1. Οι περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμοι του 1967 έως (Αρ. 2) του 2001 θα αναφέρονται μαζί ως οι περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμοι του 1967 μέχρι (Αρ. 2) του 2001.
2. Εν τω παρόντι Νόμω, εκτός εάν εκ του κειμένου προκύπτη διάφορος έννοια-
"άδεια για λόγους ανωτέρας βίας" σημαίνει το δικαίωμα σε απουσία από την εργασία για λόγους ανωτέρας βίας που λαμβάνεται δυνάμει των διατάξεων του περί Αδειών (Πατρότητας, Γονική, Φροντίδας, Ανωτέρας Βίας) και Ευέλικτων Ρυθμίσεων Εργασίας για την Ισορροπία Μεταξύ Επαγγελματικής και Ιδιωτικής Ζωής Νόμου·
"άδεια πατρότητας" σημαίνει την άδεια πατρότητας που λαμβάνεται δυνάμει των διατάξεων του περί Αδειών (Πατρότητας, Γονική, Φροντίδας, Ανώτερης Βίας) και Ευέλικτων Ρυθμίσεων Εργασίας για την Ισορροπία Μεταξύ Επαγγελματικής και Ιδιωτικής Ζωής Νόμου·
"άδεια φροντίδας" σημαίνει άδεια φροντίδας που λαμβάνεται δυνάμει των διατάξεων του περί Αδειών (Πατρότητας, Γονική, Φροντίδας, Ανωτέρας Βίας) και Ευέλικτων Ρυθμίσεων Εργασίας για την Ισορροπία Μεταξύ Επαγγελματικής και Ιδιωτικής Ζωής Νόμου·
“γονική άδεια” σημαίνει γονική άδεια που λαμβάνεται δυνάμει των διατάξεων του περί Αδειών (Πατρότητας, Γονική, Φροντίδας, Ανωτέρας Βίας) και Ευέλικτων Ρυθμίσεων Εργασίας για την Ισορροπία Μεταξύ Επαγγελματικής και Ιδιωτικής Ζωής Νόμου·
"Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών" σημαίνει το δυνάμει του άρθρου 12 των περί Ετησίων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμων του 1967 έως 1973 καθιδρυθέν Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών·
"εργατική διαφορά" σημαίνει οιανδήποτε διαφοράν μεταξύ εργοδοτών και εργοδοτουμένων ή μεταξύ εργοδοτουμένων και εργοδοτουμένων, εν σχέσει προς την απασχόλησιν ή την μη απασχόλησιν ή τας συνθήκας απασχολήσεως ή τους όρους απασχολήσεως οιωνδήποτε προσώπων είτε εργοδοτουμένων υπό του εργοδότου μετά του οποίου εγείρεται η διαφορά είτε μη·
"Εργατικόν Συμβουλευτικόν Σώμα" σημαίνει το υπό του Υπουργού καθιδρυθέν δυνάμει του περί Ωρών Απασχολήσεως Νόμου Σώμα ίνα συμβουλεύη επί εργατικών ζητημάτων και συνιστάμενον εκ μελών αντιπροσωπευόντων εργοδότας και εργοδοτουμένους αντιστοίχως, υπό την προεδρίαν του Υπουργού·
"εργοδοτούμενος" σημαίνει πρόσωπον εργαζόμενον δι' έτερον πρόσωπον είτε δυνάμει συμβάσεως εργασίας ή μαθητείας είτε υπό τοιαύτας περιστάσεις εκ των οποίων δύναται να συναχθή η ύπαρξις σχέσεως εργοδότου και εργοδοτουμένου, ο δε όρος "εργοδότης" θα ερμηνεύηται αναλόγως και θα περιλαμβάνη την Κυβέρνησιν της Δημοκρατίας·
Ίνα αποφευχθή οιαδήποτε αμφιβολία περί την ερμηνείαν του ορισμού "εργοδοτούμενος" του άρθρου 2 του βασικού νόμου διά του παρόντος δηλούται ότι εις τον ορισμόν τούτον περιλαμβάνεται και παν πρόσωπον απασχολούμενον μονίμως ή προσωρινώς εις οργανικήν ή άλλην θέσιν παρ' οιωδήποτε νομικώ προσώπω δημοσίου δικαίου ή παρ' οιωδήποτε οργανισμώ δημοσίου δικαίου άνευ νομικής προσωπικότητος, ιδρυομένω προς το δημόσιον συμφέρον.
"ημερομίσθιον" περιλαμβάνει πάσαν χρηματικήν αντιμισθίαν εκ της απασχολήσεως εργοδοτουμένου ή παν κέρδος εκ της τοιαύτης απασχολήσεως δεκτικόν χρηματικής αποτιμήσεως ως και την εισφοράν την καταβλητέαν εις το Κεντρικόν Ταμείον Αδειών, το ιδρυθέν δυνάμει των περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμων του 1967 έως 1979, εξαιρουμένων όμως εκτάκτων προμηθειών και κατά χάριν (ex-gratia) πληρωμών·
"ορισθείσα ημέρα" σημαίνει την διά γνωστοποιήσεως, δημοσιευομένης εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας, ορισθείσαν υπό του Υπουργικού Συμβουλίου ημέραν ενάρξεως της υπό εργοδοτών καταβολής εισφορών δυνάμει του παρόντος Νόμου·
"πληρωμή λόγω πλεονασμού" σημαίνει πληρωμήν εκ του Ταμείου ή οιανδήποτε πληρωμήν γενομένην εν όλω ή εν μέρει, δυνάμει της επιφυλάξεως του εδαφίου (3) του άρθρου 16, εις εργοδοτούμενον του οποίου η απασχόλησις ετερματίσθη λόγω του ότι ούτος ήτο πλεονάζων·
"συντάξιμη ηλικία" σημαίνει τη συντάξιμη ηλικία όπως αυτή ορίζεται στους περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμους του 1980 μέχρι 1990·
"Ταμείον" σημαίνει το δυνάμει του άρθρου 24 συσταθέν υπό του Υπουργικού Συμβουλίου Ταμείον διά πλεονάζον προσωπικόν·
"Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργόν Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
3.-(1) Όταν, κατά ή μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος άρθρου, ο εργοδότης τερματίζη δι' οιονδήποτε λόγον άλλον ή των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων, την απασχόλησιν εργοδοτουμένου ο οποίος έχει απασχοληθή συνεχώς υπ' αυτού επί είκοσι εξ τουλάχιστον εβδομάδας, ο εργοδοτούμενος κέκτηται δικαίωμα εις αποζημίωσιν υπολογιζομένην συμφώνως προς τον Πρώτον Πίνακα:
Νοείται ότι ο εργοδότης και ο εργοδοτούμενος δύνανται δι' εγγράφου συμβάσεως συναφθείσης κατά τον χρόνον της προσλήψεως του εργοδοτουμένου να παρατείνωσι την υπό του παρόντος άρθρου προβλεπομένην περίοδον συνεχούς απασχολήσεως μέχρις ανωτάτου ορίου εκατόν τεσσάρων εβδομάδων.
Νοείται περαιτέρω ότι, προκειμένου περί εργοδοτών οι οποίοι απασχολούν πέραν των δεκαεννέα εργοδοτουμένων, σε περίπτωση κατά την οποία κριθεί ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του εργοδοτουμένου ήταν έκδηλα παράνομος ή παράνομος και κακόπιστος, τότε το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δύναται, αν κατά τη γνώμη του οι περιστάσεις το δικαιολογούν και ο εργοδοτούμενος το έχει ζητήσει ως θεραπεία, να διατάξει την επαναπρόσληψη του εργοδοτουμένου και ταυτόχρονα την καταβολή αποζημίωσης για τη ζημιά την οποία πράγματι ο εργοδοτούμενος υπέστη ως συνέπεια της απόλυσης του, νοουμένου ότι το ποσό αυτό δε θα υπερβαίνει τα ημερομίσθια δώδεκα μηνών.
(2) Η αποζημίωσις εις την οποίαν δικαιούται ο εργοδοτούμενος συμφώνως προς το εδάφιον (1) καταβάλλεται υπό του εργοδότου καθ' ον ποσόν αύτη δεν υπερβαίνει τα ημερομίσθια του εργοδοτουμένου δι' εν έτος, και εκ του Ταμείου καθ' ον ποσόν αύτη υπερβαίνει τα ημερομίσθια του εργοδοτουμένου δι' εν έτος.
4. Εργοδοτούμενος δεν δικαιούται εις αποζημίωσιν λόγω τερματισμού της απασχολήσεως του δυνάμει του παρόντος Νόμου εάν προ της ημερομηνίας του τερματισμού της απασχολήσεως του συνεπλήρωσε την συντάξιμη ηλικία.
5. Τερματισμός απασχολήσεως δι' οιονδήποτε των ακολούθων λόγων δεν παρέχει δικαίωμα εις αποζημίωσιν:
(α) όταν ο εργοδοτούμενος παραλείπη να εκτελέση την εργασίαν του κατ' ευλόγως ικανοποιητικόν τρόπον:
(β) όταν ο εργοδοτούμενος κατέστη πλεονάζων υπό την έννοιαν του Μέρους IV.
(γ) όταν ο τερματισμός οφείληται εις ανωτέραν βίαν, πολεμικήν ενέργειαν, πολιτικήν εξέγερσιν, θεομηνίαν ή καταστροφήν των εγκαταστάσεων διά πυρκαϊάς μη οφειλομένης εις εσκεμμένην ενέργειαν ή αμέλειαν του εργοδότου·
(δ) όταν η απασχόλησις τερματίζηται κατά την λήξιν συμβάσεως τακτής περιόδου, ή λόγω της υπό του εργοδοτουμένου συμπληρώσεως της κανονικής ηλικίας αφυπηρετήσεως βάσει εθίμου, νόμου, συλλογικής συμφωνίας, συμβάσεως, κανόνων της εργασίας ή άλλως:
(ε) όταν ο εργοδοτούμενος επιδεικνύη τοιαύτην διαγωγήν ώστε να καθιστά εαυτόν υποκείμενον εις απόλυσιν άνευ προειδοποιήσεως:
(στ) άνευ επηρεασμού της γενικότητος της αμέσως προηγουμένης παραγράφου, τα ακόλουθα δύνανται, μεταξύ άλλων, να αποτελέσωσι λόγον απολύσεως άνευ προειδοποιήσεως, λαμβανομένων υπ' όψιν όλων των περιστατικών της περιπτώσεως:
(i) διαγωγή εκ μέρους του εργοδοτουμένου η οποία καθιστά σαφές ότι η σχέσις εργοδότου και εργοδοτουμένου δεν δύναται ευλόγως να αναμένηται όπως συνεχισθή·
(ii) διάπραξις σοβαρού παραπτώματος υπό του εργοδοτουμένου εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του·
(iii)διάπραξις ποινικού αδικήματος υπό του εργοδοτουμένου εν τη εκτελέσει του καθήκοντος του, άνευ της ρητής ή σιωπηρός συγκαταθέσεως του εργοδότου του·
(iν) απρεπής διαγωγή του εργοδοτουμένου κατά τον χρόνον της εκτελέσεως των καθηκόντων του·
(ν) σοβαρά ή επαναλαμβανόμενη παράβασις ή παραγνώρισις κανόνων της εργασίας ή άλλων κανόνων εν σχέσει προς την απασχόλησιν.
6.-(1) Καθ' οιανδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών διαδικασίαν ο υπό του εργοδότου τερματισμός απασχολήσεως του εργοδοτουμένου τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ως μη γενόμενος διά τινα των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων.
(2) Άνευ επηρεασμού της γενικότητος του αμέσως προηγουμένου εδαφίου τα ακόλουθα, μεταξύ άλλων, ουδέποτε συνιστώσι βάσιμους λόγους διά τον τερματισμόν απασχολήσεως:
(α) η ιδιότης μέλους Συντεχνίας ή η συμμετοχή εις συντεχνιακός δραστηριότητας εκτός των εργασίμων ωρών ή, τη συγκαταθέσει του εργοδότου, κατά τας εργασίμους ώρας ή η ιδιότητα μέλους επιτροπής ασφάλειας σύμφωνα με τον περί Ασφάλειας στους Τόπους Εργασίας Νόμο του 1988·
(β) η επιζήτησις αξιώματος ως αντιπροσώπου εργατών ή παρούσα ή παρελθούσα ενέργεια υπό την ιδιότητα ταύτην·
(γ) η καλή τη πίστει υποβολή παραπόνου ή η συμμετοχή εις διαδικασίαν εναντίον εργοδότου συνεπαγομένην ισχυριζομένην παραβίασιν αστικής και ποινικής φύσεως νόμων ή κανονισμών ή η προσφυγή σε αρμόδια διοικητική αρχή·
(δ) φυλή, χρώμα, φύλον, οικογενειακή κατάστασις, θρησκεία, πολιτικαί απόψεις, εθνική προέλευσις ή κοινωνική καταγωγή·
(ε) εγκυμοσύνη ή μητρότης·
(στ) Η λήψη γονικής άδειας ή άδειας πατρότητας ή άδειας φροντίδας ή άδειας για λόγους ανωτέρας βίας.
7.-(1) Όταν εργοδοτούμενος νομίμως τερματίζη την απασχόλησιν του παρ' εργοδότη λόγω της διαγωγής του εργοδότου, τότε ο τερματισμός ούτος θεωρείται ως τερματισμός υπό του εργοδότου υπό την έννοιαν του άρθρου 3.
(2) Καθ' οιανδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών διαδικασίαν δυνάμει του παρόντος άρθρου τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι ο εργοδοτούμενος δεν ετερμάτισε την απασχόλησιν του νομίμως.
8.-(1) Εργοδοτούμενος του οποίου η απασχόλησις ετερματίσθη δι' οιονδήποτε λόγον δικαιούται να λάβη, όταν ζητήση τούτο κατά τον χρόνον του τερματισμού, πιστοποιητικόν παρά του εργοδότου καθορίζον τας ημερομηνίας της απασχολήσεως του και το είδος ή τα είδη της εργασίας εις την οποίαν απησχολήθη.
(2) Ουδέν δυσμενές διά τον εργοδοτούμενον περιλαμβάνεται εις το πιστοποιητικόν τούτο.
9.-(1) Κατά ή μετά την ορισθείσαν ημέραν η ελαχίστη περίοδος προειδοποιήσεως η δοθησομένη υπό του εργοδότου εις τον εργοδοτούμενον είναι ως ακολούθως:
(α) όταν ο εργοδοτούμενος απησχολήθη συνεχώς δι' εικοσιέξ ή πλείονας εβδομάδας αλλ' ολιγωτέρας των πεντήκοντα δύο, περίοδος μιας εβδομάδος·
(β) όταν ο εργοδοτούμενος απησχολήθη συνεχώς διά πεντήκοντα δύο ή πλείονας εβδομάδας αλλ' ολιγωτέρας των εκατόν τεσσάρων, περίοδος δύο εβδομάδων·
(γ) όταν ο εργοδοτούμενος απησχολήθη συνεχώς δι' εκατόν τέσσαρας ή πλείονας εβδομάδας αλλ' ολιγωτέρας των εκατόν πεντήκοντα εξ, περίοδος τεσσάρων εβδομάδων·
(δ) όταν ο εργοδοτούμενος απησχολήθη συνεχώς δι' εκατόν πεντήκοντα εξ ή πλείονας εβδομάδας αλλ' ολιγωτέρας των διακοσίων οκτώ, περίοδος πέντε εβδομάδων·
(ε) όταν ο εργοδοτούμενος απασχολήθηκε συνεχώς για διακόσιες οκτώ ή περισσότερες εβδομάδες αλλά λιγότερες από διακόσιες πενήντα εννιά εβδομάδες, περίοδος έξι εβδομάδων·
(στ) όταν ο εργοδοτούμενος απασχολήθηκε συνεχώς για διακόσιες εξήντα ή περισσότερες εβδομάδες αλλά λιγότερες από τριακόσιες ένδεκα εβδομάδες, περίοδος επτά εβδομάδων·
(ζ) όταν ο εργοδοτούμενος απασχολήθηκε συνεχώς για τριακόσιες δώδεκα ή περισσότερες εβδομάδες, περίοδος οκτώ εβδομάδων.
(2) Εις πάσας τας ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών διαφοράς δυνάμει του παρόντος άρθρου τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι η απασχόλησις δεν ήτο επί δοκιμαστικής βάσεως.
(3) Ουδέν των εν τω παρόντι άρθρω ή των εν τω άρθρω 10 επηρεάζει το δικαίωμα του εργοδότου ή του εργοδοτουμένου εις μακροτέραν περίοδον προειδοποιήσεως εάν ούτοι δικαιούνται εις ταύτην δυνάμει εθίμου, νόμου, συλλογικής συμφωνίας, συμβάσεως ή δι' άλλον λόγον.
(4) Πάσα πρόνοια εν οιαδήποτε συμβάσει ή άλλη συμφωνία διά προειδοποίησιν μικροτέραν της υπό του παρόντος άρθρου προνοουμένης είναι άκυρος.
(5) Η προειδοποίηση που δίδεται με βάση το εδάφιο (1) πρέπει να είναι έγγραφη.
(6)(α) Τηρουμένων των διατάξεων των παραγράφων (ε) και (στ) του άρθρου 5, η παροχή προειδοποίησης σε εργοδοτούμενο ο οποίος απουσιάζει από την εργασία του λόγω ανικανότητας για εργασία για περίοδο μέχρι δώδεκα (12) μήνες απαγορεύεται για το χρονικό διάστημα που αρχίζει από την πρώτη μέρα της εν λόγω απουσίας και λήγει την τελευταία μέρα του χρονικού διαστήματος που υπολογίζεται προσθέτοντας την περίοδο απουσίας και το χρονικό διάστημα που ισούται με το ένα τέταρτο (¼) αυτής.
(β) Κατά την περίοδο που εργοδοτούμενος απουσιάζει σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α), ο εργοδότης δύναται να αντικαταστήσει προσωρινά τον εργοδοτούμενο που απουσιάζει, δυνάμει των διατάξεων του περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμου.
(7) Η περίοδος προειδοποίησης εργοδοτουμένου ο οποίος καθίσταται ανίκανος για εργασία συνεπεία επαγγελματικού ατυχήματος το οποίο επισυμβαίνει κατά τη διάρκεια της προειδοποίησης αναστέλλεται.
(8) Ο όρος "ανίκανος για εργασία" στα εδάφια (6) και (7) και ο όρος "επαγγελματικό ατύχημα" στο εδάφιο (7) έχουν την έννοια που αποδίδεται σ' αυτούς στους περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμους του 1980 έως 1993.
10. Η ελάχιστη περίοδος προειδοποίησης που πρέπει να δίδει ο εργοδοτούμενος στον εργοδότη του είναι ως ακολούθως:
(α)Όταν ο εργοδοτούμενος απασχολήθηκε συνεχώς για είκοσι έξι ή περισσότερες εβδομάδες, αλλά για λιγότερες από πενήντα δύο, περίοδος μιας εβδομάδας·
(β) όταν ο εργοδοτούμενος απασχολήθηκε συνεχώς για πενήντα δύο ή περισσότερες εβδομάδες, αλλά για λιγότερες από διακόσιες εξήντα, περίοδος δύο εβδομάδων· και
(γ) όταν ο εργοδοτούμενος απασχολήθηκε συνεχώς για διακόσιες εξήντα ή περισσότερες εβδομάδες, περίοδος τριών εβδομάδων.
11.-(1) Εργοδότης ο οποίος δίδει προειδοποίησιν εις εργοδοτούμενον έχει το δικαίωμα να απαιτήση παρά του εργοδοτουμένου όπως ούτος αποδεχθή πληρωμήν αντί προειδοποιήσεως. Η πληρωμή αύτη υπολογίζεται συμφώνως προς τας διατάξεις του Τρίτου Πίνακος:
Νοείται ότι όταν εργοδότης ασκή το δυνάμει του παρόντος εδαφίου δικαίωμα αυτού, ο εργοδοτούμενος θεωρείται, διά τους σκοπούς των Μερών II και IV, ως απασχολούμενος μέχρι της λήξεως της περιόδου της προειδοποιήσεως την οποίαν θα ελάμβανε εάν δεν είχε λάβει πληρωμήν αντ' αυτής.
(2) Εργοδοτούμενος εις τον οποίον δίδεται προειδοποίησις υπό του εργοδότου έχει το δικαίωμα, εάν λάβη προσφοράν νέας απασχολήσεως παρ' ετέρω εργοδότη διαρκούσης της περιόδου της προειδοποιήσεως, να εγκαταλείψη την παρά τω εργοδότη αυτού απασχόλησιν άνευ περαιτέρω προειδοποιήσεως, ίνα αναλάβη την νέαν απασχόλησιν:
Νοείται ότι όταν εργοδοτούμενος ασκή το δυνάμει του παρόντος εδαφίου δικαίωμα αυτού, ούτος απόλλυσι το δικαίωμα του προς πληρωμήν διά το υπόλοιπον της περιόδου της προειδοποιήσεως.
12. Εργοδοτούμενος στον οποίο δόθηκε προειδοποίηση από τον εργοδότη του δικαιούται, κατά τη διάρκεια των συνηθισμένων ωρών εργασίας και ύστερα από συμφωνία με τον εργοδότη του, να απουσιάζει από την εργασία χωρίς απώλεια των απολαβών του για χρονικό διάστημα το οποίο να μην υπερβαίνει τις οκτώ ώρες την εβδομάδα, για να μπορέσει να αναζητήσει νέα απασχόληση, υπό την προϋπόθεση ότι το σύνολο των ωρών απουσίας από την ημερομηνία της προειδοποίησης μέχρι τον τερματισμό της απασχόλησης του δε θα υπερβαίνει τις 40 ώρες.
13. Η διάρκεια της περιόδου απασχολήσεως και το εάν η απασχόλησις υπήρξε συνεχής ή μη, αποφασίζονται ως εκτίθεται εν τω Δευτέρω Πίνακι.
14.-(1) Κατά την διάρκειαν περιόδου προειδοποιήσεως, τα δικαιώματα αμφοτέρων των μερών διέπονται υπό των διατάξεων του Τρίτου Πίνακος·
(2) Πας όρος εν οιαδήποτε συμβάσει ή άλλη συμφωνία τείνων να περιορίση την νομικήν ενέργειαν του παρόντος άρθρου είναι άκυρος.
15. Ουδέν των εν τω παρόντι Μέρει διαλαμβανομένων επηρεάζει το δικαίωμα του εργοδότου ή του εργοδοτουμένου να τερματίση την αναφορικώς προς την απασχόλησιν μεταξύ των σχέσιν άνευ προειδοποιήσεως, συνεπεία της διαγωγής οιουδήποτε των μερών.
15Α. Εργοδότης ο οποίος προτίθεται να προβεί σε οποιεσδήποτε πράξεις ή ενέργειες που θα έχουν ως αποτέλεσμα τη μετάθεση ή μεταφορά εργοδοτούμενου του σε άλλο εργοδότη, είτε μόνιμα είτε προσωρινά, οφείλει να προειδοποιήσει εγγράφως και όσο το δυνατόν πιο έγκαιρα τον εργοδοτούμενο αναφορικά με τις εν λόγω προθέσεις του, έστω και αν η μετάθεση ή μεταφορά δε θα συνεπάγεται αλλαγή των καθηκόντων ή του τόπου εργασίας του εργοδοτουμένου.
16.-(1) Όταν κατά ή μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος εδαφίου, η απασχόλησις εργοδοτουμένου απασχοληθέντος συνεχώς επί εκατόν τέσσαρας τουλάχιστον εβδομάδας υπό του αυτού εργοδότου τερματίζηται λόγω πλεονασμού, ο εργοδοτούμενος δικαιούται εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού εκ του Ταμείου, υπολογιζομένην συμφώνως προς τον Τέταρτον Πίνακα:
Νοείται ότι ο Υπουργός δύναται, διά Διατάγματος δημοσιευθησομένου εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας, να μειώση τον υπό του παρόντος εδαφίου καθοριζόμενον αριθμόν εβδομάδων συνεχούς απασχολήσεως ούτως ώστε να ληφθώσιν υπ' όψιν τακτικαί και εποχιακαί διακυμάνσεις εις την απασχόλησιν εξ οιωδήποτε επαγγέλματι ή ειδική επιχειρήσει.
Νοείται περαιτέρω ότι, διά τους σκοπούς του παρόντος Μέρους και των εις το παρόν Μέρος αναφερομένων διατάξεων του Δευτέρου και του Τετάρτου Πίνακος, η απασχόλησις λιμενεργάτου, εγγεγραμμένου ή μη, υπό πλειόνων εργοδοτών λογίζεται ως απασχόλησις υπό ενός και του αυτού εργοδότου.
Νοείται έτι περαιτέρω ότι, για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους και των αναφερομένων σ' αυτό διατάξεων του Δεύτερου και του Τέταρτου Πίνακα, η απασχόληση εργοδοτουμένου, ο οποίος απασχολείται κάθε χρόνο στον ίδιο εργοδότη και ο ετήσιος μέσος όρος απασχόλησης για όλη την περίοδο απασχόλησής του στον ίδιο εργοδότη είναι τουλάχιστο δεκαπέντε εβδομάδες, θεωρείται συνεχής.
(2) Η διάρκεια της περιόδου απασχολήσεως και το εάν η απασχόλησις υπήρξε συνεχής ή μη αποφασίζονται, διά τους σκοπούς του εδαφίου (1), συμφώνως προς τον Δεύτερον Πίνακα.
16Α.-(1) Το εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού δικαίωμα ήρτηται εκ των διά του παρόντος άρθρου προνοουμένων προϋποθέσεων, η τοιαύτη δε πληρωμή ενεργείται, εν όλω ή εν μέρει περιοδικώς ή εφ' άπαξ, ως εν τω παρόντι άρθρω προβλέπεται.
(2) Η καταβολή της πληρωμής λόγω πλεονασμού περιοδικώς ενεργείται αναδρομικώς καθ' εβδομάδα δι' εκάστην ημέραν διακοπής της απασχολήσεως του εργοδοτουμένου, η οποία αποτελεί μέρος οιασδήποτε περιόδου διακοπής της απασχολήσεως αυτού.
(3) Το ημερήσιον ύψος της πληρωμής λόγω πλεονασμού είναι διά μεν τας πρώτας είκοσι τέσσαρας ημέρας της περιόδου διακοπής της απασχολήσεως ίσον προς το ημερομίσθιον του εργοδοτουμένου, ως τούτο υπολογίζεται διά τους σκοπούς του Τετάρτου Πίνακος, διά δε τας υπολοίπους ημέρας της τοιαύτης περιόδου ίσον προς τα εβδομήκοντα πέντε επί τοις εκατόν του ως είρηται ημερομισθίου:
Νοείται ότι το ημερήσιον ύψος της πληρωμής λόγω πλεονασμού δεν δύναται να είναι χαμηλότερον του ύψους του επιδόματος μητρότητος, επιδόματος ασθενείας, επιδόματος ανεργίας ή επιδόματος σωματικής βλάβης, εις το οποίον, αναλόγως της περιπτώσεως, θα εδικαιούτο ο εργοδοτούμενος δυνάμει των περί Κοινωνικών
Ασφαλίσεων Νόμων του 1972 έως 1976, εάν αι διατάξεις των ως είρηται Νόμων δεν απηγόρευον την καταβολήν τοιούτου επιδόματος διά την αυτήν περίοδον διά την οποίαν ο εργοδοτούμενος δικαιούται εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού.
(4)Ανεξαρτήτως των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ουδεμία πληρωμή λόγω πλεονασμού καταβάλλεται δυνάμει του εδαφίου (2) δι' οιανδήποτε ημέραν μετά την παρέλευσιν πεντήκοντα δύο εβδομάδων από του σχετικού τερματισμού της απασχολήσεως.
(5) Εάν ο εργοδοτούμενος ουδέν ποσόν ή μέρος μόνον του ποσού της πληρωμής λόγω πλεονασμού έλαβε δυνάμει του εδαφίου (2), ολόκληρον το ποσόν ή το υπόλοιπον της ως είρηται πληρωμής, αναλόγως της περιπτώσεως, καταβάλλεται εις τον εργοδοτούμενον εφ' άπαξ μετά την υπ' αυτού συμπλήρωσιν δεκατριών εβδομάδων συνεχούς απασχολήσεως μετά του αυτού εργοδότου:
Νοείται ότι εάν ο εργοδοτούμενος αναλάβη απασχόλησιν μετά τίνος εργοδότου μετά την συμπλήρωσιν οιασδήποτε περιόδου επαγγελματικής εκπαιδεύσεως δυνάμει σχεδίου εγκεκριμένου υπό του Υπουργού, το δυνάμει του παρόντος εδαφίου καταβλητέον εφ' άπαξ ποσόν καταβάλλεται ευθύς μετά την υπ' αυτού ανάληψιν της τοιαύτης απασχολήσεως.
(6) Ουδέν ποσόν καταβάλλεται εις τον εργοδοτούμενον δυνάμει του εδαφίου (5) μετά την παρέλευσιν πεντήκοντα δύο εβδομάδων από του σχετικού τερματισμού της απασχολήσεως, εκτός εάν η εν τω ως είρηται εδαφίω περίοδος των δεκατριών εβδομάδων συνεχούς απασχολήσεως ή περίοδος επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, αναλόγως της περιπτώσεως, ήρξατο προ της παρελεύσεως των ως είρηται πεντήκοντα δύο εβδομάδων.
(7) Η πληρωμή λόγω πλεονασμού εις την οποίαν δικαιούται πρόσωπον τι διά πάσαν ημέραν κατά την οποίαν τούτο τυγχάνει επαγγελματικής εκπαιδεύσεως δυνάμει σχεδίου εγκεκριμένου υπό του Υπουργού, δύναται, κατόπιν οδηγιών του Υπουργού, να καταβάλληται εις την αρμοδίαν διά την εφαρμογήν του τοιούτου σχεδίου αρχήν, εφ' όσον το εις τον εργοδοτούμενον καταβαλλόμενον επίδομα εκπαιδεύσεως δυνάμει του ως είρηται σχεδίου είναι ίσον προς ή υψηλότερον του ποσού της πληρωμής λόγω πλεονασμού.
(8) Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου "ημέρα διακοπής της απασχολήσεως" και "περίοδος διακοπής της απασχολήσεως" κέκτηνται αντιστοίχως τας υπό των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του 1972 έως 1976 αποδοθείσας εις αυτάς εννοίας:
Νοείται ότι ως ημέρα διακοπής της απασχολήσεως λογίζεται και οιαδήποτε ημέρα απουσίας εκ της εργασίας λόγω μητρότητος η οποία εμπίπτει εις το εν τω εδαφίω (2) του άρθρου 16 των ως είρηται Νόμων χρονικόν διάστημα.
16Β.-(1) Πρόσωπον τι εκπίπτει του δικαιώματος προς λήψιν πληρωμής λόγω πλεονασμού δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 16Α διά χρονικόν διάστημα μέχρις εξ εβδομάδων, εάν-
(α) καίτοι εκοινοποιήθη εις αυτό παρά τίνος γραφείου ευρέσεως εργασίας ή ετέρου ανεγνωρισμένου γραφείου, ή παρά τίνος εργοδότου ή εκ μέρους αυτού, η ύπαρξις θέσεως κενωθείσης ή κενωθησομένης εις κατάλληλον τινα εργασίαν αρνήται ή παραλείπη άνευ ευλόγου αιτίας να υποβάλη αίτησιν διά την θέσιν ταύτην ή αρνήται άνευ ευλόγου αιτίας να αποδεχθή ταύτην προσφερθείσαν εις αυτόν· ή
(β) αμελή να επωφεληθή ευλόγου τινός ευκαιρίας προς κατάλληλον τινα απασχόλησιν· ή
(γ) αρνήται άνευ ευλόγου αιτίας να τύχη επαγγελματικής εκπαιδεύσεως δυνάμει σχεδίου εγκεκριμένου υπό του Υπουργού.
(2) Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου η απασχόλησις δεν λογίζεται κατάλληλος διά πρόσωπον τι εάν αύτη είναι-
(α) απασχόλησις εις θέσιν κενωθείσαν συνεπεία στάσεως εργασιών οφειλομένης εις εργατικήν τινα διαφοράν·
(β) απασχόλησις εις το σύνηθες αυτού επάγγελμα εν τη περιοχή ένθα το τελευταίον συνήθως ειργάζετο είτε έναντι αποδοχών κατωτέρων είτε υπό όρους ολιγώτερον ευνοϊκούς εκείνων ων ηδύνατο ευλόγως να αναμένη ότι θα απελάμβανε λαμβανομένων υπ' όψιν των όρων εργασίας ων συνήθως απελάμβανεν εις το σύνηθες αυτού επάγγελμα εν τη περιοχή ταύτη ή ων θα απελάμβανεν εάν εσυνέχιζε την απασχόλησιν αυτού
(γ) απασχόλησις εις το σύνηθες αυτού επάγγελμα εις οιανδήποτε ετέραν περιοχήν έναντι αποδοχών κατωτέρων ή υπό όρους ολιγώτερον ευνοϊκούς των τηρουμένων εν τη περιοχή ταύτη δυνάμει συλλογικής συμβάσεως ή διαιτητικής αποφάσεως εις το επάγγελμα ή την βιομηχανίαν ένθα θα απασχοληθή ή, ελλείψει τοιαύτης συμβάσεως ή αποφάσεως, των υπό καλών εργοδοτών γενικώς ανεγνωρισμένων.
(3) Μετά την πάροδον ευλόγου υπό τας περιστάσεις χρονικού διαστήματος από της ημέρας καθ' ην πρόσωπον τι κατέστη άνεργον, απασχόλησις τις δεν λογίζεται ακατάλληλος λόγω μόνον του γεγονότος ότι είναι εκτός του συνήθους αυτού επαγγέλματος ή εκτός της περιοχής ένθα το τελευταίον συνήθως ειργάζετο, εάν πρόκειται περί απασχολήσεως έναντι αποδοχών ουχί κατωτέρων, και υπό όρους ουχί ολιγώτερον ευνοϊκούς των καθορισθέντων δυνάμει συλλογικής συμβάσεως ή διαιτητικής αποφάσεως εις το επάγγελμα ή την βιομηχανίαν ένθα θα απασχοληθή ή, ελλείψει τοιαύτης συμβάσεως ή αποφάσεως, των υπό καλών εργοδοτών γενικώς ανεγνωρισμένων.
17. Όταν λόγω πλεονασμού, ως ούτος καθορίζεται εν τω άρθρω 18, εργοδοτούμενος δικαιούται εις οιανδήποτε άμεσον πληρωμήν λόγω πλεονασμού, χορήγημα λόγω απολύσεως, φιλοδώρημα ή οιανδήποτε άλλην πληρωμήν χορηγουμένην εν σχέσει προς την απασχόλησιν του παρ' εργοδότη, είτε το δικαίωμα τούτο υφίσταται λόγω εθίμου, νόμου, συλλογικής συμφωνίας, συμβάσεως είτε δι' άλλον λόγον, ο εργοδοτούμένος λαμβάνει:
(α) εκ του Ταμείου το ποσόν της πληρωμής λόγω πλεονασμού το οποίον δικαιούται συμφώνως προς τον Τέταρτον Πίνακα· και
(β)παρά του εργοδότου, ή εξ οιουδήποτε ταμείου ή άλλης διευθετήσεως λειτουργούσης διά λογαριασμόν του εργοδότου, το ποσόν κατά το οποίον η παρά του εργοδότου ή διά λογαριασμόν αυτού πληρωμή τυχόν υπερβαίνει το ποσόν της πληρωμής εκ του Ταμείου:
Νοείται ότι διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου οιαδήποτε εισφορά γενομένη υπό του εργοδοτουμένου έναντι της πληρωμής εις την οποίαν ούτος δικαιούται παρά του εργοδότου ή εξ οιουδήποτε ταμείου ή άλλης διευθετήσεως λειτουργούσης διά λογαριασμόν του εργοδότου, ως και οιοσδήποτε τόκος επί τοιαύτης εισφοράς, δεν υπολογίζονται:
Νοείται περαιτέρω ότι διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου οιαδήποτε πληρωμή εκ ταμείου προνοίας δεν υπολογίζεται.
18. Διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, εργοδοτούμενος είναι πλεονάζων όταν η απασχόλησις του ετερματίσθη-
(α) διότι ο εργοδότης έπαυσεν ή προτίθεται να παύση να διεξάγη την επιχείρησιν εν τη οποία ο εργοδοτούμενος απησχολείτο· ή
(β) διότι ο εργοδότης έπαυσεν ή προτίθεται να παύση να διεξάγη επιχείρησιν εις τον τόπον όπου ο εργοδοτούμενος απησχολείτο:
Νοείται ότι το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών δυνατόν να αποφασίση ότι αλλαγή του τόπου απασχολήσεως δεν προκαλεί πλεονασμόν όταν, κατά την γνώμην του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, είναι λογικόν ως προς τον εργοδοτούμενον ο οποίος διεκδικεί πληρωμήν λόγω πλεονασμού να αναμένηται όπως ο εργοδοτούμενος ούτος συνέχιση την απασχόλησιν του εις τον νέον τόπον απασχολήσεως· ή
(γ) ένεκα οιουδήποτε των ακολούθων άλλων λόγων σχετιζομένων προς την λειτουργίαν της επιχειρήσεως:
(i) εκσυγχρονισμού, μηχανοποιήσεως ή οιασδήποτε άλλης αλλαγής εις τας μεθόδους παραγωγής ή οργανώσεως η οποία ελαττώνει τον αριθμόν των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων·
(ii) αλλαγών εις τα προϊόντα ή εις τας μεθόδους παραγωγής ή εις τας αναγκαιούσας ειδικότητας των εργοδοτουμένων·
(iii)καταργήσεως τμημάτων·
(iv) δυσκολιών εις την τοποθέτησιν προϊόντων εις την αγοράν ή πιστωτικών δυσκολιών·
(ν) ελλείψεως παραγγελιών ή πρώτων υλών·
(vi) σπάνεως μέσων παραγωγής· και
(vii) περιορισμού του όγκου της εργασίας ή της επιχειρήσεως.
19.-(1) Εργοδοτούμενος δε δικαιούται σε πληρωμή λόγω πλεονασμού, αν πριν από την ημερομηνία του τερματισμού της απασχόλησης του συμπλήρωσε τη συντάξιμη ηλικία.
(2)Όταν η απασχόληση εργοδοτουμένου τερματίζεται μέσα στο χρονικό διάστημα των τελευταίων δώδεκα μηνών πριν από τη συμπλήρωση της συντάξιμης ηλικίας του, το ποσό της πληρωμής λόγω πλεονασμού δυνάμει του παρόντος Νόμου μειώνεται κατά ένα δωδέκατο για κάθε συμπληρωμένο μήνα της ηλικίας του εργοδοτουμένου που περιλαμβάνεται στο εν λόγω χρονικό διάστημα.
(3) Ο Υπουργός δύναται με Διάταγμα που δημοσιεύεται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας να διαφοροποιεί την ηλικία και το χρονικό διάστημα που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2), αντίστοιχα:
Νοείται ότι ο Υπουργός πριν από την έκδοση τέτοιου Διατάγματος συμβουλεύεται το Εργατικό Συμβουλευτικό Σώμα.
20. Εργοδοτούμενος δεν δικαιούται εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού-
(α)εάν προ του τερματισμού της απασχολήσεως ο εργοδότης προσφέρη άλλην κατάλληλον απασχόλησιν αντ' αυτής ο δε εργοδοτούμενος παραλόγως αρνήται την προσφοράν ταύτην.
(β) αποκλειστικώς λόγω τερματισμού της συμβάσεως απασχολήσεως συνεπεία αλλαγής εργοδότου, όταν ο νέος εργοδότης ανανεώνη την υφισταμένην σύμβασιν απασχολήσεως:
Νοείται ότι το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών δύναται να χορηγήση πληρωμήν λόγω πλεονασμού δυνάμει του άρθρου 16 του παρόντος Νόμου, όταν ο εργοδοτούμενος δυνηθή να απόδειξη εύλογον αιτίαν, την οποίαν το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών ήθελε θεωρήσει ικανοποιητικήν, διά την μη αποδοχήν της προσφοράς ανανεώσεως της συμβάσεως απασχολήσεως υπό του νέου εργοδότου.
(γ) αν ο εργοδότης του είναι εταιρεία εγγεγραμμένη με βάση τον περί Εταιρειών Νόμο και τον μεταθέτει σε κατάλληλη απασχόληση σε άλλη εταιρεία η οποία είναι συνδεδεμένη με την εταιρεία στην οποία απασχολείται:
Νοείται ότι για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, δύο εταιρείες θεωρούνται "συνδεδεμένες εταιρείες" αν η μια είναι θυγατρική της άλλης ή αν και οι δύο εταιρείες είναι θυγατρικές τρίτης εταιρείας· ο όρος "θυγατρική εταιρεία" έχει την έννοια που αποδίδεται σ' αυτόν από το άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου.
(δ) αν πριν από τον τερματισμό της απασχολήσεως άλλος εργοδότης ο οποίος είναι εταιρεία στην οποία ο προηγούμενος εργοδότης είναι κύριος μέτοχος ή ασκεί ουσιαστικό έλεγχο προσφέρει στον εργοδοτούμενο κατάλληλη απασχόληση.
20Α.-(1) Πάσα εκχώρησις ή επιβάρυνσις πληρωμής λόγω πλεονασμού, ως και πάσα συμφωνία προς εκχώρησιν ή επιβάρυνσιν αυτής, είναι άκυρος, εις περίπτωσιν δε πτωχεύσεως προσώπου δικαιουμένου εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού, η πληρωμή αύτη δεν περιέρχεται εις τον σύνδικον της πτωχεύσεως ή εις οιονδήποτε έτερον πρόσωπον ενεργούν διά λογαριασμόν των πιστωτών του πτωχεύσαντος.
(2) Ουδεμία πληρωμή λόγω πλεονασμού υπόκειται εις κατάσχεσιν δυνάμει του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου.
21.-(1) Ο εργοδότης κοινοποιεί στον Υπουργό οποιοδήποτε προβλεπόμενο πλεονασμό ένα τουλάχιστο μήνα πριν από την ημερομηνία που προβλέπεται να τερματιστεί η απασχόληση των επηρεαζόμενων εργοδοτουμένων.
(2) Η τοιαύτη κοινοποίησις είναι εν τω καθωρισμένω τύπω και περιλαμβάνει-
(α)τον αριθμόν των εργοδοτουμένων οι οποίοι πιθανώς να καταστώσι πλεονάζοντες·
(β) τον επηρεαζόμενον κλάδον ή κλάδους της επιχειρήσεως·
(γ) τα επαγγέλματα και, όπου είναι δυνατόν, τα ονόματα και τας οικογενειακός υποχρεώσεις των επηρεασθησομένων εργοδοτουμένων· και
(δ) τους λόγους του πλεονασμού.
22. Όταν εργοδότης ο οποίος εκήρυξεν εργοδοτουμένους ως πλεονάζοντας επιθυμεί, εντός οκτώ μηνών αφ' ότου προέκυψεν ο πλεονασμός, να επαναυξήση την εργατικήν του δύναμιν, του αυτού τύπου η της αυτής ειδικότητος, ούτος δίδει προτεραιότητα κατά την πρόσληψιν εις τους επηρεασθέντας εκ του πλεονασμού εργοδοτουμένους, λαμβανομένων όμως υπ' όψιν των αναγκών λειτουργίας της επιχειρήσεως.
23. Ουδέν των εν τω παρόντι μέρει διαλαμβανομένων ερμηνεύεται ως περιορίζον το δικαίωμα του εργοδότου όπως αποφασίζη περί του μεγέθους της εν τη επιχειρήσει του εργατικής δυνάμεως ή περί της εισαγωγής νέων τεχνικών ή άλλων μεθόδων.
24.-(1) Το Υπουργικόν Συμβούλιον καθιδρύει Ταμείον διά πλεονάζον προσωπικόν.
(2) Το Ταμείον κέκτηται νομικήν προσωπικότητα και την ικανότητα να συμβάλληται, να παρίσταται επί δικαστηρίου ως ενάγον ή εναγόμενον και να προβαίνει εις πάσαν ενέργειαν αναγκαίαν διά την λειτουργίαν του.
Ειδικώτερον και άνευ επηρεασμού της γενικότητος των προηγουμένων, το Ταμείον κέκτηται την ικανότητα να υποβάλλη αιτήσεις εις το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών και να τυγχάνη ακροάσεως υπ' αυτού.
25.-(1) Το Υπουργικόν Συμβούλιον εκδίδει Κανονισμούς διά την ρύθμισιν και την διοίκησιν του Ταμείου. Το Ταμείον ενεργεί πάσας τας πράξεις αυτού συμφώνως προς τους κανονισμούς:
(2) Οι κανονισμοί δύνανται να καθορίζωσι, μεταξύ άλλων-
(α)το ποσόν της υπό του εργοδότου καταβλητέας εισφοράς δι' έκαστον εργοδοτούμενον·
(β) τον χρόνον και τον τρόπον καταβολής και εισπράξεως των εις το Ταμείον καταβλητέων εισφορών ως και τον συντονισμόν της τοιαύτης καταβολής και εισπράξεως προς την καταβολήν και είσπραξιν των εισφορών των καταβλητέων δυνάμει οιουδήποτε νόμου εις άλλα ταμεία·
(γ) τον τρόπον κατά τον οποίον πληρωμή εκ του Ταμείου θα καταβάλληται εις εργοδοτούμενον και τας περιστάσεις υπό τας οποίας το προς λήψιν της τοιαύτης πληρωμής δικαίωμα απόλλυται·
(δ)ποινάς φυλακίσεως μη υπερβαινούσης τους εξ μήνας ή χρηματικός ποινάς μη υπερβαινούσας τας £450, ή αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας, δι' αδίκημα εν σχέσει προς την καταβολήν εισφορών εις το Ταμείον και την πληρωμήν ωφελημάτων εξ αυτού, και εν σχέσει προς παραβάσεις των κανονισμών, και, εν περιπτώσει καταδίκης διά τοιαύτα αδικήματα, την καταβολήν εις το Ταμείον μη καταβληθεισών εισφορών ή την επιστροφήν εις το Ταμείον παρανόμως εισπραχθέντων ποσών·
(ε) την ίδρυσιν Συμβουλίου του Ταμείου και τον καθορισμόν των αρμοδιοτήτων του τοιούτου Συμβουλίου·
(στ) την εν όλω ή εν μέρει χρηματοδότησιν εκ του Ταμείου της επαγγελματικής επανεκπαιδεύσεως πλεοναζόντων εργοδοτουμένων·
(ζ) την εν λόγω χρηματοδότηση εκ του Ταμείου, του Ταμείου για προστασία των δικαιωμάτων των εργοδοτουμένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, που ιδρύθηκε με βάση το εδάφιο (1) του άρθρου 7 του περί Προστασίας των Δικαιωμάτων των Εργοδοτουμένων σε Περίπτωση Αφερεγγυότητας του Εργοδότη Νόμου του 2001.
(η) τη μεταφορά από την ημερομηνία δημοσιεύσεως του παρόντος Νόμου στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας εκ του Ταμείου του ποσού των Λ.Κ. 1.000.000, στο Ταμείο για την προστασία των δικαιωμάτων των εργοδοτουμένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, που ιδρύθηκε με βάση το εδάφιο (1) του άρθρου 7 του περί Προστασίας των Δικαιωμάτων των Εργοδοτουμένων σε περίπτωση Αφερεγγυότητας του Εργοδότη Νόμου του 2001.
(θ)παν όπερ είναι αναγκαίον, επακόλουθον, παρεμπίπτον ή συμπληρωματικόν προς τα εν ταις προηγουμέναις παραγράφοις του παρόντος εδαφίου αναφερόμενα θέματα·
(ι) παν ό,τι δυνάμει του παρόντος Νόμου χρήζει ή είναι επιδεκτικόν καθορισμού·
(κ) γενικώς διά την καλυτέραν πραγμάτωσιν των σκοπών του Ταμείου.
(3) Πριν ή εκδώση τους Κανονισμούς ή οιασδήποτε τροποποιήσεις αυτών, το Υπουργικόν Συμβούλιον συμβουλεύεται, διά του Υπουργού, το Εργατικόν Συμβουλευτικόν Σώμα και το Συμβούλιον του Ταμείου.
(4) Κανονισμοί εκδιδόμενοι επί τη βάσει του παρόντος άρθρου κατατίθενται εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων. Εάν μετά πάροδον τριάκοντα ημερών από της τοιαύτης καταθέσεως η Βουλή των Αντιπροσώπων δι' αποφάσεως αυτής δεν τροποποιήση ή ακυρώση τους ούτω κατατεθέντος Κανονισμούς εν όλω ή εν μέρει τότε ούτοι αμέσως μετά την πάροδον της ως άνω προθεσμίας δημοσιεύονται εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας και τίθενται εν ισχύϊ από της τοιαύτης δημοσιεύσεως. Εν περιπτώσει τροποποιήσεως τούτων εν όλω ή εν μέρει υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων ούτοι δημοσιεύονται εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας ως ήθελον ούτω τροποποιηθή υπ' αυτής και τίθενται εν ισχύϊ από της τοιαύτης δημοσιεύσεως.
26. Το Ταμείον εξαιρείται-
(α)της πληρωμής παντός τελωνειακού δασμού ή τέλους πληρωτέου δυνάμει του εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου του αφορώντος εις πληρωμήν τοιούτου δασμού η τέλους, επί μηχανημάτων, περιλαμβανομένων τμημάτων, εξαρτημάτων και ανταλλακτικών αυτών, συσκευών, οχημάτων, οργάνων, εργαλείων, εφοδίων και πάσης φύσεως υλικών άτινα εισάγονται προς ιδίαν χρήσιν του Ταμείου και δεν προορίζονται διά πώλησιν εις το κοινόν·
(β)της πληρωμής τελών χαρτοσήμου πληρωτέων δυνάμει του εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου του αφορώντος εις πληρωμήν τελών χαρτοσήμου·
(γ) της πληρωμής παντός Κυβερνητικού φόρου ή φόρου ή τέλους τοπικής αρχής.
26Α.-(1) Ουδέν των εν τω παρόντι Μέρει εφαρμόζεται-
(α) εις την περίπτωσιν εργοδοτουμένου υπό της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου ή των Ιδρυμάτων των Ναυτικών, Στρατιωτικών και Αεροπορικών Δυνάμεων (Ν.Α.Α.Φ.Ι.), του οποίου ο βασικός τόπος απασχολήσεως ευρίσκεται εν τη Δημοκρατία, νοουμένου ότι οι όροι εργασίας αυτού περιλαμβάνουσιν όρους εν σχέσει προς πληρωμάς λόγω πλεονασμού ουχί ολιγώτερον ευεργετικούς εις τον ως άνω εργοδοτούμενον ή αι διατάξεις του παρόντος Μέρους ή των δυνάμει του παρόντος Νόμου εκδοθέντων Κανονισμών·
(β) εις κατηγορίας εργοδοτουμένων αι οποίαι ήθελον καθορισθή διά Διατάγματος εκδιδομένου υπό του Υπουργού:
Νοείται ότι πριν ή εκδώση οιονδήποτε τοιούτο Διάταγμα, ο Υπουργός συμβουλεύεται το Εργατικόν Συμβουλευτικόν Σώμα και το Συμβούλιον του Ταμείου.
(2)Ο εργοδότης οιουδήποτε εργοδοτουμένου όστις δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου εξαιρείται των διατάξεων του παρόντος Μέρους, δεν καταβάλλει οιασδήποτε εισφοράς εις το Ταμείον ούτε και προβαίνει εις οιασδήποτε άλλας πληρωμάς δυνάμει του Μέρους τούτου.
26Β.-(1) Άπασαι αι δαπάναι αίτινες ήθελον διενεργηθή υπό του Υπουργού ή υφ' οιουδήποτε δημοσίου υπαλλήλου εν τη διαχειρίσει του Ταμείου καλύπτονται εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας.
(2) Το ποσόν το οποίον ο Υπουργός ήθελεν υπολογίσει, συμφώνως προς στοιχεία παρεχόμενα υπό του Γενικού Λογιστού, ως αντιστοιχούν προς τας εν τω εδαφίω (1) του παρόντος Κανονισμού δαπάνας, καταβάλλεται εκ του Ταμείου εις το Πάγιον Ταμείον της Δημοκρατίας καθ' ον χρόνον και τρόπον ο Γενικός Λογιστής ήθελεν εκάστοτε καθορίσει.
27.-(1) Παν πρόσωπον το οποίον-
(α)εν γνώσει του ή αμελώς υποβάλλει οιανδήποτε απαίτησιν διά πληρωμήν εκ του Ταμείου όταν τοιαύτη απαίτησις είναι ψευδής ως προς οιονδήποτε ουσιώδες στοιχείον αυτής, ή
(β) εν γνώσει του ή αμελώς κάμνει προφορικώς ή εγγράφως οιανδήποτε ψευδή βεβαίωσιν εν σχέσει προς τοιαύτην απαίτησιν· ή
(γ) παρουσιάζει προς εξέτασιν, εν σχέσει προς οιανδήποτε τοιαύτην απαίτησιν, οιονδήποτε έγγραφον το οποίον γνωρίζει ότι έχει εσκεμμένως παραποιηθή,
είναι ένοχον αδικήματος και εν περιπτώσει καταδίκης υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £450 ή εις φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τους εξ μήνας ή εις αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας.
(2) Παν πρόσωπον το οποίον εν γνώσει του ή αμελώς υποβοηθεί οιονδήποτε πρόσωπον όπως διαπράξη ή αποπειραθή να διαπράξη οιονδήποτε των εν τω εδαφίω (1) οριζομένων αδικημάτων είναι ένοχον αδικήματος και εν περιπτώσει καταδίκης υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £450 ή εις φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τους εξ μήνας ή εις αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας.
28.-(1) Εργοδότης αρνούμενος να χορηγήση το υπό του άρθρου 8 οριζόμενον πιστοποιητικόν, αφού τούτο έχει ζητηθή εγγράφως υπό εργοδοτουμένου τινός, είναι ένοχος αδικήματος και εν περιπτώσει καταδίκης υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £250.
(2) Εργοδότης περιλαμβάνων ο,τιδήποτε δυσμενές προς τον εργοδοτούμενον εις πιστοποιητικόν εκδιδόμενον συμφώνως προς το άρθρον 8 είναι ένοχος αδικήματος και εν περιπτώσει καταδίκης υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £250.
29.-(1) Εργοδότης παραλείπων, άνευ ευλόγου αιτίας, να κοινοποιήση εις τον Υπουργόν προτιθέμενον πλεονασμόν, ως απαιτείται υπό του εδαφίου (1) του άρθρου 21, είναι ένοχος αδικήματος και εν περιπτώσει καταδίκης υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £250.
(2) Εργοδότης ο οποίος, όταν δίδη κοινοποίησιν εις τον Υπουργόν δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 21, παραλείπει, άνευ ευλόγου αιτίας, να παράσχη τα υπό του εδαφίου (2) του ρηθέντος άρθρου καθοριζόμενα στοιχεία είναι ένοχος αδικήματος και εν περιπτώσει καταδίκης υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £250.
30.-(1) Το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών κέκτηται αποκλειστικήν αρμοδιότητα να αποφασίζη επί απασών των εργατικών διαφορών των αναφυομένων συνεπεία της εφαρμογής του παρόντος Νόμου ή οιωνδήποτε Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτού ή αμφοτέρων, περιλαμβανομένου και παντός παρεμπίπτοντος ή συμπληρωματικού προς τοιαύτας διαφοράς θέματος.
(2) Ουδέν των εν τω παρόντι άρθρω ερμηνεύεται ως επηρεάζον το δικαίωμα εργοδοτουμένου όπως, αναφορικώς προς τερματισμόν απασχολήσεως, προσφύγη εις το Επαρχιακόν Δικαστήριον της Επαρχίας εν η ο εργοδοτούμενος ηργοδοτείτο κατά τον χρόνον καθ' ον ανέκυψεν η διαφορά εις περίπτωσιν καθ' ην η αξίωσις αυτού είναι δι' αποζημιώσεις υπερβαινούσας τας διά του παρόντος Νόμου δυναμένας να διεκδικηθώσι.
(3) [Καταργήθηκε]
31 .-(1) Απόφασις του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών επιδικάζουσα οιονδήποτε ποσόν εκτελείται κατά τον αυτόν τρόπον ως απόφασις πολιτικού Δικαστηρίου.
(2) Ποσόν επιδικασθέν υπό του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών περιλαμβάνεται μεταξύ των χρεών τα οποία-
(α) δυνάμει του άρθρου 30 του περί Πτωχεύσεως Νόμου, κατά την διανομήν της ιδιοκτησίας ή του ενεργητικού πτωχεύσαντος δέον να πληρωθώσι κατά προτεραιότητα έναντι πάντων των άλλων χρεών· και
(β) δυνάμει του άρθρου 300 του περί Εταιρειών Νόμου, κατά την εκκαθάρισιν εταιρείας δέον να πληρωθώσι κατά προτεραιότητα έναντι πάντων των άλλων χρεών, ανεξάρτητα από το χρόνο υποβολής της αίτησης στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.
(3)Όταν κατά τον χρόνον της επιδικάσεως υπό του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, έχη αρχίσει διαδικασία αναφορικώς προς τον εργοδότην δυνάμει του περί Πτωχεύσεως Νόμου ή του Μέρους V του περί Εταιρειών Νόμου ο εργοδοτούμενος προς τον οποίον εγένετο η επιδίκασις εισπράττει ολόκληρον το επιδικασθέν ποσόν εκ του Ταμείου. Τα δικαιώματα του εργοδοτουμένου αναφορικώς προς πάσαν επιδικασθείσαν πληρωμήν καταβλητέαν απ' ευθείας υπό του εργοδότου μεταβιβάζονται εις το Ταμείον.
(Άρθρον 3 και Άρθρον 16)
1. Πάσα αποζημίωσις επιδικαζομένη εις εργοδοτούμενον υπό του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών δυνάμει του άρθρου 3 υπολογίζεται ως εκτίθεται εις τον παρόντα Πίνακα.
2. Εν ουδεμιά περιπτώσει η αποζημίωσις θα είναι μικροτέρα του ποσού το οποίον ο εργοδοτούμενος θα ελάμβανεν εάν είχε κηρυχθή υπό του εργοδότου του ως πλεονάζων και εδικαιούτο εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού δυνάμει του Μέρους IV, ως αύτη υπολογίζεται δυνάμει του Τετάρτου Πίνακος, λαμβανομένης όμως υπ' όψιν απασχολήσεως από της 1ης Ιανουαρίου, 1960.
3. Εν ουδεμιά περιπτώσει η αποζημίωσις θα υπερβαίνη τα ημερομίσθια δύο ετών.
4. Πλην ως προνοείται υπό των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος Πίνακος, το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών έχει απόλυτον διακριτικήν εξουσίαν ως προς το υπ' αυτού επιδικασθησόμενον ποσόν. Κατά τον υπολογισμόν όμως του επιδικασθησομένου τούτου ποσού, το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών δέον να λάβη υπ' όψιν του, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
(α)τα ημερομίσθια και πάσας τας άλλας απολαβάς του εργοδοτουμένου·
(β)την διάρκειαν της υπηρεσίας του εργοδοτουμένου·
(γ) την απώλειαν προοπτικής σταδιοδρομίας του εργοδοτουμένου·
(δ) τας πραγματικός συνθήκας του τερματισμού των υπηρεσιών του εργοδοτουμένου·
(ε) την ηλικίαν του εργοδοτουμένου.
(Άρθρον 13 και Άρθρον 16)
Μέρος I.
ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΕΩΣ
1.-(1) Η περίοδος απασχολήσεως υπολογίζεται εις εβδομάδας.
(2) Κατά τον υπολογισμόν της περιόδου απασχολήσεως λογίζονται αι ακόλουθοι εβδομάδες:
(α) εβδομάς κατά την οποίαν ο εργοδοτούμενος ειργάσθη επί 18 ή πλείονας ώρας'
(β) εβδομάς κατά την οποίαν ο εργοδοτούμενος ήτο-
(i) ανίκανος προς εργασίαν λόγω ασθενείας, βλάβης, τοκετού ή νόσου·
(ii) απών εκ της εργασίας του λόγω προσωρινής διακοπής εργασιών·
(iii) απών εκ της εργασίας του υπό τοιαύτας συνθήκας ώστε δυνάμει διευθετήσεως ή εθίμου ή νόμου η σχέσις εργοδότου και εργοδοτουμένου θεωρείται υπό του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ως συνεχιζομένη·
(iv) απών εκ της εργασίας του προ της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου λόγω εργατικής διαφοράς·
(ν) απών από την εργασία του με γονική άδεια ή άδεια πατρότητας ή άδεια φροντίδας ή άδεια για λόγους ανωτέρας βίας.
2. Όταν κατά ή μετά την ορισθείσαν ημέραν ο εργοδοτούμενος απουσιάζη εκ της εργασίας του καθ' οιανδήποτε εβδομάδα λόγω εργατικής διαφοράς, τότε η εβδομάς αύτη δεν λογίζεται κατά τον υπολογισμόν της περιόδου απασχολήσεως.
3. Αι προηγούμενοι διατάξεις του παρόντος Πίνακος εφαρμόζονται μόνον εις απασχόλησιν παρά τω αυτώ εργοδότη:
4. Προκειμένου περί εργοδοτουμένου ο οποίος απησχολήθη διά περίοδον ουχί ολιγωτέραν των είκοσι εξ εβδομάδων μεταξύ της 2ας Οκτωβρίου, 1972 και της 14ης Ιουλίου, 1974, το χρονικόν διάστημα μεταξύ της 15ης Ιουλίου, 1974 και της 3ης Οκτωβρίου, 1976, λογίζεται ως περίοδος απασχολήσεως μετά του εργοδότου υπό του οποίου ο εργοδοτούμενος απησχολείτο την 18ην Απριλίου, 1977, ή, εάν δεν απησχολείτο κατά την ημέραν ταύτην, μετά του πρώτου εργοδότου υπό του οποίου απησχολήθη μετά την ως είρηται ημέραν:
5. Η παράγραφος 4 εφαρμόζεται μόνον διά τους σκοπούς υπολογισμού του ποσού της πληρωμής λόγω πλεονασμού εκ του Ταμείου.
6. Ουδεμία περίοδος λογίζεται ως περίοδος απασχολήσεως δυνάμει της παραγράφου 4, εφ' όσον αύτη υπελογίσθη διά σκοπούς αποζημιώσεως ή πληρωμής δυνάμει του παρόντος Νόμου αναφορικώς προς προγενέστερον τερματισμόν απασχολήσεως του εργοδοτουμένου.
Μέρος II.
ΤΟ ΣΥΝΕΧΕΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΕΩΣ
7. Το συνεχές απασχολήσεως δεν διακόπτεται λόγω οιουδήποτε των ακολούθων:
(α) απουσίας εκ της εργασίας οφειλομένης εις υπηρεσίαν εις τας ενόπλους δυνάμεις της Κυπριακής Δημοκρατίας·
(β)απουσίας εκ της εργασίας οφειλομένης εις εργατικήν διαφοράν·
(γ) αλλαγής εργοδότου ως εκτίθεται εν τη επιφυλάξει της παραγράφου 3 του παρόντος Πίνακος·
(δ) απουσίας εκ της εργασίας λόγω ασθενείας, βλάβης, τοκετού ή νόσου·
(ε) απουσίας εκ της εργασίας λόγω προσωρινής διακοπής εργασιών·
(στ) απουσίας εκ της εργασίας υπό τοιαύτας συνθήκας ώστε δυνάμει διευθετήσεως ή εθίμου ή νόμου η σχέσις εργοδότου και εργοδοτουμένου θεωρείται υπό του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ως συνεχιζομένη·
(ζ) απουσίας από την εργασία λόγω απασχόλησης στο εξωτερικό σε επιχείρηση η οποία ανήκει εξ ολοκλήρου ή κατά κύριο λόγο στον εργοδότη·
(η) απουσίας εκ της εργασίας επ' αδεία μετά ή άνευ απολαβών·
(θ) απουσίας εκ της εργασίας οφειλομένης εις ανωτέραν βίαν, πολεμικήν ενέργειαν, πολιτικήν εξέγερσιν ή θεομηνίαν·
(ι) απουσίας από την εργασία με γονική άδεια ή άδεια πατρότητας ή άδεια φροντίδας ή με άδεια για λόγους ανωτέρας βίας.
(Άρθρον 11 και Άρθρον 14)
ΠΛΗΡΩΜΑΙ ΕΙΣ ΤΑΣ ΟΠΟΙΑΣ Ο ΕΡΓΟΔΟΤΟΥΜΕΝΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥΤΑΙ ΔΙΑΡΚΟΥΣΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΩΣ
1. Όταν ο εργοδοτούμενος εργάζεται αντί ωρισμένου ημερομισθίου δικαιούται εις το ωρισμένον τούτο ημερομίσθιον διαρκούσης της περιόδου της προειδοποιήσεως, εκτός εάν άλλως προβλέπεται δυνάμει του παρόντος Πίνακος.
2. Όταν η αμοιβή του εργοδοτουμένου βασίζηται επί του αριθμού των ωρών τας οποίας εργάζεται και δεν ποικίλλει αναλόγως του ποσού της εκτελουμένης εργασίας, ο εργοδοτούμενος πληρώνεται διά τον αριθμόν των ωρών τας οποίας ειργάσθη διαρκούσης της περιόδου της προειδοποιήσεως.
3. -(1) Όταν εργοδοτούμενος ο οποίος καλύπτεται υπό των διατάξεων της παραγράφου 1 ανωτέρω είναι-
(α) έτοιμος και πρόθυμος να εργασθή αλλά δεν παρέχεται εις αυτόν εργασία υπό του εργοδότου· ή
(β)ανίκανος προς εργασίαν λόγω ασθενείας, βλάβης, τοκετού ή νόσου·
(γ) απών επ' αδεία,
(δ) απών με γονική άδεια ή άδεια πατρότητας ή άδεια φροντίδας ή άδεια για λόγους ανωτέρας βίας
λαμβάνει τότε την υπό της ρηθείσης παραγράφου 1 καθοριζομένην αμοιβήν·
(2) Όταν εργοδοτούμενος ο οποίος καλύπτεται υπό των διατάξεων της παραγράφου 2 ανωτέρω είναι-
(α) έτοιμος και πρόθυμος να εργασθή αλλά δεν παρέχεται εις αυτόν εργασία υπό του εργοδότου· ή
(β) ανίκανος προς εργασίαν λόγω ασθενείας, βλάβης, τοκετού ή νόσου·
(γ) απών επ' αδεία,
(δ) απών με γονική άδεια ή άδεια πατρότητας ή άδεια φροντίδας ή άδεια για λόγους ανωτέρας βίας
τότε ο εργοδότης καταβάλλει εις τον εργοδοτούμενον δι' εκάστην εβδομάδα της περιόδου της προειδοποιήσεως ουχί ολιγώτερον του μέσου όρου των εβδομαδιαίων ημερομισθίων του κατά τας τελευταίας δώδεκα πλήρεις εβδομάδας προτού δοθή η προειδοποίησις:
(3) Πάσα πληρωμή γενομένη εις τον εργοδοτούμενον υπό του εργοδότου υπό μορφήν πληρωμής λόγω ασθενείας λογίζεται έναντι της δυνάμει της παραγράφου ταύτης υποχρεώσεως του εργοδότου.
(4) Όταν ο εργοδοτούμενος πληρώνηται επί ωριαίας βάσεως, η πληρωμή του κατά την διάρκειαν της περιόδου της προειδοποιήσεως δεν είναι ολιγωτέρά της πληρωμής διά τον αριθμόν των ωρών τας οποίας ειργάσθη διαρκούσης της περιόδου της προειδοποιήσεως επί τη βάσει του μέσου όρου ωριαίας αμοιβής κατά τας τέσσαρας τελευταίας πλήρεις εβδομάδας προτού δοθή η προειδοποίησις:
5. Όταν ο εργοδοτούμενος δεν έχει καθωρισμένον ημερομίσθιον ή μισθόν και όταν δεν πληρώνεται επί ωριαίας βάσεως άνευ συσχετισμού προς το ποσόν της γενομένης εργασίας, τότε ο εργοδοτούμενους δικαιούται εις πληρωμήν διαρκούσης της περιόδου της προειδοποιήσεως ως ακολούθως:
(α) δι' εκάστην εβδομάδα του χρονικού διαστήματος της προειδοποιήσεως ο εργοδότης πληρώνει τον εργοδοτούμενον ουχί ολιγώτερον του μέσου όρου των εβδομαδιαίων ημερομισθίων του κατά τας τελευταίας δώδεκα πλήρεις εβδομάδας προτού δοθή η προειδοποίησις:-
(β) η δυνάμει της υποπαραγράφου (α) ανωτέρω υποχρέωσις του εργοδότου είναι υπό τον όρον ότι ο εργοδοτούμενος είναι έτοιμος και πρόθυμος να εκτελέση εργασίαν ευλόγου φύσεως ίνα κερδίζη αμοιβήν προς το εν τη παραγράφω (α) ανωτέρω οριζόμενον ποσόν:
(i) απών εκ της εργασίας του λόγω ασθενείας, τεκνογονίας, βλάβης, τοκετού ή νόσου·
(ii) απών επ' αδεία·
(iii) απών με γονική άδεια ή άδεια πατρότητας ή άδεια φροντίδας ή άδεια για λόγους ανωτέρας βίας
(γ) οιαδήποτε πληρωμή λόγω ασθενείας καταβαλλομένη υπό του εργοδότου λογίζεται έναντι της δυνάμει της υποπαραγράφου (β) ανωτέρω υποχρεώσεως αυτού
(δ) όταν η προειδοποίησις εδόθη υπό του εργοδοτουμένου, η δυνάμει της παραγράφου ταύτης υποχρέωσις του εργοδότου δεν δημιουργείται εκτός εάν και μέχρις ότου ο εργοδοτούμενος εγκαταλείψη την εργασίαν του δυνάμει της προειδοποιήσεως.
6. Ουδεμία πληρωμή οφείλεται δυνάμει του παρόντος Πίνακος δi' οιανδήποτε περίοδον καθ' ην ο εργοδοτούμενος απουσιάζει εκ της εργασίας του λόγω εργατικής διαφοράς.
7. Εάν διαρκούσης της περιόδου προειδοποιήσεως ο εργοδότης νομίμως απολύη τον εργοδοτούμενον, ουδεμία πληρωμή οφείλεται δυνάμει του παρόντος Πίνακος διά την υπολειπομένην περίοδον της προειδοποιήσεως.
(Άρθρον 16 και Άρθρον 17)
1. Εργοδοτούμενος ο οποίος καθίσταται πλεονάζων υπό την έννοιαν του άρθρου 18 λαμβάνει εκ του Ταμείου πληρωμήν λόγω πλεονασμού υπολογιζομένην ως ακολούθως:
(α)Διά τα πρώτα τέσσαρα έτη συνεχούς απασχολήσεως, δύο εβδομάδων ημερομίσθια δι' εκάστην περίοδον απασχολήσεως πεντήκοντα δύο εβδομάδων·
(β) από του πέμπτου μέχρι και του δεκάτου έτους συνεχούς απασχολήσεως, δύο και ημισείας εβδομάδων ημερομίσθια δι' εκάστην περίοδον απασχολήσεως πεντήκοντα δύο εβδομάδων·
(γ) από του ενδεκάτου μέχρι και του δεκάτου πέμπτου έτους συνεχούς απασχολήσεως, τριών εβδομάδων ημερομίσθια δι' εκάστην περίοδον απασχολήσεως πεντήκοντα δύο εβδομάδων·
(δ) από του δεκάτου έκτου μέχρι και του εικοστού έτους συνεχούς απασχολήσεως, τριών και ημισείας εβδομάδων ημερομίσθια δι' εκάστην περίοδον απασχολήσεως πεντήκοντα δύο εβδομάδων· και
(ε) από του εικοστού πρώτου μέχρι και του εικοστού πέμπτου έτους συνεχούς απασχολήσεως, τεσσάρων εβδομάδων ημερομίσθια δι' εκάστην περίοδον απασχολήσεως πεντήκοντα δύο εβδομάδων:
Νοείται ότι, αν η ολική περίοδος συνεχούς απασχόλησης δεν αποτελεί ακέραιο αριθμό ετών, οποιοδήποτε υπόλοιπο περιόδου απασχόλησης 26 ή περισσότερων εβδομάδων θεωρείται ένα έτος απασχόλησης.
1Α. Προκειμένου περί εργοδοτουμένου που αναφέρεται στην επιφύλαξη του όρου "εργοδοτούμενος", η πληρωμή την οποία δικαιούται είναι ίση με ποσοστό 1% του εβδομαδιαίου ημερομισθίου του πολλαπλασιαζομένου επί 52 και επί τα έτη υπηρεσίας.
2. Ουδεμία πληρωμή καταβάλλεται δι' οιανδήποτε απασχόλησιν προ της 1ης Ιανουαρίου, 1964.
3. Η διάρκεια της περιόδου απασχολήσεως και το εάν η απασχόλησις ήτο συνεχής ή μη αποφασίζονται συμφώνως προς τον Δεύτερον Πίνακα.
4. Διά τους σκοπούς του παρόντος Πίνακος, το ποσόν των εβδομαδιαίων ημερομισθίων είναι το ποσόν εις το οποίον ο εργοδοτούμενος θα εδικαιούτο κατά την τελευταίαν εβδομάδα της απασχολήσεως του, ως τούτο υπολογίζεται συμφώνως προς τον Τρίτον Πίνακα:
Νοείται ότι, προκειμένου περί λιμενεργάτου, εγγεγραμμένου ή μη, διά τον υπολογισμόν των εβδομαδιαίων ημερομισθίων λαμβάνεται υπ' όψιν ο μέσος όρος ημερομισθίου αυτού, κατά το τελευταίον, προ της απολύσεως του, ημερολογιακόν έτος.
Νοείται ότι κατά τον υπολογισμό της εβδομαδιαίας αμοιβής οποιοδήποτε ποσό το οποίο υπερβαίνει το τετραπλάσιο του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών, όπως τούτο εκάστοτε καθορίζεται στους περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμους του 1980 μέχρι 1993, δε λαμβάνεται υπόψη.
Νοείται περαιτέρω ότι ο Υπουργός δύναται, διά διατάγματος, να προβλέψη δι' υψηλότερον ποσόν του άνω αναφερομένου ποσού.
5 του Ν.67/72. Η ισχύς του παρόντος Νόμου άρχεται εις ημερομηνίαν ορισθησομένην υπό του Υπουργικού Συμβουλίου διά γνωστοποιήσεως δημοσιευομένης εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας.
2 του Ν.1/75. Η ισχύς των διατάξεων του Μέρους IV του βασικού νόμου των προνοουσών περί δικαιώματος εργοδοτουμένων εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού εκ του Ταμείου αναστέλλεται εν σχέσει προς περιπτώσεις καθ' ας η απασχόλησις ετερματίσθη ή τερματίζεται μετά την 14ην Ιουλίου 1974.
3 του Ν.1/75. Ο παρών Νόμος ισχύει διαρκούσης της εκρύθμου καταστάσεως και εν πάση περιπτώσει ουχί πέραν της 31ης Δεκεμβρίου 1975 ότε και εκπνέει.
2 του Ν.18/77. Η ισχύς του περί Τερματισμού Απασχολήσεως (Τροποποιητικού) Νόμου του 1975, ήτις δυνάμει του περί της Προσωρινής Νομοθεσίας (Παράτασις της Ισχύος) Νόμου του 1975 και του περί της Προσωρινής Νομοθεσίας (Παράτασις της Ισχύος) Νόμου του 1976 παρετάθη μέχρι της 31ης Μαρτίου, 1977, παρατείνεται μέχρι της 17ης Απριλίου, 1977, περιλαμβανομένης.
3 του Ν.18/77. Ουδείς δικαιούται εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού εφ' όσον η απασχόλησις αυτού ετερματίσθη μετά την Μην Ιουλίου, 1974, και προ της 18ης Απριλίου, 1977.
13 του Ν.18/77. Η ισχύς των άρθρων 1 και 2 του παρόντος Νόμου άρχεται την 1ην Απριλίου, 1977 και των άρθρων 6, 7, 8 και 9 την 18ην Απριλίου, 1977, των δε λοιπών άρθρων άρχεται την 18ην Απριλίου, 1977 και λήγει την 3ην Απριλίου, 1979.
2 του Ν.30/79. Η ισχύς των άρθρων 3, 4, 5, 10, 11 και 12 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως (Τροποποιητικού) Νόμου του 1977 (Αρ. 18 του 1977) παρατείνεται μέχρι της 30ής Ιουνίου, 1979, συμπεριλαμβανομένης.
2 του Ν.57/79. Η ισχύς των άρθρων 3, 4, 5, 10, 11 και 12 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως (Τροποποιητικού) Νόμου του 1977 παρατείνεται μέχρι της 28ης Οκτωβρίου, 1979, συμπεριλαμβανομένης.
2 του Ν.82/79. Η ισχύς των άρθρων 3, 4, 5, 10, 11 και 12 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως (Τροποποιητικού) Νόμου του 1977 παρατείνεται μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου, 1979, συμπεριλαμβανομένης.
2 του Ν.92/79. Ουδείς δικαιούται εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού εφ' όσον η απασχόλησις αυτού ετερματίσθη μετά την 14ην Ιουλίου, 1974 και προ της 18ης Απριλίου, 1977.
12 του Ν.92/79. Το δικαίωμα παντός προσώπου εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού διά τερματισμόν απασχολήσεως γενόμενον καθ' οιονδήποτε χρόνον από της 18ης Απριλίου, 1977 μέχρι και της 9ης Δεκεμβρίου, 1979, διέπεται υπό των διατάξεων του περί Τερματισμού Απασχολήσεως (Τροποποιητικού) Νόμου του 1977.
13 του Ν.92/79. Ανεξαρτήτως των διατάξεων των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του 1972 έως 1979, το δικαίωμα παντός προσώπου εις επίδομα μητρότητος, επίδομα ασθενείας, επίδομα ανεργίας ή επίδομα σωματικής βλάβης δυνάμει των προειρημένων Νόμων, ουδόλως επηρεάζεται εκ της λήψεως πληρωμής λόγω πλεονασμού εκ του Ταμείου διά τερματισμόν απασχολήσεως γενόμενον κατά ή μετά την 10ην Δεκεμβρίου, 1979.
14 του Ν.92/79. Η ισχύς του παρόντος Νόμου άρχεται την 10ην Δεκεμβρίου, 1979.
8 του Ν.54/80. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος Νόμου άρχεται την 6ην Οκτωβρίου, 1980.
3 του Ν.12/83. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος Νόμου άρχεται την 4ην Απριλίου, 1983.
3 του Ν.37/88. Η ισχύς του παρόντος Νόμου λογίζεται ότι άρχισε την 1η Ιουλίου 1987.
5 του Ν.18/90. Η ισχύς του παρόντος Νόμου αρχίζει στις 2 Απριλίου, 1990.
10 του Ν.52(Ι)/94. Η ισχύς του παρόντος Νόμου αρχίζει την 1η Ιουλίου 1994 εκτός από τις παραγράφους (γ) και (δ) του άρθρου 9 των οποίων η ισχύς αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 1995.
3 του Ν.111(Ι)/2001. Η ισχύς του παρόντος Νόμου λογίζεται ότι άρχισε την 28η Δεκεμβρίου 2000.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν.70(Ι)/2002] τίθεται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2003.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 79(Ι)/2002] τίθεται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2003.
Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 212(Ι)/2002] λογίζεται ότι άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2001.