησης για όλα τα Μητρώα που προβλέπονται στο εδάφιο (1), το οποίο επιτρέπει την ταχεία και εύκολη πρόσβαση σε πληροφορίες από τα εν λόγω Μητρώα, οι οποίες συγκεντρώνονται ηλεκτρονικά και επικαιροποιούνται, και το οποίο παρέχει επίσης τα στοιχεία του Εφόρου ως εποπτικής αρχής.
(6) Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση δύναται να καθορίζουν και να εξειδικεύουν τα τηρούμενα στα Μητρώα στοιχεία, τον τρόπο τήρησης των Μητρώων, τον τρόπο πρόσβασης σε αυτά και ζητήματα έκδοσης και αντικατάστασης πιστοποιητικών εγγραφής.
384.-(1) Η EIOPA έχει δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα που αποθηκεύονται στα Μητρώα, καθώς και δικαίωμα τροποποίησης των εν λόγω δεδομένων.
(2) Τα υποκείμενα των δεδομένων, των οποίων τα προσωπικά δεδομένα αποθηκεύονται στα Μητρώα έχουν δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα, καθώς και δικαίωμα επαρκούς πληροφόρησης.
(3) Οποιοδήποτε πρόσωπο έχει δικαίωμα πρόσβασης στα Μητρώα με σκοπό να πληροφορηθεί από την Υπηρεσία κατά πόσο φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι καταχωρισμένο σε αυτά, καθώς και, προκειμένου περί νομικού προσώπου, τα ονόματα των διευθυνόντων ή των εταίρων που είναι υπεύθυνοι για τις δραστηριότητες διαμεσολάβησης.
385. Κανένα πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, δεν εγγράφεται στα Μητρώα, εκτός εάν πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 361, 386, 387, 388 και 389, ανάλογα με την περίπτωση.
386.-(1) Οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές, οι αντασφαλιστικοί διαμεσολαβητές και οι δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητές διαθέτουν κατά τον χρόνο εγγραφής τους στα Μητρώα και καθ’ όλον τον χρόνο κατά τον οποίο ασκούν δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων ασφάλιση επαγγελματικής αστικής ευθύνης η οποία να καλύπτει το σύνολο του εδάφους της Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου ή οποιαδήποτε ανάλογη εγγύηση αστικής ευθύνης που προκύπτει από επαγγελματική αμέλεια, για ποσό τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου διακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (€1.250.000) ανά απαίτηση και ενός εκατομμυρίου οκτακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (€1.850.000) συνολικά κατ’ έτος για όλες τις απαιτήσεις, εκτός εάν η εν λόγω ασφάλιση ή άλλη ανάλογη εγγύηση παρέχεται ήδη από ασφαλιστική ή από άλλη επιχείρηση για λογαριασμό της οποίας ενεργεί ή από την οποία εξουσιοδοτείται να ενεργεί ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής ή εάν η εν λόγω επιχείρηση έχει αναλάβει πλήρως την ευθύνη για τις ενέργειές του.
(2) Σε περίπτωση που, δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 10, παράγραφος 7 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97, η ΕΙΟΡΑ αναθεωρήσει ποσό σε ευρώ το οποίο προβλέπεται στην παράγραφο 4 του εν λόγω άρθρου και το οποίο αντιστοιχεί σε ποσό σε ευρώ που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, το εν λόγω εδάφιο θα αναφέρεται στο ούτως αναθεωρημένο ποσό.
(3) Ο Έφορος έχει εξουσία να εκδίδει Οδηγίες σχετικά με τη σύσταση ειδικού εγγυητικού κεφαλαίου και τη ρύθμιση θεμάτων λειτουργίας του, για σκοπούς προστασίας των πελατών έναντι αδυναμίας του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή του αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή του δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή να μεταβιβάσει το ασφάλιστρο στην ασφαλιστική επιχείρηση ή να μεταβιβάσει το ποσό της αποζημίωσης ή να προβεί σε επιστροφή ασφαλίστρων στον ασφαλισμένο.
387.-(1) Ο Έφορος εγγράφει σε ένα από τα Μητρώα, ανάλογα με την περίπτωση, κάθε φυσικό πρόσωπο που έχει τη διαμονή του στη Δημοκρατία και πρoτίθεται να ασκεί δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων, εφόσον κατά την κρίση του Εφόρου το πρόσωπο αυτό πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο και στα άρθρα 361 και 386.
(2) Δεν εγγράφεται στο Μητρώο Δευτερεύουσας Δραστηριότητας Διαμεσολαβητών φυσικό πρόσωπο, σε περίπτωση που η ασφαλιστική επιχείρηση ή ο ασφαλιστικός πράκτορας ή ο μεσίτης ασφαλίσεων, για λογαριασμό των οποίων θα ενεργεί, δεν έχουν αναλάβει ρητώς και εγγράφως την ευθύνη για τις πράξεις ή παραλείψεις του.
(3) Προκειμένου για εγγραφή φυσικού προσώπου στο Μητρώο Μεσιτών Ασφαλίσεων, δεν εγγράφεται φυσικό πρόσωπο που είναι ήδη εγγεγραμμένο σε ένα από τα άλλα Μητρώα και που δεν κατέχει χρηματοοικονομική ικανότητα που αντιστοιχεί, σε μόνιμη βάση, στο τέσσερα τοις εκατό (4%) των ετήσιων εισπραχθέντων ασφαλίστρων, με ελάχιστο όριο τις δεκαοκτώ χιλιάδες επτακόσια πενήντα ευρώ (€18.750).
(4) Σε περίπτωση που, δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 10, παράγραφος 7 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97, η ΕΙΟΡΑ αναθεωρήσει ποσό σε ευρώ το οποίο προβλέπεται στην παράγραφο 6 του εν λόγω άρθρου και το οποίο αντιστοιχεί σε ποσό σε ευρώ που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου, το εν λόγω εδάφιο θα αναφέρεται στο ούτως αναθεωρημένο ποσό.
388.-(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 389, αναφορικά με επιχείρηση εργασιών διαμεσολάβησης τρίτης χώρας, ο Έφορος εγγράφει σε ένα από τα Μητρώα, ανάλογα με την περίπτωση, κάθε νομικό πρόσωπο που έχει την καταστατική έδρα του στη Δημοκρατία και προτίθεται να ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης, εφόσον κρίνει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 361 και 386, καθώς και οι ακόλουθες προϋποθέσεις, ανάλογα με την περίπτωση:
(α) Το νομικό πρόσωπο θα έχει ή ως κύρια δραστηριότητα την άσκηση εργασιών είτε ασφαλιστικού πράκτορα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 364, είτε μεσίτη ασφαλίσεων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 366, είτε ασφαλιστικού μεσάζοντος κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 368, είτε ασφαλιστικού συμβούλου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 369, ανάλογα με την περίπτωση, και την άσκηση των παρεμφερών προς αυτές εργασιών, αποκλειομένης της άσκησης κάθε άλλης εμπορικής δραστηριότητας ή θα ασκεί πέραν της κύριας επαγγελματικής δραστηριότητάς του, συμπληρωματικά προς αυτήν εργασίες συνδεδεμένου ασφαλιστικού σύμβουλου κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 370∙ ή
(β) το νομικό πρόσωπο θα ασκεί δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολάβηση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 371, νοουμένου ότι η ασφαλιστική επιχείρηση ή ο ασφαλιστικός πράκτορας ή ο μεσίτης ασφαλίσεων για λογαριασμό των οποίων θα ενεργεί, έχουν αναλάβει ρητώς και εγγράφως την ευθύνη για τις πράξεις ή παραλείψεις του·
(γ) προκειμένου περί εταιρείας εγγεγραμμένης δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου ή ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας εγγεγραμμένης δυνάμει των διατάξεων του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Συνεταιρισμών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου-
(i) να υπάρχει ικανοποιητικός αριθμός διευθυνόντων και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον ένας, όπως καθορίζεται σε Κανονισμούς, οι οποίοι κατέχουν τα προσόντα και ικανοποιούν τις προϋποθέσεις για εγγραφή τους ως ασφαλιστικών πρακτόρων, ως μεσιτών ασφαλίσεων, ως ασφαλιστικών μεσαζόντων, ως ασφαλιστικών συμβούλων, ως συνδεδεμένων ασφαλιστικών συμβούλων ή ως δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητών, ανάλογα με την περίπτωση·
(ii) όλα τα πρόσωπα του διοικητικού συμβουλίου και οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα διοικούν ουσιαστικά το νομικό πρόσωπο να κατέχουν πιστοποιητικό λευκού ποινικού μητρώου και πιστοποιητικό μη πτώχευσης, όπως καθορίζεται σε Κανονισμούς οι οποίοι εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση∙
(iii) κάθε υπάλληλος του νομικού προσώπου που συμμετέχει άμεσα στη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 361.
(δ) προκειμένου για εγγραφή εταιρείας ασφαλειομεσιτών, η εταιρεία να κατέχει κεφάλαιο σε μόνιμη βάση ίσο με το τέσσερα τοις εκατό (4%) των ετήσιων εισπραχθέντων ασφαλίστρων, με ελάχιστο όριο τις δεκαοκτώ χιλιάδες επτακόσια πενήντα ευρώ (€18.750) και να μην είναι ήδη εγγεγραμμένη σε ένα από τα άλλα Μητρώα που προβλέπονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 383.
(2) Ο Έφορος δεν προβαίνει στην εξέταση αίτησης εγγραφής στα Μητρώα, εάν το νομικό πρόσωπο δεν υποβάλει εγγράφως κάθε πληροφορία που ο Έφορος έχει ζητήσει σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου σχετικά με το νομικό πρόσωπο ή σχετικά με οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.
389.-(1) Επιχείρηση εργασιών διαμεσολάβησης τρίτης χώρας δύναται να διανέμει ασφαλιστικά ή αντασφαλιστικά προϊόντα στη Δημοκρατία, νοουμένου ότι πληρούνται οι απαιτήσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου και εφόσον εγγραφεί στο οικείο Μητρώο.
(2) Ο Έφορος εγγράφει στο οικείο Μητρώο την επιχείρηση εργασιών διαμεσολάβησης τρίτης χώρας η οποία επιζητεί την άσκηση δραστηριοτήτων διανομής ασφαλιστικών προϊόντων στη Δημοκρατία υπό τη μορφή υποκαταστήματος, εφόσον κρίνει ότι, επιπλέον των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 388, συντρέχουν και οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Η επιχείρηση είναι εξουσιοδοτημένη στην έδρα της για την άσκηση ανάλογων δραστηριοτήτων διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων· και
(β) διατηρεί, επί συνεχούς βάσης, στη Δημοκρατία αντιπρόσωπο ο οποίος ικανοποιεί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(i) είναι εγγεγραμμένος σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ως ασφαλιστικός πράκτορας, ως μεσίτης ασφαλίσεων, ως ασφαλιστικός σύμβουλος, ως ασφαλιστικός μεσάζων, ως συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος ή ως δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής, ανάλογα με την περίπτωση,
(ii) είναι εξουσιοδοτημένος να ενεργεί εκ μέρους της επιχείρησης,
(iii) διευθύνει τις εργασίες του υποκαταστήματος και
(iv) είναι πρόσωπο άλλο από τον νόμιμο ελεγκτή ή συνέταιρο ή υπάλληλο του εγκεκριμένου ελεγκτικού γραφείου του υποκαταστήματος.
(3) Σε περίπτωση που ο αντιπρόσωπος που προβλέπεται στο εδάφιο (2) είναι νομικό πρόσωπο, συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Όλα τα πρόσωπα του διοικητικού συμβουλίου και οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα τα οποία διοικούν ουσιαστικά το νομικό πρόσωπο κατέχουν πιστοποιητικό λευκού ποινικού μητρώου και πιστοποιητικό μη πτώχευσης, όπως καθορίζεται σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση∙
(β) υπάρχει ικανοποιητικός αριθμός διευθυνόντων και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον ένας, οι οποίοι κατέχουν τα προσόντα και ικανοποιούν τις προϋποθέσεις για εγγραφή τους ως ασφαλιστικών πρακτόρων, ως μεσιτών ασφαλίσεων, ως ασφαλιστικών μεσαζόντων, ως ασφαλιστικών συμβούλων, ως συνδεδεμένων ασφαλιστικών συμβούλων ή ως δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητών, ανάλογα με την περίπτωση·
(γ) κάθε υπάλληλος του νομικού προσώπου που συμμετέχει άμεσα στη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων ή στη διανομή αντασφαλιστικών προϊόντων πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 361.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 38(I)/2016
- 38(I)/2019
390.-(1) Η αίτηση για εγγραφή ή η αίτηση για επέκταση εγγραφής φυσικού ή νομικού προσώπου σε ένα από τα τηρούμενα Μητρώα υποβάλλεται στον Έφορο εγγράφως, κατά τον καθορισμένο τύπο και με αυτή συνυποβάλλονται τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο και τα κατά περίπτωση καθορισμένα σε Κανονισμούς, οι οποίοι εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, έγγραφα και καταβάλλεται το κατά περίπτωση καθορισμένο τέλος.
(2) Ο Έφορος δύναται, ανά πάσα στιγμή μετά την υποβολή αίτησης, να απαιτήσει την προσκόμιση πρόσθετων στοιχείων τα οποία κρίνει αναγκαία για την εξέτασή της στο πλαίσιο των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(3) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (4), η αίτηση προς εγγραφή φυσικού προσώπου σε ένα από τα οικεία Μητρώα υποβάλλεται από το αιτούμενο την εγγραφή του στο αντίστοιχο Μητρώο φυσικό πρόσωπο και συνοδεύεται-
(α) Προκειμένου περί εγγραφής ασφαλιστικών πρακτόρων ή ασφαλιστικών συμβούλων, από δήλωση της ασφαλιστικής επιχείρησης για λογαριασμό της οποίας θα ενεργεί το αιτούμενο την εγγραφή του φυσικό πρόσωπο ότι συμφωνεί με την προτεινόμενη εγγραφή·
(β) προκειμένου περί εγγραφής ασφαλιστικών μεσαζόντων, από δήλωση του ασφαλιστικού πράκτορα ή της εταιρείας ασφαλειομεσιτών, ανάλογα με την περίπτωση, για λογαριασμό της οποίας θα ενεργεί το αιτούμενο την εγγραφή του φυσικό πρόσωπο ότι συμφωνεί με την προτεινόμενη εγγραφή·
(γ) προκειμένου περί εγγραφής συνδεδεμένων ασφαλιστικών συμβούλων, από δήλωση της ασφαλιστικής επιχείρησης για λογαριασμό της οποίας θα ενεργούν τα φυσικά πρόσωπα ότι-
(i) τα φυσικά πρόσωπα στα οποία αναφέρεται η αίτηση πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 386 και 387 για την εγγραφή φυσικών προσώπων στα Μητρώα· και
(ii) η ασφαλιστική επιχείρηση αναλαμβάνει την πλήρη ευθύνη των ενεργειών των προσώπων αυτών, όπου αυτό εφαρμόζεται:
(δ) από πληροφορίες αναφορικά με την ταυτότητα των προσώπων που έχουν στενούς δεσμούς με τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή τον αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή∙
(ε) από πληροφορίες που δεικνύουν ότι οι συμμετοχές ή οι στενοί δεσμοί δεν παρεμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων του Εφόρου.
(4) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (5), η αίτηση προς εγγραφή φυσικών προσώπων στο Μητρώο Δευτερεύουσας Δραστηριότητας Διαμεσολαβητών υποβάλλεται από την ασφαλιστική επιχείρηση ή τον ασφαλιστικό πράκτορα ή τον μεσίτη ασφαλίσεων για λογαριασμό των οποίων θα ενεργούν τα φυσικά πρόσωπα, και συνοδεύεται από-
(α) Δήλωση της ασφαλιστικής επιχείρησης ή του ασφαλιστικού πράκτορα ή του μεσίτη ασφαλίσεων ότι τα φυσικά πρόσωπα στα οποία αναφέρεται η αίτηση πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 361, 386 και 387 για την εγγραφή φυσικών προσώπων στα Μητρώα∙
(β) δήλωση της ασφαλιστικής επιχείρησης ή του ασφαλιστικού πράκτορα ή του μεσίτη ασφαλίσεων ότι αναλαμβάνουν την πλήρη ευθύνη σε σχέση με τις ενέργειες των προσώπων αυτών∙
(γ) πληροφορίες αναφορικά με την ταυτότητα των προσώπων που έχουν στενούς δεσμούς με τον δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή∙
(δ) πληροφορίες που δεικνύουν ότι οι συμμετοχές ή οι στενοί δεσμοί δεν παρεμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων του Εφόρου:
(5) Η αίτηση προς εγγραφή νομικού προσώπου στα οικεία Μητρώα υποβάλλεται από το αιτούμενο την εγγραφή του στο αντίστοιχο μητρώο νομικό πρόσωπο και συνοδεύεται-
(α) Προκειμένου περί εγγραφής εταιρειών ασφαλιστικής πρακτόρευσης ή εταιρειών ασφαλιστικών συμβούλων ή εταιρειών συνδεδεμένων ασφαλιστικών συμβούλων ή εταιρειών δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητών από δήλωση της ασφαλιστικής επιχείρησης ή του ασφαλιστικού πράκτορα ή του μεσίτη ασφαλίσεων για λογαριασμό των οποίων θα ενεργεί το αιτούμενο την εγγραφή του νομικό πρόσωπο, ανάλογα με την περίπτωση, ότι συμφωνεί με την προτεινόμενη εγγραφή∙
(β) προκειμένου περί εγγραφής εταιρειών ασφαλιστικών μεσαζόντων, από δήλωση του ασφαλιστικού πράκτορα ή της εταιρείας ασφαλιστικής πρακτόρευσης ή της εταιρείας ασφαλειομεσιτών για λογαριασμό των οποίων θα ενεργεί το αιτούμενο την εγγραφή του νομικό πρόσωπο, ανάλογα με την περίπτωση, ότι συμφωνεί με την προτεινόμενη εγγραφή∙
(γ) πληροφορίες αναφορικά με την ταυτότητα των μετόχων ή των εταίρων, είτε πρόκειται για φυσικά είτε για νομικά πρόσωπα, που κατέχουν συμμετοχή πάνω από δέκα τοις εκατό (10%) στον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή στον αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή και τα ποσά των συμμετοχών·
(δ) πληροφορίες αναφορικά με την ταυτότητα των προσώπων που έχουν στενούς δεσμούς με τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή τον αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή∙
(ε) πληροφορίες που δεικνύουν ότι οι συμμετοχές ή οι στενοί δεσμοί δεν παρεμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων του Εφόρου.
(6) Ως ημερομηνία υποβολής της αίτησης για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και των άρθρων 391 και 392, που αφορούν στην ανανέωση εγγραφής και στην απόρριψη της αίτησης προς εγγραφή ή ανανέωση της εγγραφής, λογίζεται η ημερομηνία κατά την οποία κατατίθεται στον Έφορο πλήρως συμπληρωμένη αίτηση σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), η οποία για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους θα αναφέρεται εφεξής ως «έγκυρη αίτηση».
(7) Οι διατάξεις των εδαφίων (1) έως (6) εφαρμόζονται και στην περίπτωση αίτησης προσώπου που είναι ήδη εγγεγραμμένο σε ένα από τα Μητρώα και επιθυμεί επέκταση της εγγραφής του, προκειμένου να εκπροσωπεί και άλλα πρόσωπα ή να ασκεί δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων και στην ασφάλιση Γενικής Φύσεως, εκτός από την ασφάλιση Ζωής στην οποία ήδη ασκεί εργασίες ή αντίστροφα.
(8) Ο Έφορος εξετάζει οποιαδήποτε έγκυρη αίτηση υποβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 391 και 393 και ενημερώνει τον αιτούντα εγγράφως σχετικά με την απόφασή του:
391.-(1) Ο Έφορος, μετά την υποβολή έγκυρης αίτησης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 390 και εφόσον κρίνει ότι συντρέχουν όλες οι κατά νόμο προβλεπόμενες προϋποθέσεις, ανάλογα με την περίπτωση, εγκρίνει την αίτηση και προβαίνει-
(α) Στην εγγραφή του αιτούντος φυσικού ή νομικού προσώπου στο οικείο Μητρώο·
(β) στην έκδοση πιστοποιητικού εγγραφής κατά τον καθορισμένο τύπο·
(γ) προκειμένου περί φυσικών προσώπων που εγγράφονται στα οικεία Μητρώα, στην έκδοση ασφαλιστικής ταυτότητας, η οποία συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη ότι το πρόσωπο αυτό νομίμως ασκεί τις δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων που αναγράφονται στην ταυτότητά του:
(2) Στο πιστοποιητικό εγγραφής που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ο Έφορος δύναται να συμπεριλάβει όρους τους οποίους κρίνει αναγκαίους για τη διασφάλιση των συμφερόντων της ασφαλιστικής αγοράς.
(3) Το πιστοποιητικό εγγραφής, που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, ή πιστοποιημένο αντίγραφό του αναρτάται από τον κάτοχό του σε περίοπτη θέση σε κάθε τόπο διεξαγωγής των εργασιών του, όπου το κοινό έχει πρόσβαση.
(4) Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων της δεύτερης επιφύλαξης του εδαφίου (1) ή των διατάξεων του εδαφίου (3), επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο ύψους μέχρι τριών χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (€3.500) σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 399 και 400, οι οποίες εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών.
392.-(1) Η εγγραφή στα Μητρώα έχει τριετή χρονική ισχύ από την ημερομηνία έκδοσης του πιστοποιητικού εγγραφής και δύναται να ανανεωθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στο εδάφιο (2).
(2) Για την ανανέωση της ισχύος της εγγραφής στα Μητρώα υποβάλλεται αίτηση στον Έφορο κατά τον καθορισμένο τύπο, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 390, έναν τουλάχιστον μήνα πριν από τη λήξη της ισχύος της, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 383 και με αυτήν συνυποβάλλονται τα καθορισμένα σε Κανονισμούς, που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, έγγραφα και καταβάλλεται το καθορισμένο τέλος, σε περίπτωση δε μη έγκαιρης κατά τα ανωτέρω υποβολής αίτησης, στα τέλη ανανέωσης προστίθενται οι επιβαρύνσεις που προβλέπονται σε Κανονισμούς, που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση.
(3) Ο Έφορος, μετά την υποβολή έγκυρης αίτησης για ανανέωση εγγραφής στα Μητρώα και, εφόσον κρίνει ότι συνεχίζουν να συντρέχουν όλες οι κατά νόμο προβλεπόμενες προϋποθέσεις, ανάλογα με την περίπτωση, εγκρίνει την αίτηση και προβαίνει στην ανανέωση εγγραφής διαμεσολαβητή.
(4)(α) Σε περίπτωση άρνησης του Εφόρου να εγκρίνει έγκυρη αίτηση που υποβάλλεται για ανανέωση εγγραφής σε Μητρώα, η απόφασή του δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Γενικού Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 347:
(β) Σε περίπτωση απορριπτικής απόφασης του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α), αυτή δύναται να προσβληθεί με προσφυγή σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
(5) Ανεξάρτητα από τη χρονική ισχύ της εγγραφής, όπως αυτή προβλέπεται από τις διατάξεις του εδαφίου (1), ο Έφορος διατηρεί ανά πάσα στιγμή το δικαίωμα επανεξέτασης εγγραφής σε οποιοδήποτε από τα Μητρώα, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(6) Κάθε ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής και δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής ενημερώνει τον Έφορο, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, για οποιαδήποτε αλλαγή στις πληροφορίες που παρέχονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 390.
393.-(1) Ο Έφορος απορρίπτει αίτηση που υποβάλλεται για εγγραφή σε Μητρώο, εφόσον δεν συντρέχουν όλες οι κατά τον παρόντα Νόμο απαιτήσεις εγγραφής, παραθέτοντας στην απόφασή του τους λόγους που δικαιολογούν την απόρριψή της.
(2) Ο Έφορος απορρίπτει έγκυρη αίτηση που υποβάλλεται για εγγραφή σε Μητρώο, σε περίπτωση που οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας στις οποίες υπάγονται ένα ή περισσότερα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, με τα οποία ο διαμεσολαβητής έχει στενούς δεσμούς, ή δυσχέρειες σχετικές με την επιβολή των εν λόγω νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, παρεμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών του καθηκόντων.
(3)(α) Αρνητική απόφαση του Εφόρου ως προς την εγγραφή σε Μητρώο ή παράλειψη του Εφόρου να απαντήσει επί έγκυρης αίτησης εγγραφής εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας των τριών (3) μηνών, λαμβανομένης υπόψη της επιφύλαξης του εδαφίου (8) του άρθρου 390, δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Γενικού Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 347:
(β) Σε περίπτωση απορριπτικής απόφασης του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α), αυτή δύναται να προσβληθεί με προσφυγή σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
394.-(1) Ο Έφορος προβαίνει στη διαγραφή προσώπου από τα Μητρώα, με βάση αποδεικτικά στοιχεία που κατέχει -
(α) Σε περίπτωση που οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την εγγραφή ή την ανανέωση της εγγραφής σε Μητρώο, δεν πληρείται πλέον∙ ή/και
(β) σε περίπτωση δήλωσης ψευδών, εσφαλμένων ή παραπλανητικών για ουσιώδες στοιχείο πληροφοριών που περιέχονται στα έγγραφα που κατατίθενται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή απόκρυψης τέτοιων πληροφοριών από τον Έφορο· ή/και
(γ) σε περίπτωση παράβασης, σε σημαντικό βαθμό, από τον εγγεγραμμένο οποιασδήποτε από τις κατά νόμο προβλεπόμενες υποχρεώσεις του· ή/και
(δ) σε περίπτωση παράβασης από τον εγγεγραμμένο οποιουδήποτε όρου τυχόν τέθηκε για την εγγραφή του σε Μητρώο· ή/και
(ε) σε περίπτωση τελεσίδικης καταδίκης για το προβλεπόμενο στο άρθρο 404 ποινικό αδίκημα· ή/και
(στ) σε περίπτωση άσκησης των εργασιών του προσώπου κατά τρόπο μη συνετό ή επαγγελματικά αντιδεοντολογικό, που δύναται να παραβλάψει τα συμφέροντα της ασφαλιστικής αγοράς ή του κοινού εν γένει· ή/και
(ζ) σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του προσώπου με τις απαιτήσεις επιχειρηματικής δεοντολογίας που καθορίζονται στο Έκτο και Έβδομο Κεφάλαιο του παρόντος Μέρους, σε σχέση με τη διανομή επενδυτικών προϊόντων βασιζομένων σε ασφάλιση· ή/και
(η) σε περίπτωση που το πρόσωπο προσφεύγει σε υπηρεσίες διανομής ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών προϊόντων που παρέχονται από πρόσωπα που δεν είναι εγγεγραμμένα σε οποιοδήποτε Μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο εδάφιο (1) του άρθρου 383∙ ή/και
(θ) σε περίπτωση σφετερισμού ή παράνομης κατακράτησης οποιουδήποτε ποσού το οποίο βρίσκεται υπό την κατοχή ή τη φύλαξή του ως θεματοφύλακα· ή/και
(ι) σε περίπτωση παραβίασης, σε σημαντικό βαθμό, από τον εγγεγραμμένο των όρων της σύμβασης διαμεσολάβησης, περιλαμβανομένων των όρων οικονομικής συνεργασίας με την ασφαλιστική επιχείρηση∙ ή/και
(ια) σε περίπτωση που διαπιστώνει ότι οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας στις οποίες υπάγονται ένα ή περισσότερα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, με τα οποία ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής έχει στενούς δεσμούς, ή διαπιστώνει ότι δυσχέρειες σχετικές με την επιβολή των εν λόγω νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, παρεμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών του καθηκόντων∙ ή/και
(ιβ) σε περίπτωση που ο εγγεγραμμένος σε οποιοδήποτε από τα Μητρώα ζητήσει εγγράφως τη διαγραφή του ή δεν ενεργήσει έγκαιρα προς ανανέωση της εγγραφής του ή δεν προβεί σε έναρξη των εργασιών του εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία έκδοσης του πιστοποιητικού εγγραφής του:
(2) Η απόφαση του Εφόρου για διαγραφή προσώπου από Μητρώο, στην περίπτωση που ισχύουν οι διατάξεις της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (1), συνοδεύεται από δημόσια ανακοίνωση σε δύο (2) ή περισσότερες ημερήσιες εγχώριες εφημερίδες ή από δημοσιοποίηση, με οποιονδήποτε τρόπο κρίνει κατάλληλο ο Έφορος, στην οποία αναφέρεται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ευθύνεται για την παράβαση και η φύση της παράβασης.
(3) Πρόσωπο εγγεγραμμένο σε Μητρώο, το οποίο δεν προβαίνει σε έναρξη των εργασιών του εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία έκδοσης του πιστοποιητικού εγγραφής του γνωστοποιεί τούτο εγγράφως στον Έφορο εντός προθεσμίας ενός μηνός από την πάροδο των δώδεκα (12) μηνών και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την υποχρέωση αυτή επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο ύψους μέχρι τριών χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (€3.500) σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 399 και 400, οι οποίες εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών.
(4) Η απόφαση του Εφόρου για διαγραφή οποιουδήποτε προσώπου από το Μητρώο στο οποίο είναι εγγεγραμμένο είναι δεόντως αιτιολογημένη και κοινοποιείται προς κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
(5) Η απόφαση του Εφόρου για διαγραφή οποιουδήποτε προσώπου από το Μητρώο στο οποίο είναι εγγεγραμμένο γνωστοποιείται στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στα οποία το διαγραφόμενο πρόσωπο παρείχε υπηρεσίες υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης και στην EIOPA.
394Α.-(1) Ο Έφορος, προτού προβεί στην έκδοση απόφασης για διαγραφή προσώπου από Μητρώο, κοινοποιεί εγγράφως την πρόθεσή του σε κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο, παραθέτοντας τους λόγους που κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 394 δικαιολογούν την πρόθεσή του προς τούτο και επισημαίνει τα δικαιώματα που παρέχονται στο πρόσωπο αυτό δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
(2) Ο Έφορος δύναται, στις περιπτώσεις που προτίθεται να προβεί σε διαγραφή προσώπου από Μητρώο δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (α), (β), (ζ) και (η) του εδαφίου (1) του άρθρου 394, καθώς και σε άλλες δικαιολογημένες προς το δημόσιο συμφέρον και προς την προστασία των ασφαλισμένων περιπτώσεις, να διατάξει με την κοινοποίηση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) -
(α) Tην παύση της επίμαχης συμπεριφοράς του προσώπου και την αποφυγή επανάληψής της μέχρι την ολοκλήρωση της προβλεπόμενης στο παρόν άρθρο διαδικασίας·
(β) την άμεση αναστολή των εργασιών του προσώπου μέχρι την ολοκλήρωση της προβλεπόμενης στο παρόν άρθρο διαδικασίας∙
(γ) την προσωρινή απαγόρευση άσκησης καθηκόντων διοίκησης σε ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές, αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητές ή σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις από μέλος του διοικητικού συμβουλίου τους που θεωρείται υπεύθυνο:
(3) Πρόσωπο στο οποίο κοινοποιήθηκε έγγραφο σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) έχει δικαίωμα, εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση του εγγράφου να προβεί σε γραπτές και, εφόσον το επιθυμεί, προφορικές παραστάσεις προς τον Έφορο. σε περίπτωση δε που του κοινοποιήθηκε συγχρόνως οποιαδήποτε διαταγή του Εφόρου δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) συμμορφώνεται αμέσως με αυτή:
(4) Ο Έφορος λαμβάνει υπόψη οποιεσδήποτε παραστάσεις του υποβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3), προτού προβεί στην έκδοση της απόφασής του αναφορικά με τη διαγραφή προσώπου από Μητρώο.
(5)(α) Απόφαση του Εφόρου για διαγραφή προσώπου από Μητρώο δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Γενικού Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 347, στην περίπτωση που αυτή αφορά διαγραφή δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (γ), (δ) ή (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 394:
(β) Σε περίπτωση απορριπτικής απόφασης του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α), αυτή δύναται να προσβληθεί με προσφυγή σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
(6) Το δικαίωμα προσβολής των αποφάσεων του Εφόρου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 347 ή του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και οι σχετικές προθεσμίες για την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος επισημαίνονται από τον Έφορο κατά την κοινοποίηση των αποφάσεών του.
394Β.-(1) Πρόσωπο το οποίο διαγράφεται από τα Μητρώα που προβλέπονται στο άρθρο 383 επιστρέφει στον Έφορο το πιστοποιητικό εγγραφής του ή οποιοδήποτε πιστοποιημένο αντίγραφό του, καθώς και, προκειμένου περί φυσικού προσώπου, την ασφαλιστική του ταυτότητα, το αργότερο εντός δεκαπέντε (15) ημερών από-
(α) Tην άπρακτη πάροδο της προθεσμίας για άσκηση προσφυγής ενώπιον του Γενικού Διευθυντή δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 347 ή την έκδοση απόφασης του Γενικού Διευθυντή η οποία επικυρώνει την απόφαση του Εφόρου, στην περίπτωση που ισχύουν οι διατάξεις των παραγράφων (γ), (δ) ή (ζ) του εδαφίου (1) του άρθρου 394 ∙ ή
(β) την κοινοποίηση προς αυτό της απόφασης του Εφόρου για διαγραφή του, στις υπόλοιπες περιπτώσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 394.
(2) Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει τις διατάξεις του εδαφίου (1), είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (€3.500).
(3) Κάθε πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου ενεργούσε ο διαγρα-φόμενος προβαίνει, αμέσως μετά την κοινοποίηση σε αυτό από τον Έφορο της οριστικής του κατά τα ανωτέρω απόφασης για διαγραφή από Μητρώο, στην άμεση λύση της σύμβασης διαμεσολάβησης που είχε συνάψει με τον διαγραφόμενο.
(4) Ο Έφορος, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, δύναται να δημοσιεύει την οριστική του απόφαση διαγραφής προσώπου από Μητρώο σε δύο (2) ή περισσότερες ημερήσιες εγχώριες εφημερίδες ή να τη δημοσιοποιεί, με οποιονδήποτε τρόπο κρίνει κατάλληλο, με σκοπό την προστασία της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς και των ασφαλισμένων ή των προσώπων που επιθυμούν να συνάψουν ασφάλιση.
394Γ.-(1) Οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές κατά την άσκηση δραστηριότητας διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ενεργούν πάντοτε με έντιμο, αμερόληπτο και επαγγελματικό τρόπο, με γνώμονα την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πελατών τους.
(2) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του περί των Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών των Επιχειρήσεων προς τους Καταναλωτές Νόμου, όλες οι πληροφορίες που σχετίζονται με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους, περιλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων που απευθύνονται από διανομέα ασφαλιστικών προϊόντων προς πελάτες ή δυνητικούς πελάτες, είναι αμερόληπτες, σαφείς και μη παραπλανητικές και οι διανομείς ασφαλιστικών προϊόντων διασφαλίζουν ότι οι διαφημιστικές ανακοινώσεις αναγνωρίζονται πάντοτε σαφώς ως τέτοιες.
(3)(α) Οι διανομείς ασφαλιστικών προϊόντων δεν αμείβονται ούτε αμείβουν ή αξιολογούν την απόδοση των υπαλλήλων τους κατά τρόπο που να έρχεται σε σύγκρουση με το καθήκον τους να ενεργούν προς το συμφέρον των πελατών τους.
(β) Διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων δεν προβαίνει σε καμία ρύθμιση υπό τη μορφή αμοιβών, στόχων πωλήσεων ή υπό άλλη μορφή που θα αποτελούσε κίνητρο για τον ίδιο ή τους υπαλλήλους του να συστήσουν συγκεκριμένο ασφαλιστικό προϊόν σε πελάτη, ενώ ο διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων θα μπορούσε να προσφέρει διαφορετικό ασφαλιστικό προϊόν το οποίο θα ικανοποιούσε καλύτερα τις ανάγκες του πελάτη.
394Δ.-(1) Κάθε ασφαλιστικός διαμεσολαβητής γνωστοποιεί εγκαίρως στους πελάτες του, πριν από τη σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης, τα ακόλουθα:
(α) Την ταυτότητα και τη διεύθυνσή του, καθώς και το γεγονός ότι είναι ασφαλιστικός διαμεσολαβητής·
(β) κατά πόσο παρέχει συμβουλές σχετικά με τα πωλούμενα ασφαλιστικά προϊόντα·
(γ) τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 394ΙΗ, οι οποίες επιτρέπουν στους πελάτες και σε άλλους ενδιαφερομένους να υποβάλλουν αιτιάσεις για τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές, καθώς και τις διαδικασίες εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών που προβλέπονται στο άρθρο 394ΙΘˑ
(δ) το Μητρώο στο οποίο είναι εγγεγραμμένος και τα διαθέσιμα μέσα για την εξακρίβωση της εγγραφής του· και
(ε) κατά πόσο ο διαμεσολαβητής εκπροσωπεί τον πελάτη ή ενεργεί για λογαριασμό και εξ ονόματος της ασφαλιστικής επιχείρησης.
(2) Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση γνωστοποιεί εγκαίρως στους πελάτες της, πριν από τη σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης, τα ακόλουθα στοιχεία:
(α) Την ταυτότητα και τη διεύθυνση της, καθώς και το γεγονός ότι είναι ασφαλιστική επιχείρηση·
(β) κατά πόσο παρέχει συμβουλές σχετικά με τα πωλούμενα ασφαλιστικά προϊόντα·
(γ) τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 394ΙΗ, οι οποίες επιτρέπουν στους πελάτες και σε άλλους ενδιαφερομένους να υποβάλλουν αιτιάσεις για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, καθώς και τις διαδικασίες εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών που προβλέπονται στο άρθρο 394ΙΘ.
394Ε.-(1) Κάθε ασφαλιστικός διαμεσολαβητής παρέχει στους πελάτες του εγκαίρως, πριν από τη σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης, τις ακόλουθες τουλάχιστον πληροφορίες:
(α) Κατά πόσο κατέχει οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση συμμετοχή που να αντιστοιχεί στο δέκα τοις εκατό (10%) ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου συγκεκριμένης ασφαλιστικής επιχείρησης·
(β) κατά πόσο συγκεκριμένη ασφαλιστική επιχείρηση ή μητρική επιχείρηση συγκεκριμένης ασφαλιστικής επιχείρησης κατέχει οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση συμμετοχή που να αντιστοιχεί στο δέκα τοις εκατό (10%) ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή·
(γ) σε σχέση με την προτεινόμενη σύμβαση ή τη σύμβαση για την οποία παρέχει συμβουλή, κατά πόσο-
(i) παρέχει συμβουλές βάσει αμερόληπτης και προσωπικής ανάλυσης,
(ii) έχει συμβατική υποχρέωση να ασκεί δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων αποκλειστικά με μία ή περισσότερες ασφαλιστικές επιχειρήσεις και στην περίπτωση αυτή τον ενημερώνει για τις επωνυμίες των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή
(iii) δεν έχει συμβατική υποχρέωση να ασκεί δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων αποκλειστικά με μία ή περισσότερες ασφαλιστικές επιχειρήσεις και δεν παρέχει συμβουλές βάσει αμερόληπτης και προσωπικής ανάλυσης και στην περίπτωση αυτή τον ενημερώνει για τις επωνυμίες των ασφαλιστικών επιχειρήσεων με τις οποίες δύναται να ασκεί και πραγματικά ασκεί επιχειρηματικές δραστηριότητες·
(δ) τη φύση της αμοιβής που λαμβάνει σε σχέση με την ασφαλιστική σύμβαση·
(ε) σε σχέση με την ασφαλιστική σύμβαση, κατά πόσο εργάζεται βάσει-
(i) αμοιβής, η οποία καταβάλλεται απευθείας από τον πελάτη,
(ii) προμήθειας κάθε είδους, όπου η αμοιβή περιλαμβάνεται στο ασφάλιστρο,
(iii) άλλου τύπου αμοιβής, συμπεριλαμβανομένου κάθε είδους οικονομικού οφέλους που προτείνεται ή παρέχεται σε σχέση με τη σύμβαση ασφάλισηςˑ ή
(iv) συνδυασμού οποιουδήποτε τύπου αμοιβής που προβλέπεται στις υποπαραγράφους (i), (ii) και (iii).(2) Σε περίπτωση που η αμοιβή πρέπει να καταβάλλεται απευθείας από τον πελάτη, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ενημερώνει τον πελάτη για το ποσό της αμοιβής ή, σε περίπτωση που αυτό δεν είναι δυνατό, για τη μέθοδο υπολογισμού της αμοιβής.
(3) Σε περίπτωση που ο πελάτης πραγματοποιεί πληρωμές, πέραν των τρεχόντων ασφαλίστρων και των προγραμματισμένων πληρωμών, δυνάμει της ασφαλιστικής σύμβασης μετά τη σύναψή της, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή η ασφαλιστική επιχείρηση του γνωστοποιεί επίσης, για καθεμία από τις εν λόγω μεταγενέστερες πληρωμές, τις πληροφορίες που πρέπει να του διαβιβάζει σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
(4) Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση κοινοποιεί στον πελάτη της εγκαίρως, πριν από τη σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης, τη φύση της αμοιβής που λαμβάνουν οι υπάλληλοί της σε σχέση με την ασφαλιστική σύμβαση.
394ΣΤ.-(1) Ο διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων προσδιορίζει, πριν από τη σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης, βάσει των πληροφοριών που έλαβε από τον πελάτη, τις απαιτήσεις και τις ανάγκες του πελάτη και του παρέχει αντικειμενικές πληροφορίες για το ασφαλιστικό προϊόν σε μορφή κατανοητή, ώστε ο πελάτης να λάβει ενημερωμένη απόφαση.
(2) Κάθε προτεινόμενη σύμβαση είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις και τις ανάγκες του πελάτη και, σε περίπτωση που παρέχονται συμβουλές πριν από τη σύναψη οποιασδήποτε συγκεκριμένης σύμβασης, ο διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων παρέχει στον πελάτη εξατομικευμένη σύσταση στην οποία εξηγεί τους λόγους για τους οποίους συγκεκριμένο προϊόν ικανοποιεί καλύτερα τις απαιτήσεις και τις ανάγκες του.
(3) Οι πληροφορίες και διευκρινίσεις που παρέχονται στον πελάτη σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) διαφοροποιούνται ανάλογα με τον σύνθετο χαρακτήρα του προτεινόμενου ασφαλιστικού προϊόντος και τον τύπο του πελάτη.
(4) Σε περίπτωση που ασφαλιστικός διαμεσολαβητής πληροφορεί τον πελάτη ότι παρέχει συμβουλές βάσει αμερόληπτης και προσωπικής ανάλυσης, παρέχει τις συμβουλές βάσει ανάλυσης επαρκώς μεγάλου αριθμού ασφαλιστικών συμβάσεων που διατίθενται στην αγορά, ώστε να είναι σε θέση να συστήσει προσωπικά, σύμφωνα με επαγγελματικά κριτήρια, τη σύμβαση ασφάλισης που θα ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες του πελάτη.
(5) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των άρθρων 225 και 226, πριν από τη σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης, ανεξαρτήτως εάν παρέχονται ή όχι συμβουλές και ανεξαρτήτως εάν το ασφαλιστικό προϊόν αποτελεί μέρος πακέτου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 394Ι, ο διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων παρέχει στον πελάτη τις σχετικές με το ασφαλιστικό προϊόν πληροφορίες σε μορφή κατανοητή, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τον σύνθετο χαρακτήρα του ασφαλιστικού προϊόντος και τον τύπο του πελάτη, ώστε ο πελάτης να λάβει ενημερωμένη απόφαση.
(6) Σε σχέση με τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων του κλάδου ασφάλισης Γενικής Φύσεως, όπως αυτά ορίζονται στο Πρώτο Παράρτημα, οι πληροφορίες που προβλέπονται στο εδάφιο (5) παρέχονται με τυποποιημένο έγγραφο πληροφοριών για το ασφαλιστικό προϊόν, σε χαρτί ή σε άλλο μόνιμο μέσο.
(7) Το έγγραφο πληροφοριών για το ασφαλιστικό προϊόν που προβλέπεται στο εδάφιο (6) συντάσσεται από τον παραγωγό του προϊόντος του κλάδου ασφάλισης Γενικής Φύσεως.
(8) Το έγγραφο πληροφοριών για το ασφαλιστικό προϊόν-
(α) Eίναι σύντομο και χωριστό έγγραφο·
(β) παρουσιάζεται και διαμορφώνεται, κατά τρόπο που να είναι σαφές και ευανάγνωστο, με αναγνώσιμου μεγέθους χαρακτήρες·
(γ) δεν είναι λιγότερο κατανοητό σε περίπτωση που αρχικά ήταν έγχρωμο και εκτυπώνεται ή αντιγράφεται σε φωτοτυπικό μηχάνημα σε ασπρόμαυρη μορφή·
(δ) συντάσσεται στις επίσημες γλώσσες ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας ή σε περίπτωση που συμφωνήσουν ο καταναλωτής και ο διανομέας σε άλλη γλώσσαˑ
(ε) είναι ακριβές και μη παραπλανητικό·
(στ) φέρει τον τίτλο «έγγραφο πληροφοριών για το ασφαλιστικό προϊόν» στο πάνω μέρος της πρώτης σελίδας· και
(ζ) περιλαμβάνει δήλωση ότι οι πλήρεις προσυμβατικές και συμβατικές πληροφορίες για το προϊόν παρέχονται σε άλλα έγγραφα.
(9) Το έγγραφο πληροφοριών για το ασφαλιστικό προϊόν περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες:
(α) Πληροφορίες για τον τύπο της ασφάλισης·
(β) περίληψη της ασφαλιστικής κάλυψης, περιλαμβανομένων των κύριων ασφαλιζόμενων κινδύνων, του ασφαλιζόμενου ποσού και, όπου εφαρμόζεται, του γεωγραφικού πεδίου και περίληψη των κινδύνων που αποκλείονται·
(γ) τη διάρκεια και λεπτομέρειες καταβολής των ασφαλίστρων·
(δ) τις κύριες εξαιρέσεις για τις οποίες δεν μπορούν να διατυπωθούν απαιτήσεις·
(ε) τις υποχρεώσεις κατά την έναρξη της σύμβασης·
(στ) τις υποχρεώσεις κατά τη διάρκεια της σύμβασης·
(ζ) τις υποχρεώσεις σε περίπτωση απαίτησης αποζημίωσης·
(η) τη διάρκεια της σύμβασης, περιλαμβανομένων των ημερομηνιών έναρξης και λήξης αυτήςˑ
(θ) τον τρόπο καταγγελίας της σύμβασης.
(10) Εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα καθορίζουν την τυποποιημένη μορφή της παρουσίασης του εγγράφου πληροφοριών για το ασφαλιστικό προϊόν στο οποίο προσδιορίζονται οι λεπτομέρειες της παρουσίασης των πληροφοριών που προβλέπονται στο εδάφιο (8).
394Ζ. Ο δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής συμμορφώνεται προς τις διατάξεις των παραγράφων (α), (γ) και (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 394Δ και προς τις διατάξεις της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 394Ε.Εξαιρέσεις σε σχέση με την παροχή πληροφοριών και ενημέρωση εργαζομένων.
394Η.-(1) Οι πληροφορίες που προβλέπονται στα άρθρα 394Δ, 394Ε και 394ΣΤ δεν χρειάζεται να παρέχονται σε περίπτωση που ο διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων ασκεί δραστηριότητες διανομής σε σχέση με την ασφάλιση μεγάλων κινδύνων:
(2) Σε περίπτωση που διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων είναι υπεύθυνος για την παροχή υποχρεωτικών επαγγελματικών συνταξιοδοτικών συμφωνιών και εργαζόμενος γίνεται μέλος τέτοιας συμφωνίας χωρίς να έχει λάβει μεμονωμένη απόφαση να προσχωρήσει σε αυτήν, οι πληροφορίες που προβλέπονται στο παρόν Κεφάλαιο παρέχονται στον εργαζόμενο αμέσως μετά την προσχώρησή του στη σχετική συμφωνία.
394Θ.-(1) Κάθε πληροφορία που παρέχεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 394Δ, 394Ε, 394ΣΤ και 394ΙΣΤ γνωστοποιείται στους πελάτες-
(α) Γραπτώς∙
(β) με σαφήνεια και ακρίβεια, ώστε να είναι κατανοητή από τον πελάτη∙
(γ) σε επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο κίνδυνος ή του κράτους μέλους της ασφαλιστικής υποχρέωσης ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους οι αντισυμβαλλόμενοι∙ και
(δ) δωρεάν.
(2) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), οι πληροφορίες που προβλέπονται στα άρθρα 394Δ, 394Ε, 394ΣΤ και 394ΙΣΤ δύναται να παρέχονται στον πελάτη σε ένα από τα ακόλουθα μέσα:
(α) Σε μόνιμο μέσο εκτός του χαρτιού, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (4)· ή
(β) μέσω διαδικτυακού τόπου, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (5).
(3) Σε περίπτωση που οι πληροφορίες που προβλέπονται στα άρθρα 394Δ, 394Ε, 394ΣΤ και 394ΙΣΤ παρέχονται σε μόνιμο μέσο εκτός του χαρτιού ή μέσω διαδικτυακού τόπου, παρέχεται στον πελάτη δωρεάν έντυπο αντίγραφο, κατόπιν αίτησής του.
(4) Οι πληροφορίες που προβλέπονται στα άρθρα 394Δ, 394Ε, 394ΣΤ και 394ΙΣΤ δύναται να παρέχονται σε σταθερό μέσο εκτός του χαρτιού, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Η χρήση του μόνιμου μέσου είναι κατάλληλη στο πλαίσιο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μεταξύ του διανομέα ασφαλιστικών προϊόντων και του πελάτη· και
(β) στον πελάτη έχει δοθεί η δυνατότητα επιλογής μεταξύ πληροφόρησης σε χαρτί ή σε μόνιμο μέσο και αυτός έχει επιλέξει το μόνιμο μέσο.
(5) Οι πληροφορίες που προβλέπονται στα άρθρα 394Δ, 394Ε, 394ΣΤ και 394ΙΣΤ δύναται να παρέχονται μέσω διαδικτυακού τόπου, εάν απευθύνονται προσωπικά στον πελάτη ή εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Η παροχή των πληροφοριών μέσω διαδικτυακού τόπου είναι κατάλληλη στο πλαίσιο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μεταξύ του διανομέα ασφαλιστικών προϊόντων και του πελάτη·
(β) ο πελάτης έχει συναινέσει για την παροχή των πληροφοριών μέσω διαδικτυακού τόπου·
(γ) στον πελάτη έχει κοινοποιηθεί ηλεκτρονικά η διεύθυνση του διαδικτυακού τόπου και το σημείο του διαδικτυακού τόπου όπου μπορεί να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες·
(δ) διασφαλίζεται ότι οι πληροφορίες παραμένουν προσβάσιμες στον διαδικτυακό τόπο για όσο χρονικό διάστημα είναι εύλογο να χρειάζεται να τις συμβουλεύεται ο πελάτης.
(6) Για τους σκοπούς των εδαφίων (4) και (5) η παροχή πληροφοριών σε μόνιμο μέσο εκτός του χαρτιού ή μέσω διαδικτυακού τόπου θεωρείται κατάλληλη, στο πλαίσιο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μεταξύ του διανομέα ασφαλιστικών προϊόντων και του πελάτη, εάν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία που καταδεικνύουν ότι ο πελάτης έχει τακτική πρόσβαση στο διαδίκτυο, η παροχή δε από τον πελάτη διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, για τους σκοπούς της δραστηριότητας αυτής, θεωρείται αποδεικτικό στοιχείο προς τον σκοπό αυτό.
(7) Σε περίπτωση ασφάλισης μέσω τηλεφώνου, οι πληροφορίες που δίδονται στον πελάτη από τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή πριν από τη σύναψη της σύμβασης, περιλαμβανομένου του εγγράφου πληροφοριών για το ασφαλιστικό προϊόν, παρέχονται σύμφωνα με τους κανόνες της Ένωσης που διέπουν την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές, περιλαμβανομένων των κανόνων που προβλέπονται στον περί της εξ Αποστάσεως Εμπορίας Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών προς τους Καταναλωτές Νόμο, ακόμη και εάν ο πελάτης επιλέξει να λαμβάνει πληροφορίες σε άλλο μόνιμο μέσο, εκτός του χαρτιού, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4), και στην περίπτωση αυτή παρέχονται από τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή στον πελάτη πληροφορίες, σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) ή (2) αμέσως μετά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης.
394Ι.-(1) Σε περίπτωση που ασφαλιστικό προϊόν προσφέρεται από κοινού με συμπληρωματικό προϊόν ή με μία υπηρεσία που δεν είναι ιδιωτική ασφάλιση, ως μέρος πακέτου ή της ίδιας συμφωνίας, ο διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων ενημερώνει τον πελάτη κατά πόσο υπάρχει η δυνατότητα αγοράς των διαφορετικών συστατικών στοιχείων χωριστά και, εάν υπάρχει, παρέχει επαρκή περιγραφή των διαφορετικών στοιχείων της συμφωνίας ή του πακέτου, καθώς και χωριστή τεκμηρίωση για το κόστος και τις χρεώσεις του κάθε στοιχείου.
(2) Στην περίπτωση που ισχύουν οι διατάξεις του εδαφίου (1) και ο κίνδυνος ή η ασφαλιστική κάλυψη που προκύπτει από τη συμφωνία ή το πακέτο που προσφέρεται σε πελάτη διαφέρει από τον κίνδυνο που σχετίζεται με κάθε συστατικό στοιχείο χωριστά, ο διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων παρέχει επαρκή περιγραφή των διαφορετικών στοιχείων της συμφωνίας ή του πακέτου και του τρόπου με τον οποίο η αλληλεπίδρασή τους μεταβάλλει τον κίνδυνο ή την ασφαλιστική κάλυψη.
(3) Σε περίπτωση που ασφαλιστικό προϊόν είναι συμπληρωματικό αγαθού ή υπηρεσίας που δεν είναι ιδιωτική ασφάλιση, ως μέρος πακέτου ή της ίδιας συμφωνίας, ο διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων προσφέρει στον πελάτη τη δυνατότητα να αγοράσει το αγαθό ή την υπηρεσία χωριστά:
(4) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εμποδίζουν τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων που παρέχουν κάλυψη για διάφορους τύπους κινδύνων (ασφαλιστήρια συμβόλαια πολλαπλών κινδύνων).
(5) Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στα εδάφια (1) και (3), ο διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων προσδιορίζει τις απαιτήσεις και τις ανάγκες του πελάτη σε σχέση με τα ασφαλιστικά προϊόντα που αποτελούν μέρος του συνολικού πακέτου ή της ίδιας συμφωνίας.
394ΙΑ.-(1) Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις και οι διαμεσολαβητές που δημιουργούν ασφαλιστικό προϊόν προς πώληση σε πελάτες διαθέτουν, χρησιμοποιούν και επανεξετάζουν διαδικασία για την έγκριση κάθε ασφαλιστικού προϊόντος ή των σημαντικών προσαρμογών υφιστάμενου ασφαλιστικού προϊόντος, πριν το προωθήσουν στην αγορά ή το διανείμουν σε πελάτες.
(2) Η διαδικασία έγκρισης προϊόντων που προβλέπεται στο εδάφιο (1) είναι κατάλληλη και ανάλογη προς τη φύση του ασφαλιστικού προϊόντος, προσδιορίζει και εντοπίζει συγκεκριμένη αγορά-στόχο για κάθε προϊόν και διασφαλίζει ότι όλοι οι κίνδυνοι που συνδέονται με την προσδιορισμένη αγορά-στόχο αξιολογούνται και ότι η σκοπούμενη στρατηγική διανομής είναι κατάλληλη για την προσδιορισμένη αγορά-στόχο και λαμβάνει εύλογα μέτρα για να διασφαλίσει ότι το ασφαλιστικό προϊόν διανέμεται στην προσδιορισμένη αγορά-στόχο.
(3) Η ασφαλιστική επιχείρηση κατανοεί και αναθεωρεί τακτικά τα ασφαλιστικά προϊόντα που προσφέρει ή προωθεί στην αγορά, λαμβάνοντας υπόψη κάθε γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει σοβαρά τον δυνητικό κίνδυνο για την προσδιορισμένη αγορά-στόχο, με σκοπό να αξιολογεί τουλάχιστον κατά πόσο το ασφαλιστικό προϊόν συνεχίζει να είναι συνεπές με τις ανάγκες της προσδιορισμένης αγοράς-στόχου και κατά πόσο η σκοπούμενη στρατηγική διανομής συνεχίζει να είναι η κατάλληλη.
(4) Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις και οι διαμεσολαβητές που δημιουργούν ασφαλιστικά προϊόντα θέτουν στη διάθεση των διανομέων όλες τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με το ασφαλιστικό προϊόν και τη διαδικασία έγκρισης προϊόντων, στις οποίες περιλαμβάνεται και η προσδιορισμένη αγορά-στόχος του ασφαλιστικού προϊόντος.
(5) Διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων ο οποίος προσφέρει συμβουλές για ασφαλιστικά προϊόντα ή προτείνει ασφαλιστικά προϊόντα τα οποία δεν δημιουργεί ο ίδιος, διαθέτει κατάλληλες οργανωτικές ρυθμίσεις, ώστε να λαμβάνει τις πληροφορίες που προβλέπονται στο εδάφιο (4) και να κατανοεί τα χαρακτηριστικά και την προσδιορισμένη αγορά-στόχο για κάθε ασφαλιστικό προϊόν.
(6) Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις καθορίζουν τον περαιτέρω προσδιορισμό των αρχών που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, λαμβάνοντας υπόψη, κατ’ αναλογία, τις ασκούμενες δραστηριότητες, τη φύση των ασφαλιστικών προϊόντων που πωλούνται και τη φύση του διανομέα.
(7) Οι πολιτικές, διαδικασίες και ρυθμίσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο εφαρμόζονται χωρίς επηρεασμό κάθε άλλης υποχρέωσης που προκύπτει από τις διατάξεις του παρόντος Μέρους, περιλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με την κοινοποίηση, την καταλληλότητα ή συμβατότητα, την ταυτοποίηση και διαχείριση σύγκρουσης συμφερόντων, καθώς και με τις αντιπαροχές.
(8)Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις ασφαλιστικών προϊόντων που αποτελούνται από ασφάλιση μεγάλων κινδύνων.
394ΙΒ. Το παρόν κεφάλαιο καθορίζει πρόσθετες απαιτήσεις από τις απαιτήσεις που προβλέπονται για δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 394Γ, 394Δ, 394Ε και 394ΣΤ, σε περίπτωση που οι δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ασκούνται σε σχέση με την πώληση βασιζόμενων σε ασφάλιση επενδυτικών προϊόντων από ασφαλιστικό διαμεσολαβητή και ασφαλιστική επιχείρηση.
394ΙΓ. Ασφαλιστικός διαμεσολαβητής επιτρέπεται να ενεργεί ως αντιπρόσωπος εταιρείας διαχείρισης, νοουμένου ότι πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στον περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμο και έχει εξασφαλίσει σχετική άδεια από την αρμόδια εποπτική αρχή δυνάμει των διατάξεων του εν λόγω νόμου.
394ΙΔ. Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 394Γ, οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές ή οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν τη διανομή επενδυτικών προϊόντων βασιζομένων σε ασφάλιση διατηρούν και εφαρμόζουν αποτελεσματικές οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις, με σκοπό να λαμβάνουν όλα τα εύλογα μέτρα για την αποτροπή σύγκρουσης συμφερόντων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 394ΙΕ, ώστε να μην επηρεάζονται δυσμενώς τα συμφέροντα των πελατών τους:
394ΙΕ.-(1) Οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για τον εντοπισμό σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ των ιδίων, περιλαμβανομένων των διευθυντών και των υπαλλήλων τους, ή κάθε προσώπου που συνδέεται μαζί τους άμεσα ή έμμεσα με σχέση ελέγχου, και των πελατών τους, ή μεταξύ δύο (2) πελατών τους, κατά την άσκηση οποιωνδήποτε δραστηριοτήτων διανομής ασφαλιστικών προϊόντων.
(2) Σε περίπτωση που οι οργανωτικές ή διοικητικές ρυθμίσεις που εφαρμόζουν οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές ή οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 394ΙΔ για τη διαχείριση σύγκρουσης συμφερόντων δεν είναι επαρκείς, προκειμένου να εξασφαλιστεί με εύλογη βεβαιότητα η αποφυγή του κινδύνου βλάβης των συμφερόντων των πελατών οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές ή οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις γνωστοποιούν σαφώς στον πελάτη τη γενική φύση ή τις πηγές της σύγκρουσης συμφερόντων εγκαίρως, πριν από τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης.
(3) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 394Θ, η γνωστοποίηση που προβλέπεται στο εδάφιο (2)-
(α) Πραγματοποιείται σε μόνιμο μέσο· και
(β) περιλαμβάνει επαρκείς λεπτομέρειες, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του πελάτη, ώστε ο πελάτης να λάβει ενημερωμένη απόφαση αναφορικά με τις δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων στο πλαίσιο των οποίων προκύπτει η σύγκρουση συμφερόντων.
(4) Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις καθορίζουν-
(α) Τα μέτρα τα οποία αναμένεται εύλογα ότι αναλαμβάνουν οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές ή οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, για να εντοπίζουν, προλαμβάνουν, διαχειρίζονται και κοινοποιούν σύγκρουση συμφερόντων κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων διανομής ασφαλιστικών προϊόντων·
(β) κατάλληλα κριτήρια για τον προσδιορισμό των μορφών σύγκρουσης συμφερόντων των οποίων η ύπαρξη μπορεί να αποβεί επιζήμια για τα συμφέροντα των πελατών ή των δυνητικών πελατών του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή της ασφαλιστικής επιχείρησης.
394ΙΣΤ.-(1) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 394Δ και των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 394Ε, παρέχεται κατάλληλη ενημέρωση, εγκαίρως πριν από τη σύναψη σύμβασης, σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες όσον αφορά τη διανομή επενδυτικών προϊόντων βασιζομένων σε ασφάλιση, το συνολικό κόστος και τις συναφείς επιβαρύνσεις, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:
(α) Σε περίπτωση που παρέχονται συμβουλές, κατά πόσο ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή η ασφαλιστική επιχείρηση θα παρέχει στον πελάτη περιοδική αξιολόγηση της καταλληλότητας των βασιζόμενων σε ασφάλιση επενδυτικών προϊόντων που συστήνονται σε αυτόν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 394ΙΖ∙
(β) όσον αφορά την ενημέρωση για τα βασιζόμενα σε ασφάλιση επενδυτικά προϊόντα και τις προτεινόμενες στρατηγικές, κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τα βασιζόμενα σε ασφάλιση επενδυτικά προϊόντα ή με την πρόταση συγκεκριμένων επενδυτικών στρατηγικών·
(γ) όσον αφορά την ενημέρωση για το κόστος και τις συναφείς επιβαρύνσεις που πρέπει να κοινοποιηθούν, πληροφορίες σχετικά με τη διανομή του βασιζόμενου σε ασφάλιση επενδυτικού προϊόντος, μεταξύ άλλων, σχετικά με το κόστος των συμβουλευτικών υπηρεσιών, ανάλογα με την περίπτωση, το κόστος του βασιζόμενου σε ασφάλιση επενδυτικού προϊόντος που συνιστάται ή διαφημίζεται στον πελάτη και σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μπορεί ο πελάτης να το πληρώσει, περιλαμβάνοντας και όλες τις πληρωμές προς τρίτους.
(2) Οι πληροφορίες σχετικά με το σύνολο του κόστους και των επιβαρύνσεων περιλαμβανομένων εκείνων που συνδέονται με τη διανομή βασιζόμενου σε ασφάλιση επενδυτικού προϊόντος, που δεν προκαλούνται από την επέλευση υποκείμενου κινδύνου της αγοράς, συγκεντρώνονται ώστε να επιτρέψουν στον πελάτη να κατανοήσει το συνολικό κόστος, καθώς και το σωρευτικό αποτέλεσμά του στην απόδοση της επένδυσης και, εάν το ζητήσει ο πελάτης, συνοδεύονται από αναλυτική περιγραφή του κόστους και των χρεώσεων, εφόσον δε απαιτείται, οι πληροφορίες διατίθενται στον πελάτη σε τακτική βάση, τουλάχιστον ετησίως, κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής της επένδυσης.
(3) Οι πληροφορίες που προβλέπονται στα εδάφια (1) και (2) παρέχονται σε κατανοητή μορφή, κατά τρόπο ώστε οι πελάτες ή οι δυνητικοί πελάτες να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους που αφορούν το προσφερόμενο βασιζόμενο σε ασφάλιση επενδυτικό προϊόν και συνεπώς να λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις για την επένδυση:
(4) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των παραγράφων (δ) και (ε) του εδαφίου (1) και του εδαφίου (3) του άρθρου 394Ε, οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις θεωρείται ότι εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 394Γ και δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 394ΙΔ ή 394ΙΕ, όταν πληρώνουν ή εισπράττουν οποιαδήποτε αμοιβή ή προμήθεια ή παρέχουν ή δέχονται οποιοδήποτε μη χρηματικό όφελος σε σχέση με τη διανομή βασιζομένου σε ασφάλιση επενδυτικού προϊόντος ή παρεπόμενης υπηρεσίας προς ή από οποιοδήποτε μέρος, εκτός του πελάτη ή ενός προσώπου εκ μέρους του πελάτη, μόνο στις περιπτώσεις που η πληρωμή ή το όφελος-
(α) Δεν έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα της σχετικής υπηρεσίας που προσφέρεται στον πελάτη· και
(β) δεν εμποδίζει τη συμμόρφωση των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών ή των ασφαλιστικών επιχειρήσεων με το καθήκον τους να ενεργούν με έντιμο, αμερόληπτο και επαγγελματικό τρόπο για την καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πελατών τους.
(5)(α) Ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, όταν ενημερώνει τον πελάτη ότι οι συμβουλές παρέχονται ανεξάρτητα -
(i) Αξιολογεί επαρκώς μεγάλο αριθμό ασφαλιστικών προϊόντων που διατίθενται στην αγορά, τα οποία είναι επαρκώς διαφοροποιημένα, ανάλογα με τον τύπο και τους παρόχους προϊόντων, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι στόχοι του πελάτη μπορούν να επιτευχθούν με κατάλληλο τρόπο∙ και
(ii) δεν περιορίζεται σε ασφαλιστικά προϊόντα που εκδίδονται ή παρέχονται από οντότητες που έχουν στενούς δεσμούς με τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή.
(β) Οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, περιλαμβανομένων μεταξύ άλλων και των προσώπων που εργάζονται στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή της ελευθερίας εγκατάστασης, συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο όταν συνάπτουν συμβάσεις ασφάλισης με πελάτες που έχουν τη συνήθη διαμονή ή εγκατάστασή τους στη Δημοκρατία.
(6) Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις προσδιορίζουν-
(α) Τα κριτήρια για την αξιολόγηση κατά πόσο οι αντιπαροχές που έχουν καταβληθεί ή εισπραχθεί από ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές ή ασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα της σχετικής υπηρεσίας που προσφέρεται στον πελάτη·
(β) τα κριτήρια για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που καταβάλλουν ή εισπράττουν αντιπαροχές προς την υποχρέωσή τους να ενεργούν με έντιμο, αμερόληπτο και επαγγελματικό τρόπο προς το βέλτιστο συμφέρον του πελάτη.
394ΙΖ.-(1) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 394ΣΤ, σε περίπτωση που ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ασφα-λιστική επιχείρηση παρέχει συμβουλές για επενδυτικό προϊόν βασιζόμενο σε ασφάλιση, λαμβάνει επίσης τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα ως προς τον συγκεκριμένο τύπο προϊόντος ή υπηρεσίας, σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση του εν λόγω προσώπου, περιλαμβανομένης της δυνατότητάς του να υποστεί ζημιές, καθώς και σχετικά με τους επενδυτικούς στόχους του εν λόγω προσώπου, περιλαμβανομένου του επιπέδου ανοχής κινδύνου, ώστε να μπορεί ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή η ασφαλιστική επιχείρηση να συστήσει στον πελάτη ή στον δυνητικό πελάτη τα βασιζόμενα σε ασφάλιση επενδυτικά προϊόντα που είναι κατάλληλα για το εν λόγω πρόσωπο και που, ιδίως, είναι σύμφωνα με το επίπεδο ανοχής κινδύνου και με τη δυνατότητα του εν λόγω προσώπου να υποστεί ζημιές.
(2) Σε περίπτωση που ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ασφαλιστική επιχείρηση παρέχει επενδυτικές συμβουλές στο πλαίσιο των οποίων συστήνει πακέτο υπηρεσιών ή προϊόντων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 394Ι, το συνολικό πακέτο πρέπει να είναι κατάλληλο για τον πελάτη.
(3) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 394ΣΤ, σε περίπτωση που ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ασφαλιστική επιχείρηση ασκεί δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων εκτός από εκείνες που προβλέπονται στα εδάφια (1) και (2), σε σχέση με πωλήσεις για τις οποίες δεν δίδονται συμβουλές, ζητεί από τον πελάτη ή τον δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την πείρα του στον επενδυτικό τομέα σε σχέση με τον συγκεκριμένο τύπο προϊόντος ή υπηρεσίας που προσφέρεται ή ζητείται, ώστε να μπορεί ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή η ασφαλιστική επιχείρηση να εκτιμήσει κατά πόσο η σκοπούμενη ασφαλιστική υπηρεσία ή το προϊόν είναι ενδεδειγμένο για τον πελάτη, και στην περίπτωση πακέτου υπηρεσιών ή προϊόντων, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 394Ι, στο πλαίσιο της αξιολόγησης εξετάζεται κατά πόσο το συνολικό πακέτο είναι ενδεδειγμένο για τον πελάτη.
(4) Σε περίπτωση που ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ασφαλιστική επιχείρηση κρίνει βάσει των πληροφοριών που έχει λάβει, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3), ότι το προϊόν δεν είναι ενδεδειγμένο για τον πελάτη ή τον δυνητικό πελάτη, τον προειδοποιεί περί τούτου και η προειδοποίηση δύναται να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.
(5) Σε περίπτωση που πελάτης ή δυνητικός πελάτης δεν παρέχει τις προβλεπόμενες στο εδάφιο (3) πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την πείρα του ή παρέχει ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή η ασφαλιστική επιχείρηση τον προειδοποιεί ότι δεν είναι σε θέση να κρίνει κατά πόσο το σκοπούμενο προϊόν είναι ενδεδειγμένο για αυτόν και η προειδοποίηση δύναται να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.
(6) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 394ΣΤ, σε περίπτωση που δεν παρέχονται συμβουλές σε σχέση με επενδυτικά προϊόντα βασιζόμενα σε ασφάλιση, οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές ή οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις δύναται να ασκούν δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων στη Δημοκρατία χωρίς να απαιτείται να λάβουν τις πληροφορίες ή να προβούν στη διαπίστωση που προβλέπεται στα εδάφια (3) έως (5), εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Οι δραστηριότητες αναφέρονται σε ένα από τα ακόλουθα βασιζόμενα σε ασφάλιση επενδυτικά προϊόντα:
(i) Συμβάσεις οι οποίες παρέχουν μόνο επενδυτική έκθεση σε χρηματοπιστωτικά μέσα που θεωρούνται μη σύνθετα βάσει του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου και δεν περιλαμβάνουν μία δομή η οποία δυσκολεύει τον πελάτη να κατανοήσει τους συνεπαγόμενους κινδύνους· ή
(ii) άλλα μη σύνθετα επενδυτικά προϊόντα βασιζόμενα σε ασφάλιση για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου·
(β) η δραστηριότητα διανομής ασφαλιστικών προϊόντων πραγματοποιείται κατόπιν πρωτοβουλίας του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη·
(γ) ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης έχει ενημερωθεί σαφώς ότι κατά την παροχή της δραστηριότητας διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή η ασφαλιστική επιχείρηση δεν υποχρεούται να αξιολογήσει την καταλληλότητα του βασιζόμενου σε ασφάλιση επενδυτικού προϊόντος ή της δραστηριότητας διανομής ασφαλιστικών προϊόντων που παρέχεται ή προσφέρεται και ότι ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν καλύπτεται από την αντίστοιχη προστασία που παρέχουν οι σχετικοί κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας και η ενημέρωση δύναται να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή·
(δ) ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή η ασφαλιστική επιχείρηση συμμορ-φώνονται με τις υποχρεώσεις τους, όπως προβλέπονται στα άρθρα 394ΙΔ και 394ΙΕ.
(7) Οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, περιλαμβανομένων μεταξύ άλλων και των προσώπων που εργάζονται στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή της ελευθερίας εγκατάστασης, όταν συνάπτουν ασφαλιστικές συμβάσεις με πελάτες που έχουν τη συνήθη διαμονή ή την εγκατάστασή τους σε κράτος μέλος το οποίο δεν κάνει χρήση της παρέκκλισης που προβλέπεται στο Άρθρο 30, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97, συμμορφώνονται με τις εφαρμοστέες διατάξεις στο εν λόγω κράτος μέλος.
(8) Ασφαλιστικός διαμεσολαβητής και ασφαλιστική επιχείρηση τηρούν αρχείο στο οποίο περιλαμβάνονται ένα ή περισσότερα έγγραφα τα οποία έχουν συμφωνηθεί μεταξύ του πελάτη και του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή της ασφαλιστικής επιχείρησης και αναφέρουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, καθώς και άλλους όρους υπό τους οποίους ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή η ασφαλιστική επιχείρηση θα παρέχει υπηρεσίες στον πελάτη, τα δε δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών δύναται να ορίζονται με αναφορά σε άλλα έγγραφα ή νομικά κείμενα.
(9) Ασφαλιστικός διαμεσολαβητής και ασφαλιστική επιχείρηση παρέχουν στον πελάτη επαρκείς αναφορές, σε μόνιμο μέσο, σχετικά με τις υπηρεσίες που τους παρέχουν, στις οποίες περιλαμβάνονται περιοδικές ανακοινώσεις προς τους πελάτες, λαμβανομένων υπόψη του τύπου και του σύνθετου χαρακτήρα των συναφών βασιζόμενων σε ασφάλιση επενδυτικών προϊόντων και της φύσης της υπηρεσίας που παρέχεται στον πελάτη, καθώς και, ανάλογα με την περίπτωση, το κόστος των συναλλαγών και των υπηρεσιών που εκτελούνται ή παρέχονται για λογαριασμό του πελάτη.
(10) Κατά την παροχή συμβουλών σχετικά με βασιζόμενο σε ασφάλιση επενδυτικό προϊόν, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή η ασφαλιστική επιχείρηση παρέχει στον πελάτη, πριν από τη σύναψη της σύμβασης, δήλωση καταλληλότητας σε μόνιμο μέσο, στην οποία προσδιορίζονται οι συμβουλές που δόθηκαν και ο τρόπος με τον οποίο αυτές ανταποκρίνονται στις προτιμήσεις, στους στόχους και στα άλλα χαρακτηριστικά του πελάτη και, σε τέτοια περίπτωση, εφαρμόζονται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στα εδάφια (1) έως (3) του άρθρου 394Θ.
(11) Σε περίπτωση που η σύμβαση συνάπτεται με τη χρήση εξ αποστάσεως μέσου επικοινωνίας, το οποίο παρεμποδίζει την εκ των προτέρων επίδοση της δήλωσης καταλληλότητας, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή η ασφαλιστική επιχείρηση δύναται να παρέχει τη δήλωση καταλληλότητας σε μόνιμο μέσο αμέσως μετά τη δέσμευση του πελάτη με οποιαδήποτε σύμβαση, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Ο πελάτης έχει συγκατατεθεί να παραλάβει τη δήλωση καταλληλότητας, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, μετά τη σύναψη της σύμβασης·
(β) ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή η ασφαλιστική επιχείρηση έχει προσφέρει στον πελάτη τη δυνατότητα να καθυστερήσει τη σύναψη της σύμβασης, προκειμένου να παραλάβει προηγουμένως τη δήλωση καταλληλότητας της σύμβασης.
(12) Σε περίπτωση που ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή η ασφαλιστική επιχείρηση έχει ενημερώσει τον πελάτη ότι θα πραγματοποιεί περιοδική αξιολόγηση της καταλληλότητας, η περιοδική έκθεση περιλαμβάνει επικαιροποιημένη δήλωση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το βασιζόμενο σε ασφάλιση επενδυτικό προϊόν ανταποκρίνεται στις προτιμήσεις, στους στόχους και στα άλλα χαρακτηριστικά του πελάτη.
(13) Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις προσδιορίζουν περαιτέρω τη συμμόρφωση των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων με τις αρχές που προβλέπονται στο παρόν άρθρο κατά την άσκηση δραστηριοτήτων διανομής ασφαλιστικών προϊόντων με τους πελάτες τους, περιλαμβανομένων των πληροφοριών που λαμβάνονται κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας και της συμβατότητας των βασιζόμενων σε ασφάλιση επενδυτικών προϊόντων για τους πελάτες τους, των κριτηρίων για την αξιολόγηση μη πολύπλοκων βασιζόμενων σε ασφάλιση επενδυτικών προϊόντων για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (ii), της παραγράφου (α), του εδαφίου (6), και του περιεχομένου και της μορφής των αρχείων και συμφωνιών για την παροχή υπηρεσιών προς τους πελάτες και των περιοδικών εκθέσεων προς τους πελάτες για τις παρεχόμενες υπηρεσίες.
394ΙΗ.-(1) Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση και διαμεσολαβητής διαθέτει εσωτερικές διαδικασίες οι οποίες επιτρέπουν στους πελάτες και σε άλλους ενδιαφερομένους, και ειδικότερα στις ενώσεις καταναλωτών, να υποβάλλουν αιτιάσεις κατά των διανομέων ασφαλιστικών προϊόντων και των διανομέων αντασφαλιστικών προϊόντων, οι οποίες εξετάζονται μέσα από δίκαιες και διαφανείς διαδικασίες, και, σε κάθε περίπτωση, παρέχονται σε σχέση με αυτές απαντήσεις στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή οργάνωση.
(2) Σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων που προβλέπονται στο εδάφιο (1), ο Έφορος επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 399 και 400.
394ΙΘ. Οποιεσδήποτε διαφορές μεταξύ πελατών και διανομέων ασφαλιστικών προϊόντων όσον αφορά τα εκ του παρόντος Νόμου δικαιώματα και υποχρεώσεις δύναται να επιλύονται εξωδικαστικά δυνάμει των διατάξεων του περί της Σύστασης και Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως Νόμου και ο Φορέας Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσης συνεργάζεται με τους φορείς άλλων κρατών μελών, οι οποίοι προβλέπονται στο Άρθρο 15, παράγραφος 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97 για την επίλυση διασυνοριακών διαφορών που αφορούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος Μέρους και της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97.
394Κ. Πρόσωπο το οποίο ασκεί εργασίες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους ενημερώνει τον Έφορο για κάθε μεταβολή που επέρχεται στις πληροφορίες και στα στοιχεία που περιέχονται στα έγγραφα που κατατίθενται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και με τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς, το αργότερο εντός τριάντα (30) ημερών από την επελθούσα μεταβολή:
394ΚΑ.-(1) Οι εταιρείες ασφαλειομεσιτών εντός έξι (6) μηνών από τη λήξη του οικονομικού τους έτους υποβάλλουν στον Έφορο ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις, οι οποίες καταρτίζονται δυνάμει των διατάξεων του περί Ελεγκτών Νόμου.
(2) Οι εταιρείες ασφαλειομεσιτών ή τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν εργασίες ασφαλειομεσιτών υποβάλλουν στον Έφορο εντός του πρώτου τριμήνου κάθε έτους, με έναρξη την 1η Ιανουαρίου του αμέσως επόμενου έτους από την εγγραφή τους, κατάσταση, κατά τον καθορισμένο τύπο, σχετικά με τα εισπραχθέντα ασφάλιστρα και την κατανομή των εργασιών τους στις διάφορες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με τις οποίες συνεργάστηκαν κατά το λήξαν έτος.
394ΚΒ.-(1)(α) Ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές, αντασφαλιστικοί διαμεσολαβητές και δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητές ευθύνονται ως θεματοφύλακες για κάθε ασφάλιστρο ή άλλο ποσό που εισπράττουν κατά την άσκηση των εργασιών τους, το οποίο αποδίδουν στον δικαιούχο εντός του καθορισμένου προς τούτο χρόνου.
(β) Ζητήματα σχετικά με τις υποχρεώσεις των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, των αντασφαλιστικών διαμεσολαβητών και των δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητών που δικαιούνται να εισπράττουν χρήματα για λογαριασμό ασφαλιστικών επιχειρήσεων δύναται να ρυθμίζονται με Κανονισμούς οι οποίοι εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση.
(2) Οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές, οι αντασφαλιστικοί διαμεσολαβητές και οι δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητές οι οποίοι εισπράττουν ασφάλιστρα, προκειμένου να τα αποδώσουν σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, τηρούν αυστηρά διαχωρισμένο τραπεζικό λογαριασμό πελατών, και σε περίπτωση που τηρούνται στον ίδιο λογαριασμό ασφάλιστρα περισσότερων ασφαλισμένων, οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές, οι αντασφαλιστικοί διαμεσολαβητές και οι δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητές προσδιορίζουν επακριβώς στα βιβλία τους για λογαριασμό ποιου ασφαλισμένου κατέχουν κάθε ποσό:
(3) Σε περίπτωση που ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές, αντασφαλιστικοί διαμεσολαβητές ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητές εισπράττουν ασφάλιστρα από τους ασφαλισμένους, προκειμένου να τα αποδώσουν σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τα ασφάλιστρα λογίζονται έναντι του ασφαλισμένου ότι έχουν καταβληθεί στην ασφαλιστική επιχείρηση με την είσπραξή τους από τον διαμεσολαβητή, και σε περίπτωση που διαμεσολαβητές εισπράττουν χρήματα από ασφαλιστικές επιχειρήσεις προκειμένου να τα αποδώσουν σε ασφαλισμένους, τα χρήματα δεν λογίζονται ως καταβληθέντα στον ασφαλισμένο, παρά μόνο αφού ο ασφαλισμένος τα εισπράξει πραγματικά.
394ΚΓ. Ασφαλιστικές επιχειρήσεις, αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές ή αντασφαλιστικοί διαμεσολαβητές ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητές που εν γνώσει τους χρησιμοποιούν για την άσκηση εργασιών διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων πρόσωπο το οποίο δεν είναι εγγεγραμμένο στο ανάλογο για τις εργασίες αυτές Μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 383, είναι ένοχοι αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης τους υπόκεινται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή σε ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.
394ΚΔ. Ασφαλιστικός πράκτορας ο οποίος συνεχίζει να συνάπτει ασφαλιστικές συμβάσεις στο όνομα και για λογαριασμό ασφαλιστικής επιχείρησης, παρά τον τερματισμό της σύμβασης πρακτόρευσης με την επιχείρηση αυτή, είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή σε ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.
394ΚΕ. Πρόσωπο το οποίο ασκεί δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών προϊόντων χωρίς να είναι εγγεγραμμένο στο ανάλογο Μητρώο ή μετά τη διαγραφή του από το οικείο Μητρώο και πρόσωπο το οποίο επαγγέλλεται ή εμφανίζει ή διαφημίζει τον εαυτό του ψευδώς ως εγγεγραμμένο σε οποιοδήποτε από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 383 Μητρώα, είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) ή σε ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη ή και στις δύο αυτές ποινές:
394ΚΣΤ. Πρόσωπο το οποίο επιτυγχάνει εγγραφή του σε οποιοδήποτε από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 383 Μητρώα με ψευδείς δηλώσεις ή οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο, κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες ευρώ (€200.000) ή σε ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.
394ΚΖ. Ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και ασφαλιστικοί και αντασφαλιστικοί διαμεσολαβητές που δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις επιχειρηματικής δεοντολογίας που προβλέπονται στο Έκτο και Έβδομο Κεφάλαιο του παρόντος Μέρους σε σχέση με τη διανομή επενδυτικών προϊόντων βασιζομένων σε ασφάλιση, είναι ένοχοι αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης τους υπόκεινται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) ή σε ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.
394ΚΗ. Διανομείς ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών προϊόντων που δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις επιχειρηματικής δεοντολογίας που προβλέπονται στο Έκτο Κεφάλαιο του παρόντος Μέρους σε σχέση με ασφαλιστικά προϊόντα άλλα από εκείνα που καθορίζονται στο άρθρο 394ΚΖ, είναι ένοχοι αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης τους υπόκεινται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή σε ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.
394ΚΘ.-(1) Διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομέας αντασφαλιστικών προϊόντων εγγεγραμμένος σε ένα από τα Μητρώα που προβλέπονται στο άρθρο 383 ο οποίος, κατά την άσκηση των εργασιών του, προβαίνει εν γνώσει του σε δήλωση ψευδή, παραπλανητική ή απατηλή ως προς ουσιώδες στοιχείο της ή εν γνώσει του αποκρύπτει οτιδήποτε ουσιώδες με σκοπό να πείσει ή παρακινήσει πρόσωπο στη σύναψη ή στην υποβολή πρότασης προς σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης, είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) ή σε ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη ή και στις δύο αυτές ποινές:
(2) Σε περίπτωση σύναψης ασφαλιστικής σύμβασης, υπό τις προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) περιστάσεις, ο ασφαλισμένος έχει το δικαίωμα-
(α) Να ζητήσει ακύρωση της σύμβασης και επανόρθωση της ζημιάς την οποία υπέστη, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου. ή
(β) να εμμείνει στην εκπλήρωση της σύμβασης και να απαιτήσει αναπροσαρμογή των όρων της σύμβασης που επηρεάστηκαν από τη δήλωση ή την απόκρυψη, που στοιχειοθετεί το κατά το εδάφιο (1) τελούμενο ποινικό αδίκημα.
394Λ.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους, ο Έφορος έχει τις αρμοδιότητες, τις εξουσίες και τα καθήκοντα που προβλέπονται στα άρθρα 395, 396, 397 και 398, τα οποία εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών.
(2) Ανεξάρτητα από τυχόν ποινική ευθύνη και την επιβολή οποιασδήποτε ποινικής κύρωσης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ο Έφορος δύναται να επιβάλλει σε οποιοδήποτε πρόσωπο παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Μέρους ή τις πρόνοιες των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή Οδηγιών ή των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ή των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, που κατά το παρόν Μέρος έχουν άμεση ισχύ στη Δημοκρατία, οποιαδήποτε από τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις:
(α) Εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά σε σχέση με την επιβολή διοικητικού προστίμου από οποιαδήποτε άλλη διάταξη του παρόντος Μέρους, διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000), σε περίπτωση φυσικού προσώπου, και τις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000), σε περίπτωση νομικού προσώπου∙
(β) ανεξαρτήτως των διατάξεων της παραγράφου (α), σε περίπτωση παράβασης που προβλέπεται στο άρθρο 394ΚΖ από νομικό πρόσωπο, διοικητικό πρόστιμο-
(i) που δεν υπερβαίνει τα πέντε εκατομμύρια ευρώ (€5.000.000) ή μέχρι και το πέντε τοις εκατό (5%) του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών σύμφωνα με τους τελευταίους διαθέσιμους λογαριασμούς που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό συμβούλιο αυτού, σε περίπτωση δε που το νομικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που οφείλει να καταρτίζει ενοποιημένους λογαριασμούς σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ελεγκτών Νόμου ο σχετικός συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ισούται με τον συνολικό ετήσιο κύκλο εργασιών σύμφωνα με τους τελευταίους διαθέσιμους ενοποιημένους λογαριασμούς που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό συμβούλιο της ανώτατης μητρικής επιχείρησης. Ή
(ii) μέχρι το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, όπου αυτά δύναται να προσδιοριστούν·
(γ) ανεξαρτήτως των διατάξεων της παραγράφου (α), σε περίπτωση παράβασης που προβλέπεται στο άρθρο 394ΚΖ από φυσικό πρόσωπο, διοικητικό πρόστιμο-
(i) που δεν υπερβαίνει τις επτακόσιες χιλιάδες ευρώ (€700.000)· ή
(ii) μέχρι το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, όπου αυτά δύναται να προσδιοριστούν.
(δ) σε περίπτωση παράβασης που προβλέπεται στο άρθρο 394ΚΖ, ο Έφορος δύναται επίσης να προβαίνει σε δημόσια ανακοίνωση στην οποία αναφέρει το υπαίτιο -φυσικό ή νομικό- πρόσωπο και τη φύση της παράβασης∙
(ε) σε περίπτωση παράβασης που προβλέπεται στο άρθρο 394ΚΖ, ο Έφορος δύναται επίσης να προβαίνει σε προσωρινή απαγόρευση άσκησης καθηκόντων διοίκησης σε ασφαλιστικούς ή αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές ή ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις έναντι κάθε μέλους του διοικητικού συμβουλίου, των διευθυνόντων τους ή/και οποιουδήποτε άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου το οποίο φέρει ευθύνη για την παράβαση∙
(στ) διαταγή προς το ευθυνόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της επίμαχης συμπεριφοράς και αποφυγή επανάληψής της στο μέλλον.
(3) Οι διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 399 και των άρθρων 400 και 401 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, αναφορικά με την επιβολή διοικητικού προστίμου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
(4) Κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή άλλων μέτρων και του ύψους του διοικητικού προστίμου που επιβάλλονται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), ο Έφορος λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες στις οποίες περιλαμβάνονται, ανάλογα με την περίπτωση -
(α) Η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης·
(β) ο βαθμός ευθύνης του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου·
(γ) η οικονομική ισχύς του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου, όπως προκύπτει είτε από το ετήσιο εισόδημα του υπεύθυνου φυσικού προσώπου είτε από τον συνολικό κύκλο εργασιών του υπαίτιου νομικού προσώπου·
(δ) η σπουδαιότητα των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στον βαθμό που μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν·
(ε) οι ζημιές πελατών και τρίτων προσώπων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν·
(στ) ο βαθμός συνεργασίας του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου με τον Έφορο·
(ζ) τα μέτρα που έλαβε το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για να αποτραπεί η επανάληψη της παράβασης·
(η) οποιεσδήποτε προηγούμενες παραβάσεις του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου.
(5) Οποιαδήποτε απόφαση του Εφόρου για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου δύναται να προσβληθεί με προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
(6) Ο Έφορος δημοσιοποιεί το γεγονός της καταδίκης οποιουδήποτε προσώπου για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Μέρους, καθώς και την επιβολή οποιωνδήποτε διοικητικών κυρώσεων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους κατά των οποίων δεν έχει καταχωριστεί εμπρόθεσμα προσφυγή κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (5), χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, περιλαμβάνοντας πληροφορίες σχετικά με το είδος και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα των προσώπων που ευθύνονται για αυτήν:
(7) Σε περίπτωση που ο Έφορος προβεί σε δημόσια ανακοίνωση ή δημοσίευση σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, δημοσιεύει και κάθε επακόλουθη διαφοροποίηση των γεγονότων που δημοσιοποιήθηκαν με την πρώτη δημόσια ανακοίνωση ή δημοσίευση, όπως την τυχόν ανάκληση της σχετικής κύρωσης από τον Έφορο, την τυχόν προσβολή της με προσφυγή ή έφεση ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου και την έκβαση τέτοιας προσφυγής ή έφεσης, περιλαμβανομένης της ακύρωσης της κύρωσης από το αρμόδιο Δικαστήριο.
(8) Ο Έφορος ενημερώνει την ΕIOPA σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν χωρίς να δημοσιευθούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (6), συμπεριλαμβανομένων τυχόν προσφυγών και της έκβασής τους, και παρέχει κάθε έτος στην ΕIOPA συγκεντρωτικές πληροφορίες για τις διοικητικές κυρώσεις ή για άλλα μέτρα που έχει επιβάλει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους.
394ΛΑ.-(1) Ο Έφορος συνεργάζεται με την Αστυνομία και τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και παρέχει όλες τις πληροφορίες που κατέχει αναφορικά με πιθανές παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος Μέρους που συνιστούν ποινικό αδίκημα, ώστε να ασκήσουν τις αρμοδιότητες και εξουσίες τους για διερεύνηση, ανάκριση και ποινική δίωξη οποιουδήποτε προσώπου.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων), ο Έφορος-
(α) Συνεργάζεται και συντονίζει τη δράση του με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών, ιδίως σε ό,τι αφορά διασυνοριακές υποθέσεις, παρέχοντας μεταξύ άλλων οποιεσδήποτε πληροφορίες αυτός κατέχει αναφορικά με παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι κυρώσεις και τα μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου παράγουν τα επιθυμητά αποτελέσματα για την αποτελεσματική εφαρμογή της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97∙ και
(β) παρέχει στην ΕΙΟΡΑ τις προαναφερόμενες πληροφορίες.
394ΛΒ.-(1) Ο Έφορος, μέσω της ιστοσελίδας της Υπηρεσίας, διευκολύνει και ενθαρρύνει την υποβολή σε αυτόν γραπτών και επώνυμων αναφορών για πιθανές ή πραγματικές παραβάσεις διατάξεων του παρόντος Μέρους οι οποίες εναρμονίζονται με την Οδηγία (ΕΕ) 2016/97, νοουμένου ότι οι αναφορές είναι επαρκώς αιτιολογημένες και τεκμηριωμένες:
(2) Για σκοπούς του εδαφίου (1), ο Έφορος-
(α) Καθορίζει με Οδηγία του τις διαδικασίες που ακολουθούνται για την παραλαβή γραπτών και επώνυμων αναφορών για παραβάσεις που διαπράττονται από διανομείς ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών προϊόντων και την επακόλουθη συνέχεια∙
(β) παρέχει κατάλληλη προστασία, σε συνεργασία με άλλους αρμόδιους φορείς, τουλάχιστον έναντι αντιποίνων, διακρίσεων ή άλλων μορφών άνισης μεταχείρισης, στους υπαλλήλους των διανομέων ασφαλιστικών προϊόντων ή των διανομέων αντασφαλιστικών προϊόντων και, όπου είναι δυνατόν, σε άλλα πρόσωπα, που υποβάλλουν αναφορές σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1)· και
(γ) παρέχει προστασία της ταυτότητας του προσώπου που υποβάλλει γραπτές αναφορές για παραβάσεις και του φυσικού προσώπου που φέρεται ότι διέπραξε την παράβαση, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, εκτός εάν η αποκάλυψη της ταυτότητάς του απαιτείται στο πλαίσιο περαιτέρω ερευνών ή μεταγενέστερης διοικητικής ή δικαστικής διαδικασίας.
394ΛΓ.-(1) Ασφαλιστικοί και αντασφαλιστικοί διαμεσολαβητές οι οποίοι κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2019 ήταν εγγεγραμμένοι σε οποιοδήποτε μητρώο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους VIII ως αυτό ίσχυε δυνάμει των περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2016 έως 2018, διατηρούν την εγγραφή τους στο εν λόγω μητρώο και δεν υποχρεούνται να εγγραφούν εκ νέου.
(2) Ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές, αντασφαλιστικοί διαμεσολαβητές ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητές οι οποίοι κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2019 ήταν εγγεγραμμένοι σε οποιοδήποτε μητρώο σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2016 έως 2018 και οι οποίοι κατά την ημερομηνία αυτή ασκούσαν δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων, μέχρι την 23η Φεβρουαρίου 2019 συμμορφώνονται με τις διατάξεις των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 361 και προσκομίζουν στον Έφορο πιστοποιητικά που να αποδεικνύουν τη συμμόρφωσή τους, προκειμένου να διατηρήσουν την εγγραφή τους σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου.
(3) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 392, εγγραφή διαμεσολαβητή η οποία ανανεώνεται κατά ή μετά την έναρξη της ισχύος του περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2019 και πριν από την 23η Φεβρουαρίου 2019 δύναται να έχει ισχύ μικρότερη των τριών (3) χρόνων, ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση του διαμεσολαβητή με τις διατάξεις του εδαφίου (2).
(4) Οδηγίες, αποφάσεις ή άλλες διοικητικές πράξεις του Εφόρου που εκδόθηκαν, πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2019, δυνάμει των διατάξεων του Μέρους VIII ως αυτό ίσχυε δυνάμει των περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2016 έως 2018, και βρίσκονται σε ισχύ κατά την ημερομηνία αυτή εξακολουθούν να ισχύουν στην έκταση που δεν προσκρούουν στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, μέχρις ότου ανακληθούν, αντικατασταθούν ή υπερκεραστούν από αυξημένης ισχύος διατάξεις.